Πάνω στις βέργες των
δευτερολέπτων,
ταξίδεψε
ταχιά ταχιά η
τριανταφυλλένια
σου πνοή.
Μοιρολογιού ψαλμό,
δεν πρόλαβε,
ούτε μητέρας,
ούτε πατέρα,
ούτ ᾽ αδερφού,
ούτε Θεού,
λαρύγγι
ν᾽ αρχινίσει.
Και γέννησ᾽ ο
ουρανός
έναν δεύτερ᾽ ουρανό,
για να
κουκουλώσει τα στήθια
τής ντροπής μας.
Και γέννησ᾽ η
θάλασσα
μια δεύτερη θάλασσα, για να
βρουν καταφύγιο και να φιληθούν
στο παγωμένο σου αίμα,
τα κλάματα
τής συνείδησής μας.
Τον ισόκοσμο
θησαυρό των
τριών σου χρόνων,
η γαλάζια
δεν έστερξε
οικουμένη
να τον νανουρίζει
άπειρα
στα αιώνια
υγρά της σπλάχνα.
Δεν ανέχτηκε το
γιγαντόσωμο ανάστημα
τής καλοσύνης της,
να βρέχει
το μονοπώλιο
τής ιερής σου μνήμης
για πάντα.
Είπ᾽ από μέσα της:
“Πώς αλλιώς
θα κάνω τον
ληστή
να δακρύσει;
Τον φονιά
να μετανοήσει;
Τον συκοφάντη
να μελαγχολήσει; ”
Κι έσυραν τ᾽
αφρισμένα
χέρια της,
το κοκκαλιασμένο
σου κορμάκι
ως την ακτή,
για να γενεί
η σπιθαμή
τής ύπαρξής σου,
ανεξάντλητη σκάλα,
που ενώνει
γη και ουρανό
κι ανεβοκατεβαίνουν
ανάλαφρα πάνω της
σαν σιγοψιχάλισμα,
αγγελικά τάγματα,
ψυχές,
και υπέραγνα
πνεύματα που
μακαρίζουν
τη μορφή σου.
Και φύσηξε
η γλαυκή
κολυμπήθρα
το απειρόκακο
κορμάκι σου
ως την ακτή,
για ν᾽ αγκαλιαστούμε
όλοι μας τον
χρυσαφένιο λυγμό
τού Ήλιου
για τον χαμό σου,
εκείνου
τού καλόκαρδου
Αστεριού,
που σε καμάρωνε
κάθε που το
λαχταρούσες.
Πονάει, σήμερα,
η αμμοσκέπαστη η γη.
Πονάνε, σήμερα,
οι σοφοί οι σπάροι.
Πονάει, σήμερα,
τού χελιδονιού η φυγή.
Πονάνε, σήμερα, κι
οι γλάροι.
Τώρα δα,
ο Συμπαντικός Πόνος,
έρχεται στη γωνιά που σ᾽
έγειρε το μαυροφορεμένο κύμα,
και ποτίζει
με τ᾽ αναφιλητά του
τα παραπονεμένα
ποδαράκια σου, όπως
με δάκρυα πότιζε
εκείνη η αμαρτωλή η αγία,
τα μαλαματένια πόδια τού Ιησού.
Τώρα δα,
ο Παγκόσμιος Αναστεναγμός,
έρχεται στη γωνιά που σ᾽
έγειρε το μαυροφορεμένο κύμα,
και τραντάζει
με τα βογγητά του
τα άψυχα χεράκια σου, όπως
τραντάζει η αστραπή, την ανεμελιά
τής επαναπαυμένης στιγμής μας.
Τώρα δα,
αθώο μου αγόρι,
έρχομαι να σου ζητήσω
συγχώρεση εκ μέρους
κάθε ανθρώπου επί της γης,
να φιλήσω
το θεϊκό σου
μέτωπο,
και να μεταλάβω
λίγο
από το Άγιο Φως που
άναψε
η λαμπάδα
τής θανής σου,
εκείνης που
λαμπυρίζει
φωτιστικά
τη γέννηση
τής μετάνοιας,
όλου
τού πλανήτη!
Τώρα δα,
μ᾽ έκανες ν᾽ αγαπώ,
ακόμα περισσότερο!
Τώρα δα,
υπόσχομαι περισσότερη,
Ευθύνη!
Αυτή,
Θεέ μου,
Άπνιχτη, άπνιχτη, άπνιχτη
ας μείνει...
Του φιλολόγου και συγγραφέα -ποιητή Παναγιώτη Σκοπετέα