2 Δεκ 2009

Στην Παναγούδα να μιλήσουμε για ...αγίους


Για τους Αγίους, μόνον oι Άγιοι μπορούν να μιλούν, που έχουν κοινές πνευματικές εμπειρίες και αλληλοκατανοούνται» μου είπε κάποτε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος. Και μιας και μου λείπει η απαραίτητη αύτη προϋπόθεση, με την οποία θα μπορούσα να κατανοήσω την εσωτερικότητα της μεγάλης του πνευματικής καταστάσεως, δεν απομένει άλλο τίποτε από του να σταθώ σε ορισμένα εξωτερικά γεγονότα της ζωής του, που είχε την απέραντη και συγκαταβατική καλοσύνη να μου τα διηγηθεί, μήπως και διορθωθώ, τα όποια ωστόσο αποδεικνύουν το ύψος της κατά Θεόν αγιότητας του Ανδρός. Είπε λίγες μέρες πριν κοιμηθεί, οντάς στην μαρτυρική κλίνη της οδυνηρής ασθενείας του: «Χόρτασα, να πούμε ας υποθέσουμε, αυτές τις μέρες που είμαι στο νοσοκομείο, από χταπόδια και καλαμάρια. Τα εκδικούμαι έτσι, γιατί δεν πρόλαβαν να με φάνε εκείνα»- και επεξήγησε τα λόγια του: Όταν οι πρόσφυγες συγχωριανοί του Φαρασιώτες έφυγαν ξεριζωμένοι από το ευλογημένο καππαδοκικό χωριό τους, έχοντας μαζί τους και τον αγιασμένο ποιμένα τους Χατζη-Εφεντή, τον μετέπειτα όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, βρέθηκαν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε κάποιο φορτηγό πλοίο, ταξιδεύοντας για την πατρίδα Ελλάδα. Όλοι πάνω στο κατάστρωμα, εξαθλιωμένοι και ταλαιπωρημένοι ψυχικώς και σωματικώς, με την κρυφή ελπίδα ότι θα ζήσουν πλέον ελεύθεροι ερχόμενοι στην ποθητή πατρίδα… Μαζί τους και η μακαρίτισσα η μάννα του Γέροντα, η κυρά Ευλαμπία, η γυναίκα του προέδρου των Φαράσων, λεχώνα με το νεογέννητο και νεοβάπτιστο αγοράκι της, τον Αρσένιο, τυλιγμένο στα γεννοφάσκια του. Όπως έκανε να περάσει κάποια γριούλα ανάμεσα στο στοιβαγμένο πλήθος, παραπάτησε και πάτησε με το βαρύ πόδι της το βρέφος στην κοιλίτσα του. Το μωράκι ξεφώνισε και μετά έμεινε ωσεί νεκρό. Η μανούλα του καταλαβαίνοντας πως το σπλάγχνο της πέθανε και φοβούμενη μην το πετάξουν οι ναυτικοί στην θάλασσα, όπως γίνεται με όλους τους εν πλω αποθνήσκοντας σύμφωνα με τους διεθνείς ναυτικούς κανονισμούς, το έκρυψε κάτω από το μακρύ φουστάνι της επί εννέα ώρες, ώσπου έφτασαν στον Πειραιά, για να το κηδέψει εκκλησιαστικώς. Εκεί μόλις αποβιβάστηκαν, το φαινόμενο ως νεκρό βρέφος ξαναζωντάνευε με την Χάρη του Θεού, για να ζωντανέψει στις μέρες μας αμέτρητες νεκρές ψυχές και να τις στηρίξει στην πορεία της ζωής με τις άγιες και σοφές συμβουλές και τις πυρακτωμένες προσευχές του.
«Των μειζόνων ανθρώπων πόρρωθεν προκαταβάλλονται αι αρχαί». Είναι αληθινή η πατερική αυτή ρήση και απόλυτα εφαρμόζεται στο πρόσωπο του οσίου Γέροντος. Από μικρό παιδάκι, στην Κόνιτσα όπου μεγάλωσε, έδειχνε τα θεϊκά σημάδια με την αγιασμένη ζωή του. Σαν άλλος παιδαριογέρων, όπως ο συμπατριώτης του όσιος Σάββας ο ηγιασμένος, κατέπληττε τους απλούς συγχωριανούς του, που καταλαβαίνοντας ή υποψιαζόμενοι την ουσία της κρυφής ζωής του, του απένειμαν την προσφώνηση «ο καλόγερος». «Και αυτό το πράγμα με βοήθησε», έλεγε ο Γέροντας. «Πάντοτε σκεφτόμουνα· Αφού ο κόσμος με λέγει καλόγερο, τι θέση έχω εγώ μέσα στον κόσμο; Πρέπει να πάω σε μοναστήρι». Αλλά και πριν αρχίσει τους μοναστικούς του αγώνες, ο μακάριος Γέροντας έκαμε πολλές «θείες τρέλλες» από την πλησμονή της αγάπης του για τον Θεό. Μπορεί πολλά πράγματα ως παιδί να μην τα ένοιωθε σε όλο το βάθος τους, όμως τα έκαμε σαν θεοδίδακτος, αφού από μικρή ηλικία συνήθισε τις συχνές αγιοφάνειες στην χαριτωμένη ζωή του. Τον κυνηγούσε η βαθειά επιθυμία και ευχή του βαπτιστού και συνωνύμου του πατρός Αρσενίου, που ήθελε να αφήσει πνευματικόν απόγονο στην θέση του. Και τον άφησε και τον χαρίτωσε με τις πατρικές του ευλογίες. Ο Άγιος τον Άγιο… Και τον έστειλε στο Περιβόλι της Πανάγιας μας, όπου και πρόκοψε και πλήθη πιστών βοήθησε να νοιώσουν κάτι από την γλυκύτητα της θείας ζωής. Αλλά και ο βαπτιστικός «φιλότιμο παιδί του φιλότεκνου Πατέρα», με την συγγραφή και κυκλοφορία του θαυμαστού βίου του Καππαδόκου αγίου ιερέως, απέδωσε στο έπακρον την πνευματική οφειλή του. Σαν να συναγωνίσθηκαν οι δυο τους Άγιοι, ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο στο φιλότιμο και στην ευγνωμονητική ανταπόδοση. «Πρόβλημα εις διήγησιν» όσα αυτοψεί θεασάμεθα και αυτηκόως ακούσαμεν και κατά μεγίστη ευλογίαν Θεού εβιώσαμε κοντά στον άγιο αυτόν Άνθρωπο και μεγάλο Αγιορείτη ασκητή. Σαν μυθικό φαντάζει το όνομα του και η φωτεινή πορεία του θα σελαγίζει στο στερέωμα της Εκκλησίας μας και ο τάφος του στο Μοναστήρι του αγίου Θεολόγου στη Σουρωτή, θα γίνεται βρύση θαυματουργιών και παρακλητικής απαντήσεως των προβλημάτων των προσκυνητών, που τα εναποθέτουν με πόνο ψυχής και πίστη θερμή μπροστά στον απέριττο ξύλινο σταυρό του μνήματός του. Πιστεύομε δε πως ίσως και να αξιωθούμε να τον μνημονεύσουμε πολύ σύντομα μεταξύ των επισήμως ανεγνωρισμένων Αγίων της Εκκλησίας μας… «Εξ ονύχων τον λέοντα”: Ομολογώ πως δεν θα μπορέσω για πολλούς λόγους να αναμνησθώ εδώ των πλέον σημαντικών εμπειριών μου από την πολυχρόνια γνωριμία μου με τον Γέροντα. Καίτοι αυτός δεν έχει ανάγκη υστεροφημίας, ούτε κινδυνεύει από τις πτωχές ανθρώπινες κριτικές, όμως ζουν πρόσωπα που σχετίζονται με γεγονότα και δεν είναι φρόνιμο να βάλουμε σε πειρασμό αγαθούς αδελφούς. Θα αρκεσθώ γι’ αυτό σε ελάχιστα αλλά χαρακτηριστικά γεγονότα. «Να σου πω ευλογημένη ψυχή: ας υποθέσουμε να πούμε. Διακόσια θεϊκά οράματα και οπτασίες βλέπω, αλλά πετώ τις εκατόν εννενήντα εννιά και κρατώ τη μία. Ξέρεις τι επικίνδυνο πράγμα είναι να ασχολούμαστε με οράματα και αποκαλύψεις; Δεν θα μας κατηγορήσει ο καλός Πατέρας για τη στάση μας αυτή, αντιθέτως θα μας επαινέσει κιόλας, γιατί δείχνομε πνευματική σωφροσύνη». «Τρελλάθηκε ο κόσμος να πούμε. Μόνο εμένα και τον παπα Εφραίμ Κατουνακιώτη λένε άγιους. Ο παπα Έφραίμ, σύμφωνοι, είναι άγιος, αλλά εγώ δεν ξέρουν τι παλαιοτενεκές σκουριασμένος είμαι…Ο Θεός να με ελεήσει, να πούμε. Ξέρεις, ευλογημένη ψυχή; Σήμερα στο Άγιον Όρος πενήντα μεγάλοι άγιοι ζουν, αλλά είναι έξυπνοι και όχι σαν και μένα το βλάκα που βγήκε το όνομά μου και άιντε να το συμμαζέψω…Παρακαλούν, να πούμε, τον Ουράνιο Πατέρα και του λένε: Μη μας φανερώσεις σ’ αυτή τη ζωή· κράτησε τη δόξα για τη μέλλουσα βασιλεία. Και ο φιλότεκνος Πατέρας ακούει τα φιλότιμα παιδιά Του και τους κάνει το χατήρι. Αλλά ξέρεις; Εμείς από εδώ στην ανατολική πλευρά, επειδή έχομε υγρασία και δεν ευδοκιμεί η αγιότητα, φιλοξενούμε μόνο δεκατέσσαρες, ενώ η άλλη πλευρά, η δυτική, που εχει περισσότερο ήλιο, μας ξεπερνά· έχει τριάντα έξι”. Μετά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή τον επισκέφθηκα. «-Βρε καλώς τονε. Τι έγινε, ευλογημένη ψυχή, εκεί πέρα ας υποθέσουμε; Πως πέρασες τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Την κράτησες τη νηστεία; πώς πήγες με το τριήμερο της πρώτης εβδομάδος;» -Με την ευχή Σας, Γέροντα, ναι. Την πρώτη μέρα εντάξει. Τη δεύτερη είχα ένα πονοκέφαλο ενοχλητικό. Τη νύχτα όμως της Τρίτης προς την Τετάρτη, τα χρειάσθηκα. Έβλεπα μπροστά μου κάτι ταψιά με μπακλαβάδες και καταΐφια. Πήγαινα να φάω και άκουγα μια φωνή· «Μη! έχομε τριήμερο»! Μετά έβλεπα κάτι καταρράκτες νερό να πέφτουν. Πήγαινα να πιω, άκουγα πάλι τη φωνή: “Μη! έχομε τριήμερο”. Αφήστε… Ο Γέροντας γέλασε με την καρδιά του και είπε: -Σιγά τη νηστεία να πούμε. Να σου πω κάτι; Το Σάββατο του Ακάθιστου είπα να κάνω με τους γείτονες αγρυπνία στο εκκλησάκι μου προς τιμήν της Παναγίας μας. Μόλις τελείωσε η Λειτουργία, θέλησα να τους ετοιμάσω ένα καφεδάκι, ακούγοντας συγχρόνως και τις ευχές της ευχαριστίας της Θείας Μεταλήψεως. Ακόμη δεν είχε φέξει καλά. Μόλις μπήκα στο κουζινάκι να ανάψω φωτιά, βλέπω στην γωνία και έλαμπαν δυο ματάκια. Νόμισα πως θα είναι κάποιος από τους γάτους ή ο Μωάμεθ ή ο Αραφάτ. Φώναξα λοιπόν. “Ψιτ, ψιτ, Αραφάτ, Μωάμεθ”. Άκουσα μια φωνούλα εξασθενημένη: -Ποιος Αραφάτ και Μωάμεθ, ευλογημένε! Εγώ είμαι, ο τάδε μοναχός (δεν μου αποκάλυψε το όνομά του αν και επέμεινα· “Θα του κάνουμε κακό πνευματικά”, είπε ο Γέροντας). -Βρε ευλογημένη ψυχή, πως βρέθηκες εδώ; -Να, μπήκα την ώρα της αγρυπνίας που ψάλλατε, γιατί πεινώ. Έχεις τίποτε να μου δώσεις να φάω; -Από πότε έχεις να φας; -Από τις Απόκριες ούτε νερό δεν ήπια! -Τι λες βρε ευλογημένη ψυχή να πούμε εκεί πέρα, θα πάθουν τα νεφρά σου! (Ξέρεις, πάτερ, πολλές φορές νήστεψα από τροφή για σαράντα μέρες, αλλά από νερό είναι επικίνδυνο, γιατί χαλούν τα νεφρά. Και αυτός ο ευλογημένος εδώ είχε τριάντα έξι μέρες χωρίς φαγητό και νερό…) Ευτυχώς που μου έφεραν την προηγούμενη μέρα άπό το Κουτλουμούσι ένα τάπερ πλαστικό με πιλάφι και καλαμαράκια. Του το έδωσα και άρχισε να το τρώει με τα χέρια. -Σιγά, βρε ευλογημένη ψυχή. Τι κάνεις; Εσύ θα φας και το πλαστικό να πούμε, και δεν έχω και λεφτά να πληρώσω στο Κουτλουμούσι…-Ξέρεις, Γέροντα, πεινάω, έχεις τίποτε άλλο; Είχα κάτι ελιές που είχαν γίνει σαν πετραδάκια άπό την πολυκαιρία. Τις κατέβαζε με τα κουκούτσια…-Σιγά βρε ευλογημένη ψυχή, θα σπάσει το στομάχι σου…Που να μ’ ακούσει. -Έχεις τίποτε άλλο; Του έδωσα μια σακούλα παξιμάδια που είχα και του λέω· -Φύγε, γίνε καπνός για να μη μας καταλάβουν οι άλλοι, αφού ο εφημέριος άρχισε την απόλυση της Ευχαριστίας. Κατάλαβες, πάτερ μου, τι άγωνιστάς κρύβει το Άγιον Όρος; Και εμείς νομίζομε πως κάτι κάνομε νηστεύοντας το τριήμερο… Ιερομόναχος Ακάκιος Αγιορείτης