Πῶς ἐβιάσθη κ᾽ ἐσήμαινε τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανωλὴς ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων;
Ἢ ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾽ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν ἐγέλασε.
Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξῃ,
τώρα ἐχτύπησε βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα....
( Αλ.Παπαδιαμάντης . Η Ντελησυφέρω .Απόσπασμα)
Ήτανε
κάποτε μια Μάνα. Κι είχε πολλά παιδιά καμωμένα, αμέτρητα. Από μωρά τα μάζευε
γύρω της και τους μιλούσε, και τους διάβαζε και τους διηγιόταν. Με γάλα γλυκό
και μέλι φρόντιζε την θρέψη τους. Και εκείνα μεγάλωναν και έφευγαν και ξαναγύριζαν
συνέχεια και ξανάφευγαν για τόπους μακρινούς. Και χαιρότανε η Μάνα που ποτέ
τους δεν την ξέχναγαν και που θυμόντουσαν πάντα όλα τα όμορφα λόγια και όλες
τις άγιες λέξεις που από το στόμα της πρωτάκουσαν. Γιατί ήταν δρόμοι μυστικοί
εκείνα τα λόγια και μόνο όταν τα ψέλλιζαν μπορούσαν να επιστρέφουν κοντά της!
Και
κύλησαν τα χρόνια τα αιώνια , μα η Μάνα ποτέ δεν γερνούσε! Αγέραστη, αγέρωχη, ακλόνητη και απέθαντη συνέχιζε να βγάζει αρώματα απ το στόμα της και να
μοσχοβολάνε οι λέξεις τόσο που ποτέ να μην ξεθυμαίνει το άρωμά τους. Μα την
φθόνησε τόσο ο πανούργος δράκος ο δυσώδης! Και άρχισε να ψιθυρίζει άλλα λόγια
στ αυτιά των νιογέννητών της . Άχαρα και άχρωμα και παράξενα και πολλά από αυτά, που άρχισαν κείνα να μπερδεύονται και να χάνουν τον δρόμο της επιστροφής στην
αγκαλιά της Μάνας…
Και
εκείνη όλο έκλαιγε και μοιρολογούσε τα χαμένα τα παιδάκια της. Κι από το πολύ
το κλάμα και το μοιρολόγι θάμπωσαν τα μάτια της, σίγασε η φωνή της,
στέρεψε το γάλα που έθρεφε τα παιδιά της…Σπάνια πλέον μιλούσε.
Μόνο σαν
κάποτε-κάποτε κάποιο βλαστάρι της έβρισκε της επιστροφής τον δρόμο θυμόταν εκείνη τις άγιες λέξεις, τις
μυστικές αγάπες! Κάποιες νύχτες μέσα στον χρόνο έρχονται τα μεγάλα της παιδιά
που ποτέ δεν λησμόνησαν τα κρυφά περάσματα, τα καθαρά τα μονοπάτια και αυτή τα καλοδέχεται και τα γλυκοφιλά στο
στόμα! Τώρα εκείνα της μιλούν! Και αυτή σιωπηλή και μελαγχολική τα ακούει και για λίγο ξεχνά την
πίκρα της! Ήρθαν πολλά και απόψε, την
παραμονή της Γέννας του Θεού! Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, ο Διονύσιος και ο
Τέλλος, ο Αριστοτέλης, ο Ανδρέας, ο Κώστας και ο Κωστής, ο Στρατής, ο
Λορέντζος, ο Νικηφόρος, ο Οδυσσέας, ο Φώτης της και ο Μενέλαος, ο Τάσος, η
Πηνελόπη, η Μαρία, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο Άγγελος, ο Ιωάννης, η Γαλάτεια, ο Γιάννης, ο Γεώργιος, η Ζωή, η
Βασιλική…η Κική της και άλλοι και άλλοι πολλοί…Να και ο Αλέξανδρος τελευταίος πρόκαμε
σήμερα και ήρθε παραμονές της Γέννησης του ουρανόθεν Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων!
Θαλασσοδάρθηκε, κινδύνεψε ξανά, μα ποτέ του δεν θα ξεχνούσε να έρθει και εκείνος μαζί με τα αδέλφια του να
χαιρετήσει την Μάνα. Κάθισαν όλοι γύρω της και άφησαν αυτόν να τους διαβάσει
μια νέα του ιστορία, με Φως αληθινό από το Άγιο Δωδεκαμέρι των ταπεινών τούτου
του κόσμου. Ξεκίνησε εκείνος να διηγείται για τα ορφανά της θειάς Αχτίτσας, που
έκαμαν Χριστούγεννα πέρυσι πρώτη τους φορά χωρίς πόδια γυμνωμένα. Και δάκρυσε
η Μάνα για τα ορφανά μα και για όλες τις λέξεις που έβαλε ο Αλεξανδρής της στην
ιστορία του. Εκείνη του τις έμαθε! Τις άγιες τούτες λέξεις! Τις μυστικές
αγάπες!
Έφυγαν
το ξημέρωμα ξανά! Μονάχη της η Μάνα πάλι καρτερά τον γυρισμό τους! Μάνα μας
γλώσσα Ελληνική! Που τον Χριστό ταξιδεύεις εκεί που το σκοτάδι ακόμα κρατά
σφαλιστά τα μάτια μας! Μάνα μας γλώσσα
Ελληνική, βρες πάλι την φωνή σου, με άρωμα να γεμίσεις κάθε ανασασμό μας!
Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο : "Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν"( εκδ. "Πρόμαχος Ορθοδοξίας" 2019 και από εκπομπή με τίτλο: Κυρ Αλέξανδρε μη σταματάς να μας μιλάς!