Στέκομαι ξανά στο αναλόγι και παρατηρώ τους αδελφούς μου…Από τη μια ο απλός, ταπεινός λαός, οι «Θεούσοι και οι Θεούσες», μακάριοι ως ονειδιζόμενοι και πτωχοί τω πνεύματι, οι κερούδες γερόντισσες, τα ολιγογράμματα μα πάνσοφα γεροντάκια βγαλμένα από τις Σαρακοστές του Κόντογλου, αλλά και οι ολοφώτεινοι νέοι, κάποτε ασώτως βιούντες και πολιτευσάμενοι, πλέον επιστρέψαντες στην αγκαλιά την φιλόστοργη, της Μάνας Εκκλησιάς. Ξεκινούν αχάραγα και Θεοσκότεινα για να προκάμουν τα λόγια του εξάψαλμου. Αψηφούν το κρύο, τη βροχή, την κάψα, για να απολαύσει η ψυχή τους τα θαύματα και τα θαυμάσια του προοιμιακού. Που ποτέ δεν βιάζονται να τελειώσει η ακολουθία, που δεν τους κουράζει η αγρύπνια και η ταλαιπωρία του σώματος, μα μόνο να ανασαίνουν του Ουρανού τα θυμιάματα και να ονειρεύονται τον Θεϊκό Νυμφώνα λαχταρά η ψυχούλα τους. Και πόσο πικραίνονται, όταν την Αναστάσιμη νύχτα ο Παπάς και ο ψάλτης αδιανόητα και έξαφνα από ανθεκτικοί, υπομονετικοί και αγωνιστές αθλητές μαραθωνοδρόμοι των 48 ημερών στο στάδιο των αρετών, μεταλλάσσονται σε σπρίντερ και ταχύτατους κατοστάρηδες, που συναγωνίζονται ποιος θα τελέψει πρώτος και ποιος θα κόψει το νήμα, τσαλαπατώντας αριστουργηματικούς Αναστάσιμους Κανόνες του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και τους Παιάνες της Αιωνίου Νίκης της Ζωής, όχι φυσικά γιατί εκείνοι το θέλουν έτσι, αλλά γιατί αναγκάζονται αφού το ζητούν οι πολλοί, που πρέπει να ικανοποιηθούν για να ξανάρθουν και του χρόνου…Το βραβείο όλων μας…ένα πινάκιο μαγειρίτσας. Και εκείνοι οι ευλογημένοι, οι βγαλμένοι από το συναξάρι της πλαϊνής πόρτας, ως συνήθως σιωπούν, χαμογελούν μάλλον μελαγχολικά και μοιράζουν μόνο ευχές στους γύρω τους. Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων που παρατηρώ να περνούν μπροστά από το ψαλτήρι είναι οι φρεσκοσιδερωμένοι, ευωδιαστοί, καλοντυμένοι, που συνήθως εμφανίζονται μέσα στον ενιαυτό, μετρημένες φορές στα δάκτυλα των χεριών.
Λίγο πριν ή μετά το Χερουβικό, λίγο πριν ή μετά το Θεοτόκε Παρθένε της αρτοκαλασίας στον πανηγυρικό εσπερινό ή ακόμα και λίγο πριν το νυν απολύεις…Στέκονται πάντα τούτοι οι αδελφοί μας μπροστά–μπροστά, σε κοιτούν συνεχώς με νόημα και αδιακρίτως, ενοχλούνται για λόγους που μόνο εκείνοι και το παντογνωστικό εγώ μας γνωρίζει και παραπονούνται στους ιερείς ή και στον Δεσπότη ακόμα, που απολύσαμε στις 10 και άργησε ο αμανεδιάρης ψάλτης, και -τι τα θέλετε τα μικρόφωνα; και-εγώ γι αυτό δεν πατάω, θέλω ησυχία για να κατανυχθώ! και άλλα τέτοια περίφημα. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί ψαλτικής και περιόδων της οκταήχου, είναι παντελώς ακατήχητοι για τη μυστηριακή ζωή, αδιάφοροι για την λειτουργική τάξη και παράδοση, αλλά έχουν ισχυρή σαν ατσάλι άποψη, την οποία δυστυχέστατα, πάντα βρίσκουν ένα συνήθως παρασκηνιακό και με μπόλικες δόσεις συκοφαντικής δυσφήμισης τρόπο, να την κοινοποιούν και κάποτε–κάποτε να την επιβάλλουν, προς κατάπληξη και θλίψη των υπολοίπων.
Σκέφτομαι καμιά φορά πως εν τη δόξη του Κυρίου και έμπροσθεν Αυτού, θα συναχθούν μαζί με τους λοιπούς και όλοι οι ιεροψάλτες από καταβολής της Μάνας Εκκλησιάς. Στη δικαιοσύνη του θα υπάρξουν τότε οι ευλογημένοι και οι κατηραμένοι, τα πρόβατα εκ δεξιών και τα ερίφια εξ ευωνύμων.
-Δεύτε οι ευλογημένοι Ιεροψάλτες ταπεινοί αναλογίου διάκονοι, κληρονόμοι εσείς της ητοιμασμένης Βασιλείας θα πει τότε ο Χριστός μας.
Γιατί ψάλατε πρωτίστως από ανάγκη ψυχής και όχι ως Χριστέμποροι και αργυρώνητοι επαγγελματίες, σεβόμενοι τον ιερό μου πόθο, την φιλακολουθία μου, την αξεδίψαστη δίψα μου για τα αιώνια ρήματα, την ακόρεστη πείνα μου για μυστηριακή μέθεξη στον οίκο του Πατρός μου.
Γιατί με βοηθήσατε να κατανυχθώ και να κυλήσουν όλα τα κρυμμένα και φυλαγμένα δάκρυα της καρδιάς μου.
Γιατί γίνατε πρότυπα πιστού πάνω στο ψαλτήρι, με το να τυπώνετε στο σώμα σας συνεχώς το σημείο του Σταυρού και με το να μεταλαμβάνετε συχνά των αχράντων μυστηρίων.
Γιατί ποτέ δεν βιαστήκατε, δεν παραλείψατε, δεν λαθέψατε ενσυνειδήτως, δεν αλλοιώσατε, δεν μεταλλάξατε, δεν καταλιμπάνατε δημιουργώντας έθιμα και παραδόσεις, μα ευλαβικά σεβαστήκατε όσα φυλαχτάρια η ιερή και αγία παράδοση, σας εμπιστεύθηκε.
Γιατί ποτέ δεν με σκανδαλίσατε με αμετροέπειες και αλαζονείες, ποτέ δεν υποταχθήκατε με δουλικό φρόνημα στο κοσμικό και παράταιρο θέλημα των ολίγων ή των πολλών, των αδαών, της εξουσίας των ταγών…
Γιατί πάντα μου ψάλατε με ύφος ταπεινό και συνάμα μεγαλοπρεπές, δίχως να κοιτάτε ολοένα του ρολογιού τους δείκτες, μα μόνο των Χερουβίμ και των Σεραφείμ τα ουρανόσημα.
Γιατί ποτέ σας δεν εκμεταλλευθήκατε ψυχρά τη λύπη μου, την αγωνία μου και την χαρά μου, μα κλάψατε με το κλάμα μου και χαρήκατε όταν χαιρόμουν.
-Πότε Κύριε, πότε στα πράξαμε όλα τούτα;
-Εφ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων Εμοί εποιήσατε!
Δεν χρειάζεται θαρρώ να πλάσουμε και τον διάλογο του Κυρίου μας με τους εξ ευωνύμων Του ιεροψάλτες.
Εύχομαι ειλικρινώς και ανυποκρίτως κανείς απ’ όλους μας, να μην βρίσκεται στην αντίπερα όχθη για να ρωτήσει:
-Πότε Κύριε δεν πράξαμε για σένα όλα τούτα;
Ψαλώ τω αδελφώ μου! Ενί τούτων των ελαχίστων!
Τότε και μόνο τότε, αληθινά θα ψέλνουμε απερίσπαστοι και από τα βάθη της ψυχής μας, για τον Μονογενή Υιό και Αθάνατο Λόγο του Θεού!
Νώντας Σκοπετέας
Τριώδιο 2023