Γι αυτούς τους ανθρώπους ας προσευχηθούμε σήμερα …γι αυτούς που ούτε στο καζίνο πήγαν , ούτε σε πισίνες κολύμπησαν , ούτε τεμπέληδες -καταχραστές και τοκογλύφοι υπήρξαν... ποτέ τους… Για όλους αυτούς που συνεχίζουν να ψέλνουν με δακρυσμένα μάτια το πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν …οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού …για όλους αυτούς που θα συνεχίσουν να ανάβουν το ακοίμητο καντηλάκι ακόμα κι αν δεν περισσεύει ελάχιστο από το ευλογημένο λαδάκι της πονεμένης τους ζωής ….
Στο σπίτι της Μαρίας πήγα αργά. Περασμένες δέκα με τους τίτλους των ειδήσεων ακόμη στα αυτιά μου. Οι σχολιαστές που είχα αφήσει πίσω μου στο γραφείο συμφωνούσαν ότι θα μας δώσουν πάνω από 100 δισ. σε τρία χρόνια, μπορεί κι 150.
Μόλις έβγαινες από την Αττική Οδό τα φώτα έσβηναν. Οι συνδικαλιστές και κάποιοι πολιτικοί έβριζαν τους υπαλληλίσκους του ΔΝΤ που μας βάζουν όρους για να μας δώσουν τα λεφτά. Κάποια στιγμή, οι δρόμοι γέμισαν σκουπίδια. Ενα φορτηγό είχε αφήσει τα μπάζα του στην άκρη ενός δρόμου. Οι Ισπανοί απειλούσαν ότι δεν θα ξαναστείλουν κρουαζιερόπλοια στον Πειραιά αν είναι να κρατάμε ομήρους τους τουρίστες τους. Τα οικόπεδα είχαν αγριόχορτα ένα μέτρο, το ίδιο και μια ασθενική στρογγυλή πλατεία. Ο Σαμαράς διέγραψε τον Παυλίδη και η Αλέκα μάλωνε με τον Λοβέρδο.
Oκτώ χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλη χώρα. Σπασμένες λάμπες, δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά. Η ίδια καταθλιπτική επικαιρότητα μέρες τώρα. Κηφισίας, Αττική Οδός, Λεωφόρος Δημοκρατίας, Σαμαρίνας. Αναζητώ το 70. Τώρα με τους πλοηγούς είναι εύκολο να πας παντού με κλειστά παράθυρα, αλλά εγώ δεν το μπορώ. Δυο πιτσιρικάδες που κάνουν σούζες με τα ποδήλατά τους αγνοούν ποια από όλες είναι η παράγκα της Μαρίας και του Σταύρου με τα οκτώ παιδιά. «Ολοι οκτώ παιδιά έχουν».
Στο βάθος του δρόμου στα σκοτάδια ακούγονται δύο πυροβολισμοί (μπορεί να ήταν και μια βαριοπούλα στα πλευρά ενός άδειου βαρελιού), κάτι άγνωστα λαϊκά συνοδεύουν τρεις άντρες που στρώνουν κάρβουνα πάνω σε μια λαμαρίνα (οι μπριζόλες περιμένουν στη σακούλα). «Εδώ, εδώ». Μια γυναίκα σε μια αυλή όση ένα μικρό δωμάτιο, κάνει πως συγυρίζει. Τι μια αλλάζει θέση τα τσιμπιδάκια για να μην κάνουν σημάδια στα ρούχα, την άλλη μαζεύει τα φύλλα από τις γλάστρες. Και συνεχώς κοιτάει προς την πλευρά των φώτων. Τη μόνη πλευρά που θα μπορούσε να έρθει κανείς εδώ. «Είστε ο δημοσιογράφος; Είμαι η Μαρία». Τσιμεντένιες στραβές κολόνες, τσίγκοι, τσιμεντόλιθοι, αλουμίνια, έντονα χρώματα. Στο τηλέφωνο- μισή ώρα πριν- μου είχε πει πως αυτό το βράδυ θα έχουν απαρτία. Ο άντρας της, ακόμα κι αυτός, θα είναι σπίτι. «Την Παρασκευή είμαστε για το νοσοκομείο. Σήμερα θα είναι εδώ. Και τα παιδιά εδώ θα είναι, αύριο έχουν σχολείο». Τότε λοιπόν γιατί τόση ησυχία; «Αργήσατε λίγο και έπεσαν για ύπνο». Ανοίγει την πόρτα και εγώ κρατάω την ανάσα μου μην τους ξυπνήσω. Τέσσερα παιδιά (κουκλιά!) στο πάτωμα, στρωματσάδα, δύο στους καναπέδες, ο πατέρας σε έναν άλλο καναπέ και δίπλα του ένα στρώμα ξέστρωτο που μαρτυρούσε ότι και η Μαρία πριν από το τηλεφώνημά μου είχε πλαγιάσει. Καμιά δεκαριά εικονίσματα στη γωνία μαζί με ένα καντηλάκι δίνουν έναν επιπλέον τόνο θλίψης στο σκηνικό. Στο δίπλα δωμάτιο, στο μεγάλο κρεβάτι κοιμούνται δυο κορίτσια. «Οι μεγάλες μας κόρες».
Νιώθω σαν ελεγκτής του ΔΝΤ αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Θέλω άλλωστε να βεβαιωθώ ότι τα πράγματα είναι τόσο δραματικά όσο μου τα είπε μια γνωστή μου δημοσιογράφος που τυχαία κάποια στιγμή γνώρισε την οικογένεια Σκέντζα. Οταν τα μάτια μου συνηθίζουν το λίγο φως διακρίνω το ψυγείο (δίπλα από τη στρωματσάδα). Δυο ανοιχτές κονσέρβες, γάλατα μακράς διαρκείας, μια κόκκινη σάλτσα σε ένα πλαστικό μπολ, ένα χόρτο που μπορεί να ήταν και μαρούλι. Η κατάψυξη έχει μία από αυτές τις σακούλες με τα μαυρισμένα κρέατα που κάποτε μοίραζαν στους πολύτεκνους. «Μας δίνουν καμιά φορά στις γιορτές». Μια πόρτα οδηγεί στο κουζινάκι. Πετρογκάζ με δύο εστίες, ντουλάπια άδεια και μια άλλη μικρή πόρτα που οδηγεί στο μπάνιο (!). Στα αυθαίρετα δεν υπάρχουν διάδρομοι. Ενα λάστιχο και μια τρύπα στη γωνία, σαν τα ντους που έχουν μερικές παραλιακές ταβέρνες για να ξεπλένονται οι πελάτες τους μετά τη βουτιά και πριν από το φαγητό. Μόνο που εδώ είναι σπίτι.
Η Μαρία απαντάει γρήγορα και καθαρά στις ερωτήσεις μου. Δεν ζητιανεύει. Μετά τα πρώτα λεπτά καταλαβαίνω ότι δεν είναι από τους επαγγελματίες που απλώνουν το χέρι γιατί βαριούνται να δουλέψουν. Γι΄ αυτό άλλωστε ήρθα ξαφνικά και μέσα στη νύχτα. Να δω το αληθινό σκηνικό και αυτό που στήνουν πολλές φορές οι επιτήδειοι για να συγκινήσουν άμαθους δημοσιογρά φους. «Αυτός είναι ο άντρας μου» αλλά αντί να ξεσκεπάσει το πρόσωπό του μου δείχνει τα πόδια του. Πρησμένα και με μεγάλες πληγές. Τραβάει μια καρέκλα, κάθεται, μου προσφέρει και εμένα μία, κάνει θόρυβο αλλά κανένας άλλος στα δυο δωμάτια δεν σαλεύει. Είναι όλοι τους τόσο κουρασμένοι....
(Απόσπασμα από εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...