Η Θεολογία του Παύλου
Όλοι σχεδόν οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με τον Παύλο, επιδίωξαν να βρουν τις πηγές της σκέψης του και να ανακαλύψουν την προέλευση των διατυπώσεων της διδασκαλίας του, ακολουθώντας τρεις ερμηνευτικούς δρόμους:1. Η σχολή της υπερφυσικής ερμηνείας Η σχολή αυτή αποδέχεται ότι ο Παύλος έκανε λόγω περί του Χριστού ως Θεού, όπως το αποδέχεται η Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. 2. Η φιλελεύθερη σχολή Σε αυτήν είναι διαδεδομένες οι φυσικές ερμηνείες της θεολογίας του Παύλου και απορρίπτεται το υπερφυσικό. Ο Ιησούς Χριστός θεωρείται ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο, και η εμπειρία του Παύλου που οδήγησε στη μεταστροφή του ήταν μία ψευδαίσθηση. Αρνούμενοι τη θεότητα του Χριστού, αποδέχονται ότι ο Ιησούς δεν ζήτησε να πιστέψουν σε αυτόν, αλλά στο Θεό. 3. Η ριζοσπαστική σχολή Οι οπαδοί της σχολής αυτής αποδέχονται ότι ο Παύλος υπήρξε ο δεύτερος ιδρυτής του Χριστιανισμού και δεν ήταν μαθητής και ακόλουθος της διδασκαλίας του Χριστού. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι έρευνες για τις επιρροές του Παύλου είναι τόσα όσα και τα φιλοσοφικά ή θεολογικά ρεύματα με τα οποία ο Παύλος ήρθε σε επαφή:
• Ο Ελληνιστικός κόσμος
• Ο Ιουδαϊκός κόσμος και η Παλαιά Διαθήκη
• Η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία
• Η προσωπική του εμπειρία από το βίωμα της μεταστροφής του προς τον Χριστιανισμό.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα είναι το εξής:Ο δανεισμός όρων και εκφράσεων του ελληνιστικού κόσμου, που πράγματι χρησιμοποιεί ο απόστολος για να διατυπώσει τη διδασκαλία του, σημαίνει ταυτόχρονα και υιοθέτηση ελληνιστικών ιδεών; Μπορεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Οι όροι που επεσήμαναν οι μελετητές πως μοιάζουν ελληνιστικοί, αναφέρονται είτε σε θεολογικά θέματα:Υιός του Θεού, Κύριος, Πλήρωμα της Θεότητας, Εικόνα Θεού, Σωτήρ κ.λπ. είτε σε ανθρωπολογικά ζητήματα:Σώμα, Ψυχή, Νους, Συνείδηση, Καρδιά, Σαρξ, Πνεύμα κ.λπ. Έπρεπε έτσι να διερευνηθεί κατά πόσο οι όροι αυτοί διατήρησαν την σημασία που είχαν πριν τη χρήση τους από τον Παύλο ή αν προσέλαβαν κάποια νέα, Παύλεια, έννοια.Το γενικό πλαίσιο των επιχειρημάτων που διατυπώνουν οι υπέρμαχοι της ελληνιστικής μορφής της διδασκαλίας του Παύλου είναι ότι οι όροι αυτοί διατήρησαν την προηγούμενη έννοιά τους καθώς:
• Ο Παύλος μιλούσε την Ελληνική γλώσσα και ανήκε στη διασπορά, και
• Έδρασε σε μια περιοχή, όπου οι Μυστηριακές Θρησκείες, τα Γνωστικά συστήματα ανθούσαν, όπως και οι φιλοσοφίες των Στωικών, των Επικούριων κ.λπ.
Διατυπώνουν την υπόθεση μιας σημαντικής ελληνιστικής επιρροής στο σχήμα Σαρξ-Πνεύμα, την οποία προσέλαβε ο Παύλος κατά την περιοδεία του ως απαραίτητη για τη διάδοση του Χριστιανικού μηνύματος στα έθνη. Επίσης διαπιστώνουν την επιρροή του ελληνιστικού μυστικισμού σε ιδέες που προβάλουν την αντίληψη της μεταμόρφωσης και της θεοποίησης του ανθρώπου, ως αποτέλεσμα της επελεύσεως του θείου πνεύματος, μια θεώρηση που απέχει πολύ από τις ιουδαϊκές αντιλήψεις.Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, εκείνοι που θεωρούν δεδομένη είτε την ιουδαϊκή επίδραση, είτε την πρωτοτυπία των διδασκαλιών του Παύλου, ισχυρίζονται ότι, τουλάχιστο τα Γνωστικά κείμενα, είναι μεταχριστιανικής προέλευσης και έχουν υποστεί την επίδραση χριστιανικών πηγών. Ως αρχικό σημείο κατανόησης του Παύλου θέτουν την Εσχατολογία του και το περιβάλλον του, δηλ. τον ιουδαϊσμό και την πρώτη Εκκλησία. Ο απόστολος, όντως, χρησιμοποιεί χωρία, γεγονότα και όρους από την Παλαιά Διαθήκη, τα οποία μεταφέρει στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε. Οι προφητείες και οι προσδοκίες της Π.Δ. εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Για τον Παύλο οι διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού, και ειδικά ο θάνατος του, η ταφή, και η Ανάστασή του, λαμβάνουν χώρα "κατά τας Γραφάς", ενώ διάφορα γεγονότα της Βίβλου ερμηνεύονται τυπολογικά από τον ίδιο. Ασφαλώς, η άποψη ότι ο Παύλος θεωρούσε τον Χριστιανισμό ως συνέχεια της Ιουδαϊκής θρησκείας δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή. Ο Παύλος έδωσε μια παγκοσμιότητα στη Χριστιανική θρησκεία, άγνωστη στον Ιουδαϊσμό, και αρκετές θέσεις του μέσα στις επιστολές έρχονται σε αντίθεση προς το πνεύμα του Νόμου και της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και των ιουδαϊκών αποκαλύψεων. Στις ιουδαϊκές αποκαλύψεις δεν υπάρχει διδασκαλία περί της συμμετοχής του Μεσσία στη δημιουργία, μια ιδέα, που βρίσκουμε συχνά στον Παύλο (Α' Κορ. 8:6, Κολ. 1:16), ούτε βρίσκονται ίχνη εξιλαστήριου και αντιπροσωπευτικού θανάτου του Μεσσία.Αυτό όμως δεν σημαίνει και πρόσληψη της ελληνιστικής σκέψης. Αντίθετα, η πεποίθησή του ότι ο Χριστιανισμός είναι μια νέα θρησκεία, τον κράτησε μακριά από το γράμμα του "Νόμου" αλλά και από το μυθολογικό πλαίσιο των ελληνιστικών θρησκειών.
Για το λόγω αυτό, η σωτηρία του Παύλου είναι πρακτικής μορφής, και απαιτεί πίστη. Στο θέμα αυτό η ελληνική επίδραση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο φραστική-επιφανειακή. Η Παύλεια Σωτηρία είναι απαλλαγή από την αμαρτία και επιτυγχάνεται με το βάπτισμα (Τίτ. 3:5), τη χάρη του θεού (Εφεσ. 2:5, και με την πίστη του ατόμου (Εφεσ. 2:8).Αντιθέτως, στο ελληνιστικό περιβάλλον, π.χ. ο Αντίγονος Α' ή ο Πτολεμαίος Α', εξαιτίας της σωτηρίας κάποιας πόλης, ονομάστηκαν "Σωτήρες". Το ίδιο έγινε αργότερα με Ρωμαίους ανώτατους λειτουργούς και μάλιστα με τον αυτοκράτορα που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του κόσμου, που εισάγει μια νέα σωτήρια εποχή για όλη την ανθρωπότητα. Επίσης, με την όλο και εντονώτερη αναζήτηση της σωτηρίας από το άτομο, κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, Σωτήρες ονομάζονταν και εκείνοι που, σαν τον Επίκουρο, με τη διδασκαλία τους υπόσχονταν την εσωτερική απελευθέρωση. Όσο για τους όρους πνεύμα, ψυχή, σαρξ, ο Παύλος έδειχνε να εξαρτάται από την μετάφραση των εβδομήκοντα καθώς με τον όρο πνεύμα αποδίδει το εβραϊκό ruah, εμπλουτισμένο με τη Χριστιανική, προσωπική του πείρα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο "πνεύμα" για να δηλώσει το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που ο Έλληνας θα ονόμαζε "ψυχή". Όμως στον Παύλο (πρβλ. Α' Κορ. 15:44 εξ.) ο "ψυχικός" άνθρωπος είναι ο άνθρωπος χωρίς το Πνεύμα Θεού, ο άνθρωπος της λογικής και της φυσικής θρησκείας, σε αντίθεση με τον "πνευματικό" άνθρωπο. Αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως είναι το "υιός θεού", βλέπουμε πως οι ελληνιστικοί "υιοί θεού" δεν υψώθηκαν στη θεότητα μέσω της ευσέβειας και της πίστεως, ούτε από τη δύναμη της πίστης μιας κοινότητας, αλλά ανακηρύχθηκαν έτσι είτε από αυτοκρατορικά διατάγματα, είτε από δική τους αξίωση. Επίσης, στις ελληνιστικές θεότητες υπάρχει μια πλήρη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στο Θείο ώστε τίποτε δεν απομένει από τον αρχικό άνθρωπο πέρα από την εξωτερική εμφάνιση. Στον Παύλο όμως η ανθρώπινη ύπαρξη του Χριστού τονίζεται ενάντια σε κάθε Δοκητική πεποίθηση (Ρωμ. 1:3, Α' Κορ. 15:3-4, Γαλ. 4:4, Ρωμ. 8:3-4, Α'. Τιμ. 3:16, Β' Κορ. 5:15, Τίτ. 2:14).Έτσι, ο χριστιανισμός του Παύλου έμεινε πιστός στη βιβλική ιστορική προοπτική της ιστορίας και είναι δύσκολο να συνδεθεί η διδασκαλία του με κάποιο μυστικιστικό, υπερβατικό σωτηριολογικό μύθο, όπως συμβαίνει στις Μυστηριακές Θρησκείες και στο Γνωστικισμό, όπου, μετά την απόρριψη της ιστορίας και της παράδοσης, η θρησκευτική φαντασία δούλεψε ελεύθερα μέσα στο χώρο του άγνωστου μεταφυσικού. Στον Παύλο, το υπερβατικό χριστολογικό δόγμα σχετίζεται, σε κάθε σημείο του, όχι μόνο ουσιαστικά μ' αυτό που ήταν ο ιστορικός Ιησούς αλλά και με τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα των χρόνων εκείνων.Έχουν γραφεί πολλές μελέτες για διατυπωθούν απόψεις περί μιας επανίδρυσης του χριστιανισμού από τον Παύλο επειδή η μεσσιανική εσχατολογία των Ευαγγελίων οδηγείται σε μια επεξεργασμένη και εξελιγμένη χριστολογία. Ο Χριστιανισμός όμως δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στην πραγματικότητα της εποχής που ήταν η καταπίεση της Ρώμης, όπως εκφράζονταν ιδίως στην αυτοκρατορική λατρεία, και στη μάταιη προσπάθεια του ιουδαϊκού επαναστατικού μεσσιανικού κινήματος να βρει διέξοδο.Το όλο ζήτημα φαίνεται να παραμένει βιβλικό και ιουδαϊκό μέχρι τέλους: στόχος είναι παντού ο νέος κόσμος του Θεού, η καινή κτίση, η κυριαρχία του Θεού πάνω στον κόσμο, η βασιλεία του Θεού. Απλώς, για την Εκκλησία, ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να αποκαλυφθούν όσα ήταν αληθινά:
• Η θεολογία του Παύλου απαντά στην Γνωστική κοσμολογία με τη συμμετοχή του Χριστού στη δημιουργία του κόσμου. Δεν χωρίζει η δημιουργία από τη σωτηρία. Ο Σωτήρας του κόσμου είναι ο αγαθός και καλοπροαίρετος Δημιουργός και όχι ο απολυταρχικός Καίσαρας.
• Η σύνδεση της προΰπαρξης του Ιησού με μεγάλους σταθμούς στην ιστορία του Ισραήλ, εκτός των άλλων, τονίζει και τα εξής: η εμφάνιση του Ιησού Χριστού δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιερή ιστορία αλλά μια πράξη που έχει σωτηριολογικά προηγούμενα στην ιστορία τού λαού του Θεού.
• Η κένωση και ταπείνωση του Χριστού ταυτίζει τον θείο κόσμο με τους καταδυναστευμένους και καταπιεσμένους. Η "εξουσία" του Χριστού δεν μοιάζει με την εξουσία του Καίσαρα αφού είναι διάκονος και βασιλεύει με τη διακονία της αγάπης
• Η επάνοδος του Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την ιουδαϊκή Αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές.
Η Εκκλησία δέχεται ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί το υπερφυσικό από την ίδια την πορεία της. Ισχυρίζεται ότι ο απόστολος Παύλος είπε για τον Χριστό πράγματα, πέρα (και όχι αντίθετα) από τους λόγους, που ο ίδιος ο Χριστός είπε για τον εαυτό του και από όσα οι Ευαγγελιστές έγραψαν για τον Χριστό. Επίσης πιστεύει ότι για να λεχθεί κάτι γνήσιο και ορθό πέρα από τους ευαγγελικούς λόγους και πάνω από τις ανθρώπινες νοητικές δυνάμεις, είναι απαραίτητη η προσωπική μετοχή στον Χριστό. Οι διαβεβαιώσεις "ζώ δε ούκέτι έγώ, ζή δέ έν έμοί Χριστός" και "δοκώ δέ κάγώ πνεύμα Θεού έχειν" δείχνουν την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι μόνο βιώνοντας την αλήθεια μπορεί κανείς να μιλήσει γι? αυτήν.Σχετικά με τη γλώσσα του Παύλου, ο Χριστιανισμός αποδέχεται ασφαλώς τη χρήση της εποχικής γλώσσας, ισχυρίζεται όμως ότι γίνεται με σαφή συνείδηση ότι δεν υπάρχει αναλογία ή αντιστοιχία μεταξύ του εγγενούς περιεχομένου των παραπάνω φιλοσοφικών όρων και της αλήθειας, που επιθυμούσαν με αυτούς να δηλώσουν.Για το λόγω αυτό έπρεπε να εξηγηθεί ότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι κοσμική βασιλεία, όπως την κατανοούσαν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι, ότι η μακαριότητα είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση με τρίτο ή πέμπτο όροφο του ουρανού, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και ο άνθρωπος κατ' εικόνα Θεού και δεν είναι ο άνθρωπος "γένος" του Θεού, όπως το εννοούσαν οι στωικοί.Παρά τη γνωριμία του με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψεως του Παύλου παραμένουν πάντοτε εβραϊκές. Αν αντιπαραβάλλουμε τη σκέψη του με εκείνη ενός άλλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα, θα δούμε πως ο τελευταίος, ενώ παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης με σχήματα πλατωνικά και μετα - πλατωνικά, τα οποία αποδέχεται ως απόλυτη αλήθεια.Ο Παύλος δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή ότι και αν γνωρίζει ή χρησιμοποιεί από τον μη ιουδαϊκό κόσμο, δεν είναι ικανό να αλλοιώσει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.Ένα γεγονός και μόνο είναι αυτό που φαίνεται να αλλοιώνει πραγματικά τη σκέψη του: η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό, που δεν είναι μόνο "μωρία" για τους Έλληνες, αλλά και "σκάνδαλο" για τους Ιουδαίους. Ο Παύλος κατανοείται καλύτερα μόνον ως πρωτότυπος στοχαστής, που δίνει τόσο στις εβραϊκές όσο και στις ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός του Χριστού και την εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας γίνεται πλέον από τη σκοπιά του αναστημένου Χριστού και τον οδηγεί σε μια αναθεώρηση της ελληνικής "σοφίας".
Οι Επιστολές
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον απόστολο. Κατά τη συγγραφή των επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της επιστολής (Ρωμ. 16:22, Α' Κορ. 16:21, Γαλ. 6:11, Κολ. 4:18, Β' Θεσ. 3:17, Φιλ. 19).Η διάταξη των επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι):
• προς Ρωμαίους
• προς Κορινθίους Α'
• προς Κορινθίους Β'
• προς Γαλάτας
• προς Εφεσίους
• προς Φιλιππησίους
• προς Κολοσσαείς
• προς Θεσσαλονικείς Α'
• προς Θεσσαλονικείς Β'
• προς Τιμόθεον Α'
• προς Τιμόθεον Β'
• προς Τίτον
• προς Φιλήμονα
• προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου)
Οι 14 παύλειες επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι επιστολές αυτές σημαδεύουν το αποστολικό έργο του Παύλου στην "ειδωλολατρική" γη.Η χρονολογική τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των επιστολών σε συνδυασμό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
• Οι Α' και Β' επιστολές προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου από το 50-52 μ.Χ σύμφωνα με τους υπολογισμούς των μελετητών.
• Η Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 52-56, ενώ κατ' άλλους στη Ρώμη γύρω στο 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Γαλάτες γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 έως το 55 μ.Χ.
• Οι επιστολές Α' και Β' προς Κορινθίους, γράφτηκαν, η "Α'" στην Έφεσο (ομοφωνία απόψεων) και "Β'" στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο, από το 55-57 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το 57 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολές προς Φιλήμονα γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Οι Α' και Β' επιστολές προς Τιμόθεον γράφτηκαν, η "Α'" στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-44, και η "Β'" στη Ρώμη το 65-67 μ.Χ.
• Η επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ.
Τα τρία τελευταία κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα: προϋποθέτουν τουλάχιστο τη χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ' όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου.Η περίπτωση της προς Εβραίους επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.Οι επιστολές του Παύλου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής:
• Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α'-Β' Κορ, Α'-Β' Θεσ, Φιλιπ., Κολ.)
• Επιστολές που απευθύνονται σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζονται "εγκύκλιες επιστολές" (Εφεσ., και ίσως η Ρωμ.)
• Επιστολές που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'-Β'Τιμ, Τιτ., Φιλημ).
• Επιστολές γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος: Αυτές είναι οι 4 "επιστολές της αιχμαλωσίας" (Εφεσ., Φιλ., Κολ., Φιλημ.) και η Β' Τιμ.
• Οι τρεις επιστολές Α'- Β' Τιμ. και Τίτ. που απευθύνονται σε ποιμένες των εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα "Ποιμαντικές".
Η αυθεντικότητα των Ποιμαντικών
Επιστολών
Σύμφωνα με την επιγραφή τους οι ποιμαντικές επιστολές συνεγράφησαν από τον ίδιο τον Παύλο και αυτό δέχεται και η αρχαία παράδοση. Παρόλα αυτά, κατά τους νεώτερους χρόνους, σοβαροί ερευνητές αμφισβήτησαν τη γνησιότητά τους, είτε συνολικά είτε εν μέρη. Οι διάφορες απόψεις συνοψίζονται ως εξής:
• Αμφισβήτηση της Α' προς Τιμόθεον για την οποία προτείνεται η λύση της κατασκευής της με βάση τις γνήσιες Β' προς Τιμόθεον και προς Τίτον επιστολές.
• Απόρριψη της γνησιότητας όλων των ποιμαντικών επιστολών, τοποθετώντας τη συγγραφή τους στην τρίτη δεκαετία του 2ου αι. μ.Χ. ή και αργότερα.
• Αναγνώριση στο κείμενο της Β' προς Τιμόθεον, αποσπασμάτων από γνήσιες επιστολές του Παύλου.
• Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας όλων των ποιμαντικών επιστολών, αλλά με την ύπαρξη προσθηκών από άλλες γνήσιες επιστολές του Παύλου.
• Αναγνώριση των ποιμαντικών επιστολών ως γνήσιες, με την προσθήκη παρεμβολών από τους παραλήπτες προφορικών λόγων του Παύλου που αρχικά θα γράφονταν στα περιθώρια των χειρογράφων.
• Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας των ποιμαντικών επιστολών με ενσωμάτωση από τον ίδιο τον Παύλο τμημάτων από κείμενα που ανάγονται στον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό.
Σήμερα, το σύνολο σχεδόν των ορθοδόξων και καθολικών ερευνητών υποστηρίζουν τη γνησιότητα των ποιμαντικών επιστολών, κυρίως με τη μορφή της "θεωρίας του γραφέως".Αυτό σημαίνει πως αν ληφθούν υπόψη:
• η δεύτερη και αυστηρότερη αιχμαλωσία του Παύλου στη φυλακή
• οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές της Ρώμης
• ο συνωστισμός που επικρατούσε
• οι κακές συνθήκες φωτισμού κ.λπ.,
είναι μάλλον απίθανο να έγραψε ο ίδιος τόσο μεγάλες επιστολές χωρίς τη βοήθεια κάποιου γραφέα ο οποίος ανέλαβε το καθήκον αυτό βάση οδηγιών που λάμβανε από τον ίδιο τον Παύλο.Αυτό σημαίνει ότι, συνέτασσε λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερα το κείμενο, με βάση τις οδηγίες του αποστόλου, φέρνοντας εις πέρας ένα έργο επίπονο και μακροχρόνιο, το οποίο είναι φυσικό να απέκτησε εν μέρη το προσωπικό ύφος του γραφέα. Έτσι εξηγούνται οι παρεκκλίσεις γλώσσας και ύφους που συναντάμε στις επιστολές. Τέλος, έγινε δεκτό ότι το κείμενο πρέπει να το ενέκρινε, να το διόρθωνε και να το υπέγραφε ο ίδιος ο Παύλος και με τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η ομοιότητα με το παύλειο ύφος.
http://www.agpaulou.gr/
Για το λόγω αυτό, η σωτηρία του Παύλου είναι πρακτικής μορφής, και απαιτεί πίστη. Στο θέμα αυτό η ελληνική επίδραση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο φραστική-επιφανειακή. Η Παύλεια Σωτηρία είναι απαλλαγή από την αμαρτία και επιτυγχάνεται με το βάπτισμα (Τίτ. 3:5), τη χάρη του θεού (Εφεσ. 2:5, και με την πίστη του ατόμου (Εφεσ. 2:8).Αντιθέτως, στο ελληνιστικό περιβάλλον, π.χ. ο Αντίγονος Α' ή ο Πτολεμαίος Α', εξαιτίας της σωτηρίας κάποιας πόλης, ονομάστηκαν "Σωτήρες". Το ίδιο έγινε αργότερα με Ρωμαίους ανώτατους λειτουργούς και μάλιστα με τον αυτοκράτορα που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του κόσμου, που εισάγει μια νέα σωτήρια εποχή για όλη την ανθρωπότητα. Επίσης, με την όλο και εντονώτερη αναζήτηση της σωτηρίας από το άτομο, κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, Σωτήρες ονομάζονταν και εκείνοι που, σαν τον Επίκουρο, με τη διδασκαλία τους υπόσχονταν την εσωτερική απελευθέρωση. Όσο για τους όρους πνεύμα, ψυχή, σαρξ, ο Παύλος έδειχνε να εξαρτάται από την μετάφραση των εβδομήκοντα καθώς με τον όρο πνεύμα αποδίδει το εβραϊκό ruah, εμπλουτισμένο με τη Χριστιανική, προσωπική του πείρα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο "πνεύμα" για να δηλώσει το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που ο Έλληνας θα ονόμαζε "ψυχή". Όμως στον Παύλο (πρβλ. Α' Κορ. 15:44 εξ.) ο "ψυχικός" άνθρωπος είναι ο άνθρωπος χωρίς το Πνεύμα Θεού, ο άνθρωπος της λογικής και της φυσικής θρησκείας, σε αντίθεση με τον "πνευματικό" άνθρωπο. Αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως είναι το "υιός θεού", βλέπουμε πως οι ελληνιστικοί "υιοί θεού" δεν υψώθηκαν στη θεότητα μέσω της ευσέβειας και της πίστεως, ούτε από τη δύναμη της πίστης μιας κοινότητας, αλλά ανακηρύχθηκαν έτσι είτε από αυτοκρατορικά διατάγματα, είτε από δική τους αξίωση. Επίσης, στις ελληνιστικές θεότητες υπάρχει μια πλήρη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στο Θείο ώστε τίποτε δεν απομένει από τον αρχικό άνθρωπο πέρα από την εξωτερική εμφάνιση. Στον Παύλο όμως η ανθρώπινη ύπαρξη του Χριστού τονίζεται ενάντια σε κάθε Δοκητική πεποίθηση (Ρωμ. 1:3, Α' Κορ. 15:3-4, Γαλ. 4:4, Ρωμ. 8:3-4, Α'. Τιμ. 3:16, Β' Κορ. 5:15, Τίτ. 2:14).Έτσι, ο χριστιανισμός του Παύλου έμεινε πιστός στη βιβλική ιστορική προοπτική της ιστορίας και είναι δύσκολο να συνδεθεί η διδασκαλία του με κάποιο μυστικιστικό, υπερβατικό σωτηριολογικό μύθο, όπως συμβαίνει στις Μυστηριακές Θρησκείες και στο Γνωστικισμό, όπου, μετά την απόρριψη της ιστορίας και της παράδοσης, η θρησκευτική φαντασία δούλεψε ελεύθερα μέσα στο χώρο του άγνωστου μεταφυσικού. Στον Παύλο, το υπερβατικό χριστολογικό δόγμα σχετίζεται, σε κάθε σημείο του, όχι μόνο ουσιαστικά μ' αυτό που ήταν ο ιστορικός Ιησούς αλλά και με τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα των χρόνων εκείνων.Έχουν γραφεί πολλές μελέτες για διατυπωθούν απόψεις περί μιας επανίδρυσης του χριστιανισμού από τον Παύλο επειδή η μεσσιανική εσχατολογία των Ευαγγελίων οδηγείται σε μια επεξεργασμένη και εξελιγμένη χριστολογία. Ο Χριστιανισμός όμως δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στην πραγματικότητα της εποχής που ήταν η καταπίεση της Ρώμης, όπως εκφράζονταν ιδίως στην αυτοκρατορική λατρεία, και στη μάταιη προσπάθεια του ιουδαϊκού επαναστατικού μεσσιανικού κινήματος να βρει διέξοδο.Το όλο ζήτημα φαίνεται να παραμένει βιβλικό και ιουδαϊκό μέχρι τέλους: στόχος είναι παντού ο νέος κόσμος του Θεού, η καινή κτίση, η κυριαρχία του Θεού πάνω στον κόσμο, η βασιλεία του Θεού. Απλώς, για την Εκκλησία, ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να αποκαλυφθούν όσα ήταν αληθινά:
• Η θεολογία του Παύλου απαντά στην Γνωστική κοσμολογία με τη συμμετοχή του Χριστού στη δημιουργία του κόσμου. Δεν χωρίζει η δημιουργία από τη σωτηρία. Ο Σωτήρας του κόσμου είναι ο αγαθός και καλοπροαίρετος Δημιουργός και όχι ο απολυταρχικός Καίσαρας.
• Η σύνδεση της προΰπαρξης του Ιησού με μεγάλους σταθμούς στην ιστορία του Ισραήλ, εκτός των άλλων, τονίζει και τα εξής: η εμφάνιση του Ιησού Χριστού δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιερή ιστορία αλλά μια πράξη που έχει σωτηριολογικά προηγούμενα στην ιστορία τού λαού του Θεού.
• Η κένωση και ταπείνωση του Χριστού ταυτίζει τον θείο κόσμο με τους καταδυναστευμένους και καταπιεσμένους. Η "εξουσία" του Χριστού δεν μοιάζει με την εξουσία του Καίσαρα αφού είναι διάκονος και βασιλεύει με τη διακονία της αγάπης
• Η επάνοδος του Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την ιουδαϊκή Αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές.
Η Εκκλησία δέχεται ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί το υπερφυσικό από την ίδια την πορεία της. Ισχυρίζεται ότι ο απόστολος Παύλος είπε για τον Χριστό πράγματα, πέρα (και όχι αντίθετα) από τους λόγους, που ο ίδιος ο Χριστός είπε για τον εαυτό του και από όσα οι Ευαγγελιστές έγραψαν για τον Χριστό. Επίσης πιστεύει ότι για να λεχθεί κάτι γνήσιο και ορθό πέρα από τους ευαγγελικούς λόγους και πάνω από τις ανθρώπινες νοητικές δυνάμεις, είναι απαραίτητη η προσωπική μετοχή στον Χριστό. Οι διαβεβαιώσεις "ζώ δε ούκέτι έγώ, ζή δέ έν έμοί Χριστός" και "δοκώ δέ κάγώ πνεύμα Θεού έχειν" δείχνουν την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι μόνο βιώνοντας την αλήθεια μπορεί κανείς να μιλήσει γι? αυτήν.Σχετικά με τη γλώσσα του Παύλου, ο Χριστιανισμός αποδέχεται ασφαλώς τη χρήση της εποχικής γλώσσας, ισχυρίζεται όμως ότι γίνεται με σαφή συνείδηση ότι δεν υπάρχει αναλογία ή αντιστοιχία μεταξύ του εγγενούς περιεχομένου των παραπάνω φιλοσοφικών όρων και της αλήθειας, που επιθυμούσαν με αυτούς να δηλώσουν.Για το λόγω αυτό έπρεπε να εξηγηθεί ότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι κοσμική βασιλεία, όπως την κατανοούσαν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι, ότι η μακαριότητα είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση με τρίτο ή πέμπτο όροφο του ουρανού, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και ο άνθρωπος κατ' εικόνα Θεού και δεν είναι ο άνθρωπος "γένος" του Θεού, όπως το εννοούσαν οι στωικοί.Παρά τη γνωριμία του με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψεως του Παύλου παραμένουν πάντοτε εβραϊκές. Αν αντιπαραβάλλουμε τη σκέψη του με εκείνη ενός άλλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα, θα δούμε πως ο τελευταίος, ενώ παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης με σχήματα πλατωνικά και μετα - πλατωνικά, τα οποία αποδέχεται ως απόλυτη αλήθεια.Ο Παύλος δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή ότι και αν γνωρίζει ή χρησιμοποιεί από τον μη ιουδαϊκό κόσμο, δεν είναι ικανό να αλλοιώσει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.Ένα γεγονός και μόνο είναι αυτό που φαίνεται να αλλοιώνει πραγματικά τη σκέψη του: η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό, που δεν είναι μόνο "μωρία" για τους Έλληνες, αλλά και "σκάνδαλο" για τους Ιουδαίους. Ο Παύλος κατανοείται καλύτερα μόνον ως πρωτότυπος στοχαστής, που δίνει τόσο στις εβραϊκές όσο και στις ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός του Χριστού και την εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας γίνεται πλέον από τη σκοπιά του αναστημένου Χριστού και τον οδηγεί σε μια αναθεώρηση της ελληνικής "σοφίας".
Οι Επιστολές
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον απόστολο. Κατά τη συγγραφή των επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της επιστολής (Ρωμ. 16:22, Α' Κορ. 16:21, Γαλ. 6:11, Κολ. 4:18, Β' Θεσ. 3:17, Φιλ. 19).Η διάταξη των επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι):
• προς Ρωμαίους
• προς Κορινθίους Α'
• προς Κορινθίους Β'
• προς Γαλάτας
• προς Εφεσίους
• προς Φιλιππησίους
• προς Κολοσσαείς
• προς Θεσσαλονικείς Α'
• προς Θεσσαλονικείς Β'
• προς Τιμόθεον Α'
• προς Τιμόθεον Β'
• προς Τίτον
• προς Φιλήμονα
• προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου)
Οι 14 παύλειες επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι επιστολές αυτές σημαδεύουν το αποστολικό έργο του Παύλου στην "ειδωλολατρική" γη.Η χρονολογική τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των επιστολών σε συνδυασμό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
• Οι Α' και Β' επιστολές προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου από το 50-52 μ.Χ σύμφωνα με τους υπολογισμούς των μελετητών.
• Η Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 52-56, ενώ κατ' άλλους στη Ρώμη γύρω στο 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Γαλάτες γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 έως το 55 μ.Χ.
• Οι επιστολές Α' και Β' προς Κορινθίους, γράφτηκαν, η "Α'" στην Έφεσο (ομοφωνία απόψεων) και "Β'" στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο, από το 55-57 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το 57 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολές προς Φιλήμονα γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Η Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
• Οι Α' και Β' επιστολές προς Τιμόθεον γράφτηκαν, η "Α'" στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-44, και η "Β'" στη Ρώμη το 65-67 μ.Χ.
• Η επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ.
Τα τρία τελευταία κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα: προϋποθέτουν τουλάχιστο τη χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ' όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου.Η περίπτωση της προς Εβραίους επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.Οι επιστολές του Παύλου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής:
• Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α'-Β' Κορ, Α'-Β' Θεσ, Φιλιπ., Κολ.)
• Επιστολές που απευθύνονται σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζονται "εγκύκλιες επιστολές" (Εφεσ., και ίσως η Ρωμ.)
• Επιστολές που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'-Β'Τιμ, Τιτ., Φιλημ).
• Επιστολές γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος: Αυτές είναι οι 4 "επιστολές της αιχμαλωσίας" (Εφεσ., Φιλ., Κολ., Φιλημ.) και η Β' Τιμ.
• Οι τρεις επιστολές Α'- Β' Τιμ. και Τίτ. που απευθύνονται σε ποιμένες των εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα "Ποιμαντικές".
Η αυθεντικότητα των Ποιμαντικών
Επιστολών
Σύμφωνα με την επιγραφή τους οι ποιμαντικές επιστολές συνεγράφησαν από τον ίδιο τον Παύλο και αυτό δέχεται και η αρχαία παράδοση. Παρόλα αυτά, κατά τους νεώτερους χρόνους, σοβαροί ερευνητές αμφισβήτησαν τη γνησιότητά τους, είτε συνολικά είτε εν μέρη. Οι διάφορες απόψεις συνοψίζονται ως εξής:
• Αμφισβήτηση της Α' προς Τιμόθεον για την οποία προτείνεται η λύση της κατασκευής της με βάση τις γνήσιες Β' προς Τιμόθεον και προς Τίτον επιστολές.
• Απόρριψη της γνησιότητας όλων των ποιμαντικών επιστολών, τοποθετώντας τη συγγραφή τους στην τρίτη δεκαετία του 2ου αι. μ.Χ. ή και αργότερα.
• Αναγνώριση στο κείμενο της Β' προς Τιμόθεον, αποσπασμάτων από γνήσιες επιστολές του Παύλου.
• Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας όλων των ποιμαντικών επιστολών, αλλά με την ύπαρξη προσθηκών από άλλες γνήσιες επιστολές του Παύλου.
• Αναγνώριση των ποιμαντικών επιστολών ως γνήσιες, με την προσθήκη παρεμβολών από τους παραλήπτες προφορικών λόγων του Παύλου που αρχικά θα γράφονταν στα περιθώρια των χειρογράφων.
• Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας των ποιμαντικών επιστολών με ενσωμάτωση από τον ίδιο τον Παύλο τμημάτων από κείμενα που ανάγονται στον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό.
Σήμερα, το σύνολο σχεδόν των ορθοδόξων και καθολικών ερευνητών υποστηρίζουν τη γνησιότητα των ποιμαντικών επιστολών, κυρίως με τη μορφή της "θεωρίας του γραφέως".Αυτό σημαίνει πως αν ληφθούν υπόψη:
• η δεύτερη και αυστηρότερη αιχμαλωσία του Παύλου στη φυλακή
• οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές της Ρώμης
• ο συνωστισμός που επικρατούσε
• οι κακές συνθήκες φωτισμού κ.λπ.,
είναι μάλλον απίθανο να έγραψε ο ίδιος τόσο μεγάλες επιστολές χωρίς τη βοήθεια κάποιου γραφέα ο οποίος ανέλαβε το καθήκον αυτό βάση οδηγιών που λάμβανε από τον ίδιο τον Παύλο.Αυτό σημαίνει ότι, συνέτασσε λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερα το κείμενο, με βάση τις οδηγίες του αποστόλου, φέρνοντας εις πέρας ένα έργο επίπονο και μακροχρόνιο, το οποίο είναι φυσικό να απέκτησε εν μέρη το προσωπικό ύφος του γραφέα. Έτσι εξηγούνται οι παρεκκλίσεις γλώσσας και ύφους που συναντάμε στις επιστολές. Τέλος, έγινε δεκτό ότι το κείμενο πρέπει να το ενέκρινε, να το διόρθωνε και να το υπέγραφε ο ίδιος ο Παύλος και με τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η ομοιότητα με το παύλειο ύφος.
http://www.agpaulou.gr/


Κατόπιν, από τη Βέροια αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Ο συγγραφέας των Πράξεων παραθέτει ομιλία του Παύλου στην Πνύκα και αναφέρει δύο ονόματα, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι μεταξύ των πενιχρών καρπών της επισκέψεως αυτής. H ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Ο Λουκάς έχει συνείδηση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν εκεί και των δυσχερειών που περικλείει το θέμα Ευαγγέλιο - Ελληνισμός. Γενικά παρατηρεί, ότι οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τον Παύλο με σκεπτικισμό και με τη φράση "ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου". Το κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών φαίνεται να υπήρξε, κατά τον Λουκά, η κύρια πέτρα του σκανδάλου για τους Αθηναίους φιλοσόφους. Στην ομιλία του όπως παραδίδεται στις Πράξεις, ο Παύλος προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ακροατηρίου με φιλοσοφική παιδεία, τελικά όμως, στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε Εκκλησία.Ο επόμενος σταθμός της περιοδείας είναι η εμπορική πόλη της Κορίνθου όπου γνώρισε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, ένα ανδρόγυνο Εβραίων, οι οποίοι ήταν επίσης σκηνοποιοί. Είχαν φθάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν οι Εβραίοι από την πρωτεύουσα. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα και έγραψε τις δύο επιστολές προς Θεσσαλονικείς.Στις Πράξεις αναφέρεται ένα επεισόδιο, κατά το οποίο ο Παύλος παρουσιάστηκε στον ανθύπατο Γαλλίωνα. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.Από την Κόρινθο μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα φεύγουν για την Έφεσο, από την οποία επισκέπτεται την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ίσως για λίγο και τα Ιεροσόλυμα, για να ξαναγυρίσει στην Αντιόχεια, όπου δεν μένει πολύ και ούτε επανέρχεται.
Για όλη την περιοδο αυτή οι Πράξεις δίνουν ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες τελικά αντλούμε από τις επιστολές του Παύλου. Για παράδειγμα, δεν αναφέρονται στις Πράξεις οι κίνδυνοι που πέρασε ο Παύλος και μαρτυρούνται στα Α' Κορ. 15:32 ή Β' Κορ. 1:8-10 και η σωτηρία του από βέβαιο θάνατο με την αυτοθυσία των Ακύλα και Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16:3-4). Τα περιστατικά που περιγράφονται ("εθηριομάχησα", "το απάκριμα του θανάτου", "τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν") ίσως σημαίνουν σημαίνουν, μία ή και δύο φυλακίσεις του Παύλου στην Έφεσο.Αναφέρονται πάντως κάποια σημαντικά γεγονότα όπως η ύπαρξη κάποιων αιρέσεων στην Έφεσο, όπως οι αγνοούντες το Άγιο Πνεύμα πρώην οπαδοί του Ιωάννη του Βαπτιστή (Πράξ. 19:2), οι Ιουδαίοι που έκαναν εξορκισμούς στο όνομα του Ιησού (19:13), όπως και μια αναταραχή που προκλήθηκε από κάποιον αργυροχόο που λεγόταν Δημήτριος, επειδή πολλοί μεταστρέφονταν από τα κυρήγματα του Παύλου και έτσι υπήρχε κίνδυνος να μείνουν χωρίς δουλειά οι τεχνίτες που ζούσαν από τις πωλήσεις ομοιωμάτων του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο (Πράξ. 19:23-41).Από τη δραστηριότητα του Παύλου κατά το διάστημα της περιοδείας αυτής ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και την αλληλογραφία (Α και Β επιστολές προς Κορινθίους).Η αλληλογραφία του με την Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν. Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η επιστολή είχε θετικά αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β' επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης. Ένα άλλο θέμα της Β' προς Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο τής ενότητας μεταξύ των εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι εξ εθνών χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτιμηθούν και να τηρούν τον Νόμο. Το πρόβλημα αυτό προβάλλεται στην Προς Γαλατάς Επιστολή.Από τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο των επιστολών προς Κορινθίους, διαφαίνεται η φύση των προβλημάτων που προκάλεσε στον εκεί Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η ατομοκρατία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες στην ιστορική τους ζωή δημιουργεί προβλήματα στην ενότητα της Εκκλησίας της Κορίνθου με τις διαιρέσεις πού παρουσιάζονται εκεί. Η ροπή προς τη "γνώση" και τη "σοφία" συνδυασμένη με την ατομοκρατία υποχρεώνει τον Παύλο να τονίσει τη "μωρία του σταυρού", να αντιπαρατάξει στην ανθρωποκεντρική ελληνική σοφία τη "σοφία του Θεού" και να θέσει την αγάπη που "οικοδομεί" παραπάνω από τη γνώση που "φυσιοί".
Όλα αυτά μαζί με μια ηθική εμπνευσμένη από την ιδέα του "σώματος", στην εκκλησιολογική του σημασία, και της αναστάσεως των νεκρών απηχούν την πρώτη προσπάθεια του Χριστιανισμού να προσαρμόσει τον Ελληνισμό σε μια θρησκεία ιουδαϊκής προελεύσεως και τις δυσκολίες πού είχε η προσπάθεια αυτή.Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους επιστολή, ένα βαθύτατα θεολογικό κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρεισμα που θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς δυσμάς.Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του Παύλου, από τους Ιουδαίους και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ "διά Μακεδονίας" (Πράξ. 20:3). Πριν φτάσει στην Ιερουσαλήμ έμεινε μερικές ημέρες στην Καισάρεια όπου κάποιος προφήτης που λεγόταν Άγαβος, προέβλεψε τη σύλληψη του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, όπου τελικά πήγε ο Παύλος συνοδευόμενος από χριστιανούς της Καισάρειας και έτσι έληξε η τρίτη αποστολική περιοδεία.
Τελικά, και ενώ κινδύνευε σοβαρά η ζωή του, συνελήφθη (εν μέρει για να σωθεί η ζωή του από τον όχλο καθώς ήταν Ρωμαίος πολίτης) και τελικά διασώθηκε με τον τρόπο αυτό από τη ρωμαϊκή φρουρά της πόλης. Πριν την είσοδό τους στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος. Το αίτημά του έγινε δεκτό οπότε ο απόστολος αναφέρθηκε στην καταγωγή του, στον Γαμαλιήλ, στην αφοσίωσή του προς την πατρώα θρησκεία, τη μεταστροφή του και την εντολή του Χριστού να κηρύξει το ευαγγέλιο (Πράξ. 21:37 εξ.). Όμως οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και ζητούσαν τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο όπου ήταν ασφαλής ώστε την επόμενη ημέρα να μεταφερθεί προ του Μεγάλου Συνεδρίου για να απολογηθεί.Μπροστά στο Συνέδριο, ο Παύλος επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα αλλά τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή και ο Παύλος επέστρεψε και πάλι στο στρατόπεδο.Στο μεταξύ, ο ανεψιός του Παύλου έμαθε πως υπήρχε σχέδιο εξόντωσης του αποστόλου. Έτσι οργανώθηκε η μεταφορά του και με συνοδεία ισχυρής φρουράς οδηγήθηκε στην Καισάρεια, στην έδρα του ρωμαίου Επιτρόπου της Ιουδαίας, Φήλικα (Πράξ. 23:12-35). Εκεί κρατήθηκε ο Παύλος με την εντολή όμως να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους.Τελικά έμεινε φυλακισμένος στην Καισαρεία επί 2 χρόνια, οπότε τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Επίτροπος Φήστος (Πράξ. 24:27). Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Φήστο να στείλει τον Παύλο στα Ιεροσόλυμα, με την κρυφή σκέψη να τους είναι πιο εύκολο να τον εξοντώσουν. Ο Φήστος διέταξε νέα δίκη του Παύλου, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της ιουδαϊκής ηγεσίας. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους, επικαλέστηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε ρωμαίος πολίτης ώστε να δικασθεί στη Ρώμη.Αναχώρησε τελικά για τη Ρώμη στα τέλη του φθινοπώρου. Ένα ναυάγιο όμως ανάγκασε τους επιβάτες να παραμείνουν επί τρεις μήνες στην Μάλτα, με αποτέλεσμα να φθάσουν στη Ρώμη την άνοιξη. Τις λεπτομέρειες του ταξιδιού προς τη Ρώμη, μας δίνουν οι Πράξεις στα κεφ. 27-28. Στη Ρώμη, έμεινε με ελαφρά δεσμά επί δύο χρόνια σε κατοικία "εν ιδίω μισθώματι", με φύλαξη στρατιώτη, περιμένοντας την εκδίκαση της υποθέσεώς του. Εξακολουθούσε όμως να κυρήττει στους επισκέπτες του για τη βασιλεία του θεού "μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως" (Πράξ. 28:30-31).Σε αυτό το σημείο τελειώνει και η διήγηση των Πράξεων, χωρίς ο Λουκάς να μας πληροφορεί για την έκβαση της φυλακίσεως του αποστόλου. Μένουν έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται στις Ποιμαντικές επιστολές ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα για το βίο του Παύλου από το τέλος των Πράξεων και μετά.
