main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

16 Ιουλ 2009

Το τάλαντο της ψυχής ...να σημάνει καλοκαίρι

Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο …μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού ..την αύρα των διακοπών …Και εδώ στην πόλη την πολύβουη όμως ,δεν χρειάζεσαι πολλά ..αρκεί μια γραφή του Κόντογλου και ο ήχος μιας καμπάνας να σημαίνει τον εσπερινό για της ...αυριανής ημέρας τον Άγιο πρεσβευτή …. Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω απὸ δυὸ μήνες κ' έκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καὶ αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζήδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ είναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα μὲ τρείς Αϊβαλιώτες καὶ περάσαμε πολὺ έμορφα. Απὸ κεί πήγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στὸ μοναστήρι τῶν Ιβήρων μαζὶ μὲ ένα γέροντα ποὺ πουλούσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ’ αυτὸ τὸ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα της ψαρικής.

Άφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα όλα καὶ γίνηκα ψαράς.Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ απὸ τὰ μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ' είχε καλογερέψει απὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαρὰς απὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχὸς τω πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σὰν τὸν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα.

Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σὲ άλλα είχε στὸ κελλί του καὶ δυὸ τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ' αυτὸν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μου έδειχνε πώς νὰ τὰ ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο ποὺ τὸν αποσκέπαζε ένας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστὰ είχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι απὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε άγριο χαμόδεντρό. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες καὶ μπροστὰ είχε ένα χαγιάτι ποὺ ακουμπούσε σὲ κάτι δοκάρια απὸ αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Απὸ κάτω είχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ απλώνανε απάνω στὰ μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί ποὺ κοιμόμαστε ακούγαμε απὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ έμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλούσε τὰ χαλίκια καὶ μας νανούριζε. Παλιὰ εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στὸν αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.

Άφησα υγεία στοὺς Ιβηρίτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πήγα στὸ μοναστήρι του Καρακάλου. Κ' εκεί πέρασα πολὺ καλά• οι πατέρες μὲ είχανε σὰν δικό τους. Αυτὸ τὸ μοναστήρι είναι κοινόβιο καὶ τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τὸν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του απὸ τὰ Αλάτσατα. Ο αρσανάς του Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος απάνω σ’ έναν βράχο. Κάθησα κ' εκειπέρα κάμποσες μέρες. Απὸ κεί πήγα στὸ Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ' οι θαυμαστὲς αγιογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. «Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν, περιπατείς καὶ έρχεσαι εις τὴν αγίαν Λαύραν. Καὶ αναπαύεσαι, εκεί, όσον καιρὸν θελήσεις, όσον νὰ εύρεις συντροφιὰν καὶ πλοίον νὰ κινήσεις». Απὸ κεί λοιπὸν επήρα κ' εγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ' ένας απλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι αδύνατος μ' όλο ποὺ ήτανε ψωμάς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνά απὸ άγια κ’ έμορφα μέρη, ως ποὺ φτάνει απάνω απὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ανοιχτὸ πέλαγο. Απὸ τὸ μέρος της στεριάς στέκεται απάνω απὸ τὸ κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ' ένα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ του βουνού ποὺ στέκεται κοφτὴ απάνω απὸ τὴ θάλασσα, σὰν να ναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνὸ κ' έπεσε στὴ θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μου είπανε πιὸ ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ' έπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ο σεισμὸς κούνησε όλη τη Μακεδονία. Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ απὸ τ’ άλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ είχανε οι πατέρες, ποὺ όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νὰ καθήσω κ' ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ της σκήτεως». Μ' έχουνε γράψει καὶ στοὺς ιδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ της συμβίας καὶ των τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τὸν πάτερ Ισίδωρο, ποὺ μ' είχε στὸ κελλί του. Άλλη φορὰ έγραψα πολλὰ γιὰ δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ' είχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο απὸ τὸ Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, ποὺ έζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ίσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ της Κίνας.

«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά – οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα΄ αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του! Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο».

Φώτης Κόντογλου Καλοκαίρι στὸ Ὄρος Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.

15 Ιουλ 2009

Θέλεις θαύμα για να πιστέψεις; δές πως χαμογελάει ο ....Θεός


Ναί ...δυνάμωσε η πίστη μου μόλις το είδα ...συγκλονίστηκα ..παρηγορήθηκα...και σκέφτηκα πως με ένα χαμόγελό του ο Θεός μπορεί να μας κάνει να ..έχουμε πάντα ...μάτια δακρυσμένα...
Ξέρω οτι πολλοί δεν θα το πιστέψουν ...θα μιλήσουν για φωτομοντάζ...ευφάνταστα σενάρια σκηνοθεσίας .....για το πώς είναι δυνατόν σε τέτοιες στιγμές κάποιος να έχει το μυαλό του στην φωτογράφιση και άλλα τέτοια ...Κατανόητή αυτή η στάση ..Ίσως γιατί ο καθένας επιζητεί να... ψηλαφίσει ο ίδιος ...τον τύπον των ήλων...Ίσως γιατί θεωρεί οτι είναι αφύσικο να ...χαμογελά ο Θεός σε μια ..δυσώδη και αλιβάνιστη εποχή ..Ίσως γιατί αυτή του η καχυποψία είναι μια εσωτερική άμυνα ,προκειμένου να μην προβληματιστεί για το τί υπάρχει μετά και να συνεχίσει αμέριμνος τον δρόμο του ,εισερχόμενος πάντα ...απο την πλατιά και ευρύχωρο πύλη...

Η φωτογραφία του κεκοιμημένου Γέροντος Ιωσήφ , χαμογελαστός όχι μόνο με τα χείλη αλλά με όλη την έκφραση του προσώπου του, έκανε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και το βλέπουμε από τα άρθρα και σχόλια σε πολλές ιστοσελίδες. Και όντως συναντά κανείς νεκρούς με φωτεινό πρόσωπο, με ειρηνική έκφραση, με βαθειά ανάπαυση, αλλά πού το χαμόγελο; Αφ’ ενός όλοι οι πνευματικοί Πατέρες λένε ότι η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για τον άνθρωπο, αφ’ ετέρου διαβάζουμε στα Γεροντικά ότι και οι πιο προχωρημένοι στην πνευματική ζωή, από ταπείνωση, δεν ξεθάρρευαν πριν περάσουν στην άλλη ζωή όπου δεν υπάρχει πια κίνδυνος. Επί πλέον ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν καρδιοπαθής και πολύ ταλαιπωρημένος από την αρρώστια. Πώς λοιπόν κοιμήθηκε χαμογελώντας; Η απάντηση είναι: ΟΧΙ, δεν κοιμήθηκε χαμογελώντας, αλλά ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. Μετά συζήτηση με μερικούς πατέρες της Μονής, σας μεταφέρουμε την διήγηση του γεγονότος. Οι δύο μοναχοί που ήταν μαζί του μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Γέροντα Εφραίμ και τους υπόλοιπους πατέρες και δεν πρόσεξαν τον κεκοιμημένο, ο οποίος έμεινε μάλιστα με το στόμα μισάνοιχτο. Ήρθαν λοιπόν να τον ετοιμάσουν σύμφωνα με το μοναχικό τυπικό. Ο Γέροντας Εφραίμ έδωσε εντολή να του αφήσουν το πρόσωπο ακάλυπτο. Οι πατέρες προσπάθησαν να του κλείσουν το στόμα, αλλά ήταν αργά, το στόμα παρέμενε ανοιχτό. Έδεσαν μάλιστα μία γάζα γύρω να του κρατήσει το στόμα κλειστό, αλλά μετά που το έβγαλαν το στόμα άνοιξε πάλι. Είχαν περάσει περίπου 45 λεπτά από την κοίμησή του. - Γέροντα, θα φαίνεται άσχημο έτσι με το στόμα, τί να κάνουμε; - Όπως είναι, μην του καλύψετε το πρόσωπο! Τον έραψαν στον μοναχικό μανδύα όπως συνήθως. Όλη η διαδικασία να τοποθετηθεί στον μανδύα και να ραφεί διάρκεσε άλλα περίπου 45 λεπτά. Στην συνέχεια έκοψαν το ύφασμα γύρω από το πρόσωπό του, κατά την εντολή, και βρήκαν τον Γέροντα όπως τον βλέπουν πλέον όλοι, χαμογελαστός. Τους άκουσε και τους έκανε και αυτό το μικρό χατήρι, για να μην τους λυπήσει; Ή ήθελε να μας δώσει μια ιδέα για αυτό που είδε; Το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι το πρώτο υπερφυσικό γεγονός μετά την κοίμησή του και έγινε μεγάλη παρηγοριά για όλους. http://vatopaidi.wordpress.com/

13 Ιουλ 2009

Ο π.Δανιήλ ...στις γειτονιές της πόλης του Θεού



Κοιμήθηκε ο Γέροντας π.Δανιήλ Γούβαλης ….Έτσι ήσυχα και αθόρυβα ..όπως έζησε …όπως μιλούσε ….Στην αγκαλιά του Χριστού μας πλέον συντροφιά με τον πνευματικό του πατέρα γέροντα Πορφύριο που τόσο αγάπησε …και τόσο πιστά ακολούθησε τα δικά του βήματα αγιότητας ….Προγνώριζε το τέλος της επίγειας βιωτής του …αλλά και την απαρχή της αιώνιας ….δεν το κράτησε για τον εαυτό του ..το μεταλαμπάδευσε σε όλους μας μέσα από ένα συγκλονιστικό κείμενο που ακολουθεί από τους περιπάτους του στην Αγία γραφή (προσέξτε, το πώς τελειώνει το κείμενο, και θα καταλάβετε που βρίσκεται αυτήν την στιγμή …και το πόσο ευτυχισμένος νιώθει …) Καλό παράδεισο Γέροντα ….σου υποσχόμαστε πως θα προσπαθήσουμε πολύ κάποτε να σε συναντήσουμε …ντυμένο με ένδυμα ηλιοειδές …. στις γειτονιές της άνω πόλεως ….Πρέσβευε υπέρ ημών ….
Η ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του θεού» (Ψαλμ. 86ος) Θα επισκεφθούμε μία πόλη. Μία ασύγκριτη και υπερθαύμαστη πόλη. Αν συνεργάζονταν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες και μηχανικοί της γης και αν χρησιμοποιούνταν τα εκλεκτότερα οικοδομικά υλικά και αν διατίθενταν κολοσσιαία χρηματικά ποσά, τέτοια πόλις δεν θα χτιζόταν. Αν την γέμιζαν με τα πιο ωραία οικοδομήματα, τους πιο όμορφους κήπους, με θαυμαστά πάρκα και άλση, με ονομαστά μουσεία, με βιβλιοθήκες, με αγορές, με τόπους ψυχαγωγίας— δεν θα έλεγε τίποτε μπροστά στην πάλι πού εμείς θα επισκεφθούμε. Πώς ονομάζεται αυτή η απαράμιλλη πόλις; Έχει διάφορες ονομασίες: Πόλις αγία, πόλις του θεού, μέλλουσα πόλις, σκηνή του θεού, νέα Σιών, νέα Ιερουσαλήμ, «καινή» (καινούργια) Ιερουσαλήμ. Ονομάζεται και άνω πόλις, άνω μητρόπολις, άνω Ιερουσαλήμ. Ξεχωρίζει από κάθε γνωστή μας πόλη, γιατί δεν σχεδιάσθηκε και δεν χτίσθηκε από ανθρώπους, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Τι ωραία πού το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή! «Εξεδέχετο γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πάλιν ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός»...πού σημαίνει: «Περίμενε ο Αβραάμ να κατοίκηση κάποτε στην πόλη με τα γερά θεμέλια, την οποία τεχνούργησε και δημιούργησε ο Θεός», (11,10). Συγκλονιστικό και να το σκεφθεί κανείς. Ο αιώνιος Θεός με την ανεξιχνίαστη σοφία του, την απεριόριστη δύναμί του και τον άπειρο πλούτο του κατασκεύασε μια πόλη. Πώς να συλλαβή ανθρώπινο μυαλό το μεγαλείο, τον πλούτο, την δόξα της, τα κάλλη της. Το χρυσό στόμα της Εκκλησίας μας, Ο Ιερός Χρυσόστομος στην 25η ομιλία του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο νουθετεί: «Ας φροντίσουμε να γίνουμε πολίτες της «άνω πόλεως». Μέχρι πότε θα μένουμε στην εξορία»; Και ερμηνεύοντας των 47ο ψαλμό σημειώνει; «Συνεχώς και πάντοτε να στρέφουμε το νου μας προς την πόλι μας, την Ιερουσαλήμ και να φανταζόμαστε πάντα τις ομορφιές της — «αυτής τα κάλλη διαπαντός φανταζόμενοι». Είναι η μητρόπολις του βασιλέως των αιώνων. Σ' αυτήν υπάρχουν τα πνεύματα των δικαίων, οι χοροί των Πατριαρχών, των Αποστόλων και όλων των αγίων. Σ' αυτήν όλα είναι σταθερά και αμετακίνητα. Σ' αυτήν υπάρχουν οι ομορφιές πού δεν φθείρονται και πού δεν φαίνονται — «τα άφθαρτα και αθέατα κάλλη». Πόλις πανέμορφη, πόλις με άφθαρτα και αθέατα κάλλη. Η ωραιότερη πόλις των αιώνων, των εθνών, του σύμπαντος. Εμπρός λοιπόν να την γνωρίσουμε. Με ξεναγούς πρώτα τους Αγίους της Π. Διαθήκης και στην συνέχεια της Κ. Διαθήκης. Με την βοήθεια των πρώτων θα την αντικρίσουμε θαμπά, «σκιωδώς», ενώ με των δεύτερων καθαρώτερα. Αρχίζουμε με τον μεγάλο Αβραάμ. Στην χώρα της Παλαιστίνης όπου μετώκησε με εντολή του θεού δεν ήθελε να εγκατασταθεί κάπου μόνιμα. Περιφρονούσε κώμες και πόλεις. Γυρνούσε πότε εδώ και πότε εκεί μαζί με τους πολυάριθμους δούλους του και τα ποίμνια του. Κάθε τόσο έλεγε «πάροικος και παρεπίδημος εγώ ειμί». Το ίδιο ισχύει και για τους διαδόχους του Πατριάρχες Ισαάκ και Ιακώβ. Όταν έλεγε ο Αβραάμ στους Χαναναίους ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος νόμιζαν ότι οφειλόταν αυτά στην απομάκρυνση από την πατρίδα του. Άλλα εκείνος εννοούσε το ότι βρισκόταν μακριά από την πόλη του θεού. Ό Αβραάμ δεν σκεφτόταν την επίγεια πατρίδα του, αλλά την επουράνια. Οπωσδήποτε ο θεός του την είχε δείξει σε όραμα. Μαγεύτηκε ο νους του και δεν έβλεπε τον καιρό να εγκατάλειψη την γη για να κληρονομήσει την ουρανιά πόλη. «Ομολόγησαν — γράφει ο Απόστολος Παύλος — ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι πάνω στην γη. Με αυτά τα λόγια δείχνουν ότι επιζητούν πατρίδα. Και αν βέβαια είχαν στον νου τους εκείνη από οπού έφυγαν, είχαν τον χρόνο να ξαναγυρίσουν. Άλλα τώρα λαχταρούν καλύτερη πατρίδα, δηλαδή επουράνια. Γι' αυτό και ο θεός δεν ντρέπεται να ονομάζεται δικός τους θεός. Και τους έχει ετοιμάσει πόλη» (Έβρ. 11,13-16). Οι Πατριάρχες λοιπόν της Π. Διαθήκης το γνώριζαν πολύ καλά πώς υπάρχει στον ουρανό μία θεοκατασκεύαστη πόλη, πού τους περιμένει. Ή ομορφιά της Ουρανίας αυτής πατρίδας έσβηνε κάθε πόθο προς την επίγεια. Και ο Δαβίδ επίσης είδε την άνω Ιερουσαλήμ. Και μάλιστα αντίκρισε κι ένα ποτάμι να κυλάει ανάμεσα της. Άκουσε και τον ευχάριστο ήχο των ζωηρών υδάτων του: «Του πόταμου τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του θεού» (ψαλμ, 45ος) Ας μη νομίσει κανείς ότι πρόκειται για την κάτω Ιερουσαλήμ, γιατί απ’ αυτήν δεν περνάει κανένας ποταμός με ορμητικά ύδατα. Σχετικά παρατηρεί ο αδελφός του Μ. Βασιλείου άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Τα ορμητικά νερά του θεϊκού ποταμού, δηλαδή τα διάφορα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος ευφραίνουν την επουράνια πόλη του θεού...». Αλλά και ο Δαβίδ και η πόλις του έχουν να μας μιλήσουν για την άνω Ιερουσαλήμ. Μετέβαλε μία άσημη πόλη την Ιεβούς σε Ιερουσαλήμ, σε πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του Ισραηλιτικού λάου. Την έκανε πρωτεύουσα πού ένωσε το δωδεκάφυλο. Εβασίλευσε σ' αυτήν με δικαιοσύνη, «ποιών κρίμα και δικαιοσύνην επί πάντα τον λαόν αυτού» (Β' Βασ. 8,15). Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη και ισχυρές πύλες. Και η τοποθεσία, άκρως κατάλληλη. Μέρος υψηλό και απόρθητο. Ό δρόμος προς αυτήν, ανηφορικός. Πορεία ανοδική. Όλα αυτά με μυστικό τρόπο μιλούν για την άνω Ιερουσαλήμ. Μυστικές προεικονίσεις. Το ύψος της κάτω Ιερουσαλήμ εικονίζει το ουράνιο ύψος της άνω πόλεως. Η ανάβασις προς αυτήν, την ιερή άνοδο προς τις αρετές, τον Θεό, την Ουρανία πατρίδα. Τα Ισχυρά τείχη της μίας, τα αντίστοιχα απόρθητα τείχη της άλλης. Η δίκαιη βασιλεία του Δαβίδ, τον βασιλέα της άνω Ιερουσαλήμ πού «αγάπησε την δικαιοσύνη και εμίσησε την ανομία». Τι ωραίο πού ήταν στο χρόνια του Δαβίδ να βλέπεις να συρρέουν στην Ιερουσαλήμ όλες οι φυλές του Ισραήλ, και μάλιστα στις ωραίες θρησκευτικές τελετές. Αυτό αινιγματικά προτυπώνει την μελλοντική συγκέντρωση όλων των κατά πνεύμα Ισραηλιτών από όλα τα έθνη στην ουράνια πόλη. Υπέροχα λόγια για την άνω Ιερουσαλήμ σημειώνει ο προφητάναξ στον 86ο ψαλμό. Την αντιδιαστέλλει από την κάτω Ιερουσαλήμ, την αποκλειστική κατοικία των Εβραίων. Σ' αυτήν θα συγκεντρωθούν σεσωσμένοι από όλα τα έθνη. Χαναναίοι πού αντιπροσωπεύονται από την Ραάβ. Ανατολικοί λαοί πού εκπροσωπούνται από τους Βαβυλωνίους. Λαοί των περιοχών της Μεσογείου πού υποδηλώνονται από την φοινικική Τύρο. Φυλές της Αφρικής πού επισημαίνονται με τους Αιθίοπες. Για όλους αυτούς η πόλις του Θεού θα είναι μητέρα. Ο καθένας, θα αναφωνεί: «Μητέρα μου, Σιών»! («Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος» - στ. 51.) Γίνεται λόγος σ' αυτόν τον Ψαλμό για την υψηλή θέση της πόλεως και για τα Ισχυρά θεμέλια της πού κατασκευάσθηκαν από τον ίδιο τον Θεό: «Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις... Αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο Ύψιστος» (στ. 1 και 5). Όλοι οι κάτοικοι της θα πλέουν σε πέλαγος ευτυχίας. «Ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοί» (στ. 7). Ορισμένες έννοιες αυτού του Ψαλμού αναφέρονται στην Εκκλησία. Μεταξύ όμως της Εκκλησίας και της άνω Ιερουσαλήμ δεν υπάρχουν διαφορές, αφού η δεύτερη αποτελεί την φυσική κατάληξη της πρώτης. Πόλις του θεού είναι η Εκκλησία και «δεδοξασμένα ελαλήθη περί αυτής». Όμοια και η άνω Ιερουσαλήμ είναι Εκκλησία, «Εκκλησία πρωτοτόκων» όπως το λέει ο Απόστολος Παύλος. Αλλά και ο Τωβίτ μας ομιλεί για την ένδοξη πόλη. Βρέθηκε αιχμάλωτος των Ασσυρίων στην Νινευή, μετά την καταστροφή του βορείου βασιλείου των Εβραίων. Πόσο εντυπωσιακά είναι τα λόγια του στην δοξολογητική του προσευχή! Πόσο περίλαμπρη οραματίζεται την πόλη του Θεού! «Ας δοξάζη η ψυχή μου των Θεό τον μεγάλο βασιλέα, διότι θα οικοδομηθή Η Ιερουσαλήμ με ζαφείρι και σμαράγδι· τα τείχη σου με πολύτιμα πετράδια· και οι πύργοι και οι προμαχώνες με καθαρό χρυσάφι. Και οι πλατείες της Ιερουσαλήμ θα κατασκευασθούν με πολύτιμα πετράδια, βήρυλλο, άνθρακα και λίθο από το Σουφείρ». (Τωβίτ, 13,15-18) Αυτά δείχνουν την μελλοντική δόξα, όχι της επίγειας αλλά της άνω Ιερουσαλήμ και μας φέρνουν στο νου τα οράματα του θεολόγου, στην Πάτμο. Ακόμη στα μάτια του Τωβίτ η Ιερουσαλήμ προβάλλει σαν ένας απέραντος ναός πού αντηχεί από δοξαστικές υμνωδίες: «Και θ' αναφωνούν όλοι οι δρόμοι της, αλληλούια, και θ' ακούγωνται τα δοξολογικά λόγια: Ευλογητός ο Θεός πού ύψωσε όλους τους αιώνες». (13,18) Πιο ενθουσιαστικά μας ομιλεί για την Θεοκατασκεύαστη πόλη ο προφήτης Ησαΐας: «Να φωτίζεσαι, να φωτίζεσαι, ω Ιερουσαλήμ, διότι ήρθε το φως σου. και ή δόξα του Κυρίου ανέτειλε σε σένα». (60,1) Ποιος δεν θα ζήλευε τα μάτια του μεγάλου προφήτη πού αντίκρισαν το υπέρλαμπρο φως της αχειροποίητης πόλεως! Την αντίκρισαν μέσα σε αστραφτερή θεϊκή δόξα, μέσα σε Ιερή φωτοπλημμύρα. Τέτοια υπερβολή φωτός αχρηστεύει κάθε ανάγκη υλικού φωτισμού: «Και δεν θα έχεις τον ήλιο για να σε φωτίζει την ήμερο ούτε το φεγγάρι για να σε φωτίζει τη νύκτα, αλλά θα είναι για σένα ο Κύριος φως αιώνιον». (60,19) Γεμάτη φως, αλλά και γεμάτη πλούτη. Χάνεται το μυαλό του ανθρώπου από τον πλούτο και την πολυτέλεια της ουράνιας πόλεως. Τα πλούτη της Νινευή ή της Βαβυλώνας δεν δέχονται την παραμικρή σύγκριση. Αυτή είναι η πλουσιότερη πόλη του σύμπαντος. Σ' αυτήν θα συρρέουν όλα τα πλούτη της οικουμένης, οι στίχοι του προφήτου είναι πολύ εκφραστικοί: «θα θηλάζεις από τα έθνη γάλα, και θα τρως τον πλούτο των βασιλέων» (60,16). «Ο πλούτος της θάλασσας θα έρθει σε σένα, και ο πλούτος των εθνών και των λαών... θα κουβαλήσουν χρυσάφι και λιβάνι και πολύτιμους λίθους» (60,5-6). Αντί για χαλκό θα σου φέρω χρυσάφι, και αντί για σίδερο ασήμι» (60,17). «θα κάνω τα θεμέλια σου με ζαφείρι. θα κάνω τις επάλξεις σου με ίασπι (διαμάντι πού κρυσταλλίζει, συνήθως κόκκινο), τις πύλες σου με κρυστάλλινες πέτρες και το τείχος σου με εκλεκτά πετράδια (54, 1 1-12). Οι εχθροί της θα έχουν νικηθεί και θα υπάρχει τέτοια ασφάλεια πού οι πύλες της θα παραμένουν συνεχώς ανοιχτές: «Και θα ανοιχθούν οι πύλες σου για πάντα. Ημέρα και νύχτα δεν θα κλείνουν» (60,11). Απερίγραπτη χαρά θα βασιλεύει εκεί, «Θα έρθουν στην Σιών με ευφροσύνη και με αιωνία αγαλλίαση. Πάνω στο κεφάλι τους θα υπάρχει μεγάλη χαρά και δοξολογία, θα τους καταλάβει ευφροσύνη. Έφυγαν η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (51,11). «θα σε καταστήσω γεμάτη αιωνία αγαλλίαση και γεμάτη ευφροσύνη σ' όλες τις γενεές (60,15). «θα είσαι στεφάνι ομορφιάς στο χέρι του Κυρίου και βασιλικό στέμμα στο χέρι του θεού σου» (62,3). «Όπως ακριβώς ευφραίνεται ο νυμφίος με τη νύφη, έτσι θα ευφρανθεί ο Κύριος με σένα» (62,5). Θα είναι η πόλις του Θεού παγκοσμία μητέρα. Απ' όλα τα μέρη της οικουμένης θα ξεκινήσουν γι' αυτήν τα παιδιά της. Θα πετάνε προς αυτή όπως τα περιστέρια και θα τρέχουν όπως τα σύννεφα. «Σήκωσε γύρω τα μάτια σου και δες συγκεντρωμένα τα παιδιά σου. Να, έφθασαν όλοι οι γιοι σου από μακριά» (60,4). Ας έρθουμε στην Καινή Διαθήκη. Ο Κύριος έμμεσα ομιλεί για την άνω Ιερουσαλήμ όταν λέει το βράδυ του Μυστικού Δείπνου: «Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής. Αν δεν υπήρχαν θα σας το έλεγα. Πηγαίνω να συς ετοιμάσω τόπο. Και αφού θα πάω και θα σας ετοιμάσω τόπο, θα έρθω πάλι για να σας παραλάβω κοντά μου, ώστε να βρισκόσαστε και σεις οπού βρίσκομαι εγώ. (Ίωάν.14,2-3). Μ' αυτά τα λόγια η άνω Ιερουσαλήμ χαρακτηρίζεται σαν «οικία του Πατρός». Εκεί θα κατοικεί ο μόνος φυσικός Υιός αλλά και οι μυριάδες κατά χάριν υιοί. Όλα τα παιδιά του θεού στο σπίτι του Πατέρα. Το πατρικό σπίτι βρίσκεται στην πατρίδα. Και ή πατρίδα είναι για τον καθένα μια άλλη μητέρα. Αυτήν την αλήθεια την τονίζει ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Γαλατάς, όταν συγκρίνει τις δύο διαθήκες και τις δύο Ιερουσαλήμ: «Η δε άνω Ιερουσαλήμ ελευθέρα εστίν, ήτις εστί μήτηρ πάντων ημών». (Γαλάτ. 4.26) Μητέρα όλων των Χριστιανών, όλων των ευσεβών. Μητέρα πού προεικονίζεται όχι από την Άγαρ, αλλά από την Σάρρα, όχι δηλαδή από την δούλη αλλά από την ελεύθερη. Η δούλη Άγαρ εικονίζει την επίγεια Ιερουσαλήμ. Κι αυτό σημαίνει ότι εκεί στην ουρανιά πατρίδα θα απελευθερωθούμε από κάθε κακό, κάθε πειρασμό, κάθε εχθρό κάθε στεναγμό. Όλα τα δεσμά, της αμαρτίας, της φθοράς, του θανάτου θα σπάσουν. Ελεύθεροι στην αγκαλιά της μητέρας μας. Σαν τον Ισαάκ στην αγκαλιά της Σάρρας κάτω από την σκέπη του μεγάλου Αβραάμ. Σάρρα η άνω Ιερουσαλήμ και Αβραάμ ο οικοδεσπότης και πατέρας Θεός. Έτσι παρουσιάζει τα πράγματα ο ουρανοβάμων Παύλος στην προς Γαλατάς επιστολή. Στην προς Εβραίους κάνει εκτενέστερο λόγο, καθώς αναφέρεται στους Πατριάρχες της Π. Διαθήκης πού είχαν στραμμένο το βλέμμα τους προς την επουράνια πόλη και πατρίδα. Πολύ ενθουσιαστικά ομιλεί γι' αυτήν όταν παραλληλίζει τα δύο όρη (11,18-22). Το ένα, το Σινά, και το άλλο, την ουράνια Σιών: «Προσήλθατε στην Σιών, στο όρος και στην πόλη του ζωντανού θεού στην επουράνια Ιερουσαλήμ και στους αναρίθμητους αγγέλους, στο πανηγύρι και στην εκκλησία των πρωτοτόκων πού είναι γραμμένοι στους ουρανούς, και στον θεό τον κριτή όλων, και στα αγιασμένα πνεύματα των δικαίων». (12, 22-23) Στην ίδια επιστολή ξεπροβάλλει και άλλη αλήθεια. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να συνδέεται με κάποια επίγεια πάλι και πατρίδα. Ο Εβραίος σκέπτεται την Ιερουσαλήμ στην Παλαιστίνη. Ο Χριστιανός όμως στρέφεται προς την πόλη πού θα εμφανιστεί σε χρόνο μελλοντικό. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». «Δεν έχουμε εδώ πόλη πού μένει, αλλά λαχταρούμε την μελλοντική πόλη» (13,14) Και τώρα ταξιδεύουμε στην Πάτμο, για να πληροφορηθούμε από ένα γέροντα Απόστολο με μεγαλύτερη ακρίβεια για την πόλη των επιθυμιών μας. Δύο φορές την αντίκρισε ο άγιος Ιωάννης. Την πρώτη —πράγμα παράδοξο — σαν πόλη και συγχρόνως σαν νύμφη. Πόλις - νύμφη! Τέτοια παράδοξα μόνο στην Αγία Γραφή υπάρχουν. «Είδα την πόλι την αγία, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνη από τον ουρανό από τον θεό ετοιμασμένη σαν νύμφη, στολισμένη για τον άνδρα της» (21,2). Θαυμαστό το όραμα. Μεγαλειώδες και το άκουσμα: «Και άκουσα δυνατή φωνή από τον ουρανό να λέει: Ιδού η σκηνή του θεού κα) των ανθρώπων. Θα σκηνώση μαζί τους. Αυτοί θα είναι ο λαός του. Και αυτός ο θεός θα είναι μαζί τους» (21,3), Νύμφη η αγία Ιερουσαλήμ. Νυμφίος ο Χριστός. Και η νύμφη «κεκοσμημένη». Με τι στολίδια; Με καθαρότητα, με πραότητα, με εγκράτεια, με ταπείνωση, με αγάπη, με κάθε αρετή, με αγώνες, με νίκες, με αίματα, με θυσίες. Ή ώρα του Ιερού γάμου πλησιάζει. Μας έρχονται στον νου τα λόγια κάποιας παραβολής: «Παρομοιάσθηκε Η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπο βασιλέα πού έκανε γάμους στον γιο του» (Ματθ. 22,2». Ο Θεός και οι άνθρωποι στην ίδια σκηνή! Ο Θεός ομόσκηνος μ' εμάς! Πλήρης Θεοκοινωνία. Θεία και θεοποιός μέθεξις. Στο δεύτερο όραμα της Νέας Ιερουσαλήμ διευκρινίζονται καλύτερα τα πράγματα. Παρέχονται λεπτομέρειες, και πολλά σημεία θυμίζουν τον προφήτη Ησαΐα. Ένας άγγελος παίρνει τον Ηγαπημένο μαθητή και τον ανεβάζει ψηλά για να του δείξη την γυναίκα του Αρνίου — «δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του Αρνίου» (21,9). Ανέβασμα σε μεγάλο καί ψηλό βουνό. Και να! Από τα βάθη του ουρανού ξεπροβάλλει η αγία πόλις και κατεβαίνει. Και όλο και καθαρότερα φαίνεται. Ολόκληρη αστράφτει από θεϊκή δόξα. Ή λάμψις της μοιάζει με διαμαντιού πού κρυσταλλίζει. Περιβάλλεται με ψηλό και με μεγάλο τείχος. Οι πύλες της, δώδεκα, τρεις σε κάθε πλευρά. Σε κάθε μία, και το όνομα μιας φυλής του Ισραήλ. Άλλα δώδεκα ονόματα βλέπουμε στα δώδεκα θεμέλια του τείχους. Των δώδεκα Αποστόλων. Ό άγγελος πού συνόδευε τον Ιωάννη κρατούσε ένα χρυσό καλάμι για μέτρο, για να μέτρηση την πόλη και τις πύλες της και το τείχος της. Ή πόλις είναι τετράγωνη, με ίσα το μήκος, το πλάτος. Και το υψηλότερο της σημείο, εκεί πού είναι ο θεϊκός θρόνος έχει πάλι την ίδια διάσταση. Το μέτρο έδειξε ότι κάθε πλευρά της ανερχόταν στα 12.000 στάδια. (Το στάδιο αντιστοιχεί με 185 μέτρα. Έτσι έχουμε 2.220 χιλιόμετρα). Πόλις υπερμεγέθης. Πλούσια σε άνεση χώρου. Να σημειώσουμε ότι της Βαβυλώνας της μεγαλύτερης πόλεως του αρχαίου κόσμου κάθε πλευρά είχε μήκος 120 στάδια. Μετρήθηκε και το ύψος του τείχους και βρέθηκε 144 πήχεις. Σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με το ύψος της πόλεως, αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερο, και γιατί η πόλις δεν θέλει προστασία και για να μη κρύβεται ή θέα της. Και το υλικό του τείχους, ίασπις. Καθώς κατερχόταν η αγία πόλις, ο θεολόγος την διέκρινε πιο καθαρά. Τώρα ξεχώριζε και το υλικό των οικοδομών της. Όχι πλίνθοι, Όχι πέτρες, αλλά χρυσάφι. Τα πάντα Ολόχρυσα. Και το χρυσάφι, εκλεκτής ποιότητος, ανάλαφρο, στιλπνό, διαυγές σαν γυαλί: «Και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ». (21,18) Ώ, τι ανείπωτο μεγαλείο! Μία απέραντη πόλις να πλέει μέσα στο χρυσάφι. Τι θα ένοιωσε ο άγιος Ευαγγελιστής σαν την αντίκρισε. Τώρα διακρίνεται καλύτερα το τείχος της. Και πρώτα απ’ όλα οι πελώριοι θεμέλιοι λίθοι. Ό καθένας έχει μήκος 3.000 στάδια, δηλαδή 555 χιλιόμετρα. Κι' ο καθένας ξεχωριστή λάμψη και ομορφιά. Δώδεκα γιγαντιαία πολύτιμα πετράδια: ίασπις, ζαφείρι, χαλκηδών, σμαράγδι, σαρδόνυχας, σάρδιο, χρυσόλιθος, βήρυλλος, τοπάζιο, χρυσόπρασος, υάκινθος και αμέθυστος. Πω, πω! Τι Ομορφιές, τι χρώματα! Από το ζαφείρι και τον υάκινθο γαλάζιες λάμψεις, από τον βήρυλλο πρασινογάλαζες. από τον χρυσόπρασο χρυσοπράσινες, από τον χαλκηδόνα (=αχάτη) καφετιές και άσπρες και άλλες, από τον ίασπι διαμαντένιες, από τον σαρδόνυχα καστανοκόκκινες, από τον χρυσόλιθο χρυσοκίτρινες, από τον αμέθυστο μενεξεδένιες. Χάρμα Οφθαλμών! Και από το τοπάζιο πάλι, τι λάμψεις! Αυτό το πολύτιμο πετράδι διαθέτει την χάρη του κρυστάλλου, την διαύγεια του νερού και χρώματα άλλοτε κίτρινο, άλλοτε γαλάζιο, υπέρυθρο, κόκκινο. Αλλά και το σάρδιο; Πολύτιμο πετράδι πού έβγαινε στις Σάρδεις, με κοκκινωπό χρωματισμό σαν της φωτιάς και του αίματος — «πυρωπόν και αιματοειδή». Λες και ξεχύθηκαν πανέμορφα ουράνια τόξα. «Οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι» (21,19) Ανεκλάλητα κάλλη. Διαχύσεις και αντανακλάσεις λάμψεων και χρωμάτων. Μαγευτική χρωματοφωτοπλημμύρα. Ξεχείλισμα Ουρανίας ομορφιάς και δόξας. Τα δώδεκα πανέμορφα θεμέλια εικονίζουν τους Αποστόλους. «Επάνω σ' αυτά είναι τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου» (21,14). Αν ήθελε κανείς να περιγραφή την πνευματική χάρη των Αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής, καθώς κι εκείνη πού απέκτησαν αργότερα με την δράση τους και τα παθήματα τους, δεν θα εύρισκε καλύτερη εικόνα απ’ αυτή, θεϊκές λάμψεις από ουράνια πολύτιμα πετράδια είναι οι αρετές, η σοφία, η δύναμις, η αξία, τα χαρίσματα, η δόξα των Αποστόλων. «Έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον μεν αποστόλους» (Α' Κορ. 12.28). Και κάτι για τους ετεροδόξους: Τα δώδεκα θεμέλια όλα ίσα. Δεν ξεχωρίζει κανένα πάνω από τα άλλα. Ισότης μεταξύ των Αποστόλων πού σημαίνει Ισότητα και μεταξύ των διαδόχων των Αποστόλων. Ίση χάρις και εξουσία και δόξα. Διαφορετική πίστις «εκ του πονηρού εστίν». Κύριε, «ρύσαι ημάς από του πονηρού». Και να, τώρα ξεχωρίζουν και οι πύλες της θεοκατασκεύαστης πόλεως. Γεμάτες κάλλος, στιλπνότητα και διαύγεια. Μαργαριταρένιες. «Και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται» (21,21). Κάθε πύλη κι ένα θεόρατο μαργαριτάρι. Σύμβολο πνευματικής καλλονής. Μακάριοι όσοι αξιωθούν να περάσουν τις λαμπρές μαργαριταρένιες πύλες. Τώρα φαίνεται και το κέντρο της πόλεως. Μια πλατειά με παραμυθένια ομορφιά, ολόχρυση, με χρυσάφι καθαρό κα) διαυγές σαν το γυαλί. «Και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής»(21,21). Αλλά περίεργο πράγμα! Εκεί στο κέντρο θα έπρεπε να ανυψώνεται περίλαμπρος Ναός. Πουθενά όμως Ναός. Ούτε σε άλλα σημεία της πόλεως. Παράδοξο! Αντί η πόλις να διαθέτη Ναό, δηλαδή κατοικία του θεού, συμβαίνει το αντίθετο, ο Θεός και ο Χριστός αποτελούν το κατοικητήριο της πόλεως. Όλη η πόλις είναι βουτηγμένη μέσα στον Θεό. Όλη η πόλις, ένας υπερμεγέθης Ναός. «Ό γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί, και το Αρνίον» (21,22). Η πόλις, όπως το σημείωσε και ο προφήτης Ησαΐας, δεν χρειάζεται ήλιο και φεγγάρι για να φωτίζουν. Φωτίζεται από την δόξα του Θεού, και για λάμπα της έχει τον Χριστό — «ο λύχνος αυτής το Αρνίον» (21,23). Το φως πού πάνω στο Θαβώρ ξεχύθηκε από το σώμα του Χριστού και ξεπέρασε σε λάμψη το φως του ήλιου, αυτό το θαβώριο φως σε μεγαλύτερη ένταση καταυγάζει τα μήκη, τα πλάτη και τα ύψη της Ουρανίας πόλεως. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονόμασε το θαβώριο φως «καλλονήν του μέλλοντος αιώνος». Και αυτήν την υπερκαλλή ωραιότητα αντίκρισαν τα μάτια του Ιωάννου σκορπισμένη στην πόλη του θεού. Το υψηλότερο σημείο της πόλεως φθάνει τα δώδεκα χιλιάδες στάδια. Εκεί είναι στημένος ο θρόνος του Κυρίου. Από εκεί ξεπηγάζουν οι χάριτες οι δωρεές και οι ευλογίες του Αγίου Πνεύματος. Σ' αυτήν την πόλη τελείται μια διαρκής Πεντηκοστή. Το πράγμα παρουσιάζεται συμβολικά, με την εικόνα του ποταμού. Για τον ίδιο ποταμό μίλησε, όπως αναφέραμε, και ο Δαβίδ. Τα νερά του πόταμου σκορπίζουν την ζωή, είναι γεμάτα φως, λάμπουν, διασχίζουν χαρούμενα την πόλη και την πλατεία. Ή μέση της πλατείας συμπίπτει με την μέση του πόταμου. Εκεί ακριβώς στο κέντρο του ξεπροβάλλει το μυριοπόθητο, το αξιομακάριστο και πολυύμνητο δένδρο της ζωής. Τα νερά του Ιερού ποταμού το χτυπούν, το χαϊδεύουν και το δροσίζουν απ’ όλες τις πλευρές. Η γονιμότητα του πρωτοφανής και ακατάπαυστος. Όχι μία αλλά δώδεκα φορές το έτος καρποφορεί. Κάθε μήνα. νέα φρουτοπαραγωγή. Και τα φύλλα του θεραπεύουν κάθε αρρώστια. Μακάριος όποιος γευθεί τους γλυκύτατους, τους μυρωδάτους, τους ζωοποιούς και θεοποιούς καρπούς του. Μακάριος κι όποιος τους προγεύθηκε εδώ κάτω στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Υπάρχουν και κάποιες σπάνιες περιπτώσεις πού στο στόμα των πιστών η θεία Κοινωνία πήρε την γλυκύτητα και την ευωδιά ουρανίου καρπού. «Μακάριοι όσοι εφαρμόζουν τις εντολές του θεού. Αυτοί θα έχουν δικαίωμα να γεύωνται το δένδρο της ζωής. Αυτοί θα έχουν δικαίωμα να περάσουν από τις πύλες μέσα στην πόλη» (22,14). Χωρίς τήρηση των θείων εντολών, ας μη περιμένουμε μελλοντική μακαριότητα. Φορτωμένοι με κακίες δεν θα μπορέσουμε να μπούμε στην ουρανιά πόλι. «Δεν πρόκειται να μπει σ' αυτήν τίποτε το μολυσμένο και όποιος πράττει βδελυκτά πράγματα και ακολουθεί το ψεύδος» (21,27). «Έξω τα σκυλιά και οι μάγοι και οι ανήθικοι και οι φονιάδες και οι ειδωλολάτρες» (22,15). Η άνω Ιερουσαλήμ είναι γεμάτη φως και ζωή. Όποιος ζει αμαρτωλά, βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι και τον θάνατο. Πώς να συνταιριάξουν αυτά; Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, στην 30η πνευματική του ομιλία σημειώνει σχετικά: «Όπως ο νεκρός σε μία πόλη είναι εντελώς άχρηστος και τον βγάζουν έξω και τον θάβουν, έτσι και η ψυχή πού δεν έχει επάνω της την επουράνια εικόνα του θεϊκού φωτός, πού είναι η ζωή της, είναι αποτυχημένη και απόβλητη. Δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να χρησιμεύσει στην πόλη εκείνη των άγιων, αφού δεν φορεί την φωτεινή και θεϊκή χάρη του Πνεύματος. Είναι γι' αυτούς νεκρή και άχρηστη». Εκεί όλα είναι φωτεινά και ένδοξα. Καμιά φορά ταξιδεύοντας έτυχε ν' αντικρίσω σε ώρες δειλινού προς την δύση κάποια φαντασμαγορικά ηλιοβασιλέματα με διάχυτες φωτεινόχρωμες ομορφιές. Κι αυτά τα ουράνια κάλλη μου θύμισαν τις ένδοξες φωτοχυσίες της άνω Ιερουσαλήμ. «Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο». Εκεί, αν με ελεήσει ο Θεός, αναλογίζομαι πώς θα συναντήσω τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα ντυμένα με ηλιοειδή ενδύματα. Τους μεγάλους πατριάρχες της Π. Διαθήκης με την αλύγιστη πίστη. Τούς θαυμαστούς προφήτες, κι ανάμεσα τους τον ευλογημένο εκ κοιλίας μητρός Σαμουήλ και τον χαριτωμένο Ελισαίο πού κάποτε είχα αποστηθίσει τα θαύματα του. Τον σοφώτατο Δανιήλ πού αναξίως φέρω το όνομά του. Τον Ηγαπημένο Ιωάννη με τις θεολογίες του και τα συγκλονιστικά του Οράματα. Τον πεφιλημένο Απόστολο Παύλο πού έχει γίνει ένα κομμάτι της ζωής μου. Τον τρισευλογημένο άγιο Ιγνάτιο πού τόσο με γοήτευσαν τα λόγια των θεσπέσιων επιστολών του. Εκεί και τον Γρηγόριο τον θεολόγο, την συμπάθεια μου, πού κάποτε στον επιτάφιο της αδελφής του είχε πει: «Γοργονία, πατρίς μεν η ανω Ιερουσαλήμ, η μη βλεπομένη νοούμενη δε πόλις, εν ή πολιτευόμεθα και προς ην επεινόμεθα» Εκεί και την οσιομάρτυρα Παρασκευή, πού βασανίσθηκε και απετμήθη την κεφαλήν για τον Κύριο, ιδιαιτέρως προστάτιδα μου. Εκεί και την νεαρή μεγαλομάρτυρα Αγία Μαρίνα, πού αξιωθήκαμε να της φτιάξουμε ένα όμορφο εξωκλήσι. Εκεί και τον σεβάσμιο Ρώσο ερημίτη π. Τύχωνα, πού τον γνώρισα σε ηλικία εικοσιέξι ετών σε ερημικό κελί του Αγίου Όρους — εκείνος ήταν ογδόντα, ο πρώτος θεοφόρος πού συνάντησα στην ζωή μου. Δίπλα του στεκόταν ένα μικρό αγρίμι, μία νυφίτσα, πού του συμπεριφερόταν σαν ήμερη γάτα. Σε ερώτηση γιατί όλοι οι χριστιανοί δεν έχουν την ίδια χάρη από το Άγιο Πνεύμα, ενώ αυτό είναι το ίδιο, έδωσε σοφή απάντηση: «Στην Εκκλησία πού πάς ν' ανάψεις κερί, αν δώσεις δέκα δραχμές παίρνεις μικρό, αν δώσεις είκοσι, μεγαλύτερο. Κι αν δώσεις εκατό, παίρνεις λαμπάδα. Έτσι γίνεται και με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, όσο πιο πολλά δίνεις, τόσο πιο πολλά παίρνεις». Εκεί ο κάθε πιστός θ' αντικρίσει τους προσφιλείς αγίους και προστάτες, τους πνευματικούς του πατέρες και καθοδηγητές, σαν λαμπερά αστέρια να περιχορεύουν γύρω από τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Ας οπλιστούμε λοιπόν με θάρρος κι ας αγωνισθούμε να κατακτήσουμε τις άγιες αρετές του Χρίστου, την εγκράτεια, την υπομονή, την ταπείνωση, την αγάπη και μέσα σ' αυτές θα βρούμε τον δρόμο προς τις μαργαριταρένιες πύλες της άνω Ιερουσαλήμ, όπου ο υπέρφωτος θρόνος του θεού και το ύδωρ της αθανάτου ζωής και οι καρποί του Ιερού δένδρου και το ανέσπερο φως της θεϊκής δόξης — «φως Ιλαρόν αγίας δόξης». Ω Ουρανία Πατρίδα, μη μας απόρριψης από τις μητρικές σου αγκάλες. Αξίωσε μας να βαδίσουμε υπομονετικά και αθλητικά την στενή οδό για να καταλήξουμε στην αιθέρια απλοχωριά και απεραντοσύνη σου. Αμήν Και όποιος ακούει ας πει «γένοιτο»! ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ +Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

3 Ιουλ 2009

1/7/21 -1/7/09 88 χρόνια μετά την πρώτη...αναπνοή

Κάλεσα την μικρή μου κόρη χθές βράδυ και της έδειξα την φωτογραφία ...
Μπαμπά γιατί χαμογελάει ο παππούλης με ρώτησε ...
Γιατί είναι ευτυχισμένος παιδάκι μου ..της απάντησα, γιατί είναι χαρούμενος ....
Να ...έλα να του γράψουμε ένα γράμμα ..στον ουρανό που μας βλέπει .....
Με την βραχνή φωνούλα σου
τον κόσμο νουθετούσες
και τα παιδάκια λάτρευες
το χέρι τους φιλούσες.
Δάκρυζες όποτε έφερνες
στο στόμα σου Εκείνον,
και όποτε θυμόσουνα
την κλήση των Ελλήνων .
Μια συμφωνία έκαμες ,ο δρόμος
να τελειώσει , ογδονταοχτώ χρόνια μετά την πρώτη αναπνοή ...
Και οι Άγιοι Ανάργυροι ,δεν ξέχασαν και ήρθαν...
ξημέρωνε η πανήγυρης ...στο ΄χαν υποσχεθεί .




Σε αγκαλιάζει η Παναγιά και σύ ευτυχισμένος,
χαμογελάς και εύχεσαι στον Δίκαιο Κριτή,
ο κόσμος που αγάπησες να είναι σεσωσμένος ,
όταν θα ηχήσει σάλπισμα στης κρίσης την στιγμή .
Καλό Παράδεισο Άγιε Γέροντα
Πρέσβευε τω Θεώ ,σωθήναι τας ψυχάς ημών των αμαρτωλών .
νώντας σκοπετέας

Ολόκληρη η Αγιορείτικη οικογένεια, όλος ο Ορθόδοξος ελληνισμός αποχαιρέτησε προχθές το βράδυ τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό, έναν από τους πλέον σεβάσμιους Αθωνίτες Γέροντες, ο οποίος εκοιμήθη στις 2:30το πρωί , της 1 Ιουλίου 2009. Ο Γέροντας εγεννήθη την 1η Ιουλίου του 1921, στην εορτή των Αγίων Αναργύρων. Μετά την κοίμηση του Γέροντα του, Ιωσήφ του Ησυχαστή, είχε φύγει από τη σκήτη που έμενε και είχε πάει στην Σκήτη των Αγίων Αναργύρων. Ο άγιος Κοσμάς και ο άγιος Δαμιανός λοιπόν ήταν εκείνοι που τον προστάτευαν και εκείνοι που διάλεξαν να τον πάρουν μαζί τους ανήμερα της εορτής τους. Παρακάτω αναρτούμε μια απο τις τελευταίες του συνεντεύξεις ,μεστή απο πατρικές νουθεσίες και λόγο παραμυθητικό ...
Μιά συνέντευξη από το Περιβόλι της Παναγίας στην οποία ο λόγος που απορρέει από την υπερεξηκονταετή ασκητική πείρα του Γέροντα Ιωσήφ, ακούγεται διαχρονικός σε σύγχρονα υπαρξιακά ζητήματα.
Σεβαστέ γέροντα, θα θέλαμε να αναφερθείτε στο ορθόδοξο ασκητικό ήθος των Αγιορειτών πατέρων. Οι Αγιορείτες, παιδί μου, είναι συνεχιστές της ακριβούς πατερικής ορολογίας. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Αυτό που δημιούργησαν οι πρώτοι Πατέρες, οι θεοφόροι και θεοφώτιστοι, αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο μοναχισμός ξεκίνησε από το βάθος της Αιγύπτου τον 4ο αιώνα. Μετά από τη θεμελίωση του από τον Μεγάλο Αντώνιο το μεγάλωσαν, το αύξησαν οι λεγόμενοι Ταβεννησιώτες, στην Ταβέννηση που ευρίσκονταν. Το μετέφεραν στην Παλαιστίνη, αρχικά ο Μέγας Ευθύμιος, και ύστερα ο άγιος Σάββας. Ο άγιος Σάββας δημιούργησε τη Λαύρα, κοινόβιο μεν, αλλά υπήρχε ελευθερία προσευχής και διαίτης κατά βούληση. Κατόπιν ο Μέγας Θεοδόσιος κατήργησε την ιδιορρυθμία και εφήρμοσε την απόλυτη έννοια του κοινοβιακού συστήματος. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Βυζάντιο, αφού εκείνα τα μέρη τα είχε πλέον η λαίλαπα της ισλαμικής κατάρας αφανίσει. Δημιουργήθηκε το λεγόμενο Στούδιο με ηγεμόνα, με αρχηγό και πνευματικό πατέρα τον Θεόδωρο, ο οποίος υπέστη τέσσερις εξορίες μαζί με πλήθος μοναχών χάριν της εικονομαχίας. Τον 10ο αιώνα, ένα μέλος της στουδιτικής αυτής γραμμής, ήταν ο Αθανάσιος ο Λαυριώτης, ο Αθωνίτης. Αυτός ο οποίος μετέφερε εδώ στον Άθωνα την ακρίβεια της συνεχείας της στουδιτικής παραδόσεως που ήταν ακριβώς η Πατερική. Έκτοτε συνεχίζει αυτή η γραμμή μέχρι σήμερα. Τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει, ο σκοπός είναι ένας. Ο μοναχισμός, παιδί μου, δεν είναι κάτι το οποίο είναι ανθρώπινη εκλογή ή ανθρώπινη επινόησις ή σκέψη ή φαντασία. Ο μοναχισμός είναι πρόσκληση... και κάτι παραπάνω, έλξη. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιωάν. 6,44). Στο πλήθος των χριστιανών λέει ο Κύριός μας: «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε» (Ιωάν. 15, 16). Στούς μοναχούς όμως εκδηλώνει μία ιδιαίτερη πρόνοια και λέει: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν». Άρα, λοιπόν, οι μοναχοί ειλκύσθησαν από την θεία Πρόνοια με ένα σκοπό· να επαναφέρουν την ισορροπία της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η ανθρωπίνη προσωπικότητα, η οποία κατασκευάσθη εξ αρχής κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, με την πτώση διεφθάρη. Αυτή λοιπόν την προσωπικότητα «ενεδύθην άμα τη σαρκώσει του ο Θεός Λόγος». Επανέφερε πίσω ο Θεός Λόγος, την θεία Χάρη, την οποία απολέσαμε με την πτώση. Την λάβαμε όλοι οι ορθόδοξοι από το Βάπτισμα. Οι μοναχοί την λαμβάνουν κατά δύο τρόπους. Και από το Βάπτισμα και από τη μοναχική τους κουρά. Έκτοτε χρειάζεται η πρακτική πλέον μορφή της έμπρακτης αυταπαρνήσεως της φιλοθεΐας, οπότε αρχίζει η ενέργεια της Χάριτος και επαναφέρει τον άνθρωπο στην θέση του, στον αγιασμό. Ο ανθρώπινος προορισμός είναι η θέωση, ο αγιασμός. Αυτός ήταν ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως. «Όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. 1,12). Άρα μετ’ εξουσίας αποκαλούν τον Θεό, Πατέρα, ειδικά οι μοναχοί, επειδή αυτοί κυρίως εφαρμόζουν, ή μάλλον ξεκινούν από την περιεκτική αποταγή. Τούς ξεκολλά η θεία αγάπη από την κοινωνική υποχρέωση δια της πλήρους αποταγής. Τούς κρατά μόνον στο επάναγκες της βιολογικής υπόστασης: λίγη τροφή, μία ενδυμασία και ένα κελλί για ύπνο. Η αποταγή είναι το θεμέλιο του μοναχισμού. Όταν ξεκινήσει ο μοναχός με την ελευθερία της αποταγής που δεν είναι δεσμευμένος ο νους σε τίποτε, γυρίζει ο νους εξ ολοκλήρου προς τον Θεό, διότι η πρώτη και κυρία εντολή είναι να αγαπήσει κανείς τον Θεό «εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας» (Μάρ. 12,30). Και δεύτερη εντολή «να αγαπήση τον πλησίον ως εαυτόν» (Μάρ. 12,31). Άρα η πρώτη και κυρία εντολή, η οποία θα μας αναβιβάσει στις θείες επαγγελίες είναι η αγάπη, η αγάπη προς τον Θεό. Μα για να αγαπήσει ο άνθρωπος τον Θεό πρέπει σιγά σιγά να αποκολλήσει από πάνω του κάθε τι που τον απασχολεί. Μέχρι που οι πατέρες έφθασαν ακόμα και τη βιολογική υπόσταση να αρνηθούν, πράγμα που καταντά να είναι σήμερα απίστευτο. Και όμως είναι γεγονός. Με την απόλυτη αυτή αποταγή και την απόλυτη έννοια της υποταγής προς το θείο θέλημα, αρχίζει η θεία Χάρις, η οποία είναι εντός ημών, να λειτουργεί. Η θεία Χάρη είναι μεν μέσα μας, αλλά δεν έχει εξουσία εάν δεν προηγηθεί η ελευθερία της προσωπικότητας· εάν η ελευθερία της προσωπικότητας δεν κινηθεί, η θεία Χάρις, παρόλο που βρίσκεται παρούσα, δεν λειτουργεί. Πρέπει να αποδείξει ο άνθρωπος εκουσίως τι προτιμά. Προτιμά να αγαπήσει τον Θεό και να το αποδείξει με την πράξη; Τότε λειτουργεί η θεία Χάρις, η οποία καταστρέφει τον παλαιό άνθρωπο, «τον παλιάνθρωπο», και δημιουργεί τον νέο, τον καινό, τον κατά Χριστόν, στον οποίο ενεργείται ο αγιασμός. Ανεδείχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες άγιες ασκητικές μορφές, όπως οι Γέροντες: Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Πορφύριος, Παΐσιος, Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Πώς έφθασαν στην αγιότητα; Υπάρχουν και σήμερα τέτοιες μορφές; Θα γεννά πάντοτε το Άγιον Όρος αντίστοιχες προσωπικότητες; Βέβαια, και πάντοτε θα υπάρχουν, αλλοίμονο εάν δεν υπάρχουν. Αυτοί είναι που “κρατούν τον Θεό” να μείνει μαζί με τη διαφθαρμένη κοινωνία. Ξεχνάτε τον διάλογο του Αβραάμ με τον Θεό, όταν Αυτός αποφάσισε οριστικά να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα; Για να μην λέγω όλη την ιστορία: «...εάν λαλήσω έτι άπαξ εάν ευρεθώσι εκεί δέκα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκα των δέκα» (βλ. Γέν. 18,20-33). Έ! λοιπόν, τώρα αυτοί οι δέκα είναι οι συνεχιστές. Εάν τώρα, στη μεγαλύτερη χρεωκοπία της ανθρώπινης δυστυχίας και προδοσίας, εάν τώρα λειτουργούν πρόσωπα φορείς του αγιασμού, πόσο μάλλον πιο πίσω, παλαιότερα, που υπήρχαν περισσότερες αιτίες και ήταν πιο λίγη η λύσσα της σατανικής επιδράσεως και της κοινωνικής χρεωκοπίας.
Η συνοδεία του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού .Τρίτος όρθιος απο αριστερά ο κοιμηθείς Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός .// Επισκεπτόμενος κάποιος το Άγιον Όρος αντικρύζει και έρημες, απόκρημνες περιοχές. Σήμερα ασκητεύουν σε αυτούς τους χώρους μοναχοί; Δεν νομίζω να χρειάζονται, διότι τότε αυτά χρειάζονταν όταν βρισκόταν στο ζενίθ η απόλυτη ακτημοσύνη και φιλοπονία, οι οποίες είναι μεγάλες και δυσκατόρθωτες αρετές. Αλλά αυτά, εάν δεν τα ολοκληρώσει ο μοναχός υπό αυτήν την έννοια, δεν στερείται πάλι την επιτυχία του σκοπού του, του προορισμού του. Και επειδή σήμερα υστερούμεθα τέτοιων παραδειγμάτων, ούτως ώστε οι διάφοροι μεμονωμένοι, δηλαδή απομονωμένοι στα σπήλαια, να στηριχθούν σε αυτήν την αυστηρή ασκητική ζωή κατ’ ανάγκην μένουν σε πληρέστερα κοινοβιακότερα περιβάλλοντα, οπότε η αποταγή και η μετάνοιά τους να αποβεί θετική και αποδοτική. Διότι «ουαί τώ ενί» (Εκκλ. 4,10). Ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί το θαύμα κάτι πολύ απόμακρο και ίσως αδύνατο να συμβεί. Μιλήστε μας για την παρουσία και την βίωση του θαύματος, στο Περιβόλι της Παναγίας, δώστε μας κάποια παραδείγματα... Παραδείγματα δεν χρειάζεται να σάς αναφέρω από το Περιβόλι της Παναγίας, αλλά και εκεί στο κέντρο, που είναι το μεγάλο χωριό, όπως λέμε. Και εκεί στην Αθήνα το θαύμα συνεχίζεται. Δεν είναι θαύμα όταν βλέπεις ένα νέο παιδί να περνά σήμερα από τις φλόγες της διαφθοράς και να μείνει ανέπαφο; «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,5), αλλά «πάντα ισχύομεν εν τώ ενδυναμούντι ημάς Χριστώ» (Φιλλιπ. 4,13). Πώς βρίσκουμε σήμερα αγνές κόρες και αγνά παιδιά, τα οποία κρατούν την απόλυτη έννοια του ήθους και της πίστεως; Αυτά είναι τα πραγματικά θαύματα.
Πολλοί είναι αυτοί που επισκέπτονται το Άγιον Όρος. Προσκυνητές που ευλαβικά μετέχουν στη λειτουργική ζωή και επισκέπτες που ζητούν να ζήσουν τη φύση, να θαυμάσουν σκευοφυλάκια και κειμήλια. Τι κερδίζει καθένας από αυτούς από τον αγιασμένο τόπο; Τι είναι αυτό που «αλλοιώνει» προς το καλύτερο τον καλοπροαίρετο προσκυνητή; Κοιτάξτε, ο άνθρωπος και μετά την πτώση κράτησε τη μιμητικότητα, αλλά βέβαια και τη δύναμη της λογικής. Έρχονται εδώ εκείνοι, οι οποίοι έχουν επίγνωση για να συναντήσουν εφηρμοσμένο χριστιανισμό. Σήμερα παντού ακούγεται η ίδια κραυγή: «Μα τον καιρό εκείνο εντάξει… Είναι και στις ημέρες μας εφαρμόσιμος ο χριστιανισμός;». Αυτή είναι η γενική κατακραυγή. Λοιπόν, αυτή η κατακραυγή πάρα πολλούς από τους πιστούς τους φέρνει σε δίλημμα και τότε ξεκινούν ερευνώντας να δούν πρακτικά που είναι εφηρμοσμένος ο χριστιανισμός. Έτσι έρχονται, βλέπουν, παρατηρούν, θαυμάζουν και επηρεάζονται, διότι λειτουργεί ο νόμος της επιδράσεως και της επιρροής. Και πάρα πολλοί απ’ αυτούς, οι οποίοι ήρθαν ακόμα και για να πειράξουν, εν τούτοις η θεία Χάρις τους τραβάει και αυτούς και ωφελούνται. Έ!, δεν μπορώ να πω απόλυτα ότι όλοι, αλλά πάρα πολλοί εξ αυτών ωφελούνται. Τί είναι αυτό που θέλγει σήμερα «επιστήμονες» του κόσμου να ενδύονται το μαύρο ράσο, να αποτάσσονται τον κόσμο και να έρχονται στο Περιβόλι της Παναγίας; Αφού με τη χριστιανική τους αγωγή έξω στον κόσμο, με τη μελέτη των πατερικών κειμένων, έχουν καταλάβει τη σημασία του μοναχισμού και αφού το κατάλαβαν, τότε κατ’ ανάγκη πρέπει να ’ρθουν εδώ, που είναι η έδρα του μοναχισμού για να πάρουν “προζύμι” και παράδειγμα και επιπλέον για να υποταχθούν. Στήν αρχή, λοιπόν, για να δούν και να μελετήσουν, μετά όμως να ενταχθούν, να υποταχθούν. Να γίνουν και αυτοί όπως είναι τα πρότυπά τους, τα οποία ήρθαν να θαυμάσουν. Ποιά είναι η παρουσία ξένων ορθοδόξων μοναχών στην Αθωνική Πολιτεία και ποιό το μήνυμα αυτής της συνύπαρξης μοναχών πολλών διαφορετικών εθνοτήτων; Είναι γεγονός ότι στην περίοδο του Βυζαντίου είχε διδαχθεί σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο ο χριστιανισμός και ο μοναχισμός. Βέβαια, αυτό δεν κράτησε πολύ. Στα Βαλκάνια όμως όχι μόνον κράτησε, αλλά και ολοκληρώθηκε. Στα Βαλκάνια έχει επίδραση το Βατοπαίδι από πολλά χρόνια. Ειδικά η Ρουμανία, τρεφόταν πνευματικά από το Βατοπαίδι. Είκοσι ένα μοναστήρια και σκήτες, ήταν μετόχια της Μονής Βατοπαιδίου στη Ρουμανία. Γενικά τα Βαλκάνια ήταν υπό την επίδραση του Αγίου Όρους, ειδικά της Μονής Βατοπαιδίου. Τώρα λοιπόν, άρχισαν και αυτοί να ελευθερώνονται από τη λαίλαπα της κομμουνιστικής θηριωδίας και αισθάνθηκαν πιο άνετα. Αμέσως γυρίζουν προς τον Άθωνα, διότι είναι γεγονός ότι και η Εκκλησία τους στη Ρουμανία δεν στέκει καλά ακόμα. Δεν κατόρθωσαν να αναδιοργανωθούν και έτσι είναι κάπως προβληματική η κατάσταση εκεί. Γι’ αυτό κατ’ ανάγκην έρχονται στο Άγιον Όρος, διότι αναζητούν τη συνέχεια της παραδόσεώς τους, και εμείς επειδή το ξέρουμε, τους δεχόμεθα όχι ως Ρουμάνους, αλλ’ ως αδελφούς γνησίους. Διότι στην πραγματικότητα η Ρουμανία υπήρξε τμήμα βυζαντινό. Το τελευταίο διάστημα διατυπώνονται διάφορες απόψεις σχετικά με τη στέρηση της δυνατότητας των γυναικών να επισκεφθούν το Άγιον Όρος. Γιά ποιό λόγο έχει καθιερωθεί, γέροντα, το άβατον του Αγίου Όρους; Το άβατον έπρεπε να εφαρμοστεί σε όλα τα ανδρικά μοναστήρια· και στα γυναικεία επίσης. Διότι, εφόσον η βάση του μοναχισμού είναι η παρθενία και η αγνότητα, τι θέση έχει η γυναίκα στον ανδρικό μοναχισμό; Η γυναίκα πρέπει να πάει εκεί που υπάρχει η συζυγία και η μητρότητα, αυτή είναι η αποστολή της. Εδώ που είναι επιβεβλημένη η παρθενία, τι γυρεύει η γυναίκα; Άρα το θέμα αγγίζει του δόγματος. Το άβατο δεν είναι θέμα ιδεολογίας που κάποτε εφαρμόσθηκε. Είναι απόλυτο δίκαιο, απόλυτη έννοια. Και, βλέπετε, προστάτης και κουροτρόφος του μοναχισμού είναι η Παναγία Θεοτόκος, η οποία είναι αειπάρθενος. Παρθένος έγινε μητέρα και μετά τη μητρότητά της έμεινε παρθένος και συνεχίζει να προστατεύει την παρθενική αγωγή και ζωή. Γι’ αυτό και βιώνουμε την παρουσία της εδώ στον Άθωνα, αισθητά με τη μητρική της κηδεμονία. Χώρια που εμείς εδώ οι Βατοπαιδινοί την έχουμε δεί κατ’ επανάληψιν οφθαλμοφανώς να περιέρχεται την αυλή της Μονής. Άρα, το θέμα της παρθενίας στον μοναχισμό είναι επιβεβλημένο, δηλαδή η αποχή στη σαρκική ένωση των δύο φύλων. Και στα γυναικεία μοναστήρια δεν πρέπει να υπάρχουν άνδρες, εκτός φυσικά από έναν εφημέριο που θα τους τελεί την θεία Λειτουργία ή για να τους κάνει μία εξομολόγηση· στα ανδρικά καθόλου να μην πλησιάσει γυναίκα. Τί χρειάζεται η γυναίκα; Δεν έχει καμμία θέση εδώ. «Πάς ο βλέπων η γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτήν» (Ματθ. 5,28). Βλέπετε; Άρα είναι επιβεβλημένο, δεν είναι νοοτροπία επιλογής. Το Άγιον Όρος παραμένει και σήμερα τόπος «αναπαύσεως» και «ησυχίας» και «ασκήσεως»; Οι περισσότερες μονές και σκήτες ζούν και πάλι σε εποχές αναστήλωσης. Πόσο επηρεάζεται έτσι ο τρόπος ζωής των μοναχών; Έχοντας μια παρουσία τουλάχιστον πέντε δεκαετιών ασκητικής ζωής στον ευλογημένο από την Παναγία αυτόν τόπο, θεωρείτε ότι υπάρχει κίνδυνος εκκοσμικεύσεως και αλλοίωσης του μοναχικού πνεύματος; Σε αυτά τα συμπεράσματα μπορεί να καταλήγει κάποιος που βλέπει εξωτερικά τη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους. Ο μοναχισμός για μας δεν είναι μία απλή διήγηση, μία αφηρημένη έννοια, διότι εμείς βαδίζοντας δια πίστεως και μόνον, δεν ερευνούμε τα αποτελέσματα και τα συναισθήματα πιστεύοντας ότι ο Θεός μας είλκυσε και μας απέσπασε από την κοινωνία και μας έφερε εδώ και μας δίδαξε πρακτικά, όχι διδακτικά μόνο. Διότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος ήταν μοναχός. Βλέπετε ότι μετά την παρουσία του στον Ιορδάνη –που εκεί μας αποκάλυψε το Τριαδολογικό μυστήριο, για να γνωρίσουμε που και πώς να πιστεύουμε– αμέσως αποχώρησε δια της αποταγής στην έρημο. Και ξεκίνησε στην έρημο με νηστεία, με αγρυπνία, με προσευχή, με παρθενία και με ακτημοσύνη. Αυτός δεν είναι ο μοναχός; Άρα δεν δίδαξε ο Χριστός μας μόνο προφορικά, αλλά και πρακτικά. Αυτός μας δίδαξε με ακριβή τρόπο αυτές τις αρετές. Διότι, μέσω αυτού του πρακτικού τρόπου αποδείχθηκε η απόλυτη προς τον Θεό στροφή και αγάπη. Αν δεν τηρούμε τις εντολές, δεν εργαζόμαστε τις αρετές, τότε αναγκαστικά τα πάθη αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο. Όταν ο νους δεν αιχμαλωτίζεται από τα πάθη ο άνθρωπος αρκείται στις απαραίτητες ανάγκες της βιολογικής υποστάσεως. Ένα πιάτο φαΐ, ένα ύφασμα να τυλιχθούμε και ένα δωμάτιο να κοιμηθούμε μέσα. Αφού αυτά είναι εκείνα τα οποία αυταρκούν στη βιολογική υπόσταση, πέραν τούτων ο νους δεν έχει δικαίωμα να στρέφεται πουθενά αλλού. Διότι ο νους είναι η αιτία της αναπλάσεως, της αναστάσεως και της επιτυχίας του θριάμβου και του αγιασμού. Επειδή από τον νου έγινε η πτώση. Ο νους είναι το κεφάλαιο της προσωπικότητας. Ο νους είναι το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν. Μέλη έχουν και τα ζώα. Ο νους, λοιπόν, είναι εκείνος ο οποίος επλανήθη και δημιούργησε την πτώση και τη φθορά. Τον νου αυτόν εξυγείανε ο Υιός του Θεού του ζώντος, αφού εφόρεσε την ανθρώπινη φύση, αποδεικνύοντάς μας πρακτικά την απόλυτη υποταγή και εξάρτηση. Τί χρειαζόταν στον Θεό Λόγο η υποταγή; «Μηδέν ων ήττον της πατρικής μεγαλωσύνης». Υποτάχθηκε για να μας δείξει τη βάση, το θεμέλιο. Ότι η παρακοή, ο αυταρχισμός, ο ετσιθελητισμός, η φιλαρέσκεια και η αυταρέσκεια, γεννήματα του εγωϊσμού, και γενικά, της εμπαθείας, είναι εκείνα που αιχμαλωτίζουν τον νου και δεν τον αφήνουν να ενωθεί με τον Θεό. Εάν ο νους δεν ξυπνήσει όχι μόνο να ενωθεί με τον Θεό, αλλά και να τον περικρατεί συνέχεια δια της επικκλήσεως του θείου ονόματός του, δεν αφήνει η θεία Χάρις. Για τον λόγο αυτόν, εμείς οι μοναχοί εδώ που μένουμε, προσπαθούμε ακριβώς την επίτευξη της ελευθερίας από οποιεσδήποτε προφάσεις και εφόσον υπάρχουν τις περιορίζουμε, κρατώντας μόνο την αυτάρκεια της βιολογικής υποστάσεως. Και τότε ο νους υποχρεωτικά επιστρέφει στον Θεό δια της αδειαλείπτου και επιμόνου προσευχής, αλλά και δια των υπολοίπων πρακτικών αρετών, της ταπεινοφροσύνης που είναι το αντίθετο του εγωισμού, της εγκρατείας που είναι το αντίθετο της ακρασίας και της σπατάλης και γενικά της ακτημοσύνης, που αποτελεί την ελευθερία του νου στο να μην δεσμεύεται σε κάτι εκτός από το να θυμάται τον Θεό, να τον αγαπά και να προσπαθεί να Τον ευαρεστήσει. Δεν σάς φοβίζουν δηλαδή αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες, φορτηγά, μηχανές κ.λπ.; Τούτα, κοιτάξτε, είναι τα μέσα τα οποία υπάρχουν πάντοτε στη ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μετά την πτώση του ζούσε με πρωτόγονα μέσα· μεταχειρίστηκε την εξυπηρέτηση των ζώων. Και τότε με τα ζώα και τα πρόχειρα μέσα της χειρωνακτικής εργασίας κατόρθωσε να επιβιώσει. Όταν όμως ο άνθρωπος άρχισε να αυξάνει τις δραστηριότητές του και εισήλθε στη γνωσιολογία, άρχισε να επιζητεί βελτιωμένη την κοινωνική του ζωή, άρχισε να επινοεί και τρόπους, εργαλεία και εξαρτήματα για να τον συντηρούν. Έ, μέχρι σ’ ένα σημείο αυταρκείας καλά είναι. Εάν όμως και σ’ αυτά γίνεται παράχρηση, τότε αυτά γίνονται βλαβερά. Τώρα βέβαια εδώ στον Άθωνα, προσπαθούμε να μην επιζητούμε κάτι παραπάνω από τους όρους της χρείας. Γίνεται όμως στην σύγχρονη εποχή να επανέλθουμε να εξυπηρετούμεθα με τα ζώα; Πρώτα πρώτα η σύγχρονη γενεά δεν μπορεί να το κάνει. Τα νέα παιδιά που έρχονται τώρα δεν έχουν τέτοια δύναμη αυταπαρνήσεως και φιλοπονίας, την οποία συναντήσαμε εμείς στους προγόνους μας. Τότε κατ’ ανάγκην δεν θα υστερήσουμε από τον σημερινό μοναχό την προκοπή, επειδή δεν μπορεί τρόπον τινά να υπερκουράζεται, αλλά θα βρούμε τρόπους που να του ελαφρώσουμε την κοπιαστική ζωή του, την τριβή, ούτως ώστε να μην φύγει αυτός από το αγωνιστικό στάδιο της μετανοίας χάριν της υπερκοπώσεως και έτσι να επιστρέψει, να ολιγοψυχήσει, να προδώσει. Οπότε μεταχειριστήκαμε την τεχνολογία, η οποία διευκολύνει την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Εάν λοιπόν η τεχνολογία δεν οδηγεί σε παράχρηση, αλλά είναι μέσα στους όρους της χρείας, και αυτή τότε αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο που διευκολύνει τον πνευματικό μας αγώνα. Δεν της αποδίδουμε ούτε λατρεία, ούτε είμεθα υποχρεωμένοι, ούτε δεμένοι σ’ αυτήν, ούτε μας αιχμαλωτίζει. Απλώς κάνουμε τη χρήση για να βελτιώσουμε τη ζωή μας στις σημερινές συνθήκες. Όταν σήμερα ένα παιδί έρχεται εδώ να γίνει μοναχός που μόλις τελείωσε το Λύκειο και ζούσε με πολλές ανέσεις, τώρα πώς θα περιμένεις από αυτόν κατευθείαν την περιεκτική φιλοπονία; Έ!, λοιπόν, για να μην του στερήσουμε την οδό του μοναχισμού, κατ’ ανάγκην θα μεταχειριστούμε την τεχνολογία, μετατρέποντας ευκολότερη τη διαμονή του, ώστε να βοηθηθεί να δώσει την καλή ομολογία προς τον Θεό. Αγιορείτες μοναχοί, εκτός Αγίου Όρους, μιλούν σε αίθουσες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, συγγράφουν βιβλία, εκδίδουν λευκώματα, χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οδηγούν τζιπ. Ποιά η παρουσία σας ανάμεσα στον κόσμο; Μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονα διακονήματα και σύγχρονους τρόπους ασκήσεως; Όχι, αυτό δεν είναι για όλους. Εάν υπάρχουν μερικοί που το κάνουν αυτό και ειδικά νεώτεροι δεν είναι αξιέπαινο. Δεν ξέρουμε που θα καταλήξουν, διότι χωρίς να είναι ολοκληρωμένοι κατά Θεόν, μπήκαν μέσα στα αίτια. Ποιος πιστεύει ότι θα διατηρηθεί ακέραιος από τα αίτια; Όμως δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Οι πνευματικοί άνθρωποι, φερειπείν ο δικός μας ο ηγούμενος –ο οποίος ουδέποτε βγαίνει έξω γιατί το θέλει αυτός– το επιτάσσει όμως μία υπηρεσία της Μονής, ή μπορεί να έχει προσκληθεί για να κάνει μία ομιλία. Βγαίνοντας έξω λοιπόν, δεν παύει να εξασκεί και το πνευματικό έργο του. Πεπειραμένος της πνευματικής ζωής, έχοντας την ιερωσύνη και την πνευματική ιδιότητα ως λειτουργός, κάνει αυτήν την υπηρεσία, οπότε μπορώ να πω ότι αυτό είναι ωφέλιμο. Ουδέποτε εξ ιδίας θελήσεως, αλλά μόνο εάν παρουσιαστεί ανάγκη. Το θέμα τώρα της συγγραφής, ξεκινήσαμε και εμείς οι ευτελείς, παρόλη την ατέλειά μας, αλλά ουδέποτε κινηθήκαμε βάσει δικής μας επιλογής ή νοοτροπίας. Επειδή ζήσαμε κοντά σε ανθρώπους θεοφόρους, πνευματικούς, αγίους και είδαμε και ψηλαφήσαμε με τα χέρια μας και τα μάτια μας το δρόμο του αγιασμού, την πράξη και τη θεωρία, από την είσοδο ως το τέλος. Όταν κατ’ επανάληψη μας ρωτούσαν και μας ρωτούν να το περιγράψουμε, τους λέγαμε τα κατάλληλα. Μετά επιμένανε. «Μά, θα τα ξεχάσουμε πάτερ. Δεν τα γράφετε σε κάποιο βιβλίο;». Αυτή η επιθυμία τους μας ανάγκασε να καθίσουμε και να γράψουμε αυτά που παραλάβαμε από τους αγίους γεροντάδες μας, χωρίς να προσθέσουμε τίποτα δικό μας. Έ!, αυτό επιβάλλεται. Ποιά η προσφορά του ελληνικού πνεύματος και της ορθοδοξίας στο σύγχρονο γίγνεσθαι; Κοιτάξτε, το θέμα της ορθοδοξίας είναι δογματικό καθήκον, δεν είναι θέμα επιλογής. Και όποιος θέλει να βρει τον εαυτό του, μόνον αυτός είναι ο δρόμος. «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. 11,25). Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όποιος, λοιπόν, θέλει να βρει την ανάσταση και τη ζωή έχει αποκαλυφθεί και αυτό βρίσκεται στην ορθοδοξία. Τί είναι η ορθοδοξία; Είναι το χάρισμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής. Η Ορθοδοξία ως δόγμα δεν δέχεται καμμία προσθήκη ή αφαίρεση. Όποιος “κρατεί” λοιπόν την Ορθοδοξία, στέκεται, όποιος τη βρει ανίσταται, όποιος την έχασε θα χαθεί. Δεν είναι θέματα σκέψεων και αποφάσεων και ανθρώπινες επιλογές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» (Μάρ. 8,34). Κατάλαβες; «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με… Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 14,21-23). Βλέπεις πώς φαίνεται καθαρά; Και δεν μιλάμε με μισαλλοδοξία, αλλά φιλαληθώς. Είναι γεγονός ότι τη φυλή μας την ευλόγησε ο Κύριός μας από την παρουσία του, ενταύθα. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Όταν οι Έλληνες ζήτησαν από τους Αποστόλους να δουν τον Ιησού, τότε ο Κύριός μας είπε το αξιοθαύμαστο: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου» (βλ. Ιωάν. 12,20-23). Ενώ στους Εβραίους είπε: «Αρθήσεται αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ. 21,43). Το έθνος αυτό είναι το ελληνικό. Απόδειξη ότι τούτο είναι αλήθεια, είναι ότι οι διάδοχοι των δώδεκα Αποστόλων ήταν Έλληνες και οι Έλληνες μετέφεραν την αλήθεια του Ευαγγελίου στον “παγκόσμιο στίβο”. Και μόνον οι Έλληνες το κρατούν μέχρι σήμερα απαραχάρακτα. Δεν μιλάμε φυλετικά. Όποιος θέλει ας ερευνήσει την ιστορία. Τώρα, λοιπόν, ο υγιής ελληνισμός για να είναι υγιής πρέπει να είναι και ορθόδοξος. Εάν κρατά αυτά τα δύο μαζί ο Έλληνας όπου και να πάει πάντοτε είναι επωφελής, και γίνεται υπόδειγμα ανιδιοτελείας και χριστιανικής βιοτής. Μάς είπατε ότι αγαπάτε την ελληνική οικογένεια και πονάτε για τις ελληνικές οικογένειες. Γνωρίζετε την αγωνία που έχει έξω ο κόσμος σήμερα; Αυτό, παιδί μου, το κατάλαβα και εγώ και αφιέρωσα χρόνο για να το ερευνήσω καλά και να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Ξεκίνησα σαν μοναχός από 16 ετών… Είμασταν επτά αδέλφια, πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Τα τέσσερα αγόρια ήταν στην Αμερική. Και μάλιστα βρίσκονταν σε πολύ πλούσιο τόπο και ευκατάστατοι πάρα πολύ, στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Και τότε στην ηλικία αυτή που ήμουν με προσκάλεσαν να πάω για να σπουδάσω και εγώ ετοιμαζόμουν. Όμως με έπιασε η αγγλική νομοθεσία, διότι έπρεπε να φεύγουν κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Επειδή το ποσοστό είχε συμπληρωθεί, δεν μπορούσα να πάω, θα αργούσε πολύ η σειρά μου. Τότε πλήρωσαν οι δικοί μου πολλά χρήματα για να αγοράσουμε τη θέση. Την αγοράσαμε τη θέση αυτή και είχα έτοιμα στην τσέπη τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα χαρτιά για να φύγω. Τότε, κατά την “κρείττονα πρόνοια του Θεού”, επισκέφθηκα ένα μοναστήρι, αρκετά πνευματικό, στην πατρίδα μου. Αν και στο σπίτι μας είχαμε ηθικοτάτη ζωή, για το υψηλότερο θέμα του αγιασμού δεν ξέραμε. Όταν λοιπόν πλησίασα τους μοναχούς και τους ρώτησα για να μου ερμηνεύσουν τον τρόπο της ζωής τους, τόσο με συγκλόνισαν τα λόγια τους και η καθόλη παρουσία τους. Μετά μου έδειξαν τις εικόνες. «Παιδί μου, μου είπε κάποιος από αυτούς, αυτές τις εικόνες που προσκύνησες, αυτούς που λες αγίους και είναι άγιοι και εμείς τους προσκυνούμε και τους κάνουμε εορτές, αυτοί από τούτο το δρόμο πέρασαν, αυτός ο δρόμος είναι που τους ανέβασε εκεί, στον αγιασμό». Λέω: «Κύριε ελέησον! Και σήμερα μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα;» «Κάθε εποχή παιδί μου· και τώρα γίνεται!». Αυτό με συγκλόνισε. Τότε έβγαλα από την τσέπη μου τα διαπιστευτήρια, τα έσκισα, τα πέταξα στον φούρνο και είπα: «Εδώ θα μείνω». «Μα είσαι μικρός!». «Δεν πειράζει, δοκιμάστε με να δείτε πώς θα σάς κάνω υπακοή». Κάθισα δέκα χρόνια εκεί Χάριτι Χριστού, χωρίς να υποχωρήσω και ωφελήθηκα πάρα πολύ, έπιασα όλο το νόημα της μοναστικής παραδόσεως. Αλλά δεν αναπαυόμουν, γιατί υπήρχε ο κόσμος και ήθελα να ’ρθω στον Άθωνα για ανώτερη πνευματική ζωή. Αλλά τότε δεν επέτρεπαν ο πόλεμος του ’40 και ό,τι επακολούθησε. Έτσι, το 1936 πήγα στο Μοναστήρι Σταυροβουνίου στην Κύπρο και το 1947 ήρθα στον Άθωνα. Από τότε μένω εδώ στο Άγιον Όρος. Μέχρι τα 45 μου δεν είχα μιλήσει ποτέ με γυναίκα. Δεν είχα βγεί έξω για να κάνω επαφές. Και στον τόπο μου εκεί στην Κύπρο που ήμουν και στον Άθωνα που ήρθα. Έζησα πρώτα με τον οσιώτατο γέροντά μου, Ιωσήφ τον Ησυχαστή († 1959), δώδεκα χρόνια και μετά σε ηλικία 45 ετών όταν αναγκάσθηκα να βρεθώ σε μετόχια μοναστηριών για πρώτη φορά ήρθα σ’ επαφή με την οικογένεια. Όταν είδα την οικογένεια σε τέτοια χάλια εγκαταλείψεως ολοκληρωτικής, πόνεσα. Και είπα: «Βρέ παιδιά, μήπως άραγε πρέπει και εμείς να συμβάλλουμε σε κάτι, διότι εάν ξεριζωθεί η οικογένεια πώς θα συνεχιστεί η κοινωνία;». Η σκέψη μου ήταν καλή, αλλά πάλι λέω πώς θα πλησιάσω την οικογένεια, εφόσον το ένα μέρος είναι η γυναίκα και εγώ τι σημαίνει γυναίκα δεν ξέρω; Τότε λοιπόν άρχισα την έρευνα από την Αγία Γραφή, την αρχή της δημιουργίας με πάσαν λεπτομέρεια μέχρι την πατερική γραμματεία και το πλήρωμα της θεολογίας της Εκκλησίας. Μετά όταν μιλούσα με πρεσβυτέρες συζύγους και μητέρες με διαβεβαιώναν για τα συμπεράσματά μου. Έτσι κατάλαβα πώς λειτουργεί η γυναικεία νοοτροπία. Από τότε άρχισα να πλησιάζω την οικογένεια, και να δίδω την έννοια της επιστροφής και της σωτηρίας. Το θέμα της διασπάσεως του ομαλού οικογενειακού βίου σήμερα, ειδικά σήμερα, το προκαλεί ο άνδρας. Επιμένω. Από την έρευνα που έκανα, σαν είδος διατριβής μπορεί να πει κανείς, ανακάλυψα ότι σε ποσοστό 85% οι άνδρες είναι οι υπεύθυνοι. Η γυναίκα από τη φύση της, παιδί μου, είναι γέννημα και προϊόν αγάπης και επομένως δεν ζει χωρίς αγάπη. Αληθινή αγάπη. Δεν γελιούνται, είναι έξυπνες. Εάν η αγάπη δεν είναι ειλικρινής, δεν πιστεύουν. Όταν λοιπόν βρει ειλικρινή αγάπη από τον άνδρα της, τότε είναι σε θέση αυτοθυσίας και ηρωισμού. Τότε έρχεται αρμονία στον οικογενειακό βίο. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο μεγαλύτερο απ’ αυτό. Η αγάπη εν ονόματι της Χάριτος κάνει τα δύο ένα μετά το γάμο, «ουκέτι εισί δύο, αλλά σάρξ μία» (Ματθ. 19,6). Έτσι επιδρά η αγάπη ευεργετικά στα παιδιά σε τέτοιο βαθμό ώστε να γεννηθούν με καλό χαρακτήρα. Λοιπόν, σήμερα αναγκάζομαι να πω και τούτο, κάπως τολμηρό μα με φέρνει η ανάγκη να το πω, όταν κάθε μέρα ακούω «η γυναίκα μου είναι έτσι, η γυναίκα μου είναι τέτοια, οι γυναίκες είναι σατανάδες...». Λέω: «Συγγνώμη, αγαπητέ μου, αυτή τη γυναίκα που λες δεν την παντρεύτηκες εσύ;». «Ναί». «Καλά, όταν την παντρεύτηκες δεν βρήκες σ’ αυτήν όλη την αγάπη, την τρυφερότητα, την ευτυχία;» «Ναί». «Τώρα γιατί άλλαξες; Η ίδια είναι. Και τότε που παντρεύτηκες και τώρα η ίδια είναι. Βλέπεις, ότι εσύ φταίς;». Συνάντησα ένα ανδρόγυνο μια φορά μεγάλης ηλικίας, σχεδόν 80 ετών, που είχαν μεταξύ τους πικρία και ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Τούς λυπήθηκα, κάθησα κοντά τους και άρχισα να ερευνώ και είδα ότι από άγνοια το έπαθαν. Δεν γνώριζαν ούτε το χριστιανισμό ούτε περί ήθους, τίποτα. Όταν κάθισα και τους μίλησα είδα ότι δέχονταν και ό,τι τους έλεγα το άκουγαν. Έ!, αφού προσπάθησα συνοπτικά να τους δείξω ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον Θεό και έχει αιωνιότητα και ότι δεν θα μείνουμε για πάντα στον κόσμο αυτό και ότι η συζυγία δεν διαλύεται εδώ, αλλά θα συνεχιστεί στην αιωνιότητα, συγκινήθηκαν, και τα δέχτηκαν όλα αυτά. Έφυγα και αφού πέρασε λίγος καιρός μου στέλνουνε ένα γράμμα, στο οποίο μου γράφανε: «Γέροντα, είναι σαν να ξαναζούμε τον πρώτο μήνα του γάμου μας». Αυτοί που ήθελαν να σφαγούν, να σφάξει ο ένας τον άλλο. Βλέπεις τις αποδείξεις; Θα σάς πω για ένα ακόμα χαρακτήρα πραγματικού συζύγου, που πάρα πολύ δύσκολα τον συναντούμε στις μέρες μας. Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Άργησε να παντρευτεί, σχεδόν στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε. Και τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη και βρήκε μια κορούλα και παντρεύτηκε. Η κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη απ’ αυτόν. Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αυτή να κάνει αταξίες. Έκανε πώς δεν έβλεπε αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του και αυτός πατέρας της. Είχαν όμως επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό και έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάνε εκεί, έστω και προσωρινά. Την παίρνει λοιπόν και έφυγαν. Όταν πήγαν εκεί αυτή πείσμωσε. Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ’κανε. Εγώ θα τον αφήσω». Λοιπόν, τον παρατάει και έφυγε. Έρχεται στην Ελλάδα και που πάει; Σ’ ένα από αυτά τα “καζίνα” και ζούσε ως ελεύθερη γυναίκα επί αμοιβή. Αυτός, από την ημέρα που έφυγε δεν έπαυε κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα και να επιμένει, να εκβιάζει τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη γυναίκα μου. «Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Θέλω τη σύζυγό μου. Εάν πλανήθηκε η κορούλα πρέπει να χαθεί; Γιατί ήρθες εσύ στη γη; Δεν ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο. Θέλω τη γυναίκα μου, να μου τη φέρεις πίσω». Έκλαιε επί δύο χρόνια. Επέδρασε η προσευχή και τελικά ήρθε στον εαυτό της. «Πω, πω», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ο Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!». Πιάνει και του γράφει ένα γραμματάκι και του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω, δεν έχω θέση. Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;». Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αυτή τη λέξη και με πλήγωσες; Δεν σε έστειλα για διακοπές και περιμένω με λαχτάρα την αγάπη μου να ’ρθει στην αγκαλιά μου;» Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο αεροδρόμιο, όπως συννενοήθηκαν. Όταν βγήκε αυτή έξω και τον είδε έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται με κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, γιατί κάνεις έτσι και με πληγώνεις; Σε περίμενα με λαχτάρα. Πάμε στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν». Και απεδείχθη ύστερα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή η κορούλα. Αυτή είναι η θέση του άνδρα, του συζύγου. Άμα οι σύζυγοι είναι τέτοιοι, δείξε μου ποιά γυναίκα είναι κακή; Από την σελίδα http://www.egolpio.com

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~