Ζουν ανάμεσά μας. Αθόρυβα σαν το
οξυγόνο που δίνει πνοή, σαν το αίμα που ανάλαφρα κυλώντας μέσα μας, εγγυάται την πατρική καρτερία…Είναι
της διπλανής μας πόρτας οι διαλεχτοί, που αλίμονο αν ποτέ τους, ένιωθαν τέτοιοι…Θα
έχαναν τον ατίμητο θησαυρό της ψυχής του Θεού, το Άγιο Πνεύμα όπως το
περιέγραφε η Γερόντισσα Γαλακτία. Εκείνη, ζητούσε από τον Χριστό όπως ζητά ένα
μωρό παιδί απ΄τους γονιούς του, θρέμμα και αγάπη. Διαβάζοντας το γαλαζοπράσινο
βιβλίο της, δοξάζουμε τον Θεό, που ακόμα υπάρχουν κάποιοι, που μπορούν να
σηκώσουν τα μάτια της καρδιάς τους στον Ουρανό. Να εκλιπαρήσουν την παράταση,
να εκζητήσουν το έλεος, να γίνουν τα έμψυχα ιλαστήρια που θα κάνουν τον Δίκαιο Δεσπότη του παντός να...μετανοήσει…Περιδιαβαίνοντας τις φωτεινές του σελίδες, θυμηθήκαμε κάτι, που ευλογημένος συνοδοιπόρος,
με σοφία και πείρα πατέρων, φυλαγμένη
ατόφια στα τρίσβαθά του, μας διηγήθηκε τις προάλλες.
Δεν πάνε πολλά χρόνια, καμιά σαρανταριά, που έκανε ένα χειμώνα σαν καλοκαίρι…Μην ακούς αυτά που λένε στις σκοτεινές μέρες μας, για φαινόμενα που τώρα πρωτοεμφανίζονται. Άνυδρους χειμώνες πάντα είχαμε…Στέρεψε ποτέ η αμαρτία άλλωστε; Στο χωριό μας λοιπόν, είχαν αρχίσει όλα να ξεραίνονται! Είχε 2 μήνες και βάλε, λίγο έστω να βρέξει. Απόγνωση στην κυριολεξία! Το βράδυ στο καφενείο το κλίμα βαρύ! Κεφάλια κατεβασμένα, κουβέντες λιγοστές! Ξαφνικά μέσα στην νεκρική ησυχία, πετάγεται ένας και απευθύνεται στον μπάρμπα-Μίμη, που καθόταν μόνος του όπως πάντα, κάτω από τον μεγάλο πάγκο. Ο γερό σοφός του χωριού, ο λιγομίλητος, μα μονίμως γλυκύς και πρόσχαρος σε όλους. Ίσως και για να τον πειράξει, ίσως γιατί σε τέτοιες στιγμές απελπισίας μόνο, θυμόμαστε τον…υπηρέτη Θεό…του είπε: -Δεν κάνεις καμιά προσευχή να βρέξει, εσύ που τα ‘χεις με τον... Κύριο καλά; Θα χαθούμε αλλιώς! Και εκείνος, έβαλε το κεφάλι κάτω και δεν αποκρίθηκε! Ξημερώματα ήταν που όλοι στο χωριό ξύπνησαν από το θόρυβο της βροχής στα κεραμίδια! Με το τουλούμι το νερό στην αρχή και έπειτα ψιλή ποτιστική βροχούλα! Και να μην σταματάει 3 μέρες συνεχώς! Το βράδυ ξανά στο καφενείο ξεκίνησαν τα πειράγματα στον γέροντα…-Ε μπάρμπα-Μίμη, χόρτασε το χώμα νερό! Θα σαπίσουν τα δέντρα! Δεν λες στον Θεό τώρα να σταματήσει; Και εκείνος όλο καλοσύνη και αγαθότητα, έδωσε μια απάντηση που κανείς δεν ξέχασε ποτέ! Ο καθένας βέβαια ανάλογα με το πώς την εισέπραξε…-Τι λες κυρ-Παντελή μου, δεν έχω μούτρα να τον ξαναδώ…! Σκέψου αδελφέ μου, τι σχέση είχαν αυτοί οι άνθρωποι, τι φόβο Θεού, τι σεβασμό υιικό, ανυπόκριτα όλα, αφτιασίδωτα! Γνήσιοι πνευματικοί άνθρωποι, χωρίς να έχουν ποτέ τους διδαχθεί, όσα φανερώνει εκείνη η αξέχαστη απόκριση του Δημητρίου…Μούτρα δεν έχω να Τον ξαναδώ…
Έτσι και εκείνος ο μακάριος, έτσι και
η Γερόντισσα της Κρήτης, οπλίζονταν με το θάρρος και την παρρησία που τους μέστωνε
η Φιλόθεη βιωτή τους. Η σταυροφόρα τους πορεία, η αδιαστρέβλωτη τήρηση όλων των
εντολών, η ορθοπραξία τους και η ορθοπιστία τους! Για να έχουν πρόσωπο από την
Φωτεράδα του Χριστού ιλαρό, να αντικρίζουν έτσι τον Μεγάλο Αφέντη και αξεδίψαστες τις ψυχές, να Του ζητούν λίγα μαζί και τα πάντα…Μια στάλα
Ουρανό και μια μπουκιά Παράδεισο…
Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από ομότιτλη σειρά εκπομπών μέσα στην Αγία Τεσσαρακοστή του 2024, όπου διαβάζονται εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο «Η οσία Γερόντισσα Γαλακτία της Κρήτης»
(Εκδ. ΘΕΟΜΟΡΦΟΥ Ι.Μ.ΜΟΡΦΟΥ)