3 Αυγ 2009

Μας ενώνει η Θεοσκέπαστη....



Η Θεοσκέπαστη του Ηλία Βενέζη
[...] ξαφνα ψίθυρος σιγανότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φων κέτις, μπερδεύοντας μ τ φων τς ρημίας κα τς θαλάσσης, φτασε στ᾿ ατιά μας. Χείλη γυναικεία ψελναν μνους χριστιανικούς. Κάτω π᾿ τ ρείπια το κάστρου τν Φράγκων, ταπειν μελωδία τς ρθοδοξίας, βεβαίωση τς συνέχειας, τί συγκίνηση πο ταν!
Σν ν μς σεισε γέρας βίαιος. Κάμαμε κόμα λίγα βήματα. Κα τότε πρόβαλε μπρς στ μάτια μας, ραμα θαμπωτικό, λησμόνητο γι πάντα, σπρο, πάλλευκο: «Θεοσκέπαστη». Πάνω π᾿ τ κρεμαστ νερά, στν γριο βράχο, πάνω π᾿ τ φαίστειο.
Ο μνοι τώρα ρχονται πι καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στ Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ταν τ ξωκκλήσι, καθς λα τ ξωκκλήσια τν λλήνων. Μονάχα να ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Κα μπρς στ ερό, κάτω π᾿ τ φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στς πλάκες, μ σκυφτ κεφάλι, ποτραβηγμένες στ δέησή τους, μονάχες μ τν αυτό τους κα μ τ Θεό, ξιπόλυτες, ο μαυροφορεμένες γυνακες, πο εχαμε δε π μακριά, ψελναν. μι διάβαζε τ τροπάρια π᾿ τ Σύνοψη, ο λλες, ο γράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Εχαν νάψει τ καντήλια, ξω ταν τ πέλαγο, τ «συστήματα τν δάτων» λα ταν κατάνυξη κ᾿ ρημιά. Ο γυνακες λέγαν τν κολουθία το Μικρο Παρακλητικο Κανόνος:

«Προστασίαν κα σκέπην ζως μς τίθημί σε, Θεογενντορ Πάρθενε, σ μ κυβέρνησον πρς τν λιμένα σου». «Διάσωσον π κινδύνων τος δούλους σου, Θεοτόκε, τι πάντες μετ Θεν ες σ καταφεύγομεν».
κουσαν τ βήματά μας, μ ταν σ ν μν εμαστε, μήτε κν γύρισαν πρς τ μς. τσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στ μαρα, κέτιδες.
Μς συνεπρε κ᾿ μς τ μυστήριο, κατάνυξη, γινήκαμε σ λίγο μαζί τους να, προσευχηθήκαμε κ᾿ μες γι ,τι γαπομε κα γι τος νθρώπους.
Σν τέλειωσε παράκληση κ᾿ ο γυνακες σηκωθκαν π᾿ τς πλάκες, χρές, γαλήνη ταν στ πρόσωπό τους πολλή. Μς τριγυρίσανε, επαν τ δικά τους, επαμε τ δικά μας. μι εχε παιδ σκοτωμένο στν πόλεμο, λλη χει γι στ στρατό, λλη χει γι πο ταξιδεύει στ θάλασσα. Κάθε χρονι χουνε τάμα ν πάρουν βόλτα λο τ νησί, μ τ πόδια, ν᾿ νάψουν τ καντήλια στ ξωκκλήσια. τσι ξεκινήσανε κα φέτος. Μ τ χαράματα πέσαν στ δρόμο π᾿ τν Πύργο, ξιπόλυτες, κ᾿ σκόνη σκέπαζε τ σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Τώρα, στερα π᾿ τ χάρη της, μετ τ Θεοσκέπαστη, θ᾿ νηφορίζαν γι τ᾿ λλα τ ξωκκλήσια, κατ τ δυτικά.

Βγάλανε π᾿ τ μπογαλάκι τους τ γιόμα τους, ψωμ σταρένιο, τς μικροσκοπικς ντομάτες τς Σαντορίνης, ψαράκια τς τράτας τηγανητά. «ντλησαν» νερ π᾿ τ μικρ στέρνα, νερ βρόχινο, μς φιλέψαν νερ κα ψωμί. Δ θέλαμε ν τος τ στερήσουμε πο τ εχαν λιγοστ - τ ψωμ κα τ νερό. Μ πιμένανε ν τ πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικ μς στ μάτια, σν ν τ γυρεαν γι χάρη.
«Τώρα μς νωσε Θεοσκέπαστη», επαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...