Ένας γέροντας είπε:
Υπάρχει άνθρωπος πού νομίζει ότι σωπαίνει, μα ή καρδιά του κατακρίνει τους άλλους. Αυτός πάντοτε μιλάει. Και υπάρχει άλλος πού μιλάει άπ' το πρωί ως το βράδυ, μα φυλάει τη σιωπή, γιατί δεν λέει τίποτα πού να μην είναι ωφέλιμο.
Ρώτησαν ένα γέροντα:
Ποια είναι ή σημασία του ρητού, "πάν ρήμα άργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, άποδώσουσι περί αυτόν λόγον" (Ματθ. 12: 36);
Και αποκρίθηκε:
Κάθε λόγος πού αναφέρεται σε υλικά πράγματα, εκτός από τα απαραίτητα, είναι αργολογίας. Μόνο ή ομιλία για σωτηρία "ψυχής δεν είναι αργολογία. Ωστόσο, και σ' αύτη την περίπτωση, είναι καλύτερο ν' αποφεύγει κανείς τα πολλά λόγια. Γιατί καθώς μιλάς για το καλό, έρχεται και το κακό.
Πήγε κάποιος αδελφός σ' ένα γέροντα και του λέει:
Αββά, πες μου μια συμβουλή για τη σωτηρία μου.
Αν επισκεφθείς κάποιον, του απάντησε εκείνος, μη βιαστείς να μιλήσεις, πριν σκεφτείς καλά (αυτά πού πρόκειται να πεις).
Ό αδελφός κατανύχθηκε από τη συμβουλή και του έβαλε μετάνοια, λέγοντας:
Πραγματικά, πολλά βιβλία διάβασα, αλλά τέτοια σοφία πουθενά δεν συνάντησα. Και έφυγε ωφελημένος.
Ό άββάς Ησαΐας είπε:
Σοφία δεν είναι το να μιλήσεις. Σοφία είναι το να γνωρίζεις πότε πρέπει να μιλήσεις και τι να πεις. Κι αν έχεις γνώση, δείξε πώς δεν γνωρίζεις τίποτα, για να ξεφύγεις από πολλούς κόπους• γιατί εκείνος πού εμφανίζεται σαν γνωστικός, φορτώνει τον εαυτό του με κόπους. Να μην καυχιέσαι για τις γνώσεις σου, γιατί (στην πραγματικότητα) κανείς δεν γνωρίζει τίποτα.
Ό άββάς Ποιμήν είπε:
Αν ο άνθρωπος θυμηθεί το ρητό πού είναι γραμμένο (στο Ευαγγέλιο), "εκ των λόγων σον δικαίωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση" (Ματθ. 12:37), θα προτιμήσει μάλλον τη σιωπή.
Ό ίδιος (άββάς) είπε:
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Παμβώ, αν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον. Και του είπε: Καλύτερα είναι να σωπαίνουμε".
Ό άββάς Σισώης είπε:
- Έχω τριάντα χρόνια τώρα, πού δεν παρακαλώ το Θεό για αμαρτία, δηλαδή για οποιαδήποτε άλλη, παρά για τούτο μόνο προσεύχομαι: "Κύριε Ιησού", λέω, "φύλαξε με από τη γλώσσα μου". Και όμως, μέχρι σήμερα, καθημερινά πέφτω και αμαρτάνω με τη γλώσσα.
Του αγίου Έφραίμ.
Εκείνος πού λέει πολλά λόγια, (όταν βρίσκεται) ανάμεσα σε αδελφούς, θα προκαλέσει πολλές φιλονικίες και πολλή αντιπάθεια εναντίον του. "Αν όμως δύσκολα ανοίγει τα χείλη του, θα γίνει αγαπητός.
Αδελφέ, όταν ο αθλητής αγωνίζεται, κρατάει σφιχτό το στόμα του. Σφίγγε κι εσύ το στόμα σου, (συγκρατώντας το) από τα περιττά (λόγια), και θα έχεις (ψυχική) ανάπαυση.
Όποιος λέει πολλά λόγια, γίνεται αντιπαθητικός. "Όποιος όμως προσέχει το στόμα του, γίνεται αγαπητός.
Όποιος φυλάει το στόμα του, φυλάει Και την ψυχή του. Απεναντίας, ο αυθάδης αυτοκαταστρέφεται ή (πάντως) "εγγίζει συντριβή", όπως είναι κάπου γραμμένο (Παροιμ. 10:14).
Ό κήπος πού δεν έχει φράχτη, ποδοπατιέται Και ερημώνεται.
Κι αυτός πού δεν φράζει το στόμα του, χάνει τους (πνευματικούς) καρπούς του.
Άντιόχου του Πανδέκτη.
Σ όλες τις περιστάσεις μας συμφέρει ή σιωπή. "Αν πάλι ρωτήσει κανείς, γιατί ο Παύλος "παρέτεινε τον λόγον μέχρι μεσονυκτίου" (Πράξ. 20:7), θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε: Πρώτα-πρώτα, επειδή έμελλε να φύγει. Κι έπειτα, επειδή (οι ακροατές του) ήταν νεοκατήχητοι. Το κήρυγμα δηλαδή βρισκόταν τότε ακόμα στην αρχή του, Και γι' αυτό είχαν ανάγκη από πιο πολλή στήριξη. Πέρα άπ' αυτά όμως, ο Παύλος ήταν γεμάτος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, κι έτσι δεν μιλούσε εκείνος, αλλά το Πνεύμα με το στόμα εκείνου, καθώς Και ο ίδιος λέει: "...δοκιμήν ζητείτε του εν εμοι λαλούντος Χρίστου..." (Β' Κορινθίους 13:3).
Οι, πνευματοφόροι λοιπόν δεν μιλάνε οπότε θέλουν αυτοί, μα όταν τους παρακινεί το Άγιο Πνεύμα, πού κατοικεί μέσα τους. Και αν κάποτε πουν πολλά, δεν βλάπτονται καθόλου, γιατί έχουν τη χάρη του Πνεύματος, πού τους φωτίζει και διατηρεί το νου τους αθόλωτο. Ωστόσο Και γι' αυτούς είναι μάλλον πιο ωφέλιμη ή σιωπή, πού επιβάλλεται στη συγκεκριμένη ώρα από τις περιστάσεις. Όσο για τα γνωρίσματα εκείνου πού έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, είναι ή πραότητα, ή ήσυχαστικότητα, ή ταπεινοφροσύνη, συνδυασμένη με πολλή σοφία Και (πνευματική) γνώση, ή έλλειψη επιθυμίας για κάθε ηδονή και δόξα του κόσμου τούτου, καθώς Και ή ακόρεστη επιθυμία για τα επουράνια.
Του αγίου Διαδόχου .
Όπως όταν ανοίγονται συνεχώς Οι πόρτες των λουτρών, διώχνουν γρήγορα την εσωτερική θερμότητα προς τα έξω, έτσι Και ή ψυχή, όταν θέλει να λέει πολλά, ακόμα Και καλά, διασκορπίζει την περισυλλογή της από τη φωνητική πύλη (δηλαδή το στόμα). Γι' αυτό στερείται τα θεμελιώδη (πνευματικά) νοήματα και γίνεται ενοχλητική, μιλώντας στους τυχόντες για τους ανόητους λογισμούς της, καθώς δεν έχει πια το Άγιο Πνεύμα, πού της διατηρεί το νου χωρίς φαντασίες. Γιατί το αγαθό (Πνεύμα) αποφεύγει την πολυλογία, πού προξενεί κάθε ταραχή και φαντασία. Καλή είναι λοιπόν ή σιωπή, πού γίνεται στον κατάλληλο καιρό, γιατί δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μητέρα πολύ σοφών νοημάτων.
Του αγίου Μαξίμου.
Εκείνος πού υποκρίνεται σιωπή για να πράξει κάτι κακό, μηχανεύεται απάτη κατά του πλησίον. Αν αποτύχει σ' αυτήν, φεύγει, προσθέτοντας στο πάθος του οδύνη (για την αποτυχία του). Αντίθετα, εκείνος πού σωπαίνει για να ωφελήσει, αυξάνει τη φιλία Και φεύγει με χαρά, γιατί έλαβε φωτισμό πού διώχνει το σκοτάδι.
Εκείνος πού σε μια συγκέντρωση διακόπτει με αυθάδεια την ακρόαση των λόγων, δεν κρύβει ότι πάσχει από φιλοδοξία. Και, υποδουλωμένος σ' αυτήν, παρουσιάζει μύριους λόγους και προτάσεις, θέλοντας να διασπάσει τον ειρμό των λεγομένων (από τους άλλους).
Του αββα Ισαάκ.
Αν φυλάξεις τη γλώσσα σου, θα λάβεις από το Θεό τη χάρη της καρδιακής κατανύξεως, μέσα στην οποία θ' αντικρίσεις την ψυχή σου• δηλαδή θα λάβεις το φωτισμό του νου και θα γεμίσεις με τη χαρά του Πνεύματος. "Αν όμως σε νικά ή γλώσσα σου, ποτέ δεν θα μπορέσεις να βγεις από το σκοτάδι (του νου). "Αν δεν έχεις καθαρή καρδιά, έχε τουλάχιστον καθαρό στόμα, όπως είπε κάποιος άγιος. (Μικρός Ευεργετινός )
25 Φεβ 2010
22 Φεβ 2010
Καλημέρα Χριστέ μου ...
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ᾖρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ;
«Καλησπέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Ἦρθε καὶ σήμερα;
-Ἦρθε.
-Καὶ τί σου εἶπε;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κᾶνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε οτι πρόκειται περι ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δεί τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση οτι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε Ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου...
(Απο το βιβλίο ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 2008)
Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής).
14 Φεβ 2010
Τα βλογημένα δάκρυα της χαράς...
«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και
η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. ΙΕ’.11). «Η γυνή όταν τίκτη,
λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν θα γεννήση το παιδίον,
ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη
άνθρωπος εις τον κόσμον. Και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε·
πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την
χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών.» (Ιω. ΙΣΤ’. 20).
Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16).
Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι ο ίσκιος της Καινής Διαθήκης, είναι παραστημένα όλα σαν σκεπασμένα, συμβολικά, όπως είναι η θυσία του Αβραάμ, τύπος της θυσίας του Χριστού, οι δώδεκα γυιοί του Ιακώβ τύπος των δώδεκα αποστόλων, κ.λ.π. Έτσι και το πικρό νερό της Μερράς που το έκανε γλυκό ο Μωυσής με το σημείο του σταυρού, παριστάνει τη λύπη της αμαρτίας που την άλλαξε ο Χριστός σε χαρά, «εις ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον.» Τούτη την πνευματική Χαρά που γεννιέται από τα δάκρυα, ένοιωσε μέσα του κι’ ο Δαυΐδ κ’ έλεγε: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με», «Κύριε, με τη λύπη άνοιξες την καρδιά μου.» Κι’ αλλού λέγει: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις.» (Ψαλμ. κθ’.) και πάλι λέγει : «Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έτρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί.» (Ψαλμ. κθ’.) Κι’ αλλού λέγει : «Γεύσασθε και ίδατε ότι χρηστός ο Κύριος. Μακάριος ανήρ ο ελπίζων επ’ αυτόν.» (Ψαλμ. λγ’.). Κι’ αλλού λέγει : «Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων, και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος.» (Ψαλμ. λγ’).
Γι’ αυτή την πνευματική χαρά που δίνει ο Χριστός σε όσους τον αγαπούνε και που βγαίνει από τη θλίψη, γράψανε πολλά και θαυμαστά οι άγιοι Πατέρες. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τη λέγει Χαροποιόν πένθος και Χαρμολύπη. «Πένθος για τον Θεό, λέγει, είναι το νάναι σκυθρωπή η ψυχή σου, κ’ η καρδιά σου να ποθεί να πικραίνεται, και ν’ αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ’ επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά μέ πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρετα». «Βάστα γερά τη μακάρια τούτη χαρμολύπη και την αγιασμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ως που να σε κάνει να υψωθείς από τούτον τον κόσμο, και να σε παραστήσει καθαρόν στον Χριστό».»Όποιος πορεύεται αδιάκοπα με θλίψη, αυτός γιορτάζει ακατάπαυστα· κι’ όποιος ολοένα διασκεδάζει, αυτός μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια». «Εγώ λογιάζοντας το λογής είναι τούτη η θλιμένη κατάνυξη, απορώ· πώς γίνεται, κάποιο πράγμα που λέγεται κλάψιμο και λύπη, να έχει μέσα του τη χαρά και την ευφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σαν το μέλι με το κερί .» Αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή ξαλάφρωση που παρηγορά την πονεμένη και λυπημένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από τον Θεό για τις αμαρτίες της. Αυτή η βοήθεια είναι μια θεϊκή ενέργεια που ξανανηώνει και καινουργιεύει τις δυνάμεις της ψυχής οπού κατάπεσε στην πίκρα και στη σκληρή λύπη, και στέκεται καταφαρμακωμένη από την αμέτρητη πίκρα της, απελπισμένη από τις αμαρτίες της. Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυά της σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή κι’ ανακουφιστική». «Κανένα πράγμα δεν ταιριάζει με την ταπεινοφροσύνη, όσο αυτό το χριστιανικό πένθος». « Όποια ενάρετη ζωή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμένη και πονεμένη, για μάταιη κι’ αδιαφόρετη λογαριάζεται}. Τούτο το βλογημένο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πονεμένη της καρδιάς, που ζητά με δάκρυα και με μεγάλον πόθο τον Θεό».
Κι’ ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει : «Σαν λυτρωθεί η ψυχή από τους εχθρούς της, και σαν περάσει με τη δύναμη του Θεού την πονηρή θάλασσα, και βλέπει μπροστά της τους εχθρούς της να χάνουνται, στους οποίους ήτανε πρωτήτερα δούλα, αναγαλλιάζει με μια χαρά ανεκλάλητη και δοξασμένη, γιατί παρηγοριέται από τον Θεό και ξεκουράζεται στον Κύριο. Τότε το πνεύμα που έλαβε, τραγουδά κάποιο καινούριο τραγούδι με το τύμπανο, ήγουν με το σώμα, και με της κιθάρας, ήγουν της ψυχής, τις λογικές κόρδες και τους λεπτότατους λογισμούς, και με το δοξάρι της θείας χάρης, και ψέλνει ύμνους στον ζωοδότη Χριστό.» «Σε τούτο οι χριστιανοί είναι διαφορετικοί από όλο το γένος των ανθρώπων, και μεγάλη απόσταση υπάρχει ανάμεσά τους, γιατί έχουνε τον νου τους και τη διάνοιά τους στο ουράνιο φρόνημα, και καθρεφτίζουνε μέσα τους τα αιώνια αγαθά, επειδής έχουνε το άγιον Πνεύμα· γιατί γεννηθήκανε άνωθεν κι’ αξιωθήκανε να γίνουνε τέκνα του Θεού με αλήθεια και με δύναμη, και κατασταθήκανε σταθεροί και στέρεοι κι’ ασάλευτοι κι’ αναπαυμένοι ύστερα από πολλούς αγώνες και κόπους, χωρίς να ταράζονται πια από άστατους και μάταιους λογισμούς. Σ’ αυτό είναι πιο μεγάλοι και πιο καλοί από τον κόασμο, επειδής έχουνε το νου τους και το φρόνημα της ψυχής τους στην ειρήνη του Χριστού και στην αγάπη του αγίου Πνεύματος».
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει γιαυτά τα βλογημένα δάκρυα : «Αν δεν φτάξεις στα δάκρυα, μην νομίσεις πως έφταξες κάπου στη διαγωγή σου και στην πολιτεία σου, γιατί ως τα τότε, τον κόσμο υπηρετούνε οι κρυφοί διαλογισμοί σου, δηλαδή με τον έξω άνθρωπο κάνεις το έργο του Θεού, ενώ ο μέσα άνθρωπος είναι ακόμα άκαρπος· επειδή ο καρπός του έρχεται από τα δάκρυα. Γιατί σαν φτάξςεις στη χώρα τους, τότε να ξέρεις πως βγήκε η διάνοιά σου από τη φυλακή τούτου του κόσμου κι’ έβαλε το πόδι της στη στράτα του καινούριου κόσμου,, κι’ άρχισε να μυρίζει εκείνον τον καινούριον αέρα τον θαυμαστόν. Και τότε αρχίζουνε να τρέχουνε τα δάκρυα, επειδή κοντεύει να γεννηθεί το πνευματικό νήπιο. Γιατί η χάρη, που είναι η μητέρα όλων, βιάζεται να γεννήσει στην ψυχή κάποιον θεϊκό τύπο μυστικά στο φως της μέλλουσας ζωής. Και σαν φτάξει η ώρα να γεννηθεί, τότες ο νους αρχίζει να κινιέται σε κάποια πράγματα του κόσμου, όπως η αναπνοή που παίρνει το αγέννητο μωρό μέσα στην κοιλιά και θρέφεται· κ’ επειδή δε μπορεί να βαστάξει σε κάποιο πράγμα που δεν είναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, άξαφνα αρχίζει να σαλεύει το κορμί του σαν να θέλει να κλάψει μ’ ένα κλάψιμο ανακατεμένο με τη γλυκύτητα του μελιού. Κι’ όσο θρέφεται το μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα έρχουνται.» Κι’ αλλού γράφει ο ίδιος ο άγιος: «Πρώτα δοκιμάζει με πειρασμούς ο Θεός, ύστερα δείχνει το χάρισμα. Δόξα στον δεσπότη που μας δίνει την υγεία μας με γιατρικά στυφά.» Κι’ αλλού λέγει: «Όλοι οι άγιοι θλιμένοι μισέψανε από τούτη τη ζωή· κι’ αν οι άγιοι πενθούσανε και τα μάτια τους γεμίζανε πάντα δάκρυα, ώσπου φύγανε από τούτη τη ζωή, ποιος δεν θα κλάψει; Η παρηγοριά του χριστιανού γεννιέται από το κλάψιμο· κι’ αν οι τέλειοι κ’ οι νικηφόροι κλάψανε εδώ κάτω, πώς θα παραδεχτεί να ησυχάσει από το κλάψιμο αυτός που είναι γεμάτος πληγές; αυτός που έχει μπροστά του κειτάμενο το κουφάρι του, και που βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του νεκρωμένον από τις αμαρτίες, χρειάζεται και διδασκαλία με ποιον λογισμό θα μεταχειρισθεί τα δάκρυα;» Κι’ αλλού γράφει: «Καλότυχοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί δεν περνά ώρα που δεν νοιώθουνε τούτη τη χαρά των δακρύων, και μέσα σ’ αυτή βλέπουνε τον Κύριο. Κ’ ενώ ακόμα τα δάκρυα είναι στα μάτια τους, αξιώνουνται να θωρούνε τα μυστήριά του με το ύψος της προσευχής τους, και δεν κάνουνε ποτέ προσευχή που να μην είναι βρεγμένη με δάκρυα. Κι’ αυτό είναι που λέγει ο Κύριος «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται.» Γιατί από το πένθος έρχεται κανένας στην καθαρότητα της ψυχής, για τούτο είπε μεν ο Κύριος πως αυτοί θα παρηγορηθούνε, μα δεν εξήγησε ποια παρηγοριά θα πάρουνε· γιατί σαν αξιωθεί ο χριστιανός με τα δάκρυα να περάσει τη χώρα των παθών και να φτάξει στον κάμπο της καθαρότητας της ψυχής, τότε τον βρίσκει αυτή η παρηγοριά που δεν βρίσκεται σε τούτον τον κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποια παρηγοριά βρίσκει στο τέλος της λύπης, που την δίνει ο Θεός με την καθαρότητα σ’ όσους θλίβουνται· γιατί δεν γίνεται να θλίβεται κανένας αδιάκοπα και να πειράζεται κι’ από τα πάθη, επειδή αυτό το χάρισμα δίνεται σε κείνους που δεν έχουνε πάθη, το να κλαίνε και να θλίβουνται. Τη βοήθεια που γίνεται από το κλάψιμο, κανένας δεν τη γνωρίζει, παρά μονάχα εκείνοι που παραδώσανε τις ψυχές τους σ’ αυτό το έργο.» Κι’ αλλού λέγει: «Ο πλούτος του χριστιανού είναι παρηγοριά που γίνεται από το πένθος, και η χαρά που βγαίνει από την πίστη και που λάμπει στα κατάβαθα της διανοίας.» Και σε άλλο μέρος γράφει: «Οι καλές πράξεις που γίνουνται χωρίς τη λύπη της διάνοιας, είναι σαν ένα σώμα άψυχο».
Κι’ ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος λέγει: «Καλότυχος εκείνος που με γνώση θα επιθυμήσει να κλαίγει, και που θα χύσει δάκρυα με κατάνυξη απάνω στη γη σαν καλά μαργαριτάρια μπροστά στον Κύριο».
Πολλά γράφει για το χαροποιό πένθος κι’ ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Ας ποθήσουμε, λέγει, με όλη την ψυχή μας εκείνα που μας προστάζει ο Θεός, φτώχια πνευματική, ήγουν ταπείνωση, παντοτινή θλίψη, νύχτα και μέρα, απ’ όπου αναβρύζει κάθε ώρα η χαρά της ψυχής κ’ η παρηγοριά σε κείνους που αγαπάνε τον Θεό. Γιατί απ’ αυτή τη θλίψη αποχτιέται κ’ η πραότητα σε όλους εκείνους που αγωνίζονται αληθινά. Από το πένθος «πεινούνε και διψούνε την δικαιοσύνη», ήγουν όλες τες αρετές, και ζητάνε πάντα την βασιλεία του Θεού που ξεπερνά κάθε νου ανθρώπινον. Από την παντοτινή θλίψη γίνουνται κ’ ελεήμονες και καθαροί στην καρδιά και γεμάτοι από ειρήνη κ’ ειρηνοποιοί κι’ ανδρείοι στους πειρασμούς. Από το πένθος μισεί κανένας τα κακά. Από το πένθος ανάβει στην ψυχή ο θεϊκός ζήλος που δεν την αφήνει πια να ησυχάσει ολότελα, είτε να γυρίσει στο κακό μαζί με τους κακούς. Αλλά την γεμίζει από ανδρεία και δύναμη στο να κάνει υπομονή μέχρι τέλος στους πειρασμούς.» Και σ’ άλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα από το πένθος για τον Θεό, είναι η ταπείνωση, κ’ ύστερα απ’ αυτό ακολουθεί χαρά και ευφροσύνη ανέκφραστη. Κι’ ολόγυρα στην ταπείνωση που γίνεται για τον Θεό φυτρώνει η ελπίδα της σωτηρίας· γιατί όσο νομίζει κανένας με όλη την ψυχή του τον εαυτό του πιο αμαρτωλόν απ’ όλους τους ανθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζί με την ταπείνωση η ελπίδα, κι’ ανθίζει μέσα στην καρδιά του, και την πληροφορεί πως μέλλει να σωθεί με την ταπείνωση. Όσο κατεβαίνει κανένας σε βάθος ταπείνωσης και καταδικάζει και κατακρίνει τον εαυτό του για ανάξιο να σωθεί, τόσο πικραίνεται και βγάζει πηγές από δάκρυα, και κατ’ αναλογία με τά δάκρυα και με τη θλίψη του αναβρύζει στην καρδιά του η πνευματική χαρά, και μαζί μ’ αυτή αναβρύζει η ελπίδα και μεγαλώνει μαζί της και δίνει την πληροφορία βεβαιότερη.» Κι’ αλλού γράφει: «Πρέπει κάθε ένας να στοχάζεται τον εαυτό του και να προσέχει με φρονιμάδα, ώστε να έχει τό θάρρος σε μονάχη την ελπίδα, χωρίς τη λύπη για τον Θεό και την ταπείνωση, ούτε πάλι να θαρεύεται στην ταπεινοφροσύνη και στα δάκρυα, χωρίς την πνευματική ελπίδα και χαρά που έρχονται μαζί με τ’ άλλα.» Κι’ αλλού πάλι γράφει: «Γινεται και λύπη χωρίς πνευματική ταπείνωση, κι’ εκείνοι που θλίβονται έτσι, νομίζουνε πως αυτό το πένθος καθαρίζει τις αμαρτίες, αλλά μάταια πλανιούνται, επειδής είναι στερημένοι από τη γλυκύτητα του πνεύματος που γίνεται μυστικά μέσα στο νοερό θησαυροφυλάκιο της ψυχής και δεν γεύουνται από τη χρηστότητα του Κυρίου. Για τούτο οι τέτοιοι άνθρωποι ανάβουνε γλήγορα και θυμώνουνε και δεν μπορούνε να καταφρονήσουνε ολότελα τον κόσμο και τα τού κόσμου. Μα όποιος δεν τα καταφρονέσει ολότελα τούτα, και δεν αποχτήσει μίσος μ’ όλη την ψυχή του γι’ αυτά, δεν είναι δυνατό ν’ αποχτήσει ποτέ βέβαιη κι’ αδίσταχτη ελπίδα πως θα σωθεί, αλλά τριγυρίζει παντοτινά με αμφιβολία εδώ κ’ εκεί, επειδή δεν έβαλε θεμέλιο απάνω σε πέτρα.» Κι’ αλλού λέγει αυτός ο άγιος: «Το πένθος είναι διπλό κατά τις ενέργειες: σαν νερό σβύνει με τα δάκρυα όλη τη φλόγα των παθών, και ξεπλύνει την ψυχή από τον μολυσμό που προξενούσε στην ψυχή· και πάλι σαν φωτιά ζωοποιεί με την παρουσία του αγίου Πνεύματος κι’ ανάβει και πυρώνει και ζεσταίνει την καρδιά και την ανάβει στον έρωτα και στον πόθο του Θεού.» Και σε άλλο μέρος πάλι γράφει: Όποιος συλλογίζεται με αίσθηση της ψυχής πως είναι ανάξιος να δεχτεί τον Θεό και πως η πολιτεία του, όσο καλή κι’ αν είναι, είναι τιποτένια μπροστά στην πολιτεία των αγίων, χωρίς άλλο θα πενθήσει με κείνο το πένθος που είναι αληθινά μακαριώτατο, από το οποίο έρχεται κι’ η παρηγοριά, και κάνει την ψυχή πραεία· γιατί η χαρά που έρχεται από τη θλίψη είναι ο αραβώνας της βασιλείας των ουρανών.» Κι’ αλλού λέγει: «Όπου είναι ταπεινοφροσύνη, εκεί είναι κι’ η φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Κι’ όπου είναι φώτιση του αγίου Πνεύματος, εκεί είναι και φωτοχυσία του Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Κι’ όπου είναι αυτά, εκεί είναι κ’ η βασιλεία των ουρανών, κ’ η γνώση της βασιλείας, κ’ οι κρυφοί θησαυροί της γνώσης του Θεού, που μέσα τους είναι και το φανέρωμα της πνευματικής φτώχιας. Κι’ όπου είναι αίσθηση πνευματικής φτώχιας, εκεί είναι και το χαρούμενο πένθος, εκεί είναι και τα παντοτινά δάκρυα, που καθαρίζουνε εκείνη την ψυχή που τα αγαπά και την κάνουνε ολόκληρη φωτεινή. Ω, δάκρυα που αναβλύζετε από θεϊκόν φωτισμό κι’ ανοίγετε τον ουρανό και μου προξενάτε θεϊκή παρηγοριά! Γιατί από τη χαρά κι’ από τον πόθο που έχω, λέγω πάλι και πολλές φορές τα ίδια; Γιατί όπου είναι πλήθος δάκρυα με γνώση αληθινή, εκεί είναι και λάμψη θείου φωτός, κι’ όπου είναι λάμψη θείου φωτός, εκεί είναι κι’ όλα τα καλά, κ’ εκεί είναι τυπωμένη μέσα στη καρδιά κ’ η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος, απ’ όπου προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής. Από τα δάκρυα για τον Χριστό βγαίνουνε τούτοι οι καρποί, η πραότητα, η ειρήνη, η ελεημοσύνη, η ευσπλαχνία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η εγκράτεια. Από τα δάκρυα βγαίνει το να αγαπά κανένας τους εχθρούς του και να παρακαλεί τον Θεό γι αυτούς, το να χαίρεται στους πειρασμούς, το να καυχιέται στις θλίψεις, το να στοχάζεται σαν δικές του τις αμαρτίες των αλλουνών και να κλαίγει γι’ αυτές, το να βάζει τη ζωή του σε θάνατο για τους αδελφούς του με προθυμία».
Φώτης Κόντογλου
Χαρμολύπη, ή το Χαροποιόν Πένθος
Ελληνική Δημιουργία, τ.61, 1950
Καλή και ευλογημένη πορεία αγαπητοί αδερφοί μου...κάπου στο βάθος ο Γολγοθάς φωτίζεται απο ακτίνες Αναστάσεως...
Φιλαγιορείτης
12 Φεβ 2010
Πάντα τέτοιες μέρες ...
Εκείνα τα αγράμματα γεροντάκια και οι γριούλες, που την Μεγάλη Βδομάδα βρίσκονται όλη μέρα στην Εκκλησία, ζήσανε απο τα μικρά τους χρόνια εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και καταλάβανε απο το χαροποιόν πένθος, που δεν το καταλάβανε, αλοίμονο, οι σπουδασμένοι μας, που θέλουνε να τους διδάξουνε, αντί να διδαχθούνε απο αυτούς. Τώρα τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας και του Πάσχα πορεύονται μαζί με τον Χριστό, ακολουθάνε ολοένα ξοπίσω του, αληθινά, όχι φανταστικά, ακούγοντάς Τον να λέγει:«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και παραδοθήσεται ο υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού». Μαζί του βρίσκονται στον Μυστικό Δείπνο και δακρύζουνε απο τα λόγιά Του, μαζί Του πάνε στο πραιτώριο και στον Πιλάτο, μαζί Του ραπίζονται, μαζί Του μαστιγώνονται, μαζί Του εμπαίζονται, μαζί Του σταυρώνονται, μαζί Του θάβονται, μαζί Του ανασταίνονται. Τα μάτια τους γίνονται βρύσες και τρέχουνε, μα αυτά τα δάκρυα δεν είναι δάκρυα της απελπισίας, αλλά της ελπίδας και της βεβαιότητας πως με αυτά ποτίζεται το ολόδροσο κι αμάραντο δέντρο της αληθινής χαράς, της χαράς της Αναστάσεως…
Του ευλογημένου Φώτη Κόντογλου
Πάντα τέτοιες μέρες αναζητώ σκαμμένα από τον χρόνο πρόσωπα .Χρόνος που κύλησε απρόσμενα γρήγορα .Όπως μια ανάσα …ευωδιαστή λιβάνι αγιορείτικο …
Τα αγράμματα γεροντάκια και οι γριούλες του Κόντογλου που τα μάτια τους γίνονται βρύσες να ποτιστεί το αμάραντο δέντρο της Ανάστασης ..
Οι Παππούληδες με τα τριμμένα ράσα που πάντα όταν έχω την ευτυχία να συναντώ να βγαίνουν μετά το δι΄ευχών τις Κυριακές από την πόρτα που φρουρεί ο Αρχάγγελος ,αναρωτιέμαι κοιτώντας τους διερευνητικά στο πρόσωπο , πόσες Σαρακοστές έχουν παλέψει με τον Θεό ,ελπίζοντας ολόψυχα πως στο τέλος θα χάσουν ….
Πόσες φορές έχουν ανέβει τα σκαλοπάτια των αρετών , ποτίζοντάς τα με δάκρυα ασυγκράτητα και εναποθέτοντας πάνω τους ..εκεί που στέκονται τα άχραντα πόδια του Χριστού μας ,αγώνες ασκητικούς ,νηστείες ,γονυκλισίες και προσευχές με αμέτρητους… κόμπους ψυχής …
Τέτοιες μέρες αναζητώ αγιασμένες μορφές που πλέον δεν θα μετρήσουν άλλες επίγειες Σαρακοστές…Πορφύριος ,Ιωσήφ, Παϊσιος ,Ιάκωβος ,Αμβρόσιος, Επιφάνειος,Αντώνιος, Δανιήλ , Φώτιος ,Ιερώνυμος ,Μακρίνα ,Μακαρία ,Φιλοθέη Γαβριηλία , Μαρία – Μυρτιδιώτισσα, και αναρίθμητες άλλες τέτοιες εμβληματικές αγιασμένες μορφές που πλέον μετρούν μόνο ουράνιες …
Μεγάλη Τεσσαρακοστή αγαπητοί συναμαρτωλοί αδερφοί μου…με τέτοιες μορφές όπως τα απλοϊκά γεροντάκια του Κυρ-Φώτη ή τις αγγελικές που νοσταλγούμε και που πάντα δακρύζουν την άνυδρη ψυχή μας ….να μας εμπνέουν και να μας δυναμώνουν στην παλαίστρα των αρετών …στον ανηφορικό δρόμο προς την αληθινή χαρά και την αιώνια λύτρωση …
Καλή και ευλογημένη πορεία...αναγέννησης σε όλους μας ....
Καλή και ευλογημένη πορεία...αναγέννησης σε όλους μας ....
“Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε...”
10 Φεβ 2010
Στις 10....ραντεβού με τον Θεό !
Ο Παππούλης προσηύχετο πολύ. Και ήθελε και τα δικά του πνευματικά παιδιά να κάνουν το ίδιο. Ιδιαίτερα σε εμένα ήθελε, με κάθε τρόπο, να με πείσει να το κάνω. Γι'; αυτό συνεχώς μου μιλούσε, για την δύναμη της προσευχής. Προσευχή, παιδί μου, Ανάργυρε, έλεγε, σημαίνει συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό, που είναι ο Πλάστης, είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος! Είναι Εκείνος που έπλασε τον άνθρωπο κατ'; εικόνα και ομοίωση Του. Είναι Εκείνος που έφτιαξε αυτά που βλέπουμε, αλλά και εκείνα που δεν βλέπουμε με τα ανθρώπινα μάτια μας. Τέλος είναι εκείνος που δεν αρνιέται ποτέ να συνομιλήσει μαζί μα, αρκεί να του το ζητήσουμε εμείς, όποτε θέλουμε και όσες φορές θέλουμε. Δεν πρόκειται να μας πει ποτέ όχι. Αντίθετα, είναι πάντα πρόθυμος να μας ακούσει με προσοχή και με αγάπη όπως κάνει κάθε καλός Πατέρας, όταν του το ζητά το παιδί του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μας δώσει ότι του ζητήσουμε, αρκεί να είναι αυτό που του ζητάμε προς το συμφέρον της ψυχής μας. Αλήθεια αναλογίστηκες ποτέ παιδί μου να συνομιλήσεις έστω και μια φορά με κάποιον από τους σημερινούς άρχοντες της Πατρίδας μας και να έγινε η επιθυμία σου; αν όχι σου συνιστώ να το τολμήσεις. Θα διαπιστώσεις ότι η επιθυμία σου θα παραμείνει απλώς επιθυμία! Ουδέποτε θα δεχτούν να μιλήσουν μαζί σου. Το πολύ-πολύ να σε παραπέμψουν σε κανένα παρακατιανό, για να σε ξεφορτωθούν ...; Αντίθετα ο Κύριος μας που είναι ο Βασιλεύς των Βασιλέων, δεν πρόκειται ποτέ να σε παραπέμψει σε κανέναν και δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθεί να συνομιλήσει μαζί σου, δια της προσευχής και πρόσθεσε: τα καταλαβαίνεις αυτά που σου τα λεω; - Ασφαλώς ναι, Παππούλη μου, του απάντησα. -; Και, όμως εμένα κάτι μου λεει, πως δεν θέλεις να τα καταλάβεις. Γιατί, εάν τα καταλάβαινες, θα έκανες πιο πολύ προσευχή. -; Μα, προσεύχεστε εσείς για μένα, προσέθεσα. -;Και όταν τρώγω εγώ, χορταίνεις εσύ; με ρώτησε! Οπότε με αφόπλισε τελείως! -; Άκουσε Ανάργυρε, μου λεει. Θα σου κάνω μια πρόταση, αλλά θέλω εξ αρχής να μου υποσχεθείς, ότι θα την δεχτείς, και θα την τηρήσεις. -;σας το υπόσχομαι, Παππούλη. Είμαι έτοιμος να κάνω ότι μου πείτε. -;Ε! τότε σου προτείνω να προσευχόμεθα την ίδια ώρα ακριβώς, και οι δυο μαζί. Και ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο.
Συμφωνήσαμε και υποσχεθήκαμε. Καθορίσαμε, μάλιστα και την ώρα της προσευχής. Ήταν η 10 μ.μ. Ο Παππούλης, όπως μου εξήγησε, πίστευε πάρα πολύ σ'; αυτό το είδος της προσευχής. Τα αποτελέσματα, μου έλεγε, της κοινής προσευχής, είναι καταπληκτικά. Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου. Θέλω όμως, ακριβώς στις 10 μμ. Να είσαι πιστός στο ραντεβού μας. Να μην παραλείψεις, ούτε μία φορά να τηρήσεις την υπόσχεσή σου. Και εγώ θα κάνω το ίδιο.
Προχωρώντας με τον Παππούλη, φτάσαμε στην αφετηρία των λεωφορείων του Πολυγώνου. Αυτήν την φορά δεν με άφησε να τον ακολουθήσω μέχρι το σπίτι του, όπως συνήθως έκανα. Όχι, μου λέει, δεν θα έρθεις μαζί μου. Θα πας σπίτι σου. Προ ολίγου υποσχεθήκαμε κάτι. Πρέπει να αρχίσεις αμέσως. Από απόψε. Το γοργόν και χάριν έχει. Υπάκουσα. Ο Παππούλης επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και εγώ περίμενα την αναχώρηση του. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο, θυμάμαι καλά, μου χτύπησε το τζάμι και μου είπε: Στις 10 ακριβώς! Νομίζω πως αυτή την στιγμή βλέπω την μορφή του και ακούω την φωνή του! Το πρόσωπο του έλαμπε και ομοίαζε με αγγελικό! Ήταν βέβαια, και κατά 30 χρόνια νεώτερος. Στην πιο δημιουργική ηλικία.
Περίμενα στην αφετηρία μέχρι την στιγμή που το λεωφορείο χάθηκε μέσα στο χάος της απέραντης Αθήνας κουβαλώντας μαζί του και έναν άγνωστο, μέχρι τότε, Άγιο της Εκκλησίας του Δεσπότου χριστού και αμέσως μετά έφυγα τροχάδην για το σπίτι μου, προκειμένου να είμαι απόλυτα συνεπής στο ραντεβού της προσευχής.
Πράγματι! Στις 10 μ.μ. κλείστηκα στο δωμάτιο μου και άρχισα να προσεύχομαι. Όμως, από το πρώτο κιόλας λεπτό, άρχισαν να διαπερνούν το σώμα μου έντονα ρεύματα , που άρχιζαν από τα κάτω άκρα και έφθαναν μέχρι την κεφαλή μου και τανάπαλιν(!), ενώ ένα ισχυρό άπλετο φως πλημμύρισε όλο το δωμάτιο μου και μου έδινε την εντύπωση, ότι βρισκόμουν μέσα σε φλόγες, οι οποίες, όμως δεν με έκαιγαν! Στην αρχή τρόμαξα πολύ και λίγο έλειψε να καταληφθώ από πανικό ! αμέσως όπως συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα φαινόμενα απέρρεαν από την δύναμη της προσευχής του Παππούλη και όχι μόνο ηρέμησα, αλλά καταλήφθηκα από μια πρωτοφανή αγαλλίαση, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν πατούσα καθόλου στην γη! Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της προσευχής. Την άλλη μέρα η πρώτη μου δουλειά ήταν να επικοινωνήσω με τον Παππούλη. Ήμουν αποφασισμένος να μην του πω τίποτα. Ήθελα πρώτα να μιλήσει ο παππούλης. Και έτσι έγινε. Μόλις ζήτησα την ευχή του, ο παππούλης με ιδιαίτερη ικανοποίηση και με τρανταχτά γέλια, μου είπε: Τρόμαξες ε! Και λίγο έλειψε να το βάλεις στα πόδια ...; Όμως εγώ σε έβλεπα μέσα σε έντονο φως, που πλημμύριζε όλο το δωμάτιο σου και εσύ περιχαρής ανέβαινες -;ανέβαινες σαν να ήθελες να φτάσεις στο Θρόνο του Κυρίου! Βλέπεις τι δύναμη έχει αυτού του είδους η προσευχή; Συνέχισε και θα με θυμηθείς. Πράγματι! Τον θυμάμαι. Και θα τον θυμάμαι όχι μόνον σ'; αυτή, αλλά και στην άλλη ζωή. Γιατί τα φαινόμενα αυτά προϊόντος του χρόνου, έγιναν τόσο έντονα ώστε να μην μπορώ να τα περιγράψω!
Μακάρι να προσεύχεται και τώρα μαζί μου. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Γένοιτο!
Ανάργυρος Ι. Καλιάτσος
Ο Πατήρ Πορφύριος: Ο Διορατικός, ο Προορατικός, ο Ιαματικός
Επτάλοφος 1996