…Που να βρω την ψυχή μου…
στους ουρανούς γυρίζω…
Στα
92 της η κυρά Ευδοξία, η Δολιανίτισσα.
Κατάκοιτη εδώ και έναν χρόνο. Ως την ημέρα που έσπασε το πόδι της, ήταν
ολόρθη, λυγερή όπως στα νιάτα της, που σαν χθες τα έζησε και όλο σ εκείνα την
γυρίζει της ψυχούλας της ο γλυκός νόστος. Μα ξέρει καλά μέσα της, πως για
εκείνα τα χρόνια δεν θα υπάρξει νόστιμον ήμαρ και επιστροφή…Μέχρι που έπεσε, συνέχεια με μια σκούπα την έβρισκες να σαρώνει
τις σκόνες, να λάμπει όπως πάντοτε το σπιτικό της . Και δως΄του να σκουπίζει
και όλο να θυμάται εκείνα τα χρόνια και τους αγαπημένους που έφυγαν και τις
φιλενάδες της τις καρδιακές.–Εκείνη η
Σοφία η Σόραινα που μ άφησε μονάχη μου! Με παράπονο μικρού παιδιού
μονολογούσε…Κι ήρθε εκείνο το πρωινό του Αη Γιωργιού ανήμερα, στην μεταφορά
της εικόνας του από τα κάτω στα άνω Δολιανά.
Αξέχαστο θα μείνει σ όλους τους.
Αποβραδίς είπε στην κόρη της και στον γαμπρό της να μην νοιάζονται για δαύτη και να την αφήσουν μονάχη της και ότι θα τα κατάφερνε μια χαρά, ως το βράδυ που
θα επέστρεφαν.
–Να χάσετε τον Άγιο εξ αιτίας μου, ακούς εκεί; Τόσα χρόνια τούτο το
τάμα μας στεριώνει !
–Μα βρε μάνα τόσες ώρες μόνη σου ;
-Γιατί και πέρυσι δεν έμεινα; Καλέ
στάσου μην κάνω και έρθω και εγώ μαζί σας! Αχ, πόσες φορές την έχω κάνει αυτήν
την διαδρομή! Αχάραγα ξεκινούσαμε! Τότε που ήμουν κοριτσάκι! Εκείνα τα χρόνια
τα δύσκολα μα και τα όμορφα! Τότε δεν ήταν μόνο η εικόνα που μετακόμιζε αλλά
και εμείς μαζί της! Αβάσταγος ο
χειμώνας πάνω! Κατεβαίναμε ως την Άνοιξη στον κάμπο . Παιδιά, μεγάλοι, τα νοικοκυριά μας! Και μπροστά από
όλους μας ο αφέντης ο Άη Γιωργης! Και σαν καλοκαίρευε, όπως τώρα καλή ώρα,
επιστροφή πάλι με πομπή! Ένα- ένα τα όμορφα χωριά μας χαιρετίζαμε και ξανασυναντούσαμε ! Δραγούνι ,
Κορίτες, Λουλούδι, Τσιμούρι, Ρουνέϊκα , Αρτσίνα…μετά στον δρόμο και σαν
έπεφτε λίγο ο ήλιος φτάναμε! Αχ, να με
κράταγαν λίγο τα ποδάρια μου! Θα ερχόμουν και εγώ αύριο μαζί σας …Όπως τότε!
Έτσι
, επέτρεψε ο Θεός το ίδιο βράδυ της μεταφοράς του Αγίου, η κυρά Ευδοξία να
τους περιμένει μπροστά στην πόρτα με σπασμένο πόδι , πονεμένη και σφαδάζουσα…
Δίπλα της η σκούπα…
- Μ έσωσε ο Άη Γιώργης! Πως δεν
έσπασα το κεφάλι μου στο πλατύσκαλο έτσι
που γλίστρησα!
Έναν
χρόνο τώρα αυτόν παρακαλάει! Άη Γιώργη μου βοήθα !Άρχισε και λίγο να ξεχνάει
αυτή που είχε μια μνήμη ξυράφι…Και
κάποτε –κάποτε έφερνε το χθες στο τώρα και γύρευε να συναντήσει εκείνους τους
αγαπημένους που έφυγαν… Ώρες ατέλειωτες στο κρεβάτι! Το ένα έφερε τ’ άλλο… Δεν
μπορούσε ούτε λίγο να σειστεί αν δεν την βοηθούσαν! Μια μέρα, την ώρα που την
συγύριζε η θυγατέρα της, μίλησε η κυρά Ευδοξία και την ξάφνιασε…
-Βάσω μου να σε ρωτήσω κάτι;
-Να με ρωτήσεις αμέ, ό, τι θες,
έκανε εκείνη σαν να μιλά σε μικρό παιδί!
-Βάσω μου, λες να μην πεθάνω;
Στάθηκε
αμίλητη για λίγο και την κοίταζε η κόρη της.
-Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι καλέ
μάνα;
-Λες να μην πεθάνω παιδί μου;
Προσπαθούσε
η κόρη να καταλάβει πως της ήρθε τούτη η αλλόκοτη σκέψη. Δεν διέκρινε φόβο,
ούτε στο ελάχιστο! Μάλλον πόθος και λαχτάρα ήταν να τελέψει τούτη την ζήση της, να φύγει για τα αιώνια και εκείνη, αναπαυμένη και γαλήνια…Να ζήσει το
αληθινό νόστιμον ήμαρ της, επιστρέφοντας
στην ποθεινή πατρίδα…Την συντάραξε στ αλήθεια αυτό το: Λες να μην πεθάνω…
Βρήκε έπειτα τον παπά Δημήτρη… Ήρθε αυτός! Την εξομολόγησε την μάνα της,
την κοινώνησε… Ειρήνεψε η γερόντισσα πιότερο! Δεν ξανάκανε η κυρά
Ευδοξία εκείνη την ερώτηση…Μετέλαβε την απάντηση…
Αυτή η ερώτηση της Γερόντισσας αδελφοί
μου! Μοιάζει παράξενη, ίσως απλοϊκή, ταιριάζει(έτσι μας φαίνεται στο πρώτο
άκουσμά της) σε έναν άνθρωπο που σιγά-σιγά χάνει τον νου του. Έτσι δεν είναι;
Μα για να κοιτάξουμε καλύτερα …βαθύτερα στην δική μας ψυχή και να αναρωτηθούμε: Πόσες φορές ως σήμερα δεν έχουμε σκεφτεί και εμείς κάτι τέτοιο; Λες να μην
πεθάνω; Γιατί ζούμε σαν αθάνατοι! Όχι γιατί πιστεύουμε στην αιωνιότητα και
στο ανέσπερο αιώνιο Φως , αλλά γιατί η αμαρτία, μας κάνει να μην θέλουμε να
αποδεχθούμε το πλέον σίγουρο, το μόνο αδιαμφισβήτητο αυτής της ζωής! Το ότι
θα πεθάνουμε! Ζούμε σαν αθάνατοι! Ας το
σκεφτούμε λίγο περισσότερο! Αν κάποιος μας βεβαίωνε ότι αύριο δεν θα
ξημερωθούμε… Πώς άραγε θα κυλούσε η τελευταία μας μέρα; Μπροστά σε μια οθόνη
με ό,τι πιο ευτελές, ανούσιο, και διεστραμμένο βυθίζει την ψυχή σε έναν
σκοτεινό λήθαργο; Με ένα ακουστικό
τηλεφώνου στο αυτί, κατακρίνοντας άλλων βίους, σκορπώντας κακία και
δηλητήριο; Ή θα σπεύδαμε και εμείς σαν την κυρούλα την Δολιανίτισσα να
μεταλάβουμε εξομολογημένοι και μετανοημένοι την απάντηση; Ναι , θα πεθάνεις! Πέθανε όμως πριν πεθάνεις , για να μην πεθάνεις, όταν
στα σίγουρα πεθάνεις! Σπεύσε ψυχή μου, ψυχή μου! Κι αυτό το να πεθάνεις μεταφράζεται σε : ζήσε αληθινά! Ζήσε Εκείνον που είπε πως Εγώ ειμί Η Ζωή! Ανάστα! Μην καθεύδεις! Να μιλάμε στην ψυχή! Είναι ζώσα η ψυχή και μας ακούει! Προσμένει το ξύπνημά της , το ξύπνημά μας! Να μαστε αυστηροί μαζί της! Να έχουμε την λυτρωτική αυτομεμψία! Δεν καρτερά το χαϊδεμά μας! Τον συντριμό μας προσμένει! Τον συγκλονισμό της καρτερά! Σκληρές οι λέξεις του υμνωδού μέσα στο Άγιο Τριώδιο! Ον αγαπά Κύριος παιδεύει ...Δεν είναι αγάπη ν΄αφήνεις την ψυχή σου καθεύδουσα , ραθυμούσα , αδιάφορη ...Αγάπη είναι να της θυμίσεις την νέκρωσή της , την ακηδία της το σκοτάδι που την σκεπάζει και την κάνει μέλαινα. Πλανήθηκε δολίως απ' του εχθρού του πανούργου το σχέδιο! Ακόμα και η νηστεία έγινε ανώφελη και αχρηστεύθηκε αφού τα πάθη την κυρίευσαν. Ας οδηγήσουμε την ψυχή μας μπροστά στον Εσταυρωμένο Σωτήρα. Να συνεορτάσει την Ανάσταση! Ανύστακτη να εκλιπαρήσει το μέγα έλεος! Ήρθε ο χρόνος! Τώρα είναι ο καιρός του ήμαρτον Κύριε! Πριν το τέλος! Πριν σφραγίσει η δικαιοσύνη Σου την πύλη του αιωνίου Φωτός! Ψυχή μου, ψυχή μου...
Νώντας
Σκοπετέας
Από το βιβλίο: Αυτοί οι παράξενοι Χριστιανοί(εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας)
Απόσπασμα
από ομότιτλη εκπομπή Μ. Τεσσαρακοστής 2020