Μέσα στο καύμα του καλοκαιριού, το σώμα αναζητά σκιές και δρόσους αναπαμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που αισθάνθηκες το απαράκλητο, το απροστάτευτο και τάχυνες το βήμα σου να βρεις την παρηγοριά του. Και τότε, να νιώσεις πόσο σημαντική είναι μία γραία μουριά και μία ξεχασμένη για καιρούς βρυσούλα σε ακαμάτευτο περιβολάκι.
Οδοιπορείς μέσα στα ζεστά μεσημέρια του θέρους. Πασχίζεις να φτάσεις στην Εμμαούς, τον παντοτινό προορισμό που όρισε κάποτε η ψυχή σου για τέρμα και αρχή. Εσύ και εκείνη, Λουκάς και Κλεόπας. Δυο ώρες δρόμος, πάντοτε δύο ώρες με τον γλυκύτατο Ιησού στο μέσο. Ένα πλατανόδασος κρύβει τον ήλιο. Κάπου στα δεξιά, νερά γαλάζια και ένα γεφυράκι κρυμμένο από τους θάμνους. Χώμα παντοτινά ευωδιαστό από τα βήματα Εκείνου. Να μην τελείωνε ποτέ εκείνο το μονοπάτι. Να μην βράδυνε ποτέ και η καρδιά μας. Όσο κι αν κρατήσει αυτή η αέναη πορεία μας προς την Εμμαούς, προς την Δαμασκό , προς την Τιβεριάδα, προς το νυν απολύεις τον δούλον σου Κύριε, ο Αναστημένος Ζωοδότης όλο θα βρίσκεται στο μέσο συμπορευτής, εμψυχωτής, στα έντεκα χιλιόμετρα, στην ενδέκατη ώρα, στους έντεκα μαθητάδες, που θα αναζητούν να αναπληρώσουν τον δωδέκατο εξωμότη τον αρνησίχριστο. Και πάντοτε όταν η ψυχή θα αναζητά δροσιά και το σώμα θα καταρρέει από την κούραση και την ταλαιπώρια, Εκείνος θα την κερνάει ένα ποτήρι κρύο νερό! Θα βρίσκει τον τρόπο ο Πανευμήχανος Παντευργέτης να μας ποτίσει ποτήριον ύδατος, ότι Χριστού εσμέν.
Πόσους τέτοιους κεραστές αγνές ψυχούλες δεν στέλνει συνεχώς δίπλα μας ο Κύριος να μας δροσίσει. Απρόσμενα έρχονται και στέκονται δίπλα σου, κρατώντας ένα ποτήρι κρύο νερό. Το σώμα ψύγεται και η πίστη θερμαίνεται. Μέσα στο καλοκαίρι τούτο το τόσο αλλιώτικο, για λίγο έστω θα ξεμακρύνουμε όπως έλεγε ο κυρ Φώτης ο Κόντογλου από την ταραχή της πολιτείας. Να απολαύσουμε και να χαρούμε τα φαινομενικά ελάχιστα, να κάνουμε συντροφιά με αγνοημένους απ τον κόσμο απλούς, λεύκες έμψυχες ευσκιόφυλλες, πηγές κελαρυστές, του κόσμου ασκητάδες , Αγίους της διπλανής μας πόρτας.
Να γίνουμε και εμείς όμως κεραστές! Ο κάθε αδελφός είναι ο Χριστός. Κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού, κατά το Παύλειο ρηθέν, ο καθένας από εμάς , όσοι εν Χριστώ εβαπτίσθημεν. Για αυτό και όταν στέκεται δίπλα μας εκείνος ο αδελφός ο εμπερίστατος, αναγκεμένος και διψασμένος, ακούγεται από τα στεγνά του χείλη αυτό που άκουσε η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτισσα από τα άχραντα χείλη του Χριστού μας: δος μοι πιείν.
Εκείνο το δροσερό ποτήρι νερό που θα αλληλοπροσφερθεί, είναι ικανό να διαποτίσει την ύπαρξή μας να υγράνει την ξερή και άνυδρη ψυχή μας και να την κάνει να μην ξανά διψάσει εις τον αιώνα. Ένα ποτήρι δροσερό, λαγαρό νερό, που θυμίζει το ζωντανό νερό σβήνει την πολλάκις αλύτρωτη πνευματική μας ξηρασία και δίψα. Ένα ποτήρι ξέχειλο και αξόδευτο, που συνεχώς βρίσκεται κάτω από την αστείρευτη Κρήνη της Ζωής. Πόσες φορές όμως αδελφοί μου προσπερνάμε αυτή την Πηγή της Ζωής, αδιάφοροι συνεχίζοντας , αξεδίψαστοι πωρωμένοι και κατάξεροι, τον απαράκλητο δρόμο της αποστασίας…
Και εκείνος συνεχίζει να φωνάζει… διψώ... πάνω στον Σταύρο!
Όξος και χολή από την μια και από την άλλη ένα ποτήρι κρύο νερό, πάντοτε μας περιμένει την ψυχή αιώνια να μας δροσίσει.
Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από ομότιτλη σειρά 2 εκπομπών