main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

6 Οκτ 2009

Δές πως χαμογελάει ο Θεός ....

Για ακόμη μια φορά ο Θεός μας χαμογέλασε …Δεν πάνε ούτε τρείς μήνες από εκείνο το χαμόγελο αιωνιότητας του Γ.Ιωσήφ και να ακόμα ένα ..να δυναμώσει την πίστη μας… να φωλιάσει τον Χριστό πιο στέρεα μέσα μας …Για όλους αυτούς που θα χαμογελάσουν …ειρωνικά όμως ….θα γράψουμε τα ίδια με αυτά προ τριμήνου...Κατανόητή αυτή η στάση ..Ίσως γιατί ο καθένας επιζητεί να... ψηλαφίσει ο ίδιος ...τον τύπον των ήλων...Ίσως γιατί θεωρεί οτι είναι αφύσικο να ...χαμογελά ο Θεός σε μια ..δυσώδη και αλιβάνιστη εποχή ..Ίσως γιατί αυτή του η καχυποψία,η άρνηση είναι μια εσωτερική άμυνα ,προκειμένου να μην προβληματιστεί για το τί υπάρχει μετά και να συνεχίσει αμέριμνος τον δρόμο του ,εισερχόμενος πάντα ...απο την πλατιά και ευρύχωρο πύλη... Και ένα κείμενο του Ευλογημένου Κόντογλου αφιερωμένο στην μνήμη της χαμογελαστής μοναχής Ευπραξίας που κοιμήθηκε έχοντας στο πλευρό της τον πνευματικό της πατέρα ,Γ.Ευφραίμ Φιλοθεϊτη, στην Αριζόνα…Χαμόγελο ευτυχίας και σιγουριάς αιωνιότητας … Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, εβγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσ’ από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο , κυττάζοντας τον σκοτεινόν ουρανό με τ’ άστρα. Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μια μακρυνή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών , και προκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μια φορά, πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου». Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα. Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ’ έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τα’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε. Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!» μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν ν α ερχόταν από πολύ μακρυά, σα νάβγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι. Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του , τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μούκανε νόημα ε το χέρι του να σταματήσω. Άρχισε να βογγά, με τέτοιο τρόπο , που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολότελα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσα τον Θεό να με λυπηθή. Θέλω να πεθάνω μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δυο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, νάχει τέτοιο μυαλό , και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μια άλλη μέρα, σου είχα, πει, όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα». Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δείς πόσω χρονώ θα πάγω: τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γυιός μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιον από την Αβυσσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν εσένα που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες ‘ Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών’. Τι θα βγάλεις από τα ‘Χριστιανά τα τέλη;’. Παρά νάχεις στην τσέπη σου , και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισος; Εγώ ξέρεις πως είμαι γυιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πρίν από μένα, θα πάρεις και στον λαιμό σου την οικογένεια σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!...». Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κεί, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ούχ! Ού! Ου! Χού! Ούχ!». Ησύχασε για λόγο και ξαναείπε: Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! Μα κανένας δεν μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν νάμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ , τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζείς , ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ’ ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χεροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως, βλέπω πως χεροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χεροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!». Απάνω σ’ αυτά , χάθηκε από τα άτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μιά στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου , και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι , που το κουνούσε από δω κι από κεί. Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θάρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέγω: «Ποιοι σε στείλανε;» Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούν παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλωσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο. Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νάρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα τη αγάπης, όπως είπε ένας άγιος. Πόσο αλλοιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη. Είναι που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σας ο λόγος του είναι η αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλλοίμονο σ’όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει , και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους , σας κάναμε περιπαίγματα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλωσύνη τα πειράγματα μας, τόσο μεγάλωσε η δική μας η κακία. Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόμαστε από το φέρσιμο τω κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκόντανε, οι δυστυχείς, στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε, θέλω να φανερωθώ σ’ αυτούς και να τους πω να αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια , όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό τον Λάζαρο. Μα και κείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. «Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος διακαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι». Με αυτά τα λόγια τον έχασα από μπροστά μου. Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (Από το βιβλίο ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ , Αθήναι)

7 σχόλια :

  1. ΔΕΣ ΠΩΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ...Δεν ξερω εαν εχω ακουσει ωραιοτερη εκφραση...Την επαναλαμβανω και η καρδια μαυ κλαιει και γελαει ταυτοχρονα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγκλονιστικό...! Σ' ευχαριστούμε αδελφέ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΔΕΣ ΠΩΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ......Το είπα και εγώ αντικρύζοντας το προσωπάκι του γιού μου οταν μου τον εφεραν στο σπιτι...και η αγωνία μου ήταν πως θα τον αντικρύσουν οι δύο αδελφές του...όμως σε ένα μουτράκι που μου χαμογελούσε δεν μπορούσα να κλάψω...δεν μπορούσα παρά να χαμογελάω και εγώ ευχαριστώντας τον Θεό για το δώρο που μου έκανε...τη βεβαίωση οτι το παιδί μου ήταν ευτυχισμένο!!!!και δεν ήταν ούτε μοναχός...ούτε άγιος...ήταν όμως μόνο 18 χρονών......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ο θεος να σε βοηθαει να διαβαζουμε πνευματικα μονο..... και οχι κρισεισ και κατακρισεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. μπορεί να μας πεί κάποιος περισσότερα για τη μακαρία αυτή μοναχή;
    είναι συγκλονιστικό.
    μονο κεκοιμημένη δεν είναι.το χαμόγελο και το πρόσωπο της είναι ουράνια.
    την ευχή της νάχουμε!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΦΙΛΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣΚυρ Οκτ 11, 11:37:00 μ.μ. 2009

    Αδερφέ/ή μου συγχώρεσέ με αν απο κάποα ανάρτησή μου εισέπραξες κατάκριση ..
    Επειδή μάλλον αναφέρεσαι στο κείμενό μου για το νέο πρόγραμμα του σταθμού τς Εκκλησίας της Ελλάδος ,(νέο ξεκίνημα ναί ίδια σχέση όχι ...)θα πώ οτι το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια κραυγή αγωνίας και αντίδρασης για την εκ του αποτελέσματος προσπάθεια αποΧριστοποίησης του εν λόγω σταθμού ..Πρέπει όλοι να αντιδράσουμε ...όχι κατακριτικά αλλά κριτικά και ακατάπαυστα Χριστολογικά....Το χαμόγελο του Θεού έχει και ήχο ...ας μην το σιγήσουμε ...Να στε όλοι ευλογημένοι!!!! καλή δύναμη αδερφοί μου !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. ΦΙΛΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣΚυρ Οκτ 11, 11:48:00 μ.μ. 2009

    Ένα χαμόγελο Θεού ,φώτισε τις ψυχές μας
    μόλις το αντικρύσαμε σε σένα αγγελέ μας ..
    μέτρησες χρόνια δεκαοχτώ ,θέλησες να πετάξεις
    κοντά Του σε άλλον ουρανό και να χαμογελάσεις...




    με αγάπη Χριστού για τον ...χαμογελαστό υπέροχο γονιό !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~