main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

16 Ιουν 2009

Ο Απόστολος των Ελλήνων ...


(συνέχεια της προηγ.ανάρτησης )Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος». Ο Ανδρέας υπήρξε ο κατ' εξοχήν απόστολος των Ελλήνων. Η Σκυθία, δηλαδή η σημερινή νότιος Ρωσία, η Ελληνική Βιθυνία, ο Πόντος, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος κι η Αχαΐα ποτίστηκαν πλούσια με τον τίμιο ιδρώτα του Πρωτοκλήτου. Αλλά κι η Εκκλησία του Βυζαντίου, που απετέλεσε κι αποτελεί το κέντρο της Ορθοδοξίας, από τον απόστολο μας ιδρύθηκε. Εδώ ο Ανδρέας εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Σε μια του περιοδεία, αναφέρεται από την παράδοση, πως ο άγιος μας πήγε και στην Κύπρο . Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου. Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα ποτήρι γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ώ του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το χρόνιο σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Κι ένα φώς, ιλαρό φώς, άρχισε να λούζει τα γύρω πράγματα... — Πατέρα, πατέρα, άρχισε να φωνάζει το παίδι πότε ψαχουλεύοντας και πότε τρέχοντας να βρει τον πατέρα. Κι ο καπετάνιος που τρόμαξε απ' τις φωνές του παιδιού τρέχει κι αυτός προς το μέρος που ακουόταν η φωνή. Στο αντίκρυσμα του παιδιού του σταμάτησε, έσκυψε κι άνοιξε την αγκαλιά του. — «Παιδί μου, τι σου συμβαίνει»; ρώτησε με τρόμο ο πατέρας. — «Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Για κοίτα με, βλέπω τη θάλασσα, τους ανθρώπους, τα πανιά του καραβιού μας που φουσκώνουν. Πατέρα, το ευλογημένο νερό που μου έδωκε εκείνος ο παππούλης, για να πιώ και να πλυθώ, αυτό μου χάρισε ό,τι ποθούσαμε. Το φως μου, πατέρα...» Ύστερα από μικρή διακοπή που πέρασε μέσα σε δάκρυα κι αναφυλλητά ευγνωμοσύνης ο καπετάνιος σηκώθηκε κι είπε: — «Παιδί μου, πάμε να βρούμε τον παππούλη που λες, για να τον ευχαριστήσουμε για ό,τι μας χάρισε!». — «Όχι εμένα, είπε ο απόστολος που πλησίασε. Τον Χριστό να ευχαριστήσουμε όλοι. Αυτός μας έδωκε το νερό. Αυτός γιάτρεψε και το παιδί. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, που έγινε άνθρωπος κι ήρθε στον κόσμο για να μας σώσει!» Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στό μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Έτσι στο ευλογημένο νησί οργανώθηκε ακόμη μια ομάδα, μια εκκλησία πιστών στον ένα αληθινό Θεό. Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα πλούσια δώρα τους σε χρήμα ή σε είδη, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής. Σε όλους τους ναούς του μαρτυρικού νησιού θα βρούμε την αγία εικόνα Του και το όνομά Του είναι το πιο συνηθισμένο μεταξύ των κατοίκων (Ανδρέας ή Αδρεανή - Ανδρούλα) και το πιο διαδεδομένο. Για λόγους που μόνο ο Κύριος γνωρίζει, εδώ και μερικά χρόνια - από το 1974 — το άγιο μοναστήρι μαζί με όλη την Καρπασία, τη Μεσαορία και τη Βόρειο Κύπρο έχει περιέλθει στην κυριαρχία του πιο βάρβαρου εισβολέα, του Τούρκου. Οι ευλογημένες εκκλησίες που βρίσκονται στα μέρη αυτά μένουν κανονικά αλειτούργητες. Κι οι καμπάνες σώπασαν από τότες να κτυπούν και να καλούν τους πιστούς σε συναγερμό ψυχής... Το αγίασμα όμως που βγήκε απ' τη γη ύστερα από την προσευχή του μεγάλου αποστόλου Ανδρέου μένει και συνεχίζει το κελάρυσμά του. Συνεχίζει το κελάρυσμά του και περιμένει την άγια ώρα, που οι πιστοί του νησιού, πλυμένοι καί καθαρισμένοι μέσα στα δάκρυα μιας ειλικρινούς μετάνοιας, θα αξιωθούν ελεύθεροι και πάλι να επισκεφθούν το όμορφο μοναστήρι για να ψάλουν τα ευχαριστήρια στον Κύριο για τη λύτρωση τους από τα δεινά της πικρής δοκιμασίας και να πιουν και να δροσίσουν τα χείλη από το γλυκό νερό. Ο Θεός να δώσει, με τη βοήθεια των πρεσβειών του αγίου αποστόλου Ανδρέου, μα καί των άλλων αγίων της Κύπρου , η μέρα αυτή να έρθει το γρηγορώτερο. Το τέλος του αποστόλου υπήρξε ανάλογο της ιστορίας του. Μαρτύρησε στις Πάτρες, όπου είχε φτάσει, για να μεταδώσει κι εδώ το μήνυμα της λυτρώσεως και να σκορπίσει το φως του Χριστού. Η επίσκεψη του από την πλευρά αυτή έφερε πολλούς καρπούς. Σε λίγες μέρες το κήρυγμα του μαζί με τα πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικά τα θεμέλια της ειδωλολατρίας στην Αχαΐα. Ανάμεσα στους πρώτους, που πίστεψαν, ήταν αυτός ο ίδιος ο ανθύπατος1 της πόλεως, ο Λέσβιος όπως λεγόταν, που είχε αρρωστήσει άξαφνα βαριά και τον είχε γιατρέψει ο απόστολος μας. Το παράδειγμα του ανθύπατου έσπευσαν ν' ακολουθήσουν κι άλλοι ειδωλολάτρες. Μα το πράγμα έγινε γνωστό στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Νέρων λύσσαξε απ' το κακό του κι έδωσε εντολή να αντικατασταθεί αμέσως ο Λέσβιος από κάποιο Αιγεάτη, πολύ φανατικό ειδωλολάτρη και πολύ σκληρό. Ο Πρωτόκλητος έχοντας συνοδό τον Λέσβιο συνεχίζει καθημερινά τα κηρύγματα του και τις θαυματουργικές του θεραπείες. Πλήθη λαού απ' όλη την Αχαΐα τα παρακολουθούν με ενδιαφέρον και πολλοί κάθε μέρα πυκνώνουν τις τάξεις των πιστών. Μέσα σ' αυτούς προστίθενται τώρα κι η σύζυγος του Αιγεάτη, η Μαξιμίλλα, ο αδελφός του Στρατοκλής, σοφός μαθηματικός, κι άλλοι πολλοί από τους συγγενείς του και τη συνοδεία του. Έτσι λεγόντουσαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οι Ρωμαίοι άρχοντες, που διοικού σαν μια από τις επαρχίες του κράτους. Ο ανθύπατος Αιγεάτης, αν και είδε τη γυναίκα του Μαξιμίλλα να σώζεται από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Πρωτοκλήτου, αν και είδε τον αδελφό του Στρατοκλή, που τον εκτιμούσε τόσο, να προσχωρεί στη νέα πίστη, εν τούτοις ο ίδιος έμεινε ασυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε με τη γυναίκα του κι αξίωσε απ' αυτή να αρνηθεί τον Χριστό. Η Μαξιμίλλα όμως δεν δέχτηκε ν' ακούσει. - Προτιμώ, του είπε, να χωριστώ από σένα παρά από τον Χριστό μου. Κι αυτός, τυφλωμένος απ' το πάθος του, διατάσσει να συλλάβουν τον Πρωτόκλητο και να τον ρίξουν στη φυλακή. Για να εκβιάσει δε περισ σότερο την αφοσιωμένη στον Χριστό γυναίκα, την απειλεί πως, αν δεν επιστρέψει στη θρησκεία των πατέρων της, την ειδωλολατρία, θα βασα νίσει τρομερά τον γέροντα απόστολο και στο τέλος θα τον σταυρώσει. Ανήσυχη η Μαξιμίλλα τρέχει στη φυλακή, για να μεταφέρει στον απόστολο τις απειλές του συζύγου της. Τρέμει η καλή γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακό ο ευεργέτης και σωτήρας της. — Μη φοβάσαι, κόρη μου, για τη ζωή μου, της είπε ο Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερά την πίστη σου. Θα 'ναι τιμή και εύνοια του Θεού σε μένα ν' αξιωθώ να φύγω απ' τον κόσμο αυτό κατά τον ίδιο τρόπο, που έφυγε ο Λυτρωτής μας. Άς κάμει, ό,τι θέλει ο Αιγεάτης. Άς με κάψει στη φωτιά. Άς με κατακάψει με τα μαχαίρια. Άς με καρφώσει στον Σταυρό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». Ο Στρατοκλής, που βρισκόταν εκεί, λούστηκε στο κλάμα. - Μην κλαις, του είπε ο απόστολος. Κάποια μέρα θα φύγουμε από τον κόσμο αυτό. «Ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τον σπόρο του Ευαγγελίου, που έσπειρα στην καρδιά σου. Κράτησε τον προσεκτικά και σπείρε τον κι εσύ παρακάτω. Τα λόγια του αποστόλου τόνωσαν το θάρρος της Μαξιμίλλας και του Στρατοκλή κι ατσάλωσαν τη θέληση τους ν' αγωνιστούν ως το τέλος. Ο Αιγεάτης ξαναφώναξε τη γυναίκα του και προσπάθησε με λόγια γλυκά και κολακευτικά να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού. — Είμαι έτοιμος να κάμω το καθετί για την αγάπη σου, της είπε. Άν πεισθείς να αφήσεις τον Χριστό, θα σ' έχω βασίλισσα στο σπίτι μου. Αλλιώς θα καρφώσω σ' ένα σταυρό τον γέρο, που σου πήρε τα μυαλά, και θα σκοτώσω κι εσένα. Η απάντηση της Μαξιμίλλας υπήρξε αληθινά ηρωϊκή. — Προτιμώ χίλιες φορές τον θάνατο παρά τη ζωή μ' ένα ειδωλολάτρη σαν και σένα. Τα λόγια της ηρωίδας χριστιανής άναψαν τον θυμό του συζύγου της, που έδωκε εντολή να βασανίσουν σκληρά τον άγιο και στο τέλος να τον υψώσουν πάνω σ' ένα σταυρό, που είχε το σχήμα του γράμματος Χ και που είχε στηθεί στο «χείλος της θαλάσσιας αμμουδιάς». Πάνω στον Σταυρό αυτό, που ήταν φτιαγμένος από ξύλα ελιάς, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του αποστόλου, χωρίς να τον καρφώσουν. Κι αυτό έγινε, γιατί ο Ανθύπατος ήθελε να κρατήσει πολύν καιρό τον άγιο στη ζωή, για να τον βασανίσει. Από μια θάλασσα, την όμορφη θάλασσα της Γαλιλαίας, κάλεσε ο Κύριος τον μεγάλο Ψαρά να τον ακολουθήσει για να γίνει μαθητής του και να ψαρεύει ανθρώπους. Από μια άλλη θάλασσα κοντά, τη θάλασσα της ιστορικής πόλεως των Πατρών, κάλεσε και πάλι ο Χριστός τον μαθητή κι απόστολο του Ανδρέα, ύστερα από σκληρή εργασία σποράς του λόγου του, να μεταπηδήσει στην ουράνια πατρίδα μας, για να λάβει τον άφθαρτο στέφανο της δικαιοσύνης. Ο απόστολος έφυγε από τον κόσμο αυτό σε ηλικία 80 περίπου χρόνων. Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελλάθηκε κι αυτοκτόνησε. «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές. Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μ. Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στις Πάτρες. Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460, τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης, όπου έμεινε μέχρι του 1964. Την 26η του Σεπτέμβρη του έτους αυτού αντιπροσωπεία του πάπα Παύλου μετέφερε από τη Ρώμη τον πολύτιμο θησαυρό και τον παρέδωσε στον νόμιμο κάτοχο, την Εκκλησία των Πατρέων.Στή μνήμη του μεγάλου αποστόλου ας κλίνει τακτικά με ευλάβεια το γόνυ της ψυχής κάθε Ελληνική καρδιά. Είναι ένας απ' τους αποστόλους που αγάπησαν την πατρίδα μας κι αγωνίστηκαν να της μεταδώσουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Το μήνυμα του δε «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» ας γίνει και για μας σύνθημα ζωής. «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» φωνάζει και σ' εμάς ο Πρωτόκλητος μαθητής. Ο Χριστός ήταν και είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Έτσι θα τον γνωρίσετε κι εσείς, αν τον αναγνωρίσετε Αρχηγό και Κύριο σας κι αν βάλετε το θέλημα και τον νόμο του οδηγό στη ζωή σας. Ναί! αν βάλετε το άγιο θέλημα και τον νόμο του οδηγό και σύντροφο στη ζωή σας. Γιατί ο Χριστός ήταν κι είναι «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας». Το σωστικό αυτό μήνυμα ας αγκαλιάσουμε με πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει και ξαναφτιάχνει μόνο μια ειλικρινής μετάνοια. Με μια γνήσια μετάνοια και συντριβή ψυχής ας καταφύγουμε και πάλι όλοι στον Σωτήρα Χριστό κι ας του ζητήσουμε να συγχωρήσει κι εμάς όπως κάποτε τους Νινευίτες και να μας ξαναδώσει τη λευτεριά μας. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Οπωσδήποτε θα μας ακούσει. Μας το βεβαιώνει με τα άγια λόγια Του: «Επικάλεσαί με, μας λέγει, εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με». Παιδί μου, όπου και να 'σαι, φώναξε με στον πόνο σου. Και εγώ θα σε ακούσω .... πηγή :www.orthodox-answers.gr

Ο Πρώτος εκλεκτός ...

Το μικρό αφιέρωμα στους Αγίους Αποστόλους συνεχίζεται σήμερα με αυτόν που πρώτος απο όλους άφησε τα πάντα για να ακολουθήσει Εκείνον ...
Μορφή βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιούχος και διαλεχτή. Πρώτος απ' όλους τους αποστόλους γνώρισε τον Ιησού, αλλά και πρώτος κλήθηκε να τον ακολουθήσει, γι' αυτό και Πρωτόκλητος. Το όνομα του το ιερό κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ψυχή των Ελλήνων. Αυτός είναι ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού κι ο ένας απο τους αποστόλους του Έθνους μας. Ο Ανδρέας καταγόταν απο την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας κι ήταν γιος του Ιωνά κι αδελφός του πρωτοκορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Το επάγγελμα του ήταν ψαράς. Ήταν όμως απο τις ευγενικές εκείνες ψυχές, που μελετούσαν τους προφήτες και περίμεναν με λαχτάρα την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την άμαρτίαν του κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού. Τον ακολούθησαν με προθυμία και ζήλο κι έμειναν κοντά του εκείνη την ήμερα. Τί είδαν και τί άκουσαν όλες εκείνες τις αξέχαστες ώρες; Χωρίς άλλο λόγια άγια και θεία. Ρήματα ζωής αιωνίου. Λόγια, που τους συνεπήραν την ψυχή και τους έκαμαν να πιστέψουν πως στ' αλήθεια ο Ιησούς ήταν Εκείνος που περίμεναν. Ο Μεσσίας. Ο Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση τους από την επικοινωνία κι επαφή τους με τον Κύριο την βλέπουμε απο την ενέργεια του Ανδρέα. Μόλις χωρίστηκαν απο τον Ιησού, έτρεξε να συναντήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Πέτρο και να του πει με χαρά: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν (ο εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός)• και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν». Πόση καλωσύνη. Πόση ευγένεια ψυχής! Πόση αγάπη! Δεν κράτησε μόνος τη χαρά του. Έσπευσε να τη μοιραστεί με τον αδελφό του. Κι είχε δίκαιο! Κείνος που γεύτηκε το μέλι του Ευαγγελίου δεν μπορεί να το τρώει μόνος του. Η πραγματική χάρη, όταν φωτίσει την ψυχή, βάνει τέρμα στο πνευματικό μονοπώλιο, λέει κι ένας μεγάλος ιεραπόστολος του περασμένου αιώνα. Η περίπτωση αυτή είναι ένα έξοχο παράδειγμα αδελφικής αλληλεγγύης και πνευματικότητας. Τα αδέλφια μας, οι γονείς μας, οι συγγενείς μας, οι οικείοι μας πρέπει να 'ναι για μας πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, με τα οποία να' μαστε έτοιμοι να μοιραστούμε κάθε στιγμή και τη χαρά και τη λύπη μας. Σ' αυτούς θα πούμε τον καλό τον λόγο. Θα δώσουμε το χριστιανικό έντυπο. Θα τους καλέσουμε σε μια χριστιανική συγκέντρωση. Θα τους πούμε σε μιαν επίσκεψη: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Αδελφοί μας! Ελάτε στον Χριστό. Αυτός είναι η χαρά. Αυτός η ζωή και το φως. Αυτός η ειρήνη του κόσμου. Μη σας σκανδαλίζουν μερικά έκτροπα, που βλέπετε γύρω σας. Μη σας σκανδαλίζει η ζωή μερικών, που αυτοκαλούνται χριστιανοί και θέλουν τάχατες να δείχνουν και τον δρόμο στους άλλους. Εσείς κοιτάτε μόνο τον Χριστό. Αυτός και μόνο αυτός στον κόσμο τούτο δίνει τη χαρά και την ειρήνη. Το μαρτυρεί η ζωή όλων των απλών, των αληθινών χριστιανών. Το βεβαιώνει η ζωή και το παράδειγμα του μεγάλου αποστόλου μας. Ύστερα απο το επεισόδιο, που αναφέραμε, τόσο ο Ανδρέας, όσο κι ο Πέτρος κι ο Ιωάννης ξαναγύρισαν στα πλοία τους κι έπιασαν πάλι τη δουλειά τους. Δεν είχε έρθει ακόμη η ευλογημένη ώρα να αρχίσει ο Κύριος το έργο του. Αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα. Εκεί στη λίμνη της Γεννησαρέτ οι δύο αδελφοί καταγίνονταν να ρίψουν τα δίκτυα τους στη θάλασσα, όταν τους ξαναβρήκε ο Ιησούς και τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν. «Δεύτε οπίσω μου», τους είπε, «και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Κι αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». «Ευθέως», χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς καμιά αναβολή τον ακολούθη σαν. Στήν περίσταση αυτή έμοιασαν με τον σοφό και συνετό εκείνο έμπορο της ευαγγελικής περικοπής, που ζητούσε να βρει και ν' αγοράσει μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε κάποτε ένα σπουδαίο και «πολύτιμον μαργαρίτην», έσπευσε να πωλήσει όλα όσα είχε και να τον αγοράσει. Αυτό έκαμαν κι οι δύο αδελφοί. Ο Ανδρέας ακολούθησε τον Κύριο πιστά και πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατά το διάστημα αυτό της μαθητείας του δύο απο τα πολλά επεισόδια καταδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση, που είχε ανάμεσα στούς άλλους μαθητές και κοντά στον Ιησού. Το πρώτο συνέβηκε στην έρημο. Τα πλή θη, που είχαν πληροφορηθεί πως ο Κύριος βρισκόταν εκεί, μαζεύτηκαν απ' όλα τα μέρη γύρω, για να ζητήσουν τις ευεργεσίες του και ν' ακούσουν τη διδασκαλία του. Κόντευε να δύσει ο ήλιος και κανένας δεν έλεγε να φύγει. Κάποια στιγμή ο Ιησούς φώναξε κοντά του τον Φίλιππο και τον ρώτησε: «Απο πού και με τι χρήματα θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Κύριος φυσικά γνώριζε τι θα έκαμνε. Το είπε όμως αυτό, για να δοκιμάσει τον Φίλιππο και τους άλλους μαθητές. Κι αυτός από μέρους και των άλλων μαθητών γεμάτος αμηχανία απήντησε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν φτάνουν, όχι για να χορτάσουν, αλλά για να πάρει ο καθένας μια μπουκιά. Τη στιγμή εκείνη πετάχτηκε ο Ανδρέας κι είπε. «Κύριε, είναι εδώ ένα παιδάκι, που έχει πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια» (Ιωάν. ς', 9). Φυσικά πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια δεν είναι τίποτα για τόσο κόσμο. Μα εσύ. Κύριε, μπορείς να τα ευλογήσεις και τότε, ω, ναί! Τότε μπορούν να φάνε όλοι οι άνθρωποι και να περισσέψουν. Πρόσωπο με παρρησία και με μια λανθάνουσα πίστη στον Χριστό μας παρουσιάζει το επεισόδιο αυτό τον Ανδρέα. Πρόσωπο με πλατιά καί μεγάλη καρδιά μας τον παρουσιάζει το δεύτερο επεισόδιο. Συγχρόνως όμως και άνθρωπο με τόλμη, που δεν διστάζει να πάρει μια μεγάλη απόφαση και ν' αναλάβει συνάμα και τις ευθύνες του. Αφορμή γι' αυτό το επεισόδιο έδωκαν μερικοί συμπατριώτες μας Έλληνες. Ήταν οι μέρες του Πάσχα, του τελευταίου Πάσχα του Κυρίου μας. Μέσα στα πλήθη, που μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα από τα διάφορα μέρη του κόσμου, ήταν κι αυτοί. Ασφαλώς ήταν άνθρωποι που είχαν προσηλυτισθεί στον ιουδαϊσμό. Η πνευματική θρησκεία του Ισραήλ τους είχε τραβήξει μέσα στήν καρδιά τους βαθύ τον πόθο να τον γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπόν τον Φίλιππο - ίσως το ελληνικό του όνομα τους έδωκε το θάρρος- και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στον Χριστό. Ο Φίλιππος όμως έσπευσε να ζητήσει τη γνώμη του Ανδρέα. Γιατί του Ανδρέα; Γιατί ήταν συμπατριώτης του κι ήξερε την παρρησία του. Αλλά και γιατί ο Ανδρέας ήταν γνωστός σαν ο άνθρωπος με τη μεγάλη καρδιά και το θέμα θα το αντίκρυζε όχι με τη στενή ιουδαϊκή αντίληψη, πως ο Χριστός ήλθε κι ανήκε μόνο στους Ιουδαίους, αλλά καί στους άλλους ανθρώπους. Και πραγματικά η στάση του δικαίωσε τη φήμη του. Ο Ανδρέας, σαν έμαθε από τον Φίλιππο το περιστατικό, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε τους Έλληνες και μαζί μ' αυτόν τους έφερε στον Χριστό (Ιωάν. ιβ', 20-22). Τι φανερώνει και το επεισόδιο αυτό; Τη μεγάλη, την πλατιά του καρδιά, μα και την οικειότητα του προς τον Χριστό. Ευτυχείς όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Πρωτόκλητο και βοηθούν κι άλλες ψυχές να πλησιάσουν και να γνωρίσουν τον Κύριο. Η ζωή του Πρωτοκλήτου κατά τα τρία χρόνια της μαθητείας είναι η ίδια με τη ζωή των άλλων μαθητών. Αχόρταγα κι αυτός μαζί με τους άλλους αποστόλους ρουφούσε από το στόμα του θείου Διδασκάλου τα «ρήματα της αιωνίου ζωής». Μαζί του περιέτρεχε την Άγια Γη κι έβλεπε τις ευεργεσίες και τα θαύματα του. Βαθιά ήταν η συγκίνηση του για την υποδοχή, που ο περιούσιος λαός επεφύλαξε στον Κύριο μας «πρό εξ ημερών του Πάσχα». Πιο βαθιά η θλίψη του για τη σύλληψη του Διδασκάλου του και για όσα ακολούθησαν αυτή. Η επίσκεψη του Κυρίου όμως κατ' αυτή την ήμερα της Αναστάσεως Του κι ενώ πια είχε βραδυάσει κι οι πόρτες του σπιτιού ήταν κλειστές «δια τον φόβον των Ιουδαίων» ξανάφερε στην ψυχή του τη χαρά και την ελπίδα. Ο Ανδρέας παρευρέθηκε στην Ανάληψη κι έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία. Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος».
συνεχίζεται ....

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~