Πήρε ο πρωτομάστορης Κύριος ούλα Του τα σύνεργα και αρχίνησε
να μορφώνει το πιο αγαπημένο πλάσμα του , με το αμόνι , το σφυρί και την
τσιμπίδα του. Μια το αυλάκωνε με το πικούνι της υπομονής και μια το σμίλευε με
το σφηνάρι του πόνου . Στην Τήνο έκαμε το εργαστήρι Του , στ ΄απόκρημνα του Ξώμπουργου .
Και
ανεβοκατέβαζαν ολοένα οι Άγγελοι τους αραμπάδες , τα βίντσια και τις μπαστέκες
με υλικό , να πλάθει ο Θεός . Φύσαγε έπειτα Εκείνος το μάρμαρο και του δινε ζωή
!
Και μάθανε την τέχνη Του οι ανθρώποι . Και κληρονόμησε στο
νησί της Κυρίας των αγγέλων διαλεχτούς μάστορες και διακόνους παραγιούς να
συνεχάνε να ζωντανεύουν το άψυχο .
Και ο Κύριος με στοργή επιστατούσε και κάποτε –κάποτε τους
διόρθωνε χαϊδεύοντάς τους τα ακροδάχτυλα
τα σκληρυμένα απ το πελέκι . Και μιλούσανε τότε για την αχειροποίητη ομορφιά
που μόνο στον ουρανό δασκαλεύεται!
Κι είπανε έπειτα οι Τηνιακοί να φτιάξουνε τα σπίτια τους . Και τα στεριώσανε με τα πιο άσειστα θεμέλια : ένα ξωκκλήσι στην αυλή κι ένα καμπαναριό σαν πυργόμορφη ακοίμητη λαμπάδα με φιτίλι της σταυρό , άσβηστη απ΄ τους
αγέρηδες , που καρτερούν να
στροβιλίσουν παντού όλα τα εφύμνια και τις δεήσεις , σαν ξεβγαίνουν μέσα απ τα
σταυρόσχημα αετώματα και τους φεγγίτες με τις αμπέλους και τα εξαπτέρυγα και
τους δικέφαλους αητούς .
Κι όταν αποσώσανε οι Τηνιακοί με δαύτα , συμπόνεσαν τα
περιστέρια που γύρευαν καταφύγια απ τον αλύπητο βοριά και άρχισαν να τους φτιάχνουν
τις φωλιές . Και έμοιαζαν και αυτές από μακριά σαν τις κοιτούσες με Εκκλησιές και
μικρά καστρομονάστηρα.
Και μόλις τέλεψαν και με τους περιστεριώνες, σκέφτηκαν πως στου νησιού τους το άνυδρο το
καλοκαίρι θα δίψαγαν τα ευλογημένα τα
πετεινά και βάλθηκαν τότε να χτίζουνε παντού πηγές και κρήνες που’ μοιαζαν με θρονιά δεσποτικά .
Να πίνουν και
να πετούν ακούραστα , δίχως σταματημό . Να φέρνουν μηνύματα από το Κεχροβούνι
στην περίβλεπτη Μεγαλόχαρη και να επιστρέφουν έπειτα στην Καμπαναριώτισσα για
το Απόδειπνο κρατώντας στο ράμφος τους ένα κεράκι αναγκαιμένου και χαρτί με
ονόματα για την Παράκληση .
Πήρα
στο κατόπι ένα μονάχο περιστέρι που ξεδρόμησε απ την συντροφιά του . Γέρικο
μα θαλερό , τρύπωσε μέσα στο μικρό ησυχαστήριο και
ξαπόστασε για μια στιγμή απάνω στο πέτρινο προσκεφάλι της Αγίας Πελαγίας .
Πήρε
ευχή του Εσταυρωμένου κι από κει βρέθηκε σιμά σε έναν γονατισμένο , που
αργόσυρτα ανέβαινε την λεωφόρο της οδύνης και της ελπίδας , στης Μεγαλόχαρης το
ανηφόρι . Απότομα ξανάνοιξε τα φτερά του . Ανέβηκε ως την ασημωμένη εύρεση , να
πάρει ένα κλωναράκι βασιλικό που έφερε τάμα μια κόρη αγνή.
Παραμονές της Παναγίας το πήγε ως το λιμάνι να μοσχοβολήσει το
αρμυρονέρι στης Έλλης τον βυθό , που ακόμα κρατά οστέα γεγυμνωμένα ηρώων .Και
έπειτα ξανααντάμωσε με τα υπόλοιπα και κίνησαν , σαν γοργοτάξιδο σύννεφο , για
τα βαπτιστήρια και τις αγιαστήρες της Βαγγελίστρας Μάνας να βεβαιώσουν της πίστης μας το ασφαλές …
Νώντας
Σκοπετέας
Απόσπασμα
από την εκπομπή με τίτλο : Εσύ κι η Μεγαλόχαρη