Ανήμερα της Υπαπαντής κάποτε στην Μάνη....
Ανήμερα της ...Παπαντής
ο νούς μου πάντα θα κουρνιάζει στην αγκαλιά της συγχωρεμένης της γιαγιούλας μου
...Μανιάτισσα ταπεινή ,Θεοφοβούμενη και πτωχή τω πνεύματι πάντα θα την θυμάμαι
να στέκεται στα τελευταία της απέναντι απο το παράθυρο της και να
σταυροκοπιέται αμέτρητες φορές θωρώντας της Εκκλησιά της Υπαπαντής ...-Παναγιά
μου Παπαντή μεγάλη η χάρη σου ....έλεγε και ξανάλεγε ολοένα
...σκορπίζοντας σπόρους Θεού στις εύφορες τότε παιδικές μας ψυχές ...
Μια αληθινή
ιστορία με επίκεντρό της αυτήν την μεγάλη ημέρα μας γυρίζει πίσω σε ευλογημένα
μανιάτικα χώματα ….
….Εκείνο το
πρωινό τραβήξαμε με την μεγάλη μου κόρη για το μακρινό εκκλησάκι της Αναλήψεως
αγκαλιασμένο από βράχους και φραγκοσυκιές ,με την εξαιρετικά χαμηλή του είσοδο
να σε αναγκάζει να κάνεις το αυτονόητο ..να υποκλιθείς στο Θεϊκό μεγαλείο
μπαίνοντας στον πιο ταπεινό μα τόσο
... αγιασμένο απ
τους αιώνες οίκο Του …
Η φλόγα στο
καντήλι που τρεμόπαιζε ,τα ξεθωριασμένα από το χρόνο πρόσωπα των αγίων στις
σπάνιας ομορφιάς… βυζαντινές αγιογραφίες κάνουν την ψυχή σου ευλαβικά να
γονατίζει και συ αναρωτιέσαι μήπως ο Μανουήλ Πανσέληνος πέρασε κάποτε από δω
...
Ξαφνικά την ιερή
σιωπή έσπασε η παιδική φωνή της μικρής μου ..η μόνη ταιριαστή σε τέτοια
αγγελικά λημέρια …
-Μπαμπά γιατί η
Παναγίτσα είναι θλιμμένη ; Τι έχει το ματάκι της ;
Ποιος της το
βγαλε; Γιατί ο φύλακας άγγελος της αγίας τράπεζας δεν την προστάτεψε ;…
-Έλα να της δώσεις
ένα φιλί να χαρεί …και πάμε έξω να κάτσουμε και να σου πω …
Βγήκαμε στην πιο
ευχάριστη δροσιά του Αυγουστιάτικου πρωινού και καθίσαμε στο ασβεστωμένο
πεζούλι..
-Θα σου πω μια
ιστορία παλιά , από τότε που ο παππούς σου ήταν μικρό παιδάκι…αυτός μου την
είπε και εμένα έτσι όπως την έζησε ..
Προσπάθησα να
δώσω μια χροιά παραμυθιού στην αφήγηση μιας πέρα για πέρα αληθινής ιστορίας
,γιατί έτσι η παιδική ψυχούλα της θα μπορούσε να καταλάβει πραγματικά αυτό που
…οι μεγάλοι ίσως θα περιγελούσαν …
-Ένα μεσημέρι
καλοκαιριού πριν από πολλά χρόνια μια παρέα από είκοσι περίπου αγόρια με τις σφεντόνες τους στις τσέπες ,τα πιο
πολλά ξυπόλυτα και ηλιοκαμένα έπαιζαν ανέμελα κλέφτες και αστυνόμους ,κρυφτό ,
κυνηγητό ,αμπάριζα και μόρα σε όλες τις ρούγες …
- Tο χωριό εκείνo τo μεσημέρι του καλοκαιριού αντηχούσε
από τις φωνές και τα γέλια των παιδιών
…τα παιχνίδια και τα κυνηγητά
τους έφεραν εδώ στο… πλάτωμα της Ανάληψης …έτσι το λέγανε από τότε… ξαπόστασαν οι μισοί πάνω στην σκεπή της
εκκλησιάς και οι υπόλοιποι άρχισαν να τρώνε σύκα και φραγκόσυκα που
υπήρχαν άφθονα ολόγυρα …τότε βλέπεις οι
βροχές ήταν μπόλικες και η γη πάντα ευχαριστημένη πρόσφερε απλόχερα τους
ευλογημένους της καρπούς ανόθευτους και καθαρούς σε όλον τον κόσμο …Οι ώρες
περνούσαν ανέμελα και ευτυχισμένα ..ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει χαρίζοντας
στον ουρανό τις πιο όμορφες πινελιές του ,και οι μικρότεροι της παρέας αποκαμωμένοι τράβηξαν για την μεγάλη
πλατεία του χωριού για πορτοκαλάδα και παγωτό … Οι …μεγάλοι της έμειναν πίσω και έπιασαν κουβέντα καθισμένοι
εδώ ακριβώς που καθόμαστε τώρα, έξω από την πόρτα της Ανάληψης…
Ο Μιχάλης ,ο
Όθωνας ο Παντελής ,ο Σταύρος ,ο Πέτρος ,
ο Θοδωρής ,ο Μίμης, ο Αλέκος, ο Γιάννης ,ο Σωκράτης ,ο Λιάκος και ο Γρηγόρης .
-Παιδιά πριν
φύγουμε μην ξεχάσουμε να ..ανάψουμε την εκκλησιά είπε ο Παντελής ,και όλοι
συμφώνησαν …Όλοι εκτός απ τον Γρηγόρη ..αυτός βλέπεις ήταν ο πιο μεγάλος σε
ηλικία γύρω στα δώδεκα , και ο …αντάρτης της παρέας.
-Σιγά…και να
ξεχάσουμε τι θα γίνει …δεν θα βλέπουν οι Άγιοι το βράδυ; Ας γελάσω …βρε τι ναι
αυτά που πιστεύετε ..αυτά τα λένε οι γριές κι οι χήρες …μην τις πιστεύετε …αυτά
είναι για να μας φοβίζουν εμάς τα παιδιά …
-Δηλαδή να μην
τα ανάβουμε τα εκκλησάκια; είπε ο Πέτρος
που κάθε βράδυ με τον παππού του περνούσαν από όλα τα ξωκκλήσια της
γειτονιάς τους για να τα φωτίσουν.. όπως σου είπα και πριν Σταυριάννα μου κάθε γειτονιά και κάθε οικογένεια είχε τις δικές της εκκλησιές να φροντίζει …
-Και να τα
ανάψεις και να μην τα ανάψεις το ίδιο πράγμα είναι συνέχισε ο Γρηγόρης ..άλλωστε τι αξία έχει μια εικόνα στον τοίχο
..ένα άψυχο πράγμα είναι τίποτα παραπάνω …
-Δεν έχεις δίκιο
είπε ο Παντελής ..Ο Χριστός και οι Άγιοι είναι παντού και πάντοτε εδώ ανάμεσά
μας τώρα !!! ..και συνέχεια μας προστατεύουν και μας σκεπάζουν από κάθε κίνδυνο , πόσο μάλλον μέσα στις
εκκλησιές που είναι το σπίτι τους
..Πρέπει να σεβόμαστε και να φροντίζουμε τις εικόνες ..γι αυτό και πάντα
πρέπει να καίει το καντηλάκι σε κάθε εκκλησιά ..Οι υπόλοιποι έδειξαν να
συμφωνούν μαζί του .
-Ανοησίες ..σας
είπα αυτά είναι για τις γριές είπε θυμωμένα ο Γρηγόρης και δίνοντας μια δυνατή
σπρωξιά στην πόρτα της Ανάληψης μπήκε μέσα ορμητικά …
Οι άλλοι τον
ακολούθησαν με αγωνία και περιέργεια …
Αυτός έβγαλε από
την τσέπη του έναν μικρό σουγιά και χωρίς να το πολυσκεφτεί πήγε στην Παναγιά την Πλατυτέρα και έδωσε μια με το σουγιά στο
αριστερό της μάτι …
Ένα μικρό
κομμάτι από τον τοίχο έπεσε πάνω στην Αγία τράπεζα και ο ήχος του ,έκανε τους
υπόλοιπους να παγώσουν …
-Τι…τι κάνεις
εκεί ψέλλισε ο Μιχάλης ..γιατί το έκανες αυτό ;
-Για να σας αποδείξω
ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κομμάτι ζωγραφισμένου τοίχου ..να εδώ το έχω
είπε και βγαίνοντας έξω πέταξε το κομμάτι με δύναμη μακριά …
Γι αυτό το
έκανα…να βλέπετε να έπαθα τίποτα; Τίποτα δεν έπαθα ..τίποτα απολύτως !!!!
Μην ακούτε
λοιπόν αυτά που λένε οι γιαγιάδες και οι παππούδες…αυτά είναι παραμύθια …
-Τα χρόνια κύλησαν…τα παιδιά μεγάλωσαν έγιναν άντρες σωστοί ..Από
εκείνο το σουρούπωμα κανείς τους δεν είχε πολλά -πολλά με τον Γρηγόρη …μα κι
αυτός είχε απομακρυνθεί από τους παλιούς του φίλους , αλλά και από όλα τα ιερά
συναπαντήματα μαζί τους στις γιορτές και τις Κυριακάδες που λένε οι Μανιάτες…
Μονάχος του στον καφενέ της πλατείας ,απόμακρος , και σχεδόν πάντα αγέλαστος ,θύμιζε πάντα σε όλο το χωριό εκείνο το μάτι
της Παναγιάς της Πλατυτέρας που έλειπε
,και που κάθε χρόνο Πέμπτη ,σαράντα
μέρες μετά το πρώτο Χριστός Ανέστη , την ημέρα της Αναλήψεως δηλαδή που το
εκκλησάκι έχει την επίσημη γιορτή του ,
τους έκανε όλους να το κοιτούν θλιμμένοι , φοβούμενοι πως κάποτε θα
έρθει κάποιο κακό για το χωριό τους…
Ο μόνος που δεν
τον απασχολούσε κάτι τέτοιο , ήταν ο Γρηγόρης που τύφλωσε την Πλατυτέρα …έτσι
τον έλεγαν όλοι από τότε ..ο Γρηγόρης που πλέον είχε μεγαλώσει αρκετά
παντρεύτηκε και έκανε και πέντε παιδιά… Μα στην Εκκλησιά δεν πήγε μόνο για γάμο
και βαφτίσια μα και για να αποχαιρετήσει τους …γονήδες του που πέθαναν …και
αυτοί σαν μοναχογιό που τον είχαν του άφησαν μια μεγάλη περιουσία με κτήματα
και χίλια λιόδεντρα να ζήσει αυτός και η φαμελιά του …Τέσσερα κορίτσια και ένα
αγόρι είχε ο Γρηγόρης , το μικρότερο που
το υπεραγαπούσε ..το λέγαν Παναγιωτάκη …ήταν βλέπεις το στερνοπούλι του , ο
δικός του μοναχογιός … Μόνο τότε τον έβλεπαν
να χαμογελά όταν κρατώντας τον γιό του αγκαλιά περιδιάβαινε το χωριό
μας…
Έναν Φλεβάρη
λοιπόν ,την δεύτερή του μέρα ανήμερα της Παπαντής που λένε οι Μανιάτες που
είναι και η Προστάτης τους , ο Γρηγόρης
δεν ήταν στην Εκκλησιά να ψάλει μαζί με το υπόλοιπο χωριό το απολυτίκιό της.
Ο Γρηγόρης
λοιπόν εκείνη την γιορτινή για όλους ημέρα
ήταν στο χωράφι με τις μεγάλες ελιές , τις γραίες όπως τις λένε εδώ
, ραβδίζοντας ένα μεγάλο κλαρί από το
πιο ευλογημένο δέντρο …μαζί του και η γυναίκα του κάνοντας το ίδιο παραδίπλα
και τα παιδιά του μιας και κείνη την ημέρα δεν είχανε σχολειό …
Και ξαφνικά ο Γρηγόρης , σωριάστηκε στο λιόπανο βογγώντας και κρατώντας το αριστερό του μάτι …μια μεγάλη ελιά απ το ραβδί της γυναίκας του πήγε κατευθείαν με δύναμη πολλή στο μάτι του ..
Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ασθενοφόρα . Τον πήγαν με τα πόδια από αυτό το μονοπάτι στην Καρδαμύλη και από εκεί με το καΐκι στην Καλαμάτα στο Νοσοκομείο ,μα οι γιατροί δεν κατάφεραν να του το σώσουν ..Δεν υπήρχαν βλέπεις τότε και πολλά γιατρικά και η επιστήμη δεν είχε προχωρήσει όσο σήμερα .
Έτσι ο Γρηγόρης έχασε το αριστερό του μάτι το ίδιο που σαράντα χρόνια περίπου πριν είχε χάσει η Πλατυτέρα …και έζησε έτσι για πολλά χρόνια…
Λυπήθηκε πάρα πολύ ..ποτέ ξανά δεν τον
είδαν να χαμογελά ..
-Τον τιμώρησε η Παναγίτσα ; ρώτησε η μικρούλα με θλιμμένη φωνή ..
-Όχι κοριτσάκι
μου δεν τιμωρεί η Παναγιά μας …απλά τον βοήθησε να καταλάβει το μεγάλο λάθος
του και να σώσει την ψυχούλα του …
Η μικρούλα μου
τότε σηκώθηκε τότε και μπήκε ξανά μέσα
στο εκκλησάκι .
Στάθηκε μπροστά
στην Παναγιά την Πλατυτέρα και δυο μικρά
δάκρυα κύλησαν απ τα όμορφα ματάκια της.
-Ξέρεις αγάπη
μου… , κάποτε τον συνάντησα και εγώ τον Μπάρμπα –Γρηγόρη όταν η μάνα μου με
έστειλε -μικρό παιδάκι ήμουν-ένα απόγευμα καλοκαιριού να …φωτίσω την Ανάληψη …
Μα το καντηλάκι ήταν
ήδη αναμμένο κι όλος ο τόπος μοσχομύριζε λιβάνι όπως τώρα !!
Ο Γρηγόρης πολύ
μεγάλος , γεράκος πια , ήταν ακριβώς εδώ που βρισκόμαστε τώρα μπροστά στην
Πλατυτέρα ..Δεν με είχε καταλάβει και στάθηκα για αρκετή ώρα απ έξω και τον
παρατηρούσα… Έψελνε …και ξέρεις τι έψελνε;
Tο απολυτίκιο της …Παπαντής που σου πα προηγουμένως !!! Έκανε έπειτα τρείς μετάνοιες και γύρισε προς
την πόρτα να φύγει …Ξαφνιάστηκε που με είδε , μα δεν μου είπε τίποτα …
Βγαίνοντας από το εκκλησάκι μου χάιδεψε
μόνο στοργικά τα μαλλιά …
-Και συ , τι του
είπες μπαμπά ;
- Εγώ το μόνο
που θυμάμαι είναι πως τον ρώτησα…:
-Παππού Γρηγόρη
τι έχεις …γιατί τα μάτια σου είναι δακρυσμένα ;
Απόσπασμα απο ραδιοφ.εκπομπή Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως "Τιμωρεί ο Θεός Μπαμπά;"
Αληθινή Ιστορία έτσι όπως μου την διηγήθηκε ο πατέρας μου , και
έτσι όπως την διασκεύασα για.... τις ανάγκες μιας παιδικής ψυχής …
ν.σ