26 Ιουλ 2011

Σ έχασα παιδί μου ...( ο μύθος του χταποδιού )



.....Οἱ σημερινοὶ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς παλιούς, γιατὶ μᾶς παραπλανοῦνε μὲ τὴν ἥμερη ὄψη τους καὶ μᾶς φαίνουνται ἄβλαβοι, ἀκίνδυνοι. Τέτοια εἶναι τὰ λεγόμενα «ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ», οἱ εὐκολίες τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι παγίδες φαρμακωμένες, τὰ θεάματα, οἱ ψυχαγωγίες, οἱ τουρισμοὶ κ.τ.ἄ. Τοῦτοι οἱ ἐχθροὶ φαίνουνται ἄκακοι κι ἀνίκανοι νὰ μᾶς κάνουνε κακό, γιατὶ δὲν εἶναι ἄγριοι καὶ φανεροί, ἀλλὰ ὕπουλοι καὶ κρυφοδαγκανιάρηδες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους προφυλάγεσαι, μὰ ἀπὸ τοὺς δεύτερους ὄχι, ὥς που νὰ σὲ καταπιοῦνε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἕναν θαλασσινῶν μύθο ποὺ θὰ σᾶς πῶ:
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». - «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ καταπίνουνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Πίνουνε κρασί, μάνα!» - «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μύθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
Ἔτσι καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ᾿ ἄρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμανοί, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατὶ μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς.
Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνουνται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβολοι.....

Φώτης Κόντογλου - Ὁ μύθος τοῦ χταποδιοῦ. Χαμογελαστοὶ ἐχθροί.(απόσπασμα)
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου
πηγή : nektarios.gr

25 Ιουλ 2011

Ζωήν την κυήσασαν εκυοφόρησας...

Αγία μου Άννα κάνε με μάνα ...


Η καριέρα της πάνω από όλους και όλα …κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για παιδιά και σκοτούρες …έχουμε χρόνο έλεγε ,και δυσφορούσε εμφανώς όποτε κανείς ..τολμούσε να της απευθύνει ευχή για τεκνογονία …όποτε ο καλός της όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ατένιζε με παραπονεμένο βλέμμα μικρά αγγελούδια στους σπάνιους περιπάτους τους …είπαμε ….όποτε θέλω Εγώ εσύ δεν θα γεννήσεις …. Λίγο πριν τα σαράντα της του το ανακοίνωσε …θα κάνω παιδί!!! έτσι του είπε …Λίγο μετά τα σαράντα της τα μάτια της ήταν πάντα κοκκινισμένα …οι κουβέντες της πλέον μετρημένες και το βλέμμα της όπως …του καλού της … Πόσο αφελής ήμουν που νόμιζα ότι όλα τα κανονίζω εγώ ….Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε μόλις συνάντησε για πρώτη φορά στην ζωή της τον γιατρό της ψυχής …δεν φορούσε λευκή μπλούζα όπως οι τόσοι που συνάντησε για το …πρόβλημά της μα στολή αγιασμένη με χρυσοκέντητους σταυρούς …ποτισμένη απο λιβάνι και δάκρυα διαμαντένια .Και αυτός της έδωσε την καλύτερη συνταγή …μια μικρή ευχούλα που από κείνη την ημέρα αντηχούσε συνέχεια μέσα της …Την άκουσα και εγώ κάποτε να την ψιθυρίζει με φωνή τρεμάμενη ,γλυκιά και ικετευτική …Αγία μου Άννα κάνε με μάνα …. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Την άκουσα και προχθές στην βάπτιση των διδύμων της να την επαναλαμβάνει μα ήταν κάπως αλλιώτικη τούτη τη φορά η ευχή : Αγία μου Άννα κάνε με καλή μάνα….
(Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία) Φιλαγιορείτης

14 Ιουλ 2011

Εσύ μόνο ξέρεις Παναγιά μου ...

Ὁ Πέτρος Γκουερὲν ἦταν σπουδαῖος κλόουν. Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν, γέρασε καὶ δὲν ἔβρισκε πιὰ δουλειά. Ἀπελπισμένος καὶ γιὰ νὰ μὴ πεθάνει τῆς πείνας, πῆρε τὸ δρόμο γιὰ ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Παναγία

Ἴσως οἱ καλόγεροι νὰ τὸν φιλοξενοῦσαν γιὰ λίγο. Πραγματικά, ὁ ἡγούμενος τὸν κράτησε ἐκεῖ, γιὰ νὰ κάνει κάποιο θέλημα. Ὁ Πέτρος χάρηκε. Κι ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὴν Παναγία γι' αὐτό. Δὲν ἤξερε ὅμως γράμματα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει στὰ μεγάλα βιβλία καὶ νὰ τῆς ψέλνει ὕμνους, ὅπως οἱ καλόγεροι. Ἀλλὰ κάτι σκέφτηκε νὰ κάνει κι αὐτός... Κι ἕνα μεσημέρι, ποὺ οἱ καλογέροι ἡσύχαζαν στὰ κελιά τους, ὁ Πέτρος χάθηκε. Ὁ ἡγούμενος, θέλοντας νὰ τὸν στείλει σὲ κάποιο θέλημα, ἔψαξε νὰ τὸν βρεῖ. Τὸν γύρεψε παντοῦ μὰ δὲν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμὴ πέρασε καὶ μπροστὰ ἀπ' τὴ δυτικὴ πόρτα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπ' τὸ μεγάλο τζάμι τῆς ἔριξε μία γρήγορη ματιὰ μέσα στὴν ἐκκλησία. Καὶ τί νὰ δεῖ! Ὁ Πέτρος ἦταν μπρὸς στὴ μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἔκανε τοῦμπες καὶ χίλια δύο ἀκροβατικά. Μία περπατοῦσε μὲ τὰ χέρια, μία ἰσορροποῦσε μόνο πάνω στὸ ἕνα χέρι, μία κυλοῦσε στηριγμένος στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν σὰν τροχός. ὁ Πέτρος, ἀκουμπώντας μόνο πάνω στὸ κεφάλι του, ἔπαιζε στὰ πόδια του, τὰ γυρισμένα πρὸς τὰ πάνω, τὸ παλιό του μπαστούνι τῶν κλόουν. Κι εἶχε ἀναψοκοκκινίσει τὸ γέρικο πρόσωπό του κι εἶχαν φουσκώσει οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ του καὶ ποτάμι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του.
Ὁ ἡγούμενος ἀναστατώθηκε ἀπ' αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε. Τὰ πέρασε γιὰ μεγέλη ἀσέβεια κι ἦταν ἕτοιμος νὰ τοῦ βάλει τὶς φωνές. Μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φάνηκε ἡ Παναγία ἐκεῖ ἀπὸ τὴ μεγάλη εἰκόνα ν' ἁπλώνει τὸ χέρι της, νὰ σκύβει καὶ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ μανδύα της νὰ σκουπίζει τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου.
Ἀνατριχίασε ὁ ἡγούμενος. Γονάτισε, σταυροκοπήθηκε καὶ ψιθύρισε τρέμοντας:
" Συγχώρεσε μέ, Παναγία μου. Ἐσὺ ξέρεις ποιὸς σὲ τιμᾶ καὶ σὲ δοξάζει καλύτερα ..."
πηγή: http://proskynitis.blogspot.com

11 Ιουλ 2011

Αγία Ευφημούλα μου και Παναγιά μανούλα μου ...

Διηγήθηκε ο Γέροντας στόν ιερομόναχο Γ.: «Ένιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθώ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν έχω σάν μάννα. Τήν αγία Ευφημία τό ίδιο. Τήν φωνάζω: «αγία Ευφημούλα μου». Στόν Χριστό ένιωθα δύσκολα. Τήν εικόνα Του μέ φόβο τήν φιλούσα. Καί όταν τήν ώρα πού έλεγα τήν ευχή έφευγε καμμιά φορά ο νους μου από τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα. «Ποιός είμαι εγώ, γιά νάχω συνέχεια τόν νού μου στόν Χριστό», σκεπτόμουν. Καί συνέβη αυτό πού θά σού πώ: »Ήταν βράδυ τού Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τού αγίου Κάρπου Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά όρεξη νά κοιμηθώ. Σκέφτομαι: «Άς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς αδελφές». Μέχρι τίς 8.30΄ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν καί δέν νύσταζα, είπα νά ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στά πόδια. » Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν είχα κοιμηθή. Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ο τοίχος τού Κελλιού μου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό εργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φώς, σέ απόσταση έξι έτρα περίπου. Τόν έβλεπα από τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ήταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μού μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. » Δέν έβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν έχει. Έβλεπαν τά μάτια τής ψυχής. » Όταν Τόν είδα σκέφθηκα: Πώς πόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- νά ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ αυτό τό σώμα; Πά! πά! πά! » Απόμεινα! Τί γλυκύτητα ένιωθα! Τί αγαλλίαση! Δέν μπορώ νά εκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό πού λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δέν έχω δει ποτέ τέτοια εΙκόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμάμαι πού- έμοιαζε κάπως. » Θάξιζε νά αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δή αυτή τήν ομορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ανείπωτα είναι δυνατόν νά χαρισθούν στόν άνθρωπο, καί έ τί τιποτένια ασχολούμαστε! » Πιστεύω πώς είναι ένα δφρο πού μού έκανε ο παπα-Τύχων. Νά μήν τό πής σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πώ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ώρα δέν σού μίλησα, τώρα πού φεύγεις» Ύστερα από δύο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν, Γέροντας είπε: «Όλη τή νύχτα έκλαιγα γιατί σού τόπα. Δέν φοβάμαι πώς θά τό πείς. Αλλά εγώ ζημιώθηκα». Τό γεγονός αυτό τό αισθάνθηκε καί μιά αδελφή στήν Σουρωτή καί έγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τού μηνός, τάδε ώρα... Τά υπόλοιπα θά μας τά πείτε εσείς». Καί πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περιέγραψε καί αγιογράφησαν τόν Χριστό, όπως ακριβώς τόν είδε. πηγή :http://blogspotcom-asma.blogspot.com

4 Ιουλ 2011

Ευλογημένο καλοκαίρι ...


Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο …μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού ..την αύρα των διακοπών …Και εδώ στην πόλη την πολύβουη όμως ,δεν χρειάζεσαι πολλά ..αρκεί μια γραφή του Κόντογλου και ο ήχος μιας καμπάνας να σημαίνει τον εσπερινό για της ...αυριανής ημέρας τον Άγιο πρεσβευτή ….
Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω απὸ δυὸ μήνες κ' έκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καὶ αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζήδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ είναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα μὲ τρείς Αϊβαλιώτες καὶ περάσαμε πολὺ έμορφα. Απὸ κεί πήγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στὸ μοναστήρι τῶν Ιβήρων μαζὶ μὲ ένα γέροντα ποὺ πουλούσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ’ αυτὸ τὸ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα της ψαρικής.

Άφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα όλα καὶ γίνηκα ψαράς.Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ απὸ τὰ μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ' είχε καλογερέψει απὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαρὰς απὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχὸς τω πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σὰν τὸν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα.

Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σὲ άλλα είχε στὸ κελλί του καὶ δυὸ τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ' αυτὸν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μου έδειχνε πώς νὰ τὰ ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο ποὺ τὸν αποσκέπαζε ένας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστὰ είχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι απὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε άγριο χαμόδεντρό. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες καὶ μπροστὰ είχε ένα χαγιάτι ποὺ ακουμπούσε σὲ κάτι δοκάρια απὸ αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Απὸ κάτω είχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ απλώνανε απάνω στὰ μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί ποὺ κοιμόμαστε ακούγαμε απὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ έμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλούσε τὰ χαλίκια καὶ μας νανούριζε. Παλιὰ εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στὸν αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.

Άφησα υγεία στοὺς Ιβηρίτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πήγα στὸ μοναστήρι του Καρακάλου. Κ' εκεί πέρασα πολὺ καλά• οι πατέρες μὲ είχανε σὰν δικό τους. Αυτὸ τὸ μοναστήρι είναι κοινόβιο καὶ τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τὸν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του απὸ τὰ Αλάτσατα. Ο αρσανάς του Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος απάνω σ’ έναν βράχο. Κάθησα κ' εκειπέρα κάμποσες μέρες. Απὸ κεί πήγα στὸ Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ' οι θαυμαστὲς αγιογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. «Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν, περιπατείς καὶ έρχεσαι εις τὴν αγίαν Λαύραν. Καὶ αναπαύεσαι, εκεί, όσον καιρὸν θελήσεις, όσον νὰ εύρεις συντροφιὰν καὶ πλοίον νὰ κινήσεις». Απὸ κεί λοιπὸν επήρα κ' εγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ' ένας απλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι αδύνατος μ' όλο ποὺ ήτανε ψωμάς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνά απὸ άγια κ’ έμορφα μέρη, ως ποὺ φτάνει απάνω απὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ανοιχτὸ πέλαγο. Απὸ τὸ μέρος της στεριάς στέκεται απάνω απὸ τὸ κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ' ένα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ του βουνού ποὺ στέκεται κοφτὴ απάνω απὸ τὴ θάλασσα, σὰν να ναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνὸ κ' έπεσε στὴ θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μου είπανε πιὸ ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ' έπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ο σεισμὸς κούνησε όλη τη Μακεδονία. Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ απὸ τ’ άλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ είχανε οι πατέρες, ποὺ όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νὰ καθήσω κ' ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ της σκήτεως». Μ' έχουνε γράψει καὶ στοὺς ιδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ της συμβίας καὶ των τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τὸν πάτερ Ισίδωρο, ποὺ μ' είχε στὸ κελλί του. Άλλη φορὰ έγραψα πολλὰ γιὰ δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ' είχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο απὸ τὸ Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, ποὺ έζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ίσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ της Κίνας.

«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά – οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα΄ αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του! Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο».
Φώτης Κόντογλου Καλοκαίρι στὸ Ὄρος Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.