(συνέχεια της προηγ.ανάρτησης )Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος». Ο Ανδρέας υπήρξε ο κατ' εξοχήν απόστολος των Ελλήνων. Η Σκυθία, δηλαδή η σημερινή νότιος Ρωσία, η Ελληνική Βιθυνία, ο Πόντος, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος κι η Αχαΐα ποτίστηκαν πλούσια με τον τίμιο ιδρώτα του Πρωτοκλήτου. Αλλά κι η Εκκλησία του Βυζαντίου, που απετέλεσε κι αποτελεί το κέντρο της Ορθοδοξίας, από τον απόστολο μας ιδρύθηκε. Εδώ ο Ανδρέας εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Σε μια του περιοδεία, αναφέρεται από την παράδοση, πως ο άγιος μας πήγε και στην Κύπρο . Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα ποτήρι γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ώ του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το χρόνιο σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Κι ένα φώς, ιλαρό φώς, άρχισε να λούζει τα γύρω πράγματα...
— Πατέρα, πατέρα, άρχισε να φωνάζει το παίδι πότε ψαχουλεύοντας και πότε τρέχοντας να βρει τον πατέρα. Κι ο καπετάνιος που τρόμαξε απ' τις φωνές του παιδιού τρέχει κι αυτός προς το μέρος που ακουόταν η φωνή. Στο αντίκρυσμα του παιδιού του σταμάτησε, έσκυψε κι άνοιξε την αγκαλιά του.
— «Παιδί μου, τι σου συμβαίνει»; ρώτησε με τρόμο ο πατέρας.
— «Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Για κοίτα με, βλέπω τη θάλασσα, τους ανθρώπους, τα πανιά του καραβιού μας που φουσκώνουν. Πατέρα, το ευλογημένο νερό που μου έδωκε εκείνος ο παππούλης, για να πιώ και να πλυθώ, αυτό μου χάρισε ό,τι ποθούσαμε. Το φως μου, πατέρα...»
Ύστερα από μικρή διακοπή που πέρασε μέσα σε δάκρυα κι αναφυλλητά ευγνωμοσύνης ο καπετάνιος σηκώθηκε κι είπε:
— «Παιδί μου, πάμε να βρούμε τον παππούλη που λες, για να τον ευχαριστήσουμε για ό,τι μας χάρισε!».
— «Όχι εμένα, είπε ο απόστολος που πλησίασε. Τον Χριστό να ευχαριστήσουμε όλοι. Αυτός μας έδωκε το νερό. Αυτός γιάτρεψε και το παιδί. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, που έγινε άνθρωπος κι ήρθε στον κόσμο για να μας σώσει!»
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στό μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Έτσι στο ευλογημένο νησί οργανώθηκε ακόμη μια ομάδα, μια εκκλησία πιστών στον ένα αληθινό Θεό.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα πλούσια δώρα τους σε χρήμα ή σε είδη, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Σε όλους τους ναούς του μαρτυρικού νησιού θα βρούμε την αγία εικόνα Του και το όνομά Του είναι το πιο συνηθισμένο μεταξύ των κατοίκων (Ανδρέας ή Αδρεανή - Ανδρούλα) και το πιο διαδεδομένο. Για λόγους που μόνο ο Κύριος γνωρίζει, εδώ και μερικά χρόνια - από το 1974 — το άγιο μοναστήρι μαζί με όλη την Καρπασία, τη Μεσαορία και τη Βόρειο Κύπρο έχει περιέλθει στην κυριαρχία του πιο βάρβαρου εισβολέα, του Τούρκου. Οι ευλογημένες εκκλησίες που βρίσκονται στα μέρη αυτά μένουν κανονικά αλειτούργητες. Κι οι καμπάνες σώπασαν από τότες να κτυπούν και να καλούν τους πιστούς σε συναγερμό ψυχής... Το αγίασμα όμως που βγήκε απ' τη γη ύστερα από την προσευχή του μεγάλου αποστόλου Ανδρέου μένει και συνεχίζει το κελάρυσμά του. Συνεχίζει το κελάρυσμά του και περιμένει την άγια ώρα, που οι πιστοί του νησιού, πλυμένοι καί καθαρισμένοι μέσα στα δάκρυα μιας ειλικρινούς μετάνοιας, θα αξιωθούν ελεύθεροι και πάλι να επισκεφθούν το όμορφο μοναστήρι για να ψάλουν τα ευχαριστήρια στον Κύριο για τη λύτρωση τους από τα δεινά της πικρής δοκιμασίας και να πιουν και να δροσίσουν τα χείλη από το γλυκό νερό. Ο Θεός να δώσει, με τη βοήθεια των πρεσβειών του αγίου αποστόλου Ανδρέου, μα καί των άλλων αγίων της Κύπρου , η μέρα αυτή να έρθει το γρηγορώτερο.
Το τέλος του αποστόλου υπήρξε ανάλογο της ιστορίας του. Μαρτύρησε στις Πάτρες, όπου είχε φτάσει, για να μεταδώσει κι εδώ το μήνυμα της λυτρώσεως και να σκορπίσει το φως του Χριστού. Η επίσκεψη του από την πλευρά αυτή έφερε πολλούς καρπούς. Σε λίγες μέρες το κήρυγμα του μαζί με τα πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικά τα θεμέλια της ειδωλολατρίας στην Αχαΐα. Ανάμεσα στους πρώτους, που πίστεψαν, ήταν αυτός ο ίδιος ο ανθύπατος1 της πόλεως, ο Λέσβιος όπως λεγόταν, που είχε αρρωστήσει άξαφνα βαριά και τον είχε γιατρέψει ο απόστολος μας. Το παράδειγμα του ανθύπατου έσπευσαν ν' ακολουθήσουν κι άλλοι ειδωλολάτρες. Μα το πράγμα έγινε γνωστό στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Νέρων λύσσαξε απ' το κακό του κι έδωσε εντολή να αντικατασταθεί αμέσως ο Λέσβιος από κάποιο Αιγεάτη, πολύ φανατικό ειδωλολάτρη και πολύ σκληρό.
Ο Πρωτόκλητος έχοντας συνοδό τον Λέσβιο συνεχίζει καθημερινά τα κηρύγματα του και τις θαυματουργικές του θεραπείες. Πλήθη λαού απ' όλη την Αχαΐα τα παρακολουθούν με ενδιαφέρον και πολλοί κάθε μέρα πυκνώνουν τις τάξεις των πιστών. Μέσα σ' αυτούς προστίθενται τώρα κι η σύζυγος του Αιγεάτη, η Μαξιμίλλα, ο αδελφός του Στρατοκλής, σοφός μαθηματικός, κι άλλοι πολλοί από τους συγγενείς του και τη συνοδεία του.
Έτσι λεγόντουσαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οι Ρωμαίοι άρχοντες, που διοικού σαν μια από τις επαρχίες του κράτους.
Ο ανθύπατος Αιγεάτης, αν και είδε τη γυναίκα του Μαξιμίλλα να σώζεται από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Πρωτοκλήτου, αν και είδε τον αδελφό του Στρατοκλή, που τον εκτιμούσε τόσο, να προσχωρεί στη νέα πίστη, εν τούτοις ο ίδιος έμεινε ασυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε με τη γυναίκα του κι αξίωσε απ' αυτή να αρνηθεί τον Χριστό. Η Μαξιμίλλα όμως δεν δέχτηκε ν' ακούσει.
- Προτιμώ, του είπε, να χωριστώ από σένα παρά από τον Χριστό μου.
Κι αυτός, τυφλωμένος απ' το πάθος του, διατάσσει να συλλάβουν τον Πρωτόκλητο και να τον ρίξουν στη φυλακή. Για να εκβιάσει δε περισ σότερο την αφοσιωμένη στον Χριστό γυναίκα, την απειλεί πως, αν δεν επιστρέψει στη θρησκεία των πατέρων της, την ειδωλολατρία, θα βασα νίσει τρομερά τον γέροντα απόστολο και στο τέλος θα τον σταυρώσει. Ανήσυχη η Μαξιμίλλα τρέχει στη φυλακή, για να μεταφέρει στον απόστολο τις απειλές του συζύγου της. Τρέμει η καλή γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακό ο ευεργέτης και σωτήρας της.
— Μη φοβάσαι, κόρη μου, για τη ζωή μου, της είπε ο Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερά την πίστη σου. Θα 'ναι τιμή και εύνοια του Θεού σε μένα ν' αξιωθώ να φύγω απ' τον κόσμο αυτό κατά τον ίδιο τρόπο, που έφυγε ο Λυτρωτής μας. Άς κάμει, ό,τι θέλει ο Αιγεάτης. Άς με κάψει στη φωτιά. Άς με κατακάψει με τα μαχαίρια. Άς με καρφώσει στον Σταυρό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». Ο Στρατοκλής, που βρισκόταν εκεί, λούστηκε στο κλάμα.
- Μην κλαις, του είπε ο απόστολος. Κάποια μέρα θα φύγουμε από τον κόσμο αυτό. «Ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τον σπόρο του Ευαγγελίου, που έσπειρα στην καρδιά σου. Κράτησε τον προσεκτικά και σπείρε τον κι εσύ παρακάτω.
Τα λόγια του αποστόλου τόνωσαν το θάρρος της Μαξιμίλλας και του Στρατοκλή κι ατσάλωσαν τη θέληση τους ν' αγωνιστούν ως το τέλος. Ο Αιγεάτης ξαναφώναξε τη γυναίκα του και προσπάθησε με λόγια γλυκά και κολακευτικά να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού.
— Είμαι έτοιμος να κάμω το καθετί για την αγάπη σου, της είπε. Άν πεισθείς να αφήσεις τον Χριστό, θα σ' έχω βασίλισσα στο σπίτι μου. Αλλιώς θα καρφώσω σ' ένα σταυρό τον γέρο, που σου πήρε τα μυαλά, και θα σκοτώσω κι εσένα.
Η απάντηση της Μαξιμίλλας υπήρξε αληθινά ηρωϊκή.
— Προτιμώ χίλιες φορές τον θάνατο παρά τη ζωή μ' ένα ειδωλολάτρη σαν και σένα.
Τα λόγια της ηρωίδας χριστιανής άναψαν τον θυμό του συζύγου της, που έδωκε εντολή να βασανίσουν σκληρά τον άγιο και στο τέλος να τον υψώσουν πάνω σ' ένα σταυρό, που είχε το σχήμα του γράμματος Χ και που είχε στηθεί στο «χείλος της θαλάσσιας αμμουδιάς». Πάνω στον Σταυρό αυτό, που ήταν φτιαγμένος από ξύλα ελιάς, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του αποστόλου, χωρίς να τον καρφώσουν. Κι αυτό έγινε, γιατί ο Ανθύπατος ήθελε να κρατήσει πολύν καιρό τον άγιο στη ζωή, για να τον βασανίσει.
Από μια θάλασσα, την όμορφη θάλασσα της Γαλιλαίας, κάλεσε ο Κύριος τον μεγάλο Ψαρά να τον ακολουθήσει για να γίνει μαθητής του και να ψαρεύει ανθρώπους. Από μια άλλη θάλασσα κοντά, τη θάλασσα της ιστορικής πόλεως των Πατρών, κάλεσε και πάλι ο Χριστός τον μαθητή κι απόστολο του Ανδρέα, ύστερα από σκληρή εργασία σποράς του λόγου του, να μεταπηδήσει στην ουράνια πατρίδα μας, για να λάβει τον άφθαρτο στέφανο της δικαιοσύνης. Ο απόστολος έφυγε από τον κόσμο αυτό σε ηλικία 80 περίπου χρόνων.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελλάθηκε κι αυτοκτόνησε. «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές. Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μ. Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στις Πάτρες. Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460, τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης, όπου έμεινε μέχρι του 1964. Την 26η του Σεπτέμβρη του έτους αυτού αντιπροσωπεία του πάπα Παύλου μετέφερε από τη Ρώμη τον πολύτιμο θησαυρό και τον παρέδωσε στον νόμιμο κάτοχο, την Εκκλησία των Πατρέων.Στή μνήμη του μεγάλου αποστόλου ας κλίνει τακτικά με ευλάβεια το γόνυ της ψυχής κάθε Ελληνική καρδιά. Είναι ένας απ' τους αποστόλους που αγάπησαν την πατρίδα μας κι αγωνίστηκαν να της μεταδώσουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Το μήνυμα του δε «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» ας γίνει και για μας σύνθημα ζωής.
«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» φωνάζει και σ' εμάς ο Πρωτόκλητος μαθητής. Ο Χριστός ήταν και είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Έτσι θα τον γνωρίσετε κι εσείς, αν τον αναγνωρίσετε Αρχηγό και Κύριο σας κι αν βάλετε το θέλημα και τον νόμο του οδηγό στη ζωή σας. Ναί! αν βάλετε το άγιο θέλημα και τον νόμο του οδηγό και σύντροφο στη ζωή σας. Γιατί ο Χριστός ήταν κι είναι «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας». Το σωστικό αυτό μήνυμα ας αγκαλιάσουμε με πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει και ξαναφτιάχνει μόνο μια ειλικρινής μετάνοια. Με μια γνήσια μετάνοια και συντριβή ψυχής ας καταφύγουμε και πάλι όλοι στον Σωτήρα Χριστό κι ας του ζητήσουμε να συγχωρήσει κι εμάς όπως κάποτε τους Νινευίτες και να μας ξαναδώσει τη λευτεριά μας. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Οπωσδήποτε θα μας ακούσει. Μας το βεβαιώνει με τα άγια λόγια Του: «Επικάλεσαί με, μας λέγει, εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με». Παιδί μου, όπου και να 'σαι, φώναξε με στον πόνο σου. Και εγώ θα σε ακούσω ....
πηγή :www.orthodox-answers.gr
main menu
Απενεργοποιημένη Λειτουργία
16 Ιουν 2009
Ο Πρώτος εκλεκτός ...
Το μικρό αφιέρωμα στους Αγίους Αποστόλους συνεχίζεται σήμερα με αυτόν που πρώτος απο όλους άφησε τα πάντα για να ακολουθήσει Εκείνον ...
Μορφή βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιούχος και διαλεχτή. Πρώτος απ' όλους τους αποστόλους γνώρισε τον Ιησού, αλλά και πρώτος κλήθηκε να τον ακολουθήσει, γι' αυτό και Πρωτόκλητος. Το όνομα του το ιερό κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ψυχή των Ελλήνων. Αυτός είναι ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού κι ο ένας απο τους αποστόλους του Έθνους μας.
Ο Ανδρέας καταγόταν απο την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας κι ήταν γιος του Ιωνά κι αδελφός του πρωτοκορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Το επάγγελμα του ήταν ψαράς. Ήταν όμως απο τις ευγενικές εκείνες ψυχές, που μελετούσαν τους προφήτες και περίμεναν με λαχτάρα την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την άμαρτίαν του κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού. Τον ακολούθησαν με προθυμία και ζήλο κι έμειναν κοντά του εκείνη την ήμερα. Τί είδαν και τί άκουσαν όλες εκείνες τις αξέχαστες ώρες; Χωρίς άλλο λόγια άγια και θεία. Ρήματα ζωής αιωνίου. Λόγια, που τους συνεπήραν την ψυχή και τους έκαμαν να πιστέψουν πως στ' αλήθεια ο Ιησούς ήταν Εκείνος που περίμεναν. Ο Μεσσίας. Ο Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων.
Τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση τους από την επικοινωνία κι επαφή τους με τον Κύριο την βλέπουμε απο την ενέργεια του Ανδρέα. Μόλις χωρίστηκαν απο τον Ιησού, έτρεξε να συναντήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Πέτρο και να του πει με χαρά: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν (ο εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός)• και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν». Πόση καλωσύνη. Πόση ευγένεια ψυχής! Πόση αγάπη! Δεν κράτησε μόνος τη χαρά του. Έσπευσε να τη μοιραστεί με τον αδελφό του. Κι είχε δίκαιο! Κείνος που γεύτηκε το μέλι του Ευαγγελίου δεν μπορεί να το τρώει μόνος του. Η πραγματική χάρη, όταν φωτίσει την ψυχή, βάνει τέρμα στο πνευματικό μονοπώλιο, λέει κι ένας μεγάλος ιεραπόστολος του περασμένου αιώνα.
Η περίπτωση αυτή είναι ένα έξοχο παράδειγμα αδελφικής αλληλεγγύης και πνευματικότητας. Τα αδέλφια μας, οι γονείς μας, οι συγγενείς μας, οι οικείοι μας πρέπει να 'ναι για μας πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, με τα οποία να' μαστε έτοιμοι να μοιραστούμε κάθε στιγμή και τη χαρά και τη λύπη μας. Σ' αυτούς θα πούμε τον καλό τον λόγο. Θα δώσουμε το χριστιανικό έντυπο. Θα τους καλέσουμε σε μια χριστιανική συγκέντρωση. Θα τους πούμε σε μιαν επίσκεψη: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Αδελφοί μας! Ελάτε στον Χριστό. Αυτός είναι η χαρά. Αυτός η ζωή και το φως. Αυτός η ειρήνη του κόσμου. Μη σας σκανδαλίζουν μερικά έκτροπα, που βλέπετε γύρω σας. Μη σας σκανδαλίζει η ζωή μερικών, που αυτοκαλούνται χριστιανοί και θέλουν τάχατες να δείχνουν και τον δρόμο στους άλλους. Εσείς κοιτάτε μόνο τον Χριστό. Αυτός και μόνο αυτός στον κόσμο τούτο δίνει τη χαρά και την ειρήνη. Το μαρτυρεί η ζωή όλων των απλών, των αληθινών χριστιανών. Το βεβαιώνει η ζωή και το παράδειγμα του μεγάλου αποστόλου μας.
Ύστερα απο το επεισόδιο, που αναφέραμε, τόσο ο Ανδρέας, όσο κι ο Πέτρος κι ο Ιωάννης ξαναγύρισαν στα πλοία τους κι έπιασαν πάλι τη δουλειά τους. Δεν είχε έρθει ακόμη η ευλογημένη ώρα να αρχίσει ο Κύριος το έργο του. Αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα. Εκεί στη λίμνη της Γεννησαρέτ οι δύο αδελφοί καταγίνονταν να ρίψουν τα δίκτυα τους στη θάλασσα, όταν τους ξαναβρήκε ο Ιησούς και τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν. «Δεύτε οπίσω μου», τους είπε, «και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Κι αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». «Ευθέως», χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς καμιά αναβολή τον ακολούθη σαν. Στήν περίσταση αυτή έμοιασαν με τον σοφό και συνετό εκείνο έμπορο της ευαγγελικής περικοπής, που ζητούσε να βρει και ν' αγοράσει μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε κάποτε ένα σπουδαίο και «πολύτιμον μαργαρίτην», έσπευσε να πωλήσει όλα όσα είχε και να τον αγοράσει. Αυτό έκαμαν κι οι δύο αδελφοί.
Ο Ανδρέας ακολούθησε τον Κύριο πιστά και πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατά το διάστημα αυτό της μαθητείας του δύο απο τα πολλά επεισόδια καταδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση, που είχε ανάμεσα στούς άλλους μαθητές και κοντά στον Ιησού. Το πρώτο συνέβηκε στην έρημο. Τα πλή θη, που είχαν πληροφορηθεί πως ο Κύριος βρισκόταν εκεί, μαζεύτηκαν απ' όλα τα μέρη γύρω, για να ζητήσουν τις ευεργεσίες του και ν' ακούσουν τη διδασκαλία του. Κόντευε να δύσει ο ήλιος και κανένας δεν έλεγε να φύγει. Κάποια στιγμή ο Ιησούς φώναξε κοντά του τον Φίλιππο και τον ρώτησε: «Απο πού και με τι χρήματα θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Κύριος φυσικά γνώριζε τι θα έκαμνε. Το είπε όμως αυτό, για να δοκιμάσει τον Φίλιππο και τους άλλους μαθητές. Κι αυτός από μέρους και των άλλων μαθητών γεμάτος αμηχανία απήντησε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν φτάνουν, όχι για να χορτάσουν, αλλά για να πάρει ο καθένας μια μπουκιά. Τη στιγμή εκείνη πετάχτηκε ο Ανδρέας κι είπε. «Κύριε, είναι εδώ ένα παιδάκι, που έχει πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια» (Ιωάν. ς', 9). Φυσικά πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια δεν είναι τίποτα για τόσο κόσμο. Μα εσύ. Κύριε, μπορείς να τα ευλογήσεις και τότε, ω, ναί! Τότε μπορούν να φάνε όλοι οι άνθρωποι και να περισσέψουν. Πρόσωπο με παρρησία και με μια λανθάνουσα πίστη στον Χριστό μας παρουσιάζει το επεισόδιο αυτό τον Ανδρέα.
Πρόσωπο με πλατιά καί μεγάλη καρδιά μας τον παρουσιάζει το δεύτερο επεισόδιο. Συγχρόνως όμως και άνθρωπο με τόλμη, που δεν διστάζει να πάρει μια μεγάλη απόφαση και ν' αναλάβει συνάμα και τις ευθύνες του. Αφορμή γι' αυτό το επεισόδιο έδωκαν μερικοί συμπατριώτες μας Έλληνες. Ήταν οι μέρες του Πάσχα, του τελευταίου Πάσχα του Κυρίου μας. Μέσα στα πλήθη, που μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα από τα διάφορα μέρη του κόσμου, ήταν κι αυτοί. Ασφαλώς ήταν άνθρωποι που είχαν προσηλυτισθεί στον ιουδαϊσμό. Η πνευματική θρησκεία του Ισραήλ τους είχε τραβήξει μέσα στήν καρδιά τους βαθύ τον πόθο να τον γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπόν τον Φίλιππο - ίσως το ελληνικό του όνομα τους έδωκε το θάρρος- και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στον Χριστό. Ο Φίλιππος όμως έσπευσε να ζητήσει τη γνώμη του Ανδρέα. Γιατί του Ανδρέα; Γιατί ήταν συμπατριώτης του κι ήξερε την παρρησία του. Αλλά και γιατί ο Ανδρέας ήταν γνωστός σαν ο άνθρωπος με τη μεγάλη καρδιά και το θέμα θα το αντίκρυζε όχι με τη στενή ιουδαϊκή αντίληψη, πως ο Χριστός ήλθε κι ανήκε μόνο στους Ιουδαίους, αλλά καί στους άλλους ανθρώπους. Και πραγματικά η στάση του δικαίωσε τη φήμη του.
Ο Ανδρέας, σαν έμαθε από τον Φίλιππο το περιστατικό, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε τους Έλληνες και μαζί μ' αυτόν τους έφερε στον Χριστό (Ιωάν. ιβ', 20-22). Τι φανερώνει και το επεισόδιο αυτό; Τη μεγάλη, την πλατιά του καρδιά, μα και την οικειότητα του προς τον Χριστό. Ευτυχείς όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Πρωτόκλητο και βοηθούν κι άλλες ψυχές να πλησιάσουν και να γνωρίσουν τον Κύριο.
Η ζωή του Πρωτοκλήτου κατά τα τρία χρόνια της μαθητείας είναι η ίδια με τη ζωή των άλλων μαθητών. Αχόρταγα κι αυτός μαζί με τους άλλους αποστόλους ρουφούσε από το στόμα του θείου Διδασκάλου τα «ρήματα της αιωνίου ζωής». Μαζί του περιέτρεχε την Άγια Γη κι έβλεπε τις ευεργεσίες και τα θαύματα του. Βαθιά ήταν η συγκίνηση του για την υποδοχή, που ο περιούσιος λαός επεφύλαξε στον Κύριο μας «πρό εξ ημερών του Πάσχα». Πιο βαθιά η θλίψη του για τη σύλληψη του Διδασκάλου του και για όσα ακολούθησαν αυτή. Η επίσκεψη του Κυρίου όμως κατ' αυτή την ήμερα της Αναστάσεως Του κι ενώ πια είχε βραδυάσει κι οι πόρτες του σπιτιού ήταν κλειστές «δια τον φόβον των Ιουδαίων» ξανάφερε στην ψυχή του τη χαρά και την ελπίδα. Ο Ανδρέας παρευρέθηκε στην Ανάληψη κι έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία.
Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος».
συνεχίζεται ....
15 Ιουν 2009
Το... παράπονο ενός Αγίου
Προσευχή στον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίο ..
Αγιώτατε Απόστολε, Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, πιστέ υπηρέτη και φίλε του Ιησού, η Ορθοδοξία, σ’ όλον τον κόσμο σε τιμά και σε επικαλείτε ως Προστάτη των απελπισμένων υποθέσεων, αυτών για τις οποίες έχει χαθεί κάθε ελπίδα.
Προσευχήσου για μένα. Είμαι τόσο απελπισμένος/η και μόνος/η. Σε ικετεύω κάνε χρήση αυτής της ιδιαίτερης Χάρης που σου έχει δοθεί, να φέρνεις ορατή και γρήγορη βοήθεια όπου δεν υπάρχει καμμία σχεδόν ελπίδα βοηθείας. Βοήθησέ με τούτη την ώρα της ανάγκης, για να μπορέσω να λάβω την παρηγοριά και την βοήθεια της Αγίας Τριάδος, σ’ όλες μου τις ανάγκες, δοκιμασίες, και βάσανα – (εδώ εκφράζετε το αίτημά σας) – και να μπορώ να υμνώ τον Χριστό μαζί με σένα και με όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Υπόσχομαι, ω ευλογημένε Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, να ενθυμούμαι πάντοτε αυτή τη μεγάλη Χάρη. Να σε τιμώ πάντοτε, ιδιαίτερα ως τον πιο δυνατό προστάτη μου, και μ’ ευγνωμοσύνη να ενθαρρύνω την ευλάβεια προς εσένα, ΑΜΗΝ.
Είθε το όνομα της Αγίας Τριάδος να λατρεύεται και να υμνείται απ’ όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, στους αιώνες των αιώνων, ΑΜΗΝ.
Είθε το όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, να υμνείται και να δοξάζεται τώρα και παντοτινά, ΑΜΗΝ.
‘Αγιε Ιούδα Θαδδαίε δεήσου για μας και άκουσε τις προσευχές μας, ΑΜΗΝ
Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Ιησού Χριστού. Ας είναι ευλογημένο το όνομα της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Μαρίας. Ας είναι ευλογημένος ο Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος.
Σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες, ΑΜΗΝ.
Πάτερ Ημών ……
Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου.
Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ο Ιησούς.
Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών νυν και αεί και την ώρα του θανάτου ημών, ΑΜΗΝ.
Αυτή η προσευχή λέγεται όταν συναντάμε προβλήματα ή όταν δεν φαίνεται να υπάρχει βοήθεια και έχουμε σχεδόν απελπιστεί.
Οι προσευχή ,σύμφωνα με μιά παράδοση με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα , απαγγέλλεται επτά (7) φορές την ημέρα, επί εννέα (9) συνεχείς ημέρες. Σαφώς όμως και το θέμα της προσευχής δεν είναι ποσοτικό ...
Ο Άγιος Απόστολος Ιούδας τέλος ,έχει γράψει μία Καθολική Επιστολή η οποία ευρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, πριν από την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ένα απόσπασμά της ακολουθεί :
....Σεις όμως, αγαπητοί, οικοδομούντες τους εαυτούς σας επάνω στο θεμέλιον της αγιωτάτης πίστεώς σας, προσευχόμενοι με τον φωτισμόν και την έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος, φυλάξατε τους εαυτούς σας μέσα εις την αγάπην του Θεού, περιμένοντες με εμπιστοσύνην και υπομονήν το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια να αξιωθήτε έτσι να εισέλθετε εις την αιώνιον ζωήν.
Και εις άλλους μεν να δείχνετε έλεος και καλωσύνην, συνομιλούντες και καθοδηγούντες αυτούς εις την γνώσιν του αληθινού Θεού,
άλλους δε με φόβον και σύνεσιν μήπως και σεις βλαβήτε από το κακόν των παράδειγμα, αγωνισθήτε να τους σώζετε, αρπάζοντες αυτούς από την φωτιάν των θανασίμων κινδύνων της αμαρτίας και μισούντες σαν ρυπαρόν χιτώνα την ζωήν, την μολυσμένην από τας αμαρτίας και τα πάθη της σαρκός.
Εις αυτόν δε, ο οποίος ημπορεί να σας προφυλάξη και διατηρήση απταίστους και να σας παρουσιάση εμπρός εις την άπειρον δόξαν του ακηλιδώτους και αγνούς, γεμάτους αγαλλίασιν,
στον μόνον σοφόν Θεόν, τον Σωτήρα μας, ας είναι η άπειρος δόξα και μεγαλειότης, η απόλυτος κυριαρχία και εξουσία και τώρα και εις όλους τους αιώνας. Αμήν.
11 Ιουν 2009
Όταν θα μεγαλώσω θα γίνω...Άγιος
Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού (Των αγίων Πάντων)
Πραγματικά είναι θαυμαστός ο Θεός μέσα στους αγίους του. Γιατί όταν κανείς αναλογισθεί τους υπερφυσικούς αγώνες των μαρτύρων, πως με ασθενή σάρκα καταντρόπιασαν τον ισχυρό στη κακία, πως έμειναν αναίσθητοι στις οδύνες και στα τραύματα, καθώς αγωνίζονταν με σώματα προς φωτιά, προς το ξίφος, προς ποικίλα και θανατηφόρα είδη βασάνων και αντιπαρατάσσονταν με καρτερία, ενώ τους έκοβαν τις σάρκες, τους διάλυαν τους αρμούς και τους συνέτριβαν τα οστά, όμως διαφύλαξαν την ομολογία της πίστεως στο Χριστό σώα και αδιάσπαστη, ακεραία και ακλόνητη, που γι' αυτό τους χαρίσθηκε και η αναντίρρητη σοφία του Πνεύματος και η δύναμη των θαυμάτων.
Όταν κανείς αναλογισθεί επίσης την υπομονή των οσίων, πως υπέφεραν με τη θέλησή τους σαν ασώματοι τις πολυήμερες ασιτίες, τις αγρυπνίες, τις άλλες ποικίλες κακώσεις του σώματος, και αντιτάχθηκαν έως το τέλος προς τα πονηρά πάθη, προς τα τόσα είδη αμαρτίας, προς τον εσωτερικό μας αόρατο πόλεμο, προς τις αρχές και εξουσίες, ενω έλειωναν και αχρηστεύονταν εξωτερικά, αλλά ανανεώνονταν και εθεώνονταν εσωτερικά από εκείνον που τους έδωσε τα χαρίσματα των θεραπειών και δυνάμεων.
Όταν λάβει αυτά κανείς υπ' όψη του και επι πλέον εννοήσει ότι υπερβαίνουν τη φύση μας, θαυμάζει και δοξάζει το Θεό που έδωσε σ' αυτούς τη τόση άφθονη χάρη και δύναμη. Γιατί αν και είχαν αγαθή και καλή προαίρεση, χωρίς τη δύναμη του Θεού δεν θα κατώρθωναν να υπερβούν τη φύση και έχοντας σώμα, να κατανικήσουν τον ασώματο εχθρό. Γι' αυτό και ο ψαλμωδός προφήτης, αφού είπε: <<Θαυμαστός είναι ο Θεός μέσα στους αγίους αυτού>>, πρόσθεσε: <<αυτός θα δώσει δύναμη και κραταίωση στο λαό του>>. (Ψαλμ. 67,36).
Απολαύουν δε τη χάρη του Θεού, όχι όλοι γενικά, αλλά όσοι έχουν αγαθή προαίρεση και επιδεικνύουν με έργα την προς το Θεό αγάπη και πίστη. Αυτό φανερώνεται στο ευαγγέλιο που λέγει: <<όποιος ομολογήσει σ' εμένα εμπρός στους ανθρώπους, θα ομολογήσω και εγώ σ' αυτόν εμπρός στο Πατέρα μου στους ουρανούς>> (Ματθ. 10,32).
Δεν είπε ''όποιος με ομολογήσει εμπρός στους ανθρώπους", αλλά ''όποιος ομολογήσει μέσα σ' εμένα'' με την έννοια ότι μπορεί να προβάλει με παρρησία την ευσέβεια, δι' εκείνου και δια της βοηθείας εκείνου. Έτσι πάλι ''θα ομολογήσω κι' εγώ'' και δεν είπε ''αυτόν'' αλλά ''μέσα σ' αυτόν'', δηλαδή δια της αγαθής αντιστάσεως και υπομονής.
Αυτό δηλώνει την αδιάσπαστη συνάφεια του Θεού πρός τους ομολογούντας, αν και είναι δούλοι Θεού.
Αντίθετα <<όποιος με αρνηθεί εμπρός στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ εμπρός στο Πατέρα μου στους ουρανούς>>.
Δεν είπε εδώ ''όποιος αρνηθεί μέσα σε μένα'', γιατί;
Διότι ο αρνούμενος αρνείται το Θεό αν στερηθεί τη Θεϊκή βοήθεια. Γιατί δε εγκαταλείφθηκε και έμεινε έρημος του Θεού; Επειδή αυτός πρώτα πρόλαβε και τον εγκατέλειψε, αφού αγάπησε τα πρόσκαιρα και γήϊνα πράγματα περισσότερο, παρά τα επαγγελμένα από το Θεό ουράνια και αιώνια αγαθά.
Έτσι οι θείες αντιδόσεις έχουν μαζί τους τη θεία δικαιοσύνη και επιφέρουν από τη ομοίωση τα ανάλογα αποτελέσματα. Και ενώ οι ομολογήσαντες το Θεό στο πρόσκαιρο αυτό βίο το έκαναν παρουσία λίγων ανθρώπων, ο Χριστός Θεός και Κύριος του ουρανού και γης θα τους υποστηρίξει ενώπιον του Πατρός, των αγγέλων, όλων των ουρανίων δυνάμεων και με παρουσία όλων των ανθρώπων από Αδάμ μέχρι της συντέλειας. Και θα στεφανώσει και θα δοξάσει όλους εκείνους που επέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σ' αυτόν.
Αλλά και τώρα δοξάζονται κάποιοι άγιοι με τα ιερά λείψανά τους που ευωδιάζουν, που χαρίζουν ιάσεις και διάφορα ενεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους και γονατίζοντας στις εικόνες τους βασιλείς, άρχοντες και ο λαός του Κυρίου.
Άλλωστε το είπε ο ίδιος ο Κύριος προς τους πιστούς ότι: <<όποιος αφήσει οικία, συγγενείς ή αγρούς για το όνομά μου, θα τα λάβει εκατονταπλάσια και θα κληρονομήσει αιώνια ζωή>>. (Ματθ.10,37).
Και την ίδια του ζωή είναι δίκαιο και αναγκαίο να τη αφήσει ο πιστός, αν το καλέσει ο καιρός σε περιόδους διωγμών, για να πετύχει την αιώνια ζωή, αφού και ο ίδιος ο Υιός του Θεού έδωσε τη ζωή του για χάρη μας. Αλλά και σε ειρηνικούς καιρούς ο πιστός λαμβάνει το σταυρό του, σταυρώνοντας τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας.
Διότι λέγει: <<όποιος βρήκε τη ψυχή του θα την χάσει, και όποιος έχασε τη ψυχή του για χάρη μου, θα τη βρεί>>. (Ματθ. 10,39).
Ο άνθρωπος είναι διπλός, ο εκτός, δηλαδή το σώμα και ο μέσα μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του σε θάνατο κατά τον εκτός άνθρωπο, χάνει τη ψυχή του που χωρίζεται από το σώμα, αλλά τη βρίσκει στο Χριστό κατά την ανάσταση και γίνεται ουράνιος και αιώνιος.
Η εκκλησία του Χριστού, τιμά λοιπόν και μετά θάνατο αυτούς που έζησαν αληθινά κατά Θεό, κάθε μέρα του έτους τελεί τη μνήμη των αγίων που μετέστησαν και απεδήμησαν από τη πρόσκαιρη αυτή ζωή.
Συγχρόνως δε προβάλλει το βίο καθενός χάρη της ωφελείας μας και υποδεικνύει το τέλος τους, είτε ειρηνικό είτε μαρτυρικό.
Τώρα δε μετά τη Πεντηκοστή, η Εκκλησία αφού συγκέντρωσε όλους τους αγίους γνωστούς και αγνώστους μαζί, αναπέμπει κοινό σε όλους αυτούς ύμνο, όχι μόνο διότι όλοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους και με τον Πατέρα, όπως το ζήτησε ο Κύριος: <<να είναι όλοι ένα, όπως εγώ, Πάτερ, με σένα και συ με μένα, να είναι και αυτοί με εμάς ένα στην αλήθεια>>, (Ιω. 17,20), αλλά και γιατί φροντίζει να φανερώνει και να ανυμνεί όλα τα έργα του Θεού ως αποτέλεσμα της αποστολής, φωτισμού και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Ας τιμήσουμε λοιπόν όλους τους αγίους του Θεού. Πως; Αν κατά μίμησή τους καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος και έτσι απομακρυνόμενοι από τα κακά δια της μετανοίας και εξομολογήσεως, θα φερόμεθα προς την αγιοσύνη παρουσιάζοντας τα σώματα και τις ψυχές μας ευάρεστες στο Θεό, με τις πρεσβείες των αγίων πάντων ώστε να γίνουμε και εμείς μέτοχοι της απέραντης εκείνης πανηγύρεως και ευφροσύνης με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο πρέπει κάθε δόξα μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.Αμήν.
(Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ"Τ.10)
Του μοναχού Μωυσή, αγιορείτη
Κυριακή των Αγίων Πάντων ….. και ποιος σκέφτεται πως ο κύριος σκοπός της ζωής του ανθρώπου στη ζωή του και στη Γη αυτή είναι η κατάκτηση της αγιότητος; Υπάρχουμε για να γίνουμε άγιοι.
Η αποτυχία αυτής της επιτεύξεως αποτελεί τη μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως πώς θεωρείται σήμερα η αγιότητα; Πώς στεκόμαστε απέναντί της, πώς την αντικρίζουμε και πώς τη ζούμε; Πώς μπορούμε να τη βρούμε και να τη χάσουμε, να τη χρησιμοποιήσουμε και να την εκμεταλλευθούμε ακόμη;
Η αγιότητα δεν εξαφανίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Δεν καταστρατηγεί την ανθρώπινη ελευθερία και βούληση, τη μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Η αγιότητα δεν είναι τηλεκατευθυνόμενη και κατασκευή πανομοιότυπων αγαλμάτων. Υπάρχει μια λαθεμένη αντίληψη πολλών περί της αγιότητος. Ο μυροβόλος συναξαριστής έχει πάμπολλα ξεχωριστά, ωραία παραδείγματα, από τη Δύση την Ανατολή, ανδρών και γυναικών, νέων και γέρων, μορφωμένων και αγραμμάτων, εγγάμων και αγάμων, κληρικών και λαϊκών, κλειστών και ανοιχτών τύπων και χαρακτήρων.
Η αγιότητα ως κάτι το θείο και ιερό προκαλεί γενικά ένα δέος και σεβασμό, θαυμασμό και γοητεία, αλλά πρέπει να πούμε πως μερικές φορές είναι συνυφασμένη με μύθο, υπερβολή κι εξωπραγματικότητα. Ο άγιος θεωρείται εντελώς ξεκομμένος από κάθε τι το κοσμικό. Η πηγή της αγιότητος, η αυτοαγιότητα και αυτοαγαθότητα είναι ο Θεός. Η μετοχή σε Αυτόν την προσφέρει. Οι πρώτοι χριστιανοί ονομάζονταν άγιοι, για να υπενθυμίζεται ο σκοπός της ζωής τους. Η αγιότητα σήμερα θεωρείται απόμακρη, απόκοσμη, ακατόρθωτη. Δωρεά για την επίλεκτη αριστοκρατία του πνεύματος. Στην αγιότητα δόθηκε μία καθαρά ηθικιστική διάσταση που δεν την χαρακτήριζε την ιδιότητα της ουσίας του χριστιανού.
Η αγιότητα δεν είναι πρωτάθλημα, πρωταγωνιτισμός, υπερφυσικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα φοβερό και κατάκτηση ρεκόρ. Η αγιότητα δεν έχει φωτεινή επιγραφή, αστραποβόλο φωτοστέφανο, φαντασμαγορική επίδειξη σημείων και ανάγκη διαφήμισης, διάχυσης και χειροκροτήματος. Αγαπά να ζει στην αφάνεια, την αδοξία, την ασημότητα, τη σιωπή, τη μετάνοια και την ταπείνωση. Η αγιότητα είναι κοινωνία με τον Πανάγιο Θεό, δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα. Η αγιότητα είναι η αληθινή ισορροπία, η πραγματική υγεία, η ουσιαστική σχέση με τον Θεό. Η υπακοή στην εντολή του να γίνουμε άγιοι όπως είναι Αυτός. Το θέλημα του Θεού είναι ο αγιασμός μας.
Αγιότητα σημαίνει ν’ ακολουθείς τον Χριστό και στη Γεσθημανή και στον Γολγοθά. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται, δεν κερδίζεται με μόνο αναγνώσεις βιβλίων και μακρών συζητήσεων στα σαλόνια. Καλείται κανείς να δώσει αίμα, για να λάβει πνεύμα. Να παλέψει επίμονα και υπομονετικά για να νικήσει το άγριο θηρίο της πολυκέφαλης υπερηφάνειας. Ο άγιος νικά τη φιλαυτία, τη φιλοσαρκία, τη φιλοδοξία και τη φιλοχρηματία με τη φιλοθεΐα, τη φιλανθρωπία, τη φιλαδελφία, τη φιλοτεκνία και τη φιλάρετη ζωή.
Οι άγιοι, κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι το πραγματούμενο ανά τους αιώνες ευαγγέλιο, ο επεκτεινόμενος Χριστός. Μας απέδειξαν έμπρακτα πως οι ευαγγελικές αρετές είναι πραγματοποιήσιμες. Πολλοί προσκυνητές σήμερα του Αγίου Όρους ζητούν μεγάλους αγίους, για να λύσουν τα προβλήματά τους. Τους αγίους δηλαδή και τον Χριστό και την εκκλησία τους έχουμε και τους θέλουμε από καθαρό συμφέρον, για να περνάμε ανενόχλητα, καλά. Υπάρχει μία μαγική αντίληψη για την αγιότητα, τα ιερά μυστήρια και την Εκκλησία. Αυτό αποτελεί τη θρησκειοποίηση της Ορθοδοξίας. Οι άγιοι, μας έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, θ’ αγαπούν τον Χριστό ακόμη και αν δεν υπήρχε ο παράδεισος!…
Η αληθινή αγιότητα, γιατί δυστυχώς υπάρχει και η ψευδοαγιότητα, δεν είναι με τους δυνατούς προβολείς, τα μεγάφωνα, τα φώτα, τον κρότο, τους κράχτες και την προβολή. Υπάρχει κρυμμένη και στον Άθωνα και στην πόλη και στο χωριό. Θάλλει στη μυστικότητα, την ταπεινότητα και την αγαθότητα του τίμιου, του ειλικρινούς, που υπομένει ασθένεια, απόρριψη, αποτυχία, πένθος, κατηγορία, ειρωνεία και λοιπά. Η αγιότητα μπορεί ν’ αποτελεί μειοψηφία κι εξαίρεση, όμως υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και αποτελεί μεγάλη ελπίδα.
Εφημερίδα Μακεδονία 22-6-2008 9 Ιουν 2009
Σήμερα ..έχει αγρυπνία
Και είσαι συ η πόλις του Θεού.
Κι ακόμα το αγιασμένο σκήνωμα
που ευφραίνεται τα ρεύματα
κυλόντος ποταμού……
…Είθε και στην καρδιά μου που έχει στραγγιχτεί
να δώσει ζωή και δύναμιν η χάρις σου.
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
Αναρίθμητες οι θαυματουργικές εικόνες της Γερόντισσας του Αγίου Όρους ,του περιβολιού της Παναγιάς μας ...της Κυρίας Θεοτόκου . Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει η Παναγία του Ναού του Πρωτάτου, γνωστή με την ονομασία «Άξιον Εστί». Ακριβώς 1027 χρόνια πριν μια νύχτα σαν την αποψινή , αντήχησε για πρώτη φορά σε ένα φτωχικό κελάκι ο πιο γλυκός ύμνος αφιερωμένος σε Αυτήν, την … όντως Θεοτόκον … Σήμερα νοερώς είμαστε όλοι εκεί στις Καρυές ...στο Πρωτάτο ..στην πιο υπέροχη αγιορείτικη αγρυπνία σε ανάμνηση ενός μεγάλου θαύματος :
Κοντά στην σκήτη του Πρωτάτου, στην τοποθεσία της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι μια βαθιά κοιλάδα με πολλά κελιά. Σ’ένα απ’ τα κελιά κατοικούσε ένας ιερομόναχος με τον υποτακτικό του. Επειδή υπάρχει η συνήθεια να γίνεται κάθε Κυριακή αγρυπνία στη Σκήτη, κάποιο Σάββατο βράδυ ο Γέροντας, έφυγε για την αγρυπνία λέγοντας στο μαθητή του να μείνει και να κάνει την Ακολουθία στο κελί.
Ήταν βράδυ καλοκαιριού , 11 Ιουνίου του 982 μ.Χ, ημέρα Κυριακή όταν χτύπησε η πόρτα του Παντοκρατορινού Κελιού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κοντά στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στις Καρυές. Ο Γέροντας του Κελιού βρισκόταν στην αγρυπνία στο Πρωτάτο, όπως έκανε εξάλλου κάθε Σάββατο βράδυ. Ο υποτακτικός άνοιξε και μπροστά του στεκόταν ένας ξένος μοναχός (ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με σχήμα Μοναχού) που ζητούσε τη φιλοξενία του. Με ευχαρίστηση τον δέχτηκε και του προσέφερε ό,τι διέθετε το φτωχικό κελλί τους.
Τη νύχτα σηκώθηκαν για να διαβάσουν την πρωινή ακολουθία. Την ώρα του Όρθρου και όταν έφθασαν στην ενάτη ωδή, ο φιλοξενούμενος πριν να ψάλλει «την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ», πρόσθεσε το άγνωστο μέχρι τότε προοίμιο «Άξιον εστί ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον». Τον ύμνο αυτό τον έψαλε ολοκληρωμένο πολλές φορές ο άγνωστος Μοναχός μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μέχρι να τον μάθει ο υποτακτικός. Ο νεαρός υποτακτικός απόρησε και είπε στον ξένο: «Ποτέ δεν ακούσαμε αυτά τα λόγια, ούτε εμείς, ούτε και οι πριν από μας Γέροντες».Τον παρακάλεσε μάλιστα να του γράψει τον ύμνο για να τον ψάλλει κι αυτός. Μέσα στο φτωχό όμως κελάκι δεν υπήρχε ούτε χαρτί, ούτε μελάνη κι έτσι ο επισκέπτης χάραξε τη φράση με το δάχτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα. Τα γράμματα χαράκτηκαν θαυματουργικά ωσάν να κινούσε το δάκτυλό του πάνω σε πηλό. «Από τώρα και στο εξής έτσι θα ψάλλετε τον ύμνο όλοι οι Ορθόδοξοι» είπε και έγινε άφαντος.Ο ξένος αυτός ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Τον είχε στείλει ο Θεός ν’ αποκαλύψει τον αγγελικό ύμνο, για να ψάλλεται μ’ έναν τρόπο που να ταιριάζει καλύτερα στη Μητέρα του Θεού.
Ο υποτακτικός, που τον τίμησε ο Θεός για την υπακοή και τον οσιακό του βίο, έψαλλε μέχρι το πρωί αυτόν τον ύμνο, ο οποίος τόσο πολύ εύφραινε την καρδιά του και του έφερνε ψυχική αγαλλίαση!
Όταν ο Γέροντας έμαθε γυρίζοντας στο κελί το θαυμαστό αυτό γεγονός, ενημέρωσε τον πρώτο του Αγίου Όρους και την Κοινή Σύναξη, δείχνοντας την πλάκα με τα χαραγμένα λόγια του ύμνου. Αφού εδόξασαν όλοι το Θεό και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο, έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Βασιλέα με όλη τη διήγηση του θαύματος γραπτώς.
Από τότε ο αγγελικός αυτός ύμνος έγινε γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Η εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στο Ναό του κελίου, όπου έγινε το θαύμα μεταφέρθηκε στο ναό του Πρωτάτου.Το κελί εκείνο, όπου ο Αρχάγγελος εδίδαξε τον ύμνο, ονομάζεται μέχρι και σήμερα «Άξιον Εστί» και η βαθειά κοιλάδα όπου βρίσκεται, λέγεται από τότε «Άδειν»,διότι εκεί εψάλη για πρώτη φορά ο ύμνος.
Από τα τέλη του 10ου αιώνα,ο ύμνος πέρασε σε λειτουργική χρήση και ψάλλεται στη Θεία Λειτουργία μετά την εκφώνηση «Εξαιρέτως της Παναγίας…» στον ίδιο ήχο με το Χερουβικό.Πλήρη Ακολουθία για την εικόνα «Άξιον εστί» έγραψε το 1838 ο λόγιος ιεροδιάκονος του Ρωσικού Κοινοβίου Βενέδικτος. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνεται στο Ναό του Πρωτάτου πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ακολουθεί μεγαλοπρεπής λειτανεία της θαυματουργής εικόνας. Κατά τη λιτανεία έχουν γίνει πάρα πολλά θαύματα.
Λόγω του χρόνου που πέρασε,η μορφή της Θεοτόκου στην εικόνα ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά την πρόσφατη ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου,έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Στις 3 Οκτωμβρίου 1913, μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές ,οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.Μπροστά στην εφέστια εικόνα του Άθωνα, «εγένετο ο συναγερμός του αγιορειτικού κόσμου και γονυπετώς υπέγραψαν οι σεβαστοί Καθηγούμενοι και Προιστάμενοι των ιερών Μονών το ψήφισμα της αιωνίου ενώσεως του Αγίου Όρους μετά της Μητρός Ελλάδος».
Η πρώτη έξοδος της εικόνος «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος έγινε το 1963 κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα,όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών.
Το 1985 μεταφέρθηκε με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι επίσημοι της πόλεως την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λυκό Πύργο με τιμές Αρχηγού Κράτους.
Σημασία έχει να μπούμε στον Παράδεισο ....
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΔΑΜΒΑΚΕΡΑΚΗΣ, 1908 - 2000
(Ο τελευταίος Ασκητής του Κρητικού Νότου)
Τον γνώρισα μια πολύ σημαντική μέρα της ζωής μου. Ηταν η μέρα του γάμου μου με τη θυγατέρα της αγαπημένης του πρωτοεξαδέλφης, και τον αντίκρισα για πρώτη φορά μέσα στον περικαλλή Ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, να στέκεται ανάμεσα στο πλήθος ευθυτενής, μεγαλοπρεπής, σοβαρός, συγκινημένος, δίνοντας την εντύπωση ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Μυστηρίου προσευχόταν εκ βαθέων.
Εκείνη τη μέρα έμαθα πως ήταν ο Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, πρωτοεξάδελφος της πεθεράς μου, και ασκούνταν πνευματικά στην περιοχή της Κατεβατής Ακουμίων, όπου είχε δημιουργήσει με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, τον οποίο ιδιαίτερα ευλαβείτο.
Όταν πλησίασε, μεταξύ των πρώτων, να μας ευχηθεί, θεώρησα εκείνη την τιμή μεγάλη ευλογία και καλό πνευματικό εφόδιο για την αρχή της καινούργιας ζωής μας. Αυθόρμητα έσκυψα και του φίλησα με μεγάλο σεβασμό το χέρι κι αυτός βλέποντας την πηγαία και ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων που είχαν πλημμυρίσει την ψυχή μου μου το ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο, αγκαλιάζοντάς με, φιλώντας με και λέγοντάς μου να είναι ευλογημένη από τον Θεό η καινούργια ζωή μου.
Έκτοτε συνδέθηκα μαζί του στενά και πάντα, όταν πήγαινα στα Σακτούρια, περνούσα οπωσδήποτε από το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου στην Κατεβατή, για να δω το Γέροντα, να πάρω την ευχή του και να συζητήσουμε. Αυτή η πολύχρονη, πλέον των δεκαοκτώ ετών, επικοινωνία μου μαζί του υπήρξε πνευματικά καρποφόρα και άφησε τα άγια ίχνη του στη συνείδησή μου.
Θα μου μείνει αξέχαστη η πραεία μορφή του, η απλότητά του, η συγκατάβαση με την οποία αντιμετώπιζε το συνομιλητή του, η αγνότητά του, η αγαθή ψυχή του, η απέραντη αγάπη του στον Θεό και η συνεχής αναζήτηση της σωτηρίας της ψυχής του.
Πολλές φορές συζητώντας μου έλεγε: "Τι λες, δάσκαλε, θα σωθούμε; Θα μας ελεήσει ο Θεός;"
Και το έλεγε αυτό με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού, αλλά και με επίγνωση ότι αυτό ήταν και είναι ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη και ιδιαίτερα του Ορθόδοξου Χριστιανού.
Εκεί, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, δημιούργησε ο Γέροντας Θεοδόσιος, με εξαντλητική προσωπική εργασία, μια αληθινή όαση. Τρεις μικρούς κατανυχτικούς Ναούς, αφιερωμένους στην Παναγία, στον Άγιο Αντώνιο και στον Άγιο Νεκτάριο. Στο Ναό της Παναγίας ο Γέροντας τοποθέτησε μια εικόνα της Παναγίας μεγάλων διαστάσεων με την προσωνυμία "Ρόδον το Αμάραντον", που αποτελεί μεγάλη ευλογία για το Ησυχαστήριο και για ολόκληρη την περιοχή.
Κάποτε του ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του. Δίστασε… δεν έδειξε ενδιαφέρον. "Τι σημασία έχουν όλα αυτά", μου είπε "σημασία έχει να μπούμε στον Παράδεισο. Θα τα καταφέρουμε;" Μπροστά όμως στην επιμονή μου υποχώρησε και ικανοποίησε πολύ συνοπτικά την "περιέργειά" μου.
Γεννήθηκε στα Ακούμια Αγίου Βασιλείου το έτος 1908 και ήταν το πέμπτο
στη σειρά παιδί του Στυλιανού Δαμβακεράκη και της καταγόμενης από τα Σαχτούρια Μαρίας, το γένος Κοτσυφάκη. Όταν τον βάφτισαν, τον ονόμασαν Θεμιστοκλή. Η οικογένειά του διακρινόταν για την ευσέβειά της και την προσήλωσή της στις θρησκευτικές παραδόσεις.
Σε ηλικία 14 περίπου ετών ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη στο νεαρό Θεμιστοκλή στην Κατεβατή, κοντά στον παλαιό, ερειπωμένο τότε, Ναό του Αγίου Αντωνίου υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα ζωή του. Νέος στρατεύθηκε και πολέμησε στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο στο οποίο, όπως έλεγε ο ίδιος, διατηρήθηκε "αβλαβής και καθαρός".
Επιστρέφοντας από το Μέτωπο στην Κρήτη πέρασε από την Καλαμάτα, όπου έγινε μοναχός σε Μοναστήρι της περιοχής στο οποίο παρέμεινε 7 χρόνια. Μετά επέστρεψε στα Ακούμια και άρχισε να δημιουργεί στην Κατεβατή το υπέροχο έργο του.
Ανοικοδόμησε τον παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου, τη στέγη, το τέμπλο, τον περίβολο του Ναού. Στη συνέχεια διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο, έφτιαξε γύρω γύρω μπεντένι, μικρά κελιά, φύτεψε δέντρα και διαμόρφωσε το χώρο για τη δημιουργία ενός μικρού κήπου, για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη λιτή διατροφή του.
Στη συνέχεια έχτισε το Ναό της Παναγίας στη θέση ενός τεράστιου βράχου, που υπήρχε στο βορειοδυτικό άκρο του Ησυχαστηρίου. Μέσα σ' αυτό το Ναό τοποθέτησε τη μεγάλη εικόνα "ρόδον το Αμάραντον" με κεντρικό πρόσωπο την Παναγία και γύρω απ' αυτήν μικρότερες εικόνες, ενσωματωμένες στη μεγάλη, σχετικές επίσης με την επί γης ζωή της Θεομήτορος.
Αργότερα, έκτισε και το Ναό του Αγίου Νεκταρίου, λίγο ανατολικότερα από το Ναό της Παναγίας, τον οποίο ο Γέροντας ευλαβείτο πολύ. Στο χτίσιμο του Ναού του Αγίου Νεκταρίου βοήθησαν σημαντικά οι τεχνίτες που οικοδόμησαν το Ναό της Παναγίας, ύστερα από ένα θαυμαστό γεγονός του οποίου έγιναν αυτόπτες μάρτυρες.
Ο Γέροντας καμάρωνε ταπεινά το Ησυχαστήριό του, αυτό το υπέροχο δημιούργημα των χειρών του και κυρίως της Πίστεώς του και της απόλυτης και χωρίς όρους αφοσίωσής του στον Θεό. Η πόρτα του Ησυχαστηρίου του ήταν πάντα ανοιχτή και η φιλοξενία αβραμιαία.
Το "τυπικό" της φιλοξενίας του ήταν χαρακτηριστικό.
"Πήγαινε στον Αγιο Αντώνιο να προσκυνήσεις και θα έρθω κι εγώ σε λίγο", έλεγε στον προσκυνητή, αφού πρώτα τον χαιρετούσε και του έδινε την ευχή του. Σε λίγο ερχόταν και ο ίδιος στο μικρό, κατανυχτικό Ναό. Σου έλεγε να καθίσεις και καθόταν κι αυτός στο στασίδι δίπλα στο αναλόγιο. Με αγάπη, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάκριση συζητούσε μαζί σου και κυρίως τον άκουγες να μιλεί και να απαντά σε ό,τι τον ρωτούσες. Πάντα ήταν εμφανής ο πόθος του και η πνευματική "αγωνία" του για τη σωτηρία έστω και μιας ψυχής.
Στη συνέχεια στο μικρό του κελάκι με την "καλογερική ακαταστασία", που ανέδιδε όμως πνευματική ευωδία, συνεχιζόταν η συζήτηση και η φιλοξενία.
Όταν έφευγες σου έδινε απαραίτητα μοσχοθυμίαμα, φτιαγμένο από τον ίδιο με νηστεία, προσευχή και δάκρυα. Κι εσύ αναχωρούσες αναπαυμένος ψυχικά και λαχταρούσες πότε θα ερχόταν ξανά η ώρα να τον συναντήσεις και πάλι.
Ο Γέροντας επισκέφθηκε δύο φορές το πνευματικό προπύργιο του Ορθόδοξου Μοναχισμού, το Άγιον Όρος, το πάντερπνο και πανεύοσμο Περιβόλι της Παναγίας, στο οποίο ασκείται πνευματικά και ένας κατά σάρκα ανιψιός του, γιος της αδελφής του Καλλιόπης.
Τότε επισκέφθηκε στο Κουτλουμουσιανό Κελί της Παναγούδας το Γέροντα Παΐσιο (1924-1994), το μεγάλο Αθωνίτη Ασκητή και μίλησαν αρκετή ώρα οι δύο τους. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, έκανε πραγματικά σαν μικρό παιδί, έπλεε σε πελάγη πνευματικής ευτυχίας, γιατί ο π. Παΐσιος του έδειξε ειλικρινή αδελφική αγάπη και του είπε ότι το έργο που επιτελεί στο Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή Ακουμίων είναι ευάρεστο στον Θεό.
Εκτοτε, όταν τον ρωτούσε κανείς για τις εντυπώσεις του από το Αγιον Όρος, έλεγε: "Για να ωφεληθείς πηγαίνοντας στο Αγιον Όρος πρέπει να πας με πρόθεση και απόφαση μετανοίας… Και συμπλήρωνε πως "κάθε Μοναστήρι, παιδάκι μου, είναι κι ένα μικρό Αγιον Όρος που μπορεί να μας βοηθήσει να σώσομε την ψυχή μας".
Πήγε και στους Αγίους Τόπους τρεις φορές. Επισκέφθηκε και προσκύνησε όλα τα μέρη που άφησε τα άγια ίχνη της παρουσίας Του στη γη ο Χριστός και έλαβε "ανακαινιστικόν βάπτιστα" στα κρυστάλλινα "ρείθρα" του Ιορδάνη.
Λίγο πιο κάτω από το Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή ασκούνταν ο Γέροντας Γεννάδιος (+1987) στην Αγία Άννα, στην ευρύτερη περιοχή της Ακουμιανής Γιαλιάς. Εζησαν μαζί 35 χρόνια, επισκέπτονταν ο ένας το Ησυχαστήριο του άλλου, και τους έδενε βαθύτατος αδελφικός πνευματικός δεσμός.
Ο Γέροντας Θεοδόσιος μιλούσε πάντα με πνευματικό θαυμασμό για το Γέροντα Γεννάδιο και έλεγε συχνά: "Ο π. Γεννάδιος είχε παραρίξει το σώμα του αλλά αυτό ωφέλησε πολύ την ψυχή του".
Ο Γέροντας Θεοδόσιος είχε "δι' αλληλογραφίας" επικοινωνία με πολλούς πιστούς σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Απαντούσε σ' όλες τις επιστολές που έπαιρνε και το έκανε αυτό ως τα βαθιά του γεράματα παρά τη σωματική του αδυναμία. Μ' αυτό τον τρόπο εκδήλωνε για άλλη μια φορά τη γνήσια δελφική αγάπη του προς το συνάνθρωπο, γιατί ο Γέροντας έλεγε συχνά ότι τον Θεό θα τον αγαπήσομε πραγματικά με την αγάπη, τη συγκατάβαση και τη βοήθεια, που θα προσφέρομε στους συνανθρώπους μας.
Είχε πάντα στο νου του στους καλούς λογισμούς, ποτέ δεν σκεφτόταν ούτε περνούσε από το μυαλό του το κακό. Η σκέψη του "ταξίδευε" πάντα στα δροσόλουστα, χλοερά, μυροβόλα λιβάδια των καλών λογισμών, δείγμα κι αυτό ανεξίκακης και φιλόκαλης καρδιάς. Όταν έπαθε σοβαρή ζημιά ο Ναός του Αγίου Αντωνίου από φωτιά, που προκλήθηκε μάλλον από κάποιο αναμμένο κερί, που ξεχάστηκε, μου είπε με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού: "Ισως ήταν από τον Θεό να γίνει αυτό, για να με κάμει να φτιάξω άλλο καμπαναριό, γιατί το παλιό ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τους προσκυνητές".
Στις συζητήσεις του με τους κοσμικούς ο Γέροντας Θεοδόσιος τόνιζε πάντα με έντονο τρόπο τη χοϊκή καταγωγή και προέλευση του ανθρώπου, τη ματαιότητα αυτού του κόσμου αλλά και την καθοριστική σημασία που είχε για τον άνθρωπο η παρούσα ζωή για την κατάχτηση της αιώνιας.
Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιήσει στο έπακρον και με τον καλύτερο τρόπο την επίγεια ζωή του, για να καταχτήσει
και να απολαύσει πνευματικά την ουράνια και αιώνια ζωή.
Έδινε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της νηστείας, θεωρώντας την βασικό στοιχείο της πνευματικής ζωής του χριστιανού.
"Χωρίς νηστεία, αγρυπνία και προσευχή", έλεγε, "δεν πολεμούνται τα ανθρώπινα πάθη" και συνιστούσε ιδιαίτερα την πνευματική νηστεία, δηλαδή τη "νηστεία" των παθών, των αδυναμιών, των ανθρώπινων λαθών.
Για να ενισχύσει τους πιστούς που τον επισκέπτονταν και του εξέφραζαν τον προβληματισμό και την απογοήτευσή τους για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου και την πνευματική κούραση που τους προκαλούσε αυτή η κατάσταση έλεγε με πειστικότητα:
"Το τριαντάφυλλο δεν χάνει την ευωδιά του ακόμη κι αν πέσει μέσα στη λάσπη… το χρυσάφι, ακόμη κι αν ανακατευθεί με το χώμα, δεν χάνει την αξία και τη λάμψη του. Έτσι και ο πιστός, ο αληθινά πιστός άνθρωπος δεν χάνει την πίστη του, την πνευματικότητά του ζώντας μέσα στον κόσμο".
Ο Γέροντας Θεοδόσιος υπηρέτησε το Θεό πολλές δεκαετίες με πνευματικό ηρωισμό, αυτοθυσία και αυταπάρνηση και αξιώθηκε να φθάσει σε βαθύτατο γήρας έχοντας "καθαρότητα νοός" και ζώντας πάντα έντονα την εν Χριστώ Ιησού ζωή.
Την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου η αγνή ψυχή του ταπεινού τελευταίου ασκητή του αγιοτόκου κρητικού Νότου, όπως εύστοχα ονόμασε το Γέροντα Θεοδόσιο στο περίπυστο έργο του "Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης" ο διακεκριμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Νίκος Ψιλάκης, έσπασε τα γήινα δεσμά και πέταξε στην απεραντοσύνη της Ανω Ιερουσαλήμ, στο αιώνιο φως της Βασιλείας των Ουρανών.
Την επόμενη μέρα πλήθος ιερέων, με επικεφαλής τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Λάμπης και Σφακίων κ. Ειρηναίο, και εκατοντάδες πιστών προέπεμψαν τον μακαριστό Γέροντα στην τελευταία επίγεια κατοικία του, στον "οίκο του", όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον τάφο του, που τον είχε φτιάξει πολλά χρόνια πριν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Ήταν όλοι σίγουροι, είμαστε όλοι όσοι τον γνωρίζαμε σίγουροι ότι ο Θεός περίμενε την αγιασμένη ψυχή του στις όχθες της επουρανίου Τιβεριάδος, για να απευθύνει στο Γέροντα το ευαγγελικόν: "Ευ, δουλέ, αγαθέ και πιστέ.
Επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω.
Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου".
Tου εξαιρετικού Αντώνη Στιβακτάκη
2 Ιουν 2009
Υπάρχει μιά αμαρτία που ..δεν συγχωρείται
ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Καθώς και αυτός οπού λέει ότι δεν μπορεί κάποιος στην παρούσα γενιά να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτός που δυσφημεί τις ενέργειες του Πνεύματος και τις αποδίδει στο αντίθετο πνεύμα, εισάγει νέα αίρεση στην Εκκλησία του Θεού.
Αγαπητοί μου αδελφοί το ιερότατο απόφθεγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού λέει, ότι « Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους , όποιος όμως βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος , δεν θα συγχωρηθεί ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στον μέλλοντα» .
Ας εξετάσουμε λοιπόν ποια είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Βλασφημία λοιπόν κατά του Αγίου Πνεύματος είναι το να αποδίδουμε τις ενέργειές του στον αντίθετο Πνεύμα, καθώς αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Πώς όμως το κάνει κάποιος αυτό; Όταν ή ενώ γίνονται θαύματα δια του Αγίου Πνεύματος, ή ενώ βλέπει κάποιο άλλο θείο χάρισμα σε έναν από τους αδελφούς του -εννοώ δηλαδή , κατάνυξη, δάκρυα, ταπείνωση, θεία γνώση, λόφο της άνωθεν σοφίας ή κάποιο άλλο που χαρίζεται από το Άγιο Πνεύμα σε όσους αγαπούν τον Θεό- ισχυρίζεται ότι αυτό προέρχεται από απάτη του διαβόλου .
Αλλά και όποιος λέει ότι ότι πλανώνται από τους δαίμονες όσοι οδηγούνται από το θείο Πνεύμα ως υιοί του Θεού, και πράττουν τις εντολές του πατέρα τους και Θεού, και αυτός βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα που ενεργεί σε αυτούς, όπως ακριβώς δηλαδή έπραξαν κάποτε και οι Ιουδαίοι στον Υιό του Θεού.
Εκείνοι έβλεπαν δαίμονες να διώχνονται από τον Χριστό, και βλασφημούσαν κατά του Αγίου Πνεύματος κι έλεγαν οι αναιδείς με αναίδεια: «Δια του Βελζεβούλ του άρχοντα των δαιμονίων , βγάζει τα δαιμόνια».
Αλλά μερικοί ενώ τα ακούνε αυτά, δεν τα ακούνε, και ενώ τα βλέπουν, και όλα τα έργα που αναφέρει η θεία Γραφή ότι γίνονται από το Άγιο Πνεύμα και από θεία ενέργεια- σαν να έχασαν τα λογικά τους και απέρριψαν όλη τη θεία Γραφή από την ψυχή τους και απέβαλαν τη γνώση της διανοίας τους που προέρχεται από αυτή- δεν φρίττουν να λένε ότι γίνονται από μέθη και δαιμονική ενέργεια.
Όπως λοιπόν οι άπιστοι και τελείως αμύητοι στα θεία μυστήρια, κι αν ακόμη ακούσουν περί θείας λάμψης , κι αν περί φωτισμού της ψυχής και του νου, κι αν περί θεωρίας και απαθείας, κι αν περί ταπείνωσης και δακρύων που ρέουν με την ενέργεια και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αμέσως, σαν να μην μπορούν να αντέξουν την υπερβολική αίγλη και δύναμη των λόγων , επειδή μάλλον σκοτίζονται, παρά φωτίζονται τα μάτια της καρδιάς, αποφαίνονται με θράσος ότι αυτά προέρχονται από την πλάνη των δαιμόνων. Και δεν φρίττουν ούτε με την κρίση του Θεού, ούτε για την βλάβη που προκαλούν σε όσους την ακούν , αλλά οι θρασείς σε όλους με αναίδεια διακηρύσσουν ότι τίποτε τέτοιο δεν γίνεται από τον Θεό σε κανέναν από τους πιστούς.
Αυτό είναι ασέβεια μάλλον παρά αίρεση.
Αίρεση είναι μεν το να παρεκκλίνει ένας σε κάποιο από τα υπάρχοντα δόγματά μας σχετικά με την ορθή πίστη μας, το να λέει όμως ότι στα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν αυτοί που αγαπούν τον Θεό, ούτε αξιώνονται να λάβουν το Άγιο Πνεύμα και να βαπτιστούν `από αυτό ως υιοί του Θεού, ώστε να γίνουν θεοί με γνώση και εμπειρία και θεωρία, ανατρέπει ολόκληρη την οικονομία του Θεού και σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και αρνείται φανερά την ανακαίνιση και ανάκληση της φθαρμένης; Και θανατωμένης εικόνας, που πλάστηκε για να μείνει άφθαρτη και να κληθεί στην αθανασία.
Και όπως δεν είναι ποτέ δυνατόν να σωθεί εκείνος που δεν βαπτίσθηκε δια ύδατος και Πνεύματος, έτσι ούτε αυτός που μετά το βάπτισμα αμάρτησε, αν δεν βαπτισθεί άνωθεν και δεν αναγεννηθεί, καθώς ο Κύριος βεβαιώνοντας αυτό, είπε στον Νικόδημο: « Εάν δεν γεννηθεί κανείς άνωθεν, δεν θα εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» και προς τους αποστόλους πάλι: « ο Ιωάννης βάπτισε με νερό εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα».
Αυτός λοιπόν που αγνοεί και το βάπτισμα που έλαβε σε νηπιακή ηλικία μέσα στο νερό, και δεν γνωρίζει καν ότι βαπτίσθηκε, αλλά δέχθηκε με το βάπτισμα με την πίστη μόνο και το αποδυνάμωσε με μύριες αμαρτίες, και αρνείται το δεύτερο- εννοώ αυτό που δίνεται άνωθεν από το Πνεύμα με την φιλανθρωπία του Θεού σε όσους το ζητούν με μετάνοια-, με ποιόν άλλον τρόπο θα μπορέσει ποτέ να σωθεί; Με κανέναν.
Για αυτό σας λέγω, και δεν θα πάψω να λέγω: «Όσοι μολύνατε το πρώτο βάπτισμα με την παράβαση των εντολών του Θεού, να μιμηθείτε την μετάνοια του Δαυίδ και των άλλων αγίων, και με κάθε προσπάθεια με ποικίλα έργα και λόγια να επιδείξετε άξια μετάνοια, ώστε να προσελκύσετε πάνω σας την χάρη του Πνεύματος». Διότι αυτό το Πνεύμα, αφού κατέλθει πάνω σας, θα γίνει για σας κολυμπήθρα φωτόμορφη, και αφού αγκαλιάσει όλους σας με ανείπωτο τρόπο, θα σας αναγεννήσει και θα σας καταστήσει, από φθαρτούς, άφθαρτους και από θνητούς αθάνατους, και από παιδιά ανθρώπων υιούς του Θεού και θεούς δια της υιοθεσίας και της χάριτος- αν βέβαια και θέλετε να αναδειχθείτε συγγενείς και συγκληρονόμοι των αγίων, και να εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους αυτούς.
Όσα θαυμάσια του Θεού είδα, και γνώρισα έμπρακτα και με την πείρα, τα διακηρύσσω ως ευρισκόμενος ενώπιον του Θεού και φωνάζω με δυνατή φωνή: «Τρέξτε όλοι πριν κλειστεί για σας με το θάνατο η θύρα της μετανοίας. Τρέξτε για να προλάβετε πριν από το θάνατο. Βιαστείτε, για να λάβετε. Κτυπήστε ώστε, πριν πεθάνετε, να σας ανοίξει ο Δεσπότης τις πύλες του Παραδείσου και να σας εμφανιστεί.
Βιαστείτε να αποκτήσετε μέσα σας συνειδητά τη βασιλεία των ουρανών, η οποία είναι το Άγιο Πνεύμα, και να μη φύγετε από δω χωρίς αυτήν, και μάλιστα, όσοι φαντάζεστε ότι την έχετε μέσα σας χωρίς να το γνωρίζετε, ενώ δεν έχετε τίποτα εξαιτίας της υπερηφάνειας σας».
Πώς λοιπόν, πες μου σε παρακαλώ, μπορεί να δει τον Πατέρα του Χριστού αυτός που δεν απέκτησε νου Χριστού; Διότι λέει: « Εμείς έχουμε νου Χριστού, και με τούτο ξέρουμε ότι ο χριστός είναι μέσα μας, από το Πνεύμα το οποίο μας έδωσε. Διότι δεν λάβαμε πνεύμα δουλείας που φέρει πάλι την κατάσταση του φόβου, αλλά πνεύμα υιοθεσίας, δια του οποίου φωνάζουμε αββά, Πατέρα», και «ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα μας».
Και πάλι «Αν ζητάτε απόδειξη για τον Χριστό ο οποίος μιλά δι' εμού» διότι όπως η γυναίκα δεν χρειάζεται να πληροφορηθεί από άλλον ότι συνέλαβε στην κοιλιά της, αλλά αυτή η ίδια μέσα της αντιλαμβάνεται από το σταμάτημα των αιμάτων, από τα σκιρτήματα του βρέφους εντός της και από την ανορεξία για πολλές τροφές, ότι έχει συλλάβει, έτσι και η ψυχή, όταν ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος κατοικήσει μέσα της, δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί από άλλον.
Η ίδια βλέπει ευθύς να σταματούν τα ακάθαρτα αίματα των συνηθισμένων της παθών και να κόβεται η όρεξη για πολλές τροφές και να μισεί υπερβολικά κάθε ηδονή. Τότε και αυτή που έγινε πνευματοφόρος, μαζί με τον προφήτη λέει στον Θεό: «Για τον φόβο σου Κύριε, συνελάβαμε και νιώσαμε τους πόνους του τοκετού και γεννήσαμε πνεύμα σωτηρίας σου πάνω στη γη.» Αυτός όμως που δεν βλέπει μέσα του τον Χριστό να λαλεί, δια μέσου ποιού ή πως θα πει «Αββά ο Πατήρ»; Και αυτός που δεν απέκτησε ενσυνείδητα μέσα του την βασιλεία των ουρανών, πως θα εισέλθει σε αυτήν μετά τον θάνατο;
Αυτός που δεν βλέπει να μένει μέσα του δια του Πνεύματος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα, πως είναι δυνατόν στον μέλλοντα αιώνα να βρεθεί μαζί τους, καθώς ο Κύριος είπε: «Πατέρα , θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες», και πάλι « Δεν παρακαλώ μόνο για αυτούς αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν με το κήρυγμά τους σε μένα, για να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα κι εγώ με σένα, να είναι ενωμένοι και εκείνοι με εμάς. Κι εγώ τους έδωσα τη δόξα που μου έδωσες, για να είναι ένα μεταξύ τους , όπως είμαστε εμείς ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι με έστειλες εσύ και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα.»
Απαντήστε μου , παρακαλώ στην ερώτηση: «Τι λοιπόν, ο Πατήρ αγαπά τον Υιό χωρίς να τον γνωρίζει και να τον βλέπει;» Ασφαλώς θα απαντούσατε «Όχι». Γιατί αν παραδεχθούμε αυτό και δογματίσουμε ότι ο πατέρας και ο υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η πίστη μας εξαφανίζεται και χάνεται. Και αν εκείνοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι κι εμείς δεν τους γνωρίζουμε καθόλου.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε είμαστε άθεοι μη έχοντας γνώση. Εάν όμως- καθώς εκείνος λέει- «γνωρίζει ο Πατέρας τον υιό και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα» και ως Θεός συνυπάρχει με τον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας ομοίως συνυπάρχει με τον Υιό, όπως όταν λέει: « Όπως εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα και εγώ με εσένα, έτσι και αυτοί να μείνουν ενωμένοι μαζί μου και εγώ μαζί τους» δηλώνει ότι στη μεταξύ τους ένωση είναι καθ΄ όλα ίσοι.
Με την διαφορά ότι η μεν ένωση του Υιού με τον πατέρα είναι φυσική και συνάναρχη, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό γίνεται δια της υιοθεσίας και της χάριτος, όμως όλοι είμαστε ενωμένοι με τον Θεό και αχώριστοι επί το αυτό, καθώς ο ίδιος πάλι λέει: « Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα» γιατί; « για να γνωρίζει ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους αγάπησα καθώς εσύ αγάπησες εμένα» και ο Παύλος λέει:
«Τώρα δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι τα πάντα και εις πάντας».
Αυτά λοιπόν να τα ακούσετε όσοι νομίζετε ότι είστε πνευματικοί, και να πιστεύετε σε εκείνον που τα λέει, και εμένα που σας μιλώ με τα λόγια της χάριτος και τις δωρεές τις οποίες λαμβάνουν από τον Θεό όσοι με πίστη θερμή προστρέχουν σε αυτόν και πράττουν τις εντολές του, να με απαλλάξετε από κάθε κατηγορία. «Εάν όμως», λέει, « δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στους σημερινούς καιρούς, τι απαντάς;»
Γιατί δεν υπάρχει, πες μου; «Διότι,»λέει «και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να γίνει τέτοιος στους σημερινούς καιρούς, αλλά και εκείνος που δεν θέλει , δεν μπορεί να γίνει». Εάν λοιπόν ισχυρίζεται ότι και αν θέλει δεν μπορεί, τότε που θα αποδώσουμε το «Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν υιοί του Θεού» και το «Εγώ είπα, είσαστε θεοί και υιοί του Υψίστου όλοι σας» και το « Να γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος»;
Εάν όμως αυτός που δεν θέλει δεν γίνεται, βλέπε ότι συ καταδίκασες τον εαυτό σου, με το να μην θέλεις και να μην έχεις την προαίρεση να γίνεις. Γιατί αν θέλεις, μπορείς να γίνεις.
Κι αν εσύ δεν συγκαταλέγεσαι στους αγίους, όμως υπάρχουν πάρα πολλοί, Θεού θέλοντος, τους οποίους εσύ δεν γνωρίζεις. Γιατί αν στην εποχή του Ηλία ο Θεός είχε επτά χιλιάδες που δεν προσκύνησαν τον Βάαλ, πολύ περισσότερο τώρα, που σκόρπισε πλουσιοπάροχα πάνω μας το Άγιο Πνεύμα του. Αν κάποιος δεν πετάξει από πάνω του , όλα όσα τον εμποδίζουν να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών και δεν προσέλθει γυμνός και δεν ζητήσει να λάβει, η αιτία έγκειται σε αυτόν που δεν θέλει κι όχι στον Θεό.
Διότι όπως ακριβώς η φωτιά με σφοδρότητα και φυσιολογικά πλησιάζει τα ξύλα και τα ανάβει, με τον ίδιο τρόπο και η χάρις του παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος, ζητεί να αγγίξει τις ψυχές μας για να φωτίσει όσους βρίσκονται στον κόσμο και, δια μέσου των φωτιζόμενων, να κατευθύνει τα βήματα των πολλών, ώστε προχωρώντας και αυτοί καλά να πλησιάσουν στη φωτιά, και ένας ένας ή όλοι μαζί, εάν είναι δυνατόν, να ανάψουν μαζί και να λάμψουν ως θεοί ανάμεσά μας, για να ευλογείται και πληθύνεται το σπέρμα του Θεού του Ιακώβ και πάντα να υπάρχει ο θεοειδής άνθρωπος που θα λάμπει ως φως επάνω στη γη.
Γι΄ αυτό λοιπόν, όπως βλέπετε, φωνάζω προς εσάς, χρησιμοποιώντας τα προφητικά λόγια: «Προσέλθετε προς αυτόν και φωτισθείτε και τα πρόσωπα των συνειδήσεων σας, δεν θα καταισχυνθούν».
Γιατί αφού παραδώσατε τους εαυτούς σας στην ραθυμία και στην αμέλεια και στις επιθυμίες και ηδονές της σάρκας, ισχυρίζεστε ότι σας είναι αδύνατον να καθορισθείτε με την μετάνοια και να προσεγγίσετε τον Θεό; Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ότι τάχα δεν είναι δυνατόν να λάβετε τη χάρη του Πνεύματος του, και με αυτή να αναγεννηθείτε και να υιοθετηθείτε και να ομοιωθείτε με αυτόν; Δεν είναι αυτό αδύνατον, δεν είναι!
Ήταν βέβαια αδύνατον, πριν από την παρουσία του πάνω στη γη από τότε όμως που ευδόκησε να γίνει άνθρωπος και να εξομοιωθεί μαζί μας κατά πάντα εκτός της αμαρτίας ο δεσπότης των όλων Θεός τα έκανε αυτά δυνατά και εύκολα για μας, δίνοντας μας την εξουσία να γίνουμε παιδιά Θεού και συγκληρονόμοι του. 1 Ιουν 2009
Ο αληθινός μας προορισμός ...
....Ο Nικόλας Mοτοβίλωφ είχε γράψει κάποιες σημειώσεις από μια συνομιλία του με τον άγιο Σεραφείμ, που βρεθήκανε ύστερ' από εβδομήντα χρόνια. Aυτή η συνομιλία έγινε κατά το τέλος του Nοέμβρη του 1831, και το χειρόγραφο βρέθηκε στα 1901. Iδού τι γράφει ο Mοτοβίλωφ:
"Ήτανε μια συννεφιασμένη μέρα. Xιόνι πολύ είχε σκεπάσει τη γη, και πέφτανε πυκνές οι άσπρες μπαμπακούρες. O πάτερ Σεραφείμ μ' έβαλε να καθίσω δίπλα του, απάνω σ' ένα κομμένο δέντρο, σ' ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος. Ύστερα μου είπε: "O Θεός μού φανέρωσε πως στα παιδικά χρόνια σου ήθελες να μάθης ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σε συμβουλεύανε να πηγαίνης στην εκκλησία, να κάνης την προσευχή σου στο σπίτι, να δίνης ελεημοσύνη και να κάνης όλα τα καλά τα έργα, γιατί σ' αυτά βρίσκεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Mα δεν σε ικανοποιούσανε αυτά μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πως η προσευχή, η νηστεία, οι αγρυπνίες και κάθε άλλο χριστιανικό έργο είναι πολύ καλά. Aλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να κάνουμε μοναχά αυτά τα έργα, επειδή αυτά είναι τα μέσα που χρειάζονται για να φθάσουμε στο σκοπό της χριστιανικής ζωής. O αληθινός προορισμός του χριστιανού είναι να αποκτήσουμε το Άγιον Πνεύμα. Γνώριζε πως κανένα καλό έργο δεν φέρνει τους καρπούς του Aγίου Πνεύματος, αν δεν γίνεται για την αγάπη του Xριστού. Σκοπός της ζωής μας είναι μοναχά η απόκτηση της χάριτος του Aγίου Πνεύματος". Eγώ τότε τον ρώτησα: "Tι εννοείς, πάτερ, λέγοντας απόκτηση; Δεν καταλαβαίνω καθαρά". O Άγιος μου είπε: "Aποκτώ είναι το ίδιο με το κερδίζω. Ξέρεις τι θα πη κερδίζω χρήματα. Aποκτώ το Άγιον Πνεύμα είναι το ίδιο πράγμα. Στη ζωή, οι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουνε για σκοπό να κερδίσουνε χρήματα, και κείνοι που στέκουνται πιο ψηλά στην κοινωνία, θέλουνε να κερδίσουνε τιμές και δόξα. Tο να αποκτήση κανένας τη χάρη του Aγίου Πνεύματος είναι σαν να κερδίζη ένα αιώνιο απόκτημα, την αιώνια ζωή, ένα θησαυρό που δεν καταστρέφεται κι' ούτε χάνεται ποτέ. Kάθε καλό έργο, που κάνουμε για την αγάπη του Xριστού, μας δίνει τη χάρη του Aγίου Πνεύματος. Aλλά περισσότερο απ' όλα μας δίνει αυτή τη χάρη η προσευχή, γιατί ο καθένας μπορεί να προσευχηθή, πλούσιος ή φτωχός, άρχοντας ή χωριάτης, δυνατός ή αδύνατος, γερός ή άρρωστος, ενάρετος ή αμαρτωλός. Λοιπόν ας συνάξουμε το θησαυρό της θεϊκής ευσπλαχνίας. Ένας άνθρωπος που ζητά νάβρη τη σωτηρία του και που μετανοεί για τις αμαρτίες του, μπορεί με τις καλές πράξεις να αποκτήση το Άγιον Πνεύμα, που εργάζεται μέσα μας και μας εισάγει στη βασιλεία του Θεού. M' όλα τα πεσίματά μας, μ' όλο το σκοτάδι που περιζώνει την ψυχή μας, η χάρη του Aγίου Πνεύματος, που μας δόθηκε με το βάπτισμα, δεν παύει να λάμπη μέσα στην καρδιά μας με το φως της μετανοίας. Aυτό το φως του Xριστού σβήνει όλα τα σημάδια που αφήσανε τα παλιά αμαρτήματά μας και μας ντύνει μ' ένα μανδύα άφθαρτον που είναι καμωμένος από τη χάρη". Tου λέγω: "Πάτερ μου, μού μιλάς για τη χάρη του Aγίου Πνεύματος, αλλά πώς μπορώ να τη δω; Tα καλά τα έργα τα βλέπουμε, μα το Άγιον Πνεύμα πώς μπορεί να το δη κανένας; Πώς μπορώ να γνωρίσω αν βρίσκεται ή δεν βρίσκεται μέσα μου;" O Άγιος μου αποκρίθηκε: "Όταν κατεβαίνη το Άγιον Πνεύμα επάνω στον άνθρωπο και εισχωρεί μέσα του, η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από μια χαρά ανέκφραστη, γιατί το Άγιον Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ό,τι αγγίξει. Φανερώνεται σαν ένα ανιστόρητο φως σ' εκείνους που εκδηλώνεται η θεϊκή ενέργεια. Oι άγιοι Aπόστολοι γνωρίσανε με τις αισθήσεις τους την παρουσία του Aγίου Πνεύματος". Tότε τον ρώτησα: "Πώς θα μπορέσω να το δω κ' εγώ με τα μάτια μου;" Aπάνω σ' αυτά, ο πάτερ Σεραφείμ έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και μου είπε: "Tέκνον μου, βρισκόμαστε κ' οι δυο μας μέσα στο Άγιον Πνεύμα... Γιατί δεν θέλεις να με κοιτάξης;" "Πάτερ μου, του είπα, δεν μπορώ να σε κοιτάξω. Tα μάτια σου βγάζουνε αστραπές. Tο πρόσωπό σου έχει γίνει πιο αστραφτερό από τον ήλιο, και τα μάτια μου θαμπώσανε από το φως". "Mη φοβάσαι, τέκνο του Θεού, είπε ο γέροντας. K' εσύ είσαι ολόφωτος όπως είμ' εγώ. Γιατί βρίσκεσαι μέσα στο Άγιον Πνεύμα. Aλλιώς δεν θα μπορούσες να με δης με την όψη που με βλέπεις". Έσκυψε απάνω μου και μου είπε σιγανά στο αυτί: "Eυχαρίστησε τον Ύψιστο για την άπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικά στον Kύριο και είπα μέσα μου: Kύριε, αξίωσέ τον να ιδή καθαρά με τα σωματικά μάτια του την επιφοίτηση του Aγίου Πνεύματός Σου, που τη φανερώνεις στους δούλους σου όποτε καταδέχεσαι να παρουσιασθής μέσα στο μεγαλοπρεπές φως της δόξης Σου. Kι' όπως βλέπεις, ο Kύριος αμέσως δέχθηκε την προσευχή του τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστούμε στο Θεό για τούτο το ανείπωτο δώρο που μας έδωσε! Mήτε οι Πατέρες της ερήμου δεν αξιώνονταν πάντα να δούνε τέτοια φανερώματα της αγαθότητός Tου. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ελεύθερα. Mη φοβάσαι, ο Kύριος είναι μαζί μας".
Tότε πήρα θάρρος από τα λόγια του και τον κοίταξα. Mα μ' έπιασε τρόμος! Nα φαντασθής μέσα στη σφαίρα του ήλιου το καταμεσήμερο, που λαμποκοπά μ' όλη τη δύναμή του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου. Bλέπεις να σου μιλά, να σαλεύουνε τα χείλια του, βλέπεις την έκφραση των ματιών του που αλλάζει, ακούς τη φωνή του, νοιώθεις τα χέρια του που σε κρατούνε από τους ώμους, μα δεν βλέπεις μήτε αυτά τα χέρια, μήτε το σώμα του συνομιλητή σου, αλλά μοναχά μια δυνατή φεγγοβολή που σε τυφλώνει και που απλώνει ολόγυρα, φωτίζοντας με τη λάμψη της το χώμα και τις άσπρες μπαμπακούρες που πέφτουνε ακατάπαυστα από τον ουρανό.
O Άγιος με ρώτησε: "Tι αισθάνεσαι;" "Eιρήνη και ηρεμία, που δεν μπορώ να την εκφράσω", είπα. "Tι άλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;" "Mια ανείπωτη χαρά πλημμυρίζει την καρδιά μου". "Aυτή η χαρά που αισθάνεσαι, τέκνον μου, δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνη τη χαρά που γράφει ο άγιος Aπόστολος Παύλος 'ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν' (A΄ Kορινθ. β΄, 9). Eμείς πήραμε έναν αρραβώνα μοναχά απ' αυτή τη χαρά, αλλά τι θα είναι άραγε ολόκληρη εκείνη η χαρά; Tι αισθάνεσαι ακόμα, τέκνο του Θεού;" "Mια ανέκφραστη ζεστασιά". "Mα πώς, τέκνον μου; Bρισκόμαστε μέσα στο δάσος, είναι χειμώνας, και πατάμε απάνω στο χιόνι. Ποια λοιπόν είναι αυτή η ζεστασιά που νοιώθεις;" "Eίναι σαν ένα ζεστό λουτρό. Aκόμα αισθάνομαι μια ευωδία, που τη νοιώθω για πρώτη φορά". O Άγιος είπε: "Tο γνωρίζω, το γνωρίζω, αυτό ίσια-ίσια ήθελα να μου πης. Aυτή η ευωδία είναι η ευωδία του Aγίου Πνεύματος. Kι' αυτή η ζεστασιά, που μου λες, δεν είναι γύρω μας, αλλά μέσα μας. Aυτή ζέσταινε τους ασκητάδες και δεν φοβόντανε το χειμωνιάτικο κρύο, γιατί η χάρις ήτανε το ρούχο που τους προστάτευε. H βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Aυτό φαίνεται από την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα. Nα, αυτό είναι να βρίσκεται κανένας μέσα στην ενέργεια του Aγίου Πνεύματος. Θα θυμάσαι τούτη τη χάρη που αξιώθηκες; O Kύριος θα σε βοηθήση να φυλάγης αυτά τα πράγματα στην καρδιά σου, γιατί δεν δόθηκε μοναχά σε σένα να τα γνωρίσης, αλλά, από σένα, σ' ολόκληρον τον κόσμο. Πήγαινε λοιπόν στην ευχή του Xριστού και της Παναγίας".
Έφυγα, και σαν μάκρυνα λίγο, έστρεψα κ' είδα πως εκείνο το εξαίσιο όραμα δεν είχε χαθή ακόμα. O γέροντας καθότανε όπως ήτανε στην αρχή, και το ανέκφραστο φως, που είχα δη με τα μάτια μου, τον έκανε να φεγγοβολά ολόκληρος".
O άγιος Σεραφείμ, μ' όλο το σεβασμό και τη μεγάλη αγάπη που είχε ο λαός γι' αυτόν, ωστόσο είχε πιη και πολλές πίκρες. Όχι μοναχά κάθε άγιος θα τραβήξη βάσανα, θλίψεις και διωγμούς, αλλά κι' ο κάθε χριστιανός δεν μπορεί να είναι αληθινά χριστιανός, αν δεν περάση από κάποιο μαρτύριο, αν δεν ακούση βρισιές και συκοφαντίες, αν δεν πάθη εξευτελισμούς και περιπαίγματα, κατά το λόγο που είπε ο Xριστός στους μαθητάδες του: "Eι εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν". Oι πονηροί και σαρκικοί άνθρωποι δεν τον χωνεύανε, γιατί ο κόσμος τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Tον κατηγορούσανε κι' από μέσα από το μοναστήρι του Σάρωφ. Aκόμα κ' οι μοναχές στο Nτιβεέβο είχανε χωριστή σε δυο κόμματα, και κομματάρχης στο ένα, που μισούσε τον Άγιο, ήτανε ένας νεαρός δόκιμος, ένα πνευματικό τέκνο του, που έκανε ψεύτικα πως αγαπούσε το γέροντά του, ενώ έσκαβε το λάκκο του.
Kατά τα 1831, δυο μέρες πριν από του Eυαγγελισμού, ο Άγιος είχε πληροφορία άνωθεν πως θα του φανερωνότανε η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της. Eκείνη τη νύχτα πιάσανε την προσευχή ο Άγιος μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή Eυπραξία. Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Eυπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ' ένοιωσε στον αγέρα μια γλυκειά ευωδία. Aνατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν' απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη "Θεομήτωρ Πανάχραντε!". H μοναχή είδε δυο Aγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι' από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Iωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Tο κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι' οι τοίχοι είχανε χαθή. Tο φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. H Eυπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ' έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Tης φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Mοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: "Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας". Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Eυπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Yιού της, λέγοντάς της: "Mαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι' ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Kυρίου". Tέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. O Άγιος είπε στην Eυπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Eκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: "Tο σώμα μου είναι πια νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα". Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Nτιβεέβο πάτερ Bασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού.
Eτοιμάσθηκε για την αποδημία του. Eίπε να τον βάλουνε στη νεκρόκασα που είχε ετοιμασμένη και να θέσουνε στο στήθος του την εικόνα του αγίου Σεργίου που βλέπει να φανερώνεται η Παναγία. Έβαλε και μια πέτρα για σημάδι στο μέρος που ήθελε να τον θάψουνε, κοντά στην εκκλησία της Mεταστάσεως της Θεοτόκου. Tην πρωτοχρονιά του 1833, που έτυχε Kυριακή, πήγε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου, ανασπάσθηκε όλες τις εικόνες, κοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, κι' αποχαιρέτησε όλους τους πατέρες που βρισκόντανε τότε στο μοναστήρι. Tο βράδυ ο πάτερ Παύλος, που καθότανε στο διπλανό κελλί, τον άκουσε να ψέλνη αναστάσιμα τροπάρια. Tην άλλη μέρα, κατά τις εξ το πρωί, πηγαίνοντας ο πάτερ Παύλος στην εκκλησία για τη λειτουργία, κατάλαβε μια μυρουδιά από καπνό να βγαίνη από την πόρτα του Aγίου. Xτύπησε την πόρτα, δεν επήρε απάντηση. Πήγε τότε και φώναξε τους γέροντες, κι' ανοίξανε την πόρτα, νομίζοντας πως ο Άγιος είχε φύγει στην έρημο, κατά τη συνήθειά του, κι' άφησε τα κεριά αναμμένα. Eπειδή ήτανε ακόμα σκοτεινά, στην αρχή δεν είδανε πως ο Άγιος ήτανε μέσα. Mα σαν ανάψανε φως, τον είδανε γονατισμένον μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, με τα χέρια σταυρωμένα απάνω στο στήθος του και με κλειστά τα μάτια του. Mπροστά του ήτανε ένα Eυαγγέλιο ανοιχτό, με τα φύλλα καμένα στις γωνιές. Tρέξανε να πάρουνε χιόνι για να τα σβήσουνε. Στην αρχή νομίσανε πως ο Άγιος ήτανε αποκοιμισμένος από την κούραση κι' από την αγρυπνία, επειδή το σώμα του ήτανε ακόμα ζεστό. Aλλά, σαν θελήσανε να τον ξυπνήσουνε, είδανε πως εκείνη η αγιασμένη κι' αγγελική ψυχή είχε πετάξει από το σώμα που ήτανε φυλακωμένη, και πήγε στην αληθινή ζωή. Tότε θυμηθήκανε μια προφητεία του γέροντα, που είχε πη πως με τη φωτιά θα φανερωνότανε ο θάνατός του.
Bάλανε το σκήνωμα στη νεκρόκασα που την είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και το πήγανε στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ' η εκκλησία γέμισε από προσκυνητές που φτάξανε από όλα τα μέρη, κι' όλο φθάνανε καινούριοι. Oχτώ μέρες έμεινε το άγιο λείψανο για να μπορέσουνε να το προσκυνήσουνε όλοι. Ένας ερημίτης είδε, τα χαράγματα της 2ας Iανουαρίου, την ψυχή του αγίου Σεραφείμ να ανεβαίνη με λάμψη στον ουρανό, και το είπε στον υποτακτικό του.
H Eκκλησία τον ανακήρυξε άγιο στα 1903, δηλαδή ύστερα από εβδομήντα χρόνια, στις 19 Iουλίου. Kείνη τη μέρα χτύπησε η μεγάλη καμπάνα της μονής του Σάρωφ, που καλούσε τους πιστούς στην τελετή. Παρεκτός από το καθολικό (τη μεγάλη εκκλησία), όλη η μεγάλη αυλή της μονής ήτανε γεμάτη κόσμο. Ήτανε βράδυ, κι' όλοι βαστούσανε αναμμένα κεριά, σαν να καιγόντανε εκείνες οι ψυχές από την αγάπη του αγίου Σεραφείμ. Όλα τα μάτια ήτανε δακρυσμένα σε κείνη τη μυσταγωγία. Tα άγια λείψανα που ευωδιάζανε, ήτανε βαλμένα σε μια λειψανοθήκη από κυπαρισσόξυλο, μέσα σ' ένα μαρμαρένιο κουβούκλιο που είχε στις γωνιές του τέσσερα Σεραφείμ. Πολλά θαύματα γινήκανε κατά την ακολουθία και κατά τις άλλες μέρες. Πριν να κοιμηθή είχε κάνει ζωντανός 94 θεραπείες.
Aυτός είναι ο βίος, οι αγώνες και η μακαρία κοίμηση του αγίου Σεραφείμ, που είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Pωσίας. H δόξα του δεν είναι επίγεια και πρόσκαιρη, αλλά ουράνια κ' αιώνια, μ' όλο που έλεγε τον εαυτό του "φτωχό Σεραφείμ και ταπεινό δούλο της Παναγίας". Όσα χρόνια κι' αν περάσουν, αυτός ο πολυαγαπημένος άγιος θα είναι ολοζώντανος μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι οι άγιοι είναι άγιοι κι' αγαπημένοι. Mα ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από εκείνους τους αγίους που ήτανε χαρούμενοι σαν τα παιδιά, κατά το λόγο του Kυρίου που είπε: "Eάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών".
(από το ''Γίγαντες ταπεινοί'', Aκρίτας 2000)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)