3 Αυγ 2009

Όσιος Θεοδόσιος ο... παππούς της Αργολίδας

Είναι όμορφο να νοιώθεις τόσο κοντά σου τους Αγίους του Θεού . Παίρνεις δύναμη …κουράγιο στα δύσκολα …Κάθε σπιθαμή της Ελληνικής γης έχει και έναν άγρυπνο φρουρό ..έναν παντοτινό προστάτη …έτσι και στα μέρη που ζω ..όταν πριν από χρόνια έφτασα και εγώ απ την Αθήνα για να στήσω το σπίτι μου ..άκουγα τους ντόπιους να λένε :

Την Κυριακή θα πάμε στον Παππού …έχουμε καιρό να πάμε στα μέρη του ...δεν άργησα να το πληροφορηθώ... παππού κοντά στον τόπο που μένω, οι κάτοικοι αποκαλούν τον Όσιο Θεοδόσιο τον νέο και ιαματικό …δεν πέρασε πολύς χρόνος και έδωσε ο Θεός να ..τον επισκεφτώ και εγώ ..Στο ταπεινό ασκητήριό του …γονάτισα στο μέρος που εκείνος πρώτος γονάτιζε , ποτίζοντάς το με ιδρώτα και δάκρυα ασκητικά … ...δεν άργησα να παρακολουθήσω και μια Κυριακάτικη λειτουργία στο γεμάτο από ιερή θαλπωρή καθολικό της Μονής ,εκεί που ο υπέροχος χορός των Μοναζουσών και η γαλήνια φωνή της Καθηγουμένης Φοίβης όταν διαβάζει το συναξάρι ή απαγγέλει το σύμβολο της πίστης , θέλγουν την κατάνυξη και αναπέμπουν ουράνια ικεσία …

Και ο «παππούς» είναι πάντα εκεί και πρεσβεύει …όπως τότε , που οι φλόγες έζωσαν τα αγιοβάδιστα «λημέρια» του …όπως κάθε φορά που κάποιος πονεμένος θα χαϊδέψει την μορφή του στο ιερό και θα λαδώσει …την .... ψυχή του από το ακοίμητο καντήλι του …Και κάθε Αύγουστο το απόγευμα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στον εσπερινό ,και την επομένη την εβδόμη του αυτού μηνός … στην χάρη του ,σπεύδουν όλοι προς... συνάντησή του …Και αυτός ποτέ δεν λείπει … περιμένοντας καρτερικά ,θυμιάζοντάς τους όλους …..με το μάλλινο σκουφάκι του …

Ό Αθηναίος ιαματικός ασκητής της Αργολίδος

Ο ταπεινός και άοκνος εργάτης του Θεού ,ο ακολουθών εξ απαλών ονύχων την στενή και τεθλιμμένη οδό του Κυρίου ακούγοντας την φωνή του Κυρίου να λεέι :''άγιοι έσεσθε οτι εγώ άγιος ειμί'', ο ένσαρκος Άγγελος και ο άσαρκος άνθρωπος, ο καταφρονητής των τερπνών και των προσκαίρων απολαύσεων και ο ζηλωτής αυτών που διαμένουν στους αιώνες, έζησε τον ένατο αιώνα γεννημένος το 862μ.Χ από ευσεβείς και πλούσιους Αθηναίους. O σπόρος που είχε ρίξει ο Απόστολος Παύλος και είχαν ποτίσει με τους ίδρωτες τους οι Άγιοι των Αθηνών Ιεράρχες, οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, έδωσε καρποφόρο στάχυ και τον όσιο Θεοδόσιο... αυτόν που από μικρό ή χάρη του Θεού πιάνοντας τον από το χέρι τον έφερε στον κήπο της μοναδικής πολιτείας, στον αγρό της σωτηρίας. Μοίρασε λοιπόν όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και αφού έλαβε το αγγελικό σχήμα θέλησε να ακολουθήσει τον δύσβατο μα τόσο γοητευτικό δρόμο της ησυχαστικής ζωής .Αναζητώντας λοιπόν το ...ευλογημένο του καταφύγιο έφτασε στον Μωριά και στα σύνορα της επαρχίας Άργους στον οικισμό Παναρήτι όπου και έμεινε μονάζων και ασκητεύων ..όντας ξένος για τον κόσμο τούτο και τα του κόσμου και συνάμα ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος ...

Στο ησυχαστήριό του κάποια μέρα του παρουσιάσθηκε ο θείος Πρόδρομος, και μόνη ή όψη του τον γέμισε από θεία αγαλλίαση. Θεώρησε την παρουσία του ευλογία και ταυτόχρονα υπόδειξη για μίμηση των ασκητικών του παλαισμάτων. Παίρνοντας δύναμη συνέχισε τον αγώνα του και έκτισε ναό στο όνομα του Βαπτιστούτου Κυρίου ο οποίος σώζεται μέχρι και σήμερα ,αποπνέωντας πνευματική ευωδία και προκαλώντας κατάνυξη σε εκείνους που με ολόθερμη πίστη προσέρχονται σε αυτό . Γύρω από αυτόν τον ναό αναπτύχθηκε μοναστήρι με την προσέλευση πολλών μοναχών, που ήλθαν να αναζητήσουν την μόνη αλήθεια και να κάνουν υπακοή στον μεγάλο Αθηναίο ασκητή. Με την πάροδο του χρόνου και την ισάγγελη βιωτή του ο Θεοδόσιος έγινε ταμείο θεϊκών χαρισμάτων και ανεδείχθη ιατρός των νοσούντων, έτσι ώστε να επονομάζεται ιαματικός.

Επειδή όμως ή αρετή πολεμάται, βρέθηκαν μερικοί διαβολείς, οι όποιοι παρουσιάσθηκαν στον τότε επίσκοπο του Αργούς, τον άγιο Πέτρο, και τον κατηγόρησαν ως μάγο και απατεώνα. Παρουσιάσθηκε τότε ο όσιος Θεοδόσιος στον ύπνο του αγίου Πέτρου, που σημειωτέον τότε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για επίσκεψη του Πατριάρχη, και του συστήθηκε, για να παύσει να έχει άδικη γι’ αυτόν κρίση. Ταυτόχρονα και ο Πατριάρχης τον ρώτησε αν έχει κάποιο μοναχό Θεοδόσιο στην επαρχία του. Στην καταφατική απάντηση του αγίου Πέτρου και στην εξιστόρηση της εμφανίσεως του στον ύπνο του, ο Πατριάρχης τον παρεκάλεσε να διαβιβάσει στον Όσιο την ευλογία και εκτίμηση του. Γίνεται έτσι φανερό το θέλημα του Θεού.

Ο Άγιος Πέτρος γυρίζει στο Άργος και, παίρνοντας τον δρόμο μόνος του, πηγαίνει προς συνάντηση του Άγιου ασκητή Θεοδόσιου.

Ο Άγιος Θεοδόσιος, με το Θείο χάρισμα της προορατικότητας, γνωρίζει την επίσκεψη του Επισκόπου του. Τοποθετεί αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι στο σκούφο του και κατεβαίνει ταπεινά να τον υποδεχτεί .

Σε κάποιο σημείο κάθισε ο Ιεράρχης να ξαποστάσει, οπότε βλέπει να τον πλησιάζει ο όσιος Θεοδόσιος βαστάζοντας στα χέρια του το καλογερικό του σκουφί, μέσα στο όποιο είχε βάλει αναμμένα κάρβουνα και έκαιγε λιβανωτό, αντί θυμιατηρίου και να τον θυμιάζει. Και κατά παράδοξο τρόπο ούτε το σκουφί ούτε το χέρι του Όσίου καιγόταν. Τότε βεβαιώθηκε ο άγιος Ιεράρχης περί της οσιότητας του ασκητού και αντάλλαξε μαζί του εγκάρδιο ασπασμό. Εκεί λοιπόν κάτω από το βλέμμα του Θεού, συναντιούνται οι δύο Άγιοι. Η Εκκλησία αγάλλεται. Ο Άγιος Πέτρος μαθαίνει όλη την αλήθεια για τον Θεοδόσιο, τον χειροτονεί Ιερέα και τον ορίζει συνεργό και βοηθό στο έργο του.(Στο σημείο της ..συνάντησης η οποία τιμάται μεγαλοπρεπώς κάθε χρόνο , υπάρχει έτερος ομώνυμος ναϊσκος )

Ό θείος Θεοδόσιος έφθασε σε βαθύ γήρας και έγινε περιβόητος για την αρετή και τα θαύματα του σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Μάλιστα, αξιώθηκε να προβλέψει το θάνατο του τρεις ήμερες πριν και να συγκεντρώσει τους φοιτητές του, για να τους δώσει τις τελευταίες νουθεσίες και εντολές του. Ανάμεσα σ’ αυτούς, που θρηνούσαν για τον πρόσκαιρο αποχωρισμό του, έφυγε για την αιώνια μακαριότητα σιγοψελλίζοντας: «Κύριε, εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμά μου» (Λουκ. κγ’ 46). Ή κηδεία του οσίου Θεοδοσίου έγινε πάνδημη και με την παρουσία του αγίου Πέτρου και πλήθους ιερέων και μοναχών.

Το σκήνωμά του αποτέθηκε στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και ο τάφος του δείχθηκε πηγή ιαμάτων αστείρευτη στους αιώνες. Παράλυτοι σηκώθηκαν, τυφλοί ανέβλεψαν, άτεκνοι έγιναν εύτεκνοι και πολλοί ασθενείς βρήκαν τη θεραπεία τους. Έτσι αντεδόξασε ο Θεός το δούλο του Θεοδόσιο, που Τον αγάπησε ειλικρινά και Του αφιέρωσε κάθε ικμάδα της γήινης ζωής του.

οι 3 Θεοφόροι προστάτες της Αργολίδος:Όσιος Θεοδόσιος ,Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους ,και ο νεομάρτυς Άγιος Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς.

Από τότε ο … "Παππούς" είναι πάντα εκεί περιμένοντάς τους όλους στην είσοδο του μοναστηριού του ….Κάποιοι με καθαρή καρδιά τον έχουν δει που τους περιμένει … ενώ τα βράδυα είναι σίγουρο πως ... περιδιαβαίνει το μοναστήρι του , ακόμα και χτυπώντας τις πόρτες και σώζωντας κάποτε μερικούς προσκυνητές που κοιμούνταν αμέριμνοι στον ξενώνα απ΄ τις αναθυμιάσεις του μαγγαλιού με τα κάρβουνα .

Πάντα είναι εκεί και φανερώνεται όπως τότε που απο τις παρειές του αγίου προσώπου του έσταζε νερό ευωδιαστό ….θαυματουργώντας ,θεραπεύοντας ,βρίσκοντας πάντα την λύση για αυτούς που επικαλούνται την βοήθειά του και πάντα φροντίζοντας για όλα στο αγαπημένο του μοναστήρι… και για τα μεγάλα και για τα μικρά , όπως έκανε τότε που εμφανίστηκε στον ύπνο της Κωνσταντίνας Καρατάσου παραγγέλνοντας ο ίδιος καινούρια λιόπανα από το εργοστάσιο που εκείνη δούλευε ,και δίνοντας μάλιστα ο ίδιος τις διαστάσεις στην γυναίκα , που από τότε αδιαλλείπτως έφερνε κάθε χρόνο καινούργια για την συγκομιδή του ευλογημένου δέντρου ….Και σε κάθε λειτουργία τις Κυριακάδες αλλά και τις υπόλοιπες γιορτές και στις αγρυπνίες τις ψυχωφελείς που πάντα θα γεμίζουν την ψυχή μας με ουράνια προσδοκία ..θα ακούσεις όλους τους …εγγονούς του να ψάλουν δυνατά με χαρά και συγκίνηση απερίγραπτη :

Αργολίδος εδείχθης δόξα και καύχημα ,Αθηναίων το κλέος και θείον βλάστημα ,Θεοδόσιε πατήρ ημών Όσιε ,των Οσίων καλλονή και Ιαμάτων η πηγή ,και Πέτρου του Ιεράρχου συνόμιλος και προστάτις των αιτουμένων ιλασμόν και μέγα έλεος.

Ας έχουμε πάντα όλοι την ευλογία του…

Τις πληροφορίες αντλήσαμε απο το βιβλίο:Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ /ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ /Έκδοση Ιεράς Μονής Οσίου Θεοδοσίου Αργολίδος /27520 44240

Μας ενώνει η Θεοσκέπαστη....



Η Θεοσκέπαστη του Ηλία Βενέζη
[...] ξαφνα ψίθυρος σιγανότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φων κέτις, μπερδεύοντας μ τ φων τς ρημίας κα τς θαλάσσης, φτασε στ᾿ ατιά μας. Χείλη γυναικεία ψελναν μνους χριστιανικούς. Κάτω π᾿ τ ρείπια το κάστρου τν Φράγκων, ταπειν μελωδία τς ρθοδοξίας, βεβαίωση τς συνέχειας, τί συγκίνηση πο ταν!
Σν ν μς σεισε γέρας βίαιος. Κάμαμε κόμα λίγα βήματα. Κα τότε πρόβαλε μπρς στ μάτια μας, ραμα θαμπωτικό, λησμόνητο γι πάντα, σπρο, πάλλευκο: «Θεοσκέπαστη». Πάνω π᾿ τ κρεμαστ νερά, στν γριο βράχο, πάνω π᾿ τ φαίστειο.
Ο μνοι τώρα ρχονται πι καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στ Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ταν τ ξωκκλήσι, καθς λα τ ξωκκλήσια τν λλήνων. Μονάχα να ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Κα μπρς στ ερό, κάτω π᾿ τ φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στς πλάκες, μ σκυφτ κεφάλι, ποτραβηγμένες στ δέησή τους, μονάχες μ τν αυτό τους κα μ τ Θεό, ξιπόλυτες, ο μαυροφορεμένες γυνακες, πο εχαμε δε π μακριά, ψελναν. μι διάβαζε τ τροπάρια π᾿ τ Σύνοψη, ο λλες, ο γράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Εχαν νάψει τ καντήλια, ξω ταν τ πέλαγο, τ «συστήματα τν δάτων» λα ταν κατάνυξη κ᾿ ρημιά. Ο γυνακες λέγαν τν κολουθία το Μικρο Παρακλητικο Κανόνος:

«Προστασίαν κα σκέπην ζως μς τίθημί σε, Θεογενντορ Πάρθενε, σ μ κυβέρνησον πρς τν λιμένα σου». «Διάσωσον π κινδύνων τος δούλους σου, Θεοτόκε, τι πάντες μετ Θεν ες σ καταφεύγομεν».
κουσαν τ βήματά μας, μ ταν σ ν μν εμαστε, μήτε κν γύρισαν πρς τ μς. τσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στ μαρα, κέτιδες.
Μς συνεπρε κ᾿ μς τ μυστήριο, κατάνυξη, γινήκαμε σ λίγο μαζί τους να, προσευχηθήκαμε κ᾿ μες γι ,τι γαπομε κα γι τος νθρώπους.
Σν τέλειωσε παράκληση κ᾿ ο γυνακες σηκωθκαν π᾿ τς πλάκες, χρές, γαλήνη ταν στ πρόσωπό τους πολλή. Μς τριγυρίσανε, επαν τ δικά τους, επαμε τ δικά μας. μι εχε παιδ σκοτωμένο στν πόλεμο, λλη χει γι στ στρατό, λλη χει γι πο ταξιδεύει στ θάλασσα. Κάθε χρονι χουνε τάμα ν πάρουν βόλτα λο τ νησί, μ τ πόδια, ν᾿ νάψουν τ καντήλια στ ξωκκλήσια. τσι ξεκινήσανε κα φέτος. Μ τ χαράματα πέσαν στ δρόμο π᾿ τν Πύργο, ξιπόλυτες, κ᾿ σκόνη σκέπαζε τ σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Τώρα, στερα π᾿ τ χάρη της, μετ τ Θεοσκέπαστη, θ᾿ νηφορίζαν γι τ᾿ λλα τ ξωκκλήσια, κατ τ δυτικά.

Βγάλανε π᾿ τ μπογαλάκι τους τ γιόμα τους, ψωμ σταρένιο, τς μικροσκοπικς ντομάτες τς Σαντορίνης, ψαράκια τς τράτας τηγανητά. «ντλησαν» νερ π᾿ τ μικρ στέρνα, νερ βρόχινο, μς φιλέψαν νερ κα ψωμί. Δ θέλαμε ν τος τ στερήσουμε πο τ εχαν λιγοστ - τ ψωμ κα τ νερό. Μ πιμένανε ν τ πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικ μς στ μάτια, σν ν τ γυρεαν γι χάρη.
«Τώρα μς νωσε Θεοσκέπαστη», επαν.