main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

28 Ιουλ 2009

Ο ίσκιος... της ψυχής να σε δροσίζει

Σαν κελαρυστή πηγή σε μακρινό ξωκκλήσι , περιφρονημένο απ τους ανθρώπους μα όχι απ το Θεό που πάντα με έναν φύλακα άγγελό του φρουρεί ακοίμητα την.... αιώνια τράπεζα ,το παρακάτω κείμενο του υπέροχου Κόντογλου ....Και εκεί που πιστεύεις πως κόπηκε η ανάσα σου απο τον λίβα μιας ακόμα δύσκολης μέρας που μοιάζει να σε κυβερνά ολότελα , αυτό έρχεται να σε δροσίσει στο μέσα σου και να σε κάνει να υγραίνεσαι μόνο στα μάτια ...Νοιώθω για λίγο έστω , να μην αποζητώ τίποτα άλλο ...μου αρκεί αυτή η θεόπνευστη σταλλαγματιά μιας ξεχασμένης ωραιότητας και ένας εσπερινός ήχος να μου θυμίζει πως πλησιάζει το... πάσχα του καλοκαιριού ....

Δροσίσετε την ψυχή σας στην καλοσύνη και αγνότητα...

Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος . Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστάς. Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ τους. Για ό,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για ίδιο στενοχωριέται ο άλλος. Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μα για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό , κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν.

Μά οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα : ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ό,τι είναι, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π. Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμιά σκοτούρα. Ζούνε μακριά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών – ειδών , από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά. Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε , να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πώς είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι…. Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσαι κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι στην όψη έτσι ή αλλιώς , εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός ή κοντός , μαύρος ή άσπρος; Σ’ αυτά που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πώς περπατώ, το πώς μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.

Απάνω απ’ όλα να αγαπάμε την καλοσύνη. Να χαιρόμαστε να μαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είναι σαν την καλοσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού. Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά! Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κι’ άς φουσκώνουνε απ’ έξω κι’ άς παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλοσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.

Μα οι καλοί άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακριά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά. Να μην ζείς βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είναι που είπε ο Χριστός «Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;» Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ό,τι έχασε είναι τιποτένιο μπροστά σ’ αυτό που κέρδισε. Κι’ ο άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπόρ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες , από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισες άραγε, αφού έχασε την ψυχή του; Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής – λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κ.λ.π. , έρχονται σ’ έναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απ’ αυτά τα σπιρτόζα πιστά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μ α δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε για’ αυτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους. Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια – ίσια , όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είναι που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απ’ αυτά έχουνε μεγάλη ανάγκη, απ’ αυτά που δεν αγοράζουνται. Σε ποιο μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζεί κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη; Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κι’ από τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κι’ όσα πάνε μαζί μ’ αυτά , δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά με’ έναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής.

Τι μεγαλομανία σ’ έχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κι’ έχεις δυό τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα! Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλοσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες. Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να σιχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.

Τι θα δίνανε πολλοί απ’ αυτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων , νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε , σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι’ αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.

Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς , να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και ν’ ακούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακριά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι’ όλα είναι ευλογημένα.

Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχής σας, να νοιώσετε πως ζητά αληθινά κι’ όχι ψεύτικα.

Του Φώτη Κόντογλου

27 Ιουλ 2009

Καλοκαιρινή ευλογία ...

Μακάρι να μπορούσα να πάρω μαζί μου στις διακοπές τα μυστικά του Κόντογλου ...να τις κάνω ευλογημένες και αξέχαστες ...Το καταφύγιο της ψυχής αναζητά θύμισες και μυρωδιές απο ένα ψαραδοχώρι με ξένοιαστους και αμέριμνους για ...πάσαν την βιωτικήν ...ντόπιους ,με την ξυπολισιά τους να φανερώνει στα μάτια σου την αληθινή καλοκαιρινή ευτυχία ...και το έχει ο Θεός που συνεχώς ακούς να βγαίνει απ το στόμα τους να σε κάνει να παίρνεις βαθιά ανακουφιστική ανάσα , μέσα στην οποία χωρά μόνο το σήμερα και ο επιούσιος ....

Ένας τζίτζικας παραπονιέται: εκείνος ο ασχημάνθρωπος, ο καμπούρης ο Αίσωπος, έπιασε

και ταίριαξε για μένα έναν μύθο που είναι γεμάτος ψευτιά. Πως τάχα, χάνω τον καιρό μου το

καλοκαίρι και τσαμπουνίζω όλη τη μέρα, καθισμένος στο δέντρο, δίχως να γνοιαστώ για τίποτα,

απρόκοφτος και τεμπέλης. Και πως σαν έρθει ο χειμώνας με σφίγγει η πείνα και πηγαίνω και

κλαίγομαι στον μέρμηγκα να με ελεήσει. Πήγε ποτές τζίτζικας να ζητιανέψει! Παραδέχομαι πως ζω

χωρίς έγνοιες και πως το ρίχνω στον αμανέ. Όχι μονάχα το παραδέχομαι αλλά και το καυχιέμαι.

Τι χάρη θα 'χε ο κόσμος, αν κυνηγούσαν όλοι να μαζέψουνε να κάνουνε λεφτά; Η πλάση θα 'τανε

βουβή και άσχημη σαν κόλαση. Eίδες κανέναν μέρμηγκα να τραγουδάει; Όλο νευρικός είναι, όλο

πηγαινοέρχεται σαν να ζητά ο κακόμοιρος την ευτυχία του που δεν τη βρίσκει μέσα στα πλούτη του.

Ενώ εμείς είμαστε καλές ψυχές κι ας μας κατηγορούνε. Λέμε "έχει ο Θεός" και όλα πάνε καλά.....

Βλογημένος ο άνθρωπος που μπορεί, τώρα το καλοκαίρι, να ξεμακρύνει για λίγο από την ταραχή της πολιτείας. Αν του αρέσει η θάλασσα, ας πάει σε κανένα νησί, που δεν είναι ακόμα χαλασμένοι οι νησιώτες, ή σε κανένα ψαραδοχώρι. Να μην κουβαλήσει όμως μαζί του την πολιτεία, όπως κάνουνε πολλοί, που από τη μια θέλουνε να αφήσουνε την ταραχή πίσω τους, κι από την άλλη κουβαλάνε μαζί τους όλα τα περίπλοκα και κουραστικά καθέκαστα της πολιτείας. Πάρε μαζί σου όσο λιγώτερα πράγματα μπορείς.

Γιατί, το πιο μεγάλο κέρδος που θα 'χεις πηγαίνοντας σ' ένα τέτοιο μέρος, θα 'ναι η φχαρίστηση που νιώθει ο άνθρωπος σαν του λείψουνε πολλά πράγματα, που τα έχει στην πολιτεία τόσο εύκολα, και που εκεί πέρα θα του φαίνεται σαν κάποια μεγάλη απόλαυση και χαρά το πιο παραμικρό πράγμα. Δυστυχισμένοι οι άνθρωποι που δεν τους λείπει τίποτα, και δεν έχουνε την ελπίδα να λαχταρήσουνε κάποιο πράγμα, είτε φαγητό είναι, είτε ξεκούρασμα, είτε ομιλία, είτε ζεστασιά, είτε δροσιά. Και καλότυχοι αληθινά όσοι δεν τα έχουνε όλα εύκολα, και για τούτο γίνουνται για δαύτους ολοένα νέα και δροσερά όλα τα πράγματα.

Λοιπόν, μην πάρεις πολλά πράγματα μαζί σου, για να μην πάρεις και την ατονία και την ανοστιά, που δίνει στον άνθρωπο η εύκολη απόλαυση. Τότε θα καταλάβεις πόσο πολύτιμα είναι και τα πιο τιποτένια πράγματα. Η μοναξιά θα δώσει αξία στην απλή πα­ρέα, η πείνα στο μαύρο ψωμί, η κούραση στο σκληρό στρωσίδι. Η πύρα του ήλιου κ' η αρμύρα της θάλασσας θα ψήσει το πετσί σου, θα στύψει το κορμί σου και την πληγιασμένη ψυχή σου και θα νοιώσεις πως ζεις αληθινά, όπως ζούνε τα άλλα τα πλάσματα που απομείνανε στον φυσικό τρόπο της ζωής τους. Θα καταλάβεις στο κορμί σου και στην ψυχή σου αληθινή υγεία, και κάποια ζωντάνια που την είχες ξεχάσει΄ κι αυτό που έλεγες υγεία στην πολιτεία, θα σου φανεί τότε σαν αρρώστεια. Θα ξεκουραστείς από την απλοποίηση της ζωής σου, αν βέβαια δεν είσαι ολότελα χαλασμένος, ώστε νά 'χεις την ιδέα πως η ευτυχία είναι το νά 'σαι μπερδεμένος μέσα σε χίλια δυο σκοινιά, και νά 'χεις στο μυαλό σου άλλες τόσες έγνοιες. Σαν αρχίσεις να ξεχωρίζεις σιγά-σιγά τον εαυτό σου, που είτανε πρωτύτερα πολύ μακρυά, σαν ίσκιος, και να κάνεις συντροφιά μαζί του, χωρίς να στεναχωριέσαι. Δεν θέλω να πω πως θα πιάσεις να μιλάς με τη θάλασσα, με τα δέντρα, με τα πουλιά, με τις πέτρες, και να τα λες αδέλφια σου, όπως έκανε ο άγιος Φραντζέσκος, αλλά θα σου φαίνεται πως δεν πέφτεις από την κουτή σου την αξιοπρέπεια σαν ξαπλώσεις στο χώμα και κοιτάζεις ώρες τα μαμούνια, είτε, σαν κάθεσαι στην θαλασσόπετρα και σεριανίζεις τα ψαράκια, τα καβούρια και τ' άλλα τα ζωντανά τ' αρμυρού νερού, δίχως να κουράζεσαι και να βαριέσαι.

...

(Φώτης Κόντογλου: Ευλογημένο Καταφύγιο)

17 Ιουλ 2009

Του Αη Λιά ...στην πιό ευλογημένη κορυφή


«Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!»
(ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΑΚΟΣ )

(του Γ.Η.Βενιζελέα)
Ο Ταΰγετος με τις πολλές του ιδιαιτερότητες είναι ίσως το ομορφότερο βουνό της Ελλάδας και το διασημότερο της Πελοποννήσου. Στην αντίληψη όσων τον γνωρίζουν κατέχει το χαρακτήρα του φυσικού συμβόλου. Αγιασμένο μέσα στους αιώνες και αυτόνομο στην Τουρκοκρατία γέννησε καπεταναίους και αγωνιστές. Στο κεντρικό και νότιο Ταΰγετο βρίσκεται η Μάνη, όπου εκεί, σύμφωνα με το ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, συναντάς «το ερωτικό σμίξιμο του Ήλιου και της Πέτρας». Είναι το βουνό που χωρίζει και ενώνει δυο ιστορικές περιοχές, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία.
Το προσκύνημα στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι που στέκεται στη κορφή, αποτελεί καθήκον ζωής για πολλούς πιστούς που ανεβαίνουν κάθε χρόνο για να τιμήσουν τον Προφήτη Ηλία, στον οποίο αποδίδονται πολλά θαύματα. Ο Ναΐσκος έχει εξωτερικές διαστάσεις 3μ.χ6,5μ. περίπου και βρίσκεται σε μικρό πλάτωμα της κορφής, εμβαδού 65μ2 περίπου. Είναι κτισμένος από ξερολιθιά και είναι ξέσκεπος.

Παλαιότερα υπήρχε στέγη από τίκλες, που λόγω καιρικών συνθηκών την επόμενη χρονιά είχε υποστεί ζημιά, αλλά οι Τσεριώτες φρόντιζαν για την επισκευή και συντήρησή της. Νεώτερες προσπάθειες κατασκευής στέγης με άλλα υλικά απέβησαν άκαρπες. Ο Προφήτης θέλει –ίσως- να νιώθει ελεύθερος, γιατί βρίσκεται στη Μάνη που πάντα ήταν ελεύθερη.
Στη χάρη του ως σκεπή τοποθετείται τέντα για να προφυλάσσει τα σκεύη και τους πιστούς από τον ήλιο την ημέρα και από το κρύο τη νύκτα ή από καμιά ξαφνική νεροποντή. Εσωτερικά βρίσκονται τρεις μαρμάρινες εικόνες, οι οποίες παραμένουν εκεί όλο το χρόνο, στη μια εκ των οποίων η αφιερωματική επιγραφή αναγράφει ότι έγινε με εργασία και δαπάνη «Σ. Καρπάθιου, εν Παλαιοπαναγιά, έτος 1899». Εξωτερικά βρίσκονται μικρές πεζούλες για την ανάπαυση των προσκυνητών και δεξιά της θύρας εισόδου εγχάρακτη πλάκα, που αναφέρει ότι ο Ναός ανακατασκευάστηκε το 1967 με δαπάνες από τη «Βούλα Περουτσέα – Γκότση εκ Τσερίων».
Η ανακατασκευή αυτή πραγματοποιήθηκε γιατί το κτίσμα καταπονείται από τις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Αλπική ζώνη του βουνού και από το χιόνι που το σκεπάζει. Το χιόνι που βρίσκεται στο εσωτερικό του Ναΐσκου - ειδικά την Άνοιξη που το εξωτερικό χιόνι λιώνει νωρίτερα - πιέζει τα τοιχώματα που σιγά-σιγά μετακινούνται, ενώ οι πέτρες στα ψηλότερα σημεία των πλευρικών τοίχων πέφτουν στο έδαφος. Η συντήρηση και ανατοποθέτηση αρκετών τμημάτων της ξερολιθιάς γίνεται κάθε χρόνο από Τσεριώτες, που ανεβαίνουν στη κορφή, μερικές ημέρες νωρίτερα από την εορτή του Προφήτη Ηλία, για το σκοπό αυτό.
Ο χώρος παραπλεύρως του Ναΐσκου είναι κατάσπαρτος με χαμηλά σε ύψος κτίσματα, που λίγα από αυτά διατηρούν τη σκεπή τους και μέσα από το στενό τους άνοιγμα οδηγούν σε ένα υποτυπώδες καταφύγιο. Όλα αυτά τα ασκεπή κτίσματα κατακλύζονται από προσκυνητές και αποτελούν σημείο ανάπαυσης από τη πολύωρη ανάβαση. Στα αγκωνάρια παρατηρούμε αναμνηστικές επιγραφές με αρχικά ονομάτων, όλων εκείνων που θέλησαν να αποτυπώσουν στην πέτρα το γεγονός της ανάβασής τους στη ψηλότερη κορφή της Πελοποννήσου. Χρονολογίες των ετών 1881, 1892, 1898, 1901, 1938 και αναρίθμητες άλλες, που ίσως να είναι και παλαιότερες.

Η δύσκολη μα τόσο συναρπαστική ανάβαση στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι που στέκεται στη κορφή, αποτελεί τάμα ιερό για πολλούς πιστούς που κάθε χρόνο βρίσκονται εκεί για να τιμήσουν τον Προφήτη Ηλία, στον οποίο αποδίδονται πολλά θαύματα, όπως το παρακάτω:
«…Ο Ήλιος είχε βγει εδώ και τρεις ώρες πάνω από τον πολύκορφο Πάρνωνα. Ήταν 17 Ιουλίου του 191…κοντά στην «χάρη» του Προφήτη Ηλία, της ψηλότερης κορυφής του Ταϋγέτου. Η κυρα Βαγγελιώ ανέβαινε με τον Αράπη τις τελευταίες αγανιές της Κορυφής. Ο ιδρώτας έτρεχε «ποτάμι» μες στις βαθιές ρυτίδες του χαροκαμένου προσώπου της. Το μουλάρι αγκομαχούσε από την ανηφόρα, το βαρύ φόρτωμα και την έλλειψη οξυγόνου, που εξαντλούσαν τις δυνάμεις του. Το τάμα της έπρεπε πάνω από κάθε κούραση, να εκπληρωθεί. Το λιβάνι που μετέφερε ήταν απαραίτητο να προσανάψει την μεγάλη φωτιά στην κορυφή, την νύχτα της παραμονής της εορτής του Προφήτη.
Ο άνδρας της, ο κυρ Αλεξανδρής, σώθηκε ως εκ θαύματος από την πτώση του στις «κακιές λουκιές». Κυνηγούσε να μαντρώσει τα κατσίκια μέσα σ’ εκείνο το κακοτόπι. Αλλά, λίγο τα χρόνια, που πέρασαν πάνω στην σβελτάδα του, λίγο η αδυναμία του, λίγο το κρασάκι και δεν θα εύρισκαν ούτε το κοκαλάκι του. Ευτυχώς ο κέδρος, εκεί στο χείλος του κρημνού, έκανε το θαύμα του. Σώθηκε με λίγες εκδορές5…».

Ενενήντα και πλέον χρόνια μετά, όπως οι παλαιότεροι, ακολουθούμε το ίδιο μονοπάτι, με την ίδια δυσκολία καταβάλλοντας την ίδια προσπάθεια. Βήμα-βήμα πλησιάζουμε. Οι προσκυνητές που κατεβαίνουν μας ενθαρρύνουν από τις πρώτες στιγμές «…κουράγιο φτάσατε, βοήθειά σας, ο Προφήτης θα σας βοηθήσει να φτάσετε και να προσκυνήσετε..». Λόγια βγαλμένα μέσα από τη καρδιά άγνωστων συνανθρώπων μας, που πέρασαν τη δοκιμασία και νοιώθουν τη προσπάθειά μας.
Λόγια που προξενούν εντύπωση στα νεώτερα μέλη της παρέας μας, που με απορία ρωτούν αν τους γνωρίζουμε. Έχουν μείνει ακόμα στις μεγαλουπόλεις, εκεί που δεν λέμε καλημέρα στο συγκάτοικό μας. Η έκπληξη στα μάτια τους έκδηλη από τη ζεστασιά των λόγων ανθρώπων άγνωστων, αλλά συνοδοιπόρων, έκπληξη και αργότερα στη κορφή όπου όλοι νοιώθουν σαν μια μεγάλη παρέα. Ο επιβλητικός όγκος του βουνού μας σκεπάζει από τις πρώτες στιγμές της ανάβασης και η κορφή-στόχος ολοένα πλησιάζει. Ακούω τη Μαρία να λέει ότι το βουνό της προξενεί σεβασμό, γιατί βάζει τους δικούς του όρους για να μας δεχτεί…
Η ανάβαση ολοκληρώνεται. Μετά από μικρό διάλειμμα εντοπίζουμε το χώρο όπου θα διανυκτερεύσουμε και τοποθετούμε τα πράγματά μας. Επιτέλους η πλάτη μας είναι ελεύθερη. Προσκυνάμε στο απλό εκκλησάκι τη πέτρινη εικόνα του Προφήτη Ηλία και τον ευχαριστούμε για τη βοήθεια που ζητήσαμε και μας πρόσφερε, για να φτάσουμε στη κορφή.

Ο Ιερέας από τα Τσέρια πατήρ Σωτήρης Γουζέας, που λειτουργεί το εκκλησάκι, μας καλοδέχεται και απαντάει στις ερωτήσεις μας λέγοντας: «Ανεβαίνω στη "χάρη του" 31 χρόνια αν και τελευταία δυσκολεύομαι λιγάκι αφού είμαι 71 ετών. Κάθε φορά ζητάω τη βοήθεια του Προφήτη Ηλία και τα καταφέρνω. Με συγχωριανούς μου ανεβαίνουμε συνήθως δυο τρεις μέρες νωρίτερα και τοποθετούμε στη θέση τους τις πέτρες, από τα τοιχώματα της εκκλησίας που έχουν πέσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τοποθετούμε μια τέντα για σκεπή.
Στις 19 Ιουλίου λοιπόν κάθε χρόνο, πολλοί προσκυνητές ανεβαίνουν τα μονοπάτια των δύο πλευρών του Ταϋγέτου, για να εορτάσουν το μικρό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στη ψηλότερη κορφή του βουνού.
Πραγματική απόλαυση αποτελεί το ηλιοβασίλεμα στο Μεσσηνιακό κόλπο, ενώ η σκιά της βουνοκορφής σε σχήμα πυραμίδας, απλώνεται προς τη πλευρά του Λακωνικού κάμπου. Η ορατότητα, όταν ο καιρός το επιτρέπει, φθάνει μέχρι τη Κρήτη ενώ το δάσος της Βασιλικής και η Μάνη απλώνεται μέχρι το Ταίναρο.

Με το σούρουπο αρχίζει η προετοιμασία για το άναμμα των δυο φωτιών, μια προς τη πλευρά της Λακωνίας και μια προς τη πλευρά της Μεσσηνίας. Οι φωτιές συντηρούνται όλη σχεδόν τη νύχτα και ανάβουν με μισολιωμένα κεριά και λιβάνι που φέρνουν οι προσκυνητές. Το λιωμένο λιβάνι «κυλάει» από τα μικρά ανοίγματα του κύκλου από πέτρες και οι φλόγες χαιρετούν τις αντίστοιχες φωτιές που ανάβουν τα χωριά που βρίσκονται στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού. Ορατή όμως είναι αυτή των Τσερίων, στο σημείο που βρίσκεται το καλντεριμένιο μονοπάτι «Λιούτη», απ’ όπου άρχιζε η πορεία για τη κορφή μέχρι το 1979.


Κατά τη διάρκεια της νύχτας απολαμβάνει κανείς ζεστή σούπα ή τραχανά από το «τάμα» κάποιου πιστού, ενώ αυτοί που έχουν ...ευλογία περιμένουν καρτερικά το ξημέρωμα προκειμένου να γευτούν ..άρτον ζωής αιωνίου . Παρατηρεί κανείς από ψηλά μικρά κινούμενα φώτα από τους φακούς των πιστών που ανεβαίνουν όλη τη νύχτα για να προσκυνήσουν και να απολαύσουν την ανατολή.

Η θερμοκρασία πέφτει, μικρές παρέες τραγουδούν, όλοι νοιώθουν μεταξύ τους γνωστοί, ενώ αναζητούν λίγο χώρο για να ξαπλώσουν στα πεζούλια από ξερολιθιά ώστε να προφυλαχθούν από το κρύο και τον άνεμο. Πολλοί ξαπλώνουν μπροστά από το εκκλησάκι στο οποίο πλέον η πρόσβαση γίνεται από ένα μικρό διάδρομο. Ο χώρος βοηθάει την ενδοσκόπηση και το προβληματισμό και αναζητάς τις αιτίες των προβλημάτων που μας επιβάλλει ο σημερινός τρόπος ζωής. Αισθάνεσαι την απεραντοσύνη του βουνού και πιστεύεις ότι αν απλώσεις τα χέρια θα πιάσεις τα άστρα.

Η καμπάνα κτυπάει στις 2 το πρωί και η λειτουργία διαρκεί μέχρι την ανατολή. Ανατολή που όλοι περιμένουν και κοιτούν προς τη πλευρά του Πάρνωνα απ’ όπου ξεπροβάλει ο ζωοδότης ήλιος, κόκκινος σαν τη φωτιά. Τότε οι άνθρωποι μετακινούνται προς τα δυτικά για να απολαύσουν στα αχνά χρώματα της αυγής το φαινόμενο της πυραμίδας. Της σκιάς δηλαδή της πυραμιδοειδούς κορφής του Ταϋγέτου που σχηματίζεται μέσα στο Μεσσηνιακό κόλπο στον ορίζοντα της δυτικής Μεσσηνίας.


Ένα μοναδικό φαινόμενο, μια στιγμή μαγική, ονειρεμένη, που αφήνει τους πάντες άφωνους. Και ξαφνικά η κορφή αδειάζει. Δεν πρέπει ν’ ανέβει ψηλά ο ήλιος γιατί η κατάβαση θα δυσκολέψει. Παρατηρούμε ανατολικά και δυτικά στις πλαγιές του βουνού, να κυλούν δυο ανθρώπινα ρυάκια, ενώ νότια διακρίνουμε το δάσος της Βασιλικής και τις βουνοκορφές της οροσειράς μέχρι το Ταίναρο, που ανάμεσά τους βρίσκεται η αδούλωτη Μάνη…και του χρόνου να μας αξιώσει ο Χριστός μας να ξανανέβουμε παιδιά στην χάρη του Θεσβίτη …και του χρόνου

του Γ. Η. Βενιζελέα
Πηγή :www.mani.org

Π.Δανιήλ Γούβαλης ....-Παππούλη μου…



Το πρωί της 11ης Ιουλίου, έφυγε από κοντά μας, ο σεβαστός και γλυκός μας πνευματικός πατέρας, Δανιήλ Γούβαλης. Ένας γνήσιος φορέας του ορθόδοξου φρονήματος και της ορθόδοξης πνευματικής Παραδόσεως. Ένας πιστός και ακάματος υπηρέτης του Θεού και των Αναγκών του ανθρώπου.
Αλήθεια, πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν τόσα χρόνια τώρα από τη Μαλακάσα, στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που ήταν λειτουργός, Αγία που υπεραγαπούσε και υπερευγνωμονούσε, μιας και τη θεωρούσε προστάτιδά του.
Πόσοι, λοιπόν, μικροί, έφηβοι, μεγάλοι, ηλικιωμένοι, ατροφικοί στην πίστη, ψυχικά και σωματικά ανάπηροι, πλανεμένοι από αιρέσεις, δαιμονοφορούμενοι, δαιμονοκίνητοι , παθομανείς, εξαρτομανείς, άνθρωποι μετεωρισμένοι στο αβέβαιο, στο ασίγουρο και στο πουθενά, απροσανατόλιστοι, απροστάτευτοι, αταπείνωτοι, βγαλμένοι βιαίως από τον αληθινό δρόμο της ζωής, τον μόνο οδηγούντα σε σταθμούς πλήρους φωτοχυσίας και αγιασμού, δε βρήκαν στο πράο και ανεξίκακο πρόσωπο του πατρός Δανιήλ, παραμυθία, ευγενή κατανόηση και ζωτικής σημασίας δραστική και αποφασιστική παρέμβαση στα πάσης φύσεως σταυροφορούμενα προβλήματά τους.

Και όλοι τους, ανεξαιρέτως, έφευγαν από το φτωχό εκείνο εκκλησάκι, με σκιρτήματα πνευματικής αναθέρμανσης και αναγαλλιάσεως στην καρδία τους, τρέφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο διηνεκώς στα μύχια της παρηγορημένης και επουλωμένης ψυχής τους, βαθύτατα αισθήματα σεβασμού, εκτίμησης και ακλόνητης αγάπης για τον πνευματικό τους πατέρα o οποίος τόσο συνέπασχε και συσσταυρωνόταν με τον καθένα ξεχωριστά, έτσι ώστε, κανείς να μη νιώθει μόνος στον πόνο και στη δοκιμασία.
Κάθε εξομολόγηση με τον πατέρα Δανιήλ, μεταχαλκευόταν σε μία καινούργια γέννηση, η οποία άφηνε ευρύχωρα περιθώρια για Ανάταση και Ανάσταση μα ταυτοχρόνως ορθάνοικτες τις πόρτες για τη δημιουργία όχι μιας ελπίδας ‘‘ βιαστικής ’’ και περαστικής, αλλά μιας ελπίδας στέρεης, δυναμικής και ικανής να ψηλαφά από τώρα, έστω και δειλά-δειλά, το προορισμένο και προετοιμασμένο από καταβολής του κόσμου για τον άνθρωπο, Αιώνιο και Άπειρο.

Ο πατήρ Δανιήλ, χωρίς απολύτως καμία δόση υπερβολής που την ενδυναμώνει πότε-πότε το γνωστό απόφθεγμα, “ ο θανών δεδικαίωται ”, ήταν πάνω απ’ όλα ένας ευγενής. Ένας αρχοντικός άνθρωπος. Ένας δημοκράτης !
Τόσο αθόρυβος, μα και γι’ αυτό τόσο θορυβώδης !
Τόσο απροσάρμοστος και ασυμβίβαστος στα παντός είδους θεοκτόνα και ψυχοκτόνα κελεύσματα της παράξενης εποχής μας, μα και γι’ αυτό τόσο αξιέραστος και αξιοπαρατηρήσιμος !

Τόσο αδιαπραγμάτευτος και αδιάλλακτος στην τήρηση των μοναχικών και αποστολικών του καθηκόντων, μα και γι’ αυτό τόσο αξιοπρόσεκτος και αξιομίμητος !
Εντέλει, τόσο αγωνιστής και αληθινός, μα και γι’ αυτό τόσο αγαπητός !

Γεννήθηκε το 1940, στο χωριό ‘‘ Πανουργιά ’’ της Λαμίας. Συνηθισμένος από πολύ νωρίς στη δοκιμασία και στην ταλαιπωρία, παιδί ακόμα, άρχισε να μεγαλώνει χωρίς πατέρα. Από παιδάκι, το έβλεπες να μην έχει σχέσεις με όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν συνήθως την παιδική ηλικία. Έτσι, αντί για παιχνίδια και σκανδαλιές, προτιμούσε να απομακρύνεται για αρκετές ώρες, στα διάφορα απόμακρα μέρη της περιοχής του, ώστε να απομονώνεται και να μπορεί εύκολα να ασχολείται με το διάβασμα που τόσο αγαπούσε.

Η κλίση του, είχε αρχίσει κι όλας να φαίνεται. Μικρούλης ακόμα, το φιλάρετο και φιλομαθές του πνεύμα, έβρισκε ανάπαυση στη σιγουριά και στην ακαταμάχητη ασφάλεια την οποία ανέδυε η εντρύφηση στα κάθε είδους αναγνώσματα.
Το λάτρευε το βιβλίο ο παππούλης. Λάτρευε τη μελέτη, την ανάγνωση, την έρευνα, ασχολία στην οποία άλλωστε θα επιδιδόταν με επιστημοσύνη και μεράκι, χρόνια αργότερα ως μοναχός στη Μονή Παρακλήτου.
Συνιστά μεγίστη ανάγκη να μη λησμονηθούν οι ολονύκτιες αφιερώσεις του ψυχή τε και σώματι για τη μετάφραση της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου του Σιναίτου αλλά και η συγγραφή του καλυτέρου του βιβλίου ‘‘ Περίπατοι στην Αγία Γραφή ’’ που αναρίθμητο κόσμο προστάτευε και προστατεύει με την ανάγνωσή του. Είναι το βιβλίο μέσα στο οποίο εντάσσεται το υπέροχο και λαμπροφόρο εκείνο κεφάλαιο για την Άνω Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτή την πόλη βρισκόταν σταθερά και μόνιμα προσανατολισμένη η πνευματική πυξίδα του παππούλη μας. Κι αυτόν τον υψίστης σημασίας και πλήρους ουσιαστικού νοήματος προσανατολισμό, προσπαθούσε ο πατήρ Δανιήλ να ενσταλάξει σιγά-σιγά και με διάκριση σε όλα τα πνευματικά του τέκνα, γιατί όπως χαρακτηριστικά έλεγε :
“ Δεν ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο απλώς για να περάσουμε καλά. Μας περιμένει ένας κόσμος απερινόητος και απερίγραπτος στα κάλλη. ”
Έλεγε επίσης :
‘‘ Όταν κάποιος είναι καλεσμένος σ’ ένα σπίτι για κάποιο δείπνο, φτάνοντας στο μικρό χoλ του συγκεκριμένου σπιτιού κι αφού κρεμάσει το παλτό του, Δε θα περιμένει υπομονετικά, όση ώρα κι αν χρειαστεί, για να περάσει στο μεγάλο δωμάτιο του δείπνου ; ”
Έτσι μιλούσε ο γέροντας. Απλά, κατανοητά, ευκολοεξήγητα. Μ’ αυτή τη φιλοσοφία ήταν άλλωστε διανθισμένο και το περιεχόμενο των ραδιοφονικών του εκπομπών, εκπομπές που λειτουργούσαν σαν πνευματικά αγκίστρια τα οποία ‘‘ τσιμπούσαν ’’ ψυχές απ’ όλο τον κόσμο. Τα θέματά του, ποικίλα. Από τις εν λόγω εκπομπές, όλα αυτά τα χρόνια, δε σταματούσαν να παρελαύνουν εξακολουθητικά Άγιοι, Όσιοι, Μάρτυρες, Νεομάρτυρες, Προφήτες, Ασκητές, Ησυχαστές, Αγιορείτες, Μοναχοί, αλλά και λαϊκοί που η ζωή τους στιγματίστηκε από την ενεργό παρέμβαση του Θεού μέσω κάποιου θαύματος. Από το παράδειγμα αυτών, όλοι μας, αντλούσαμε περισσή δύναμη και τονωτικό κουράγιο προς ενίσχυση κάθε αγώνος.
Ξεχωριστή θέση στις εκπομπές του, κατελάμβανε ‘‘ το θαύμα ’’ το οποίο και υπεράσπιζε ο παππούλης μας με νύχια και με δόντια. Σαν τα μάτια του το πρόσεχε και το προστάτευε. Μπορεί και περισσότερο. Κι αυτό γιατί πίστευε ακράδαντα πως το θαύμα λειτουργεί για την Πίστη, όπως λειτουργεί για τη φωτιά το ενισχυτικό εκείνο ξύλο που μπαίνει μέσα της με σκοπό να τη διατηρήσει και να την κρατήσει άσβεστη.
Φωτογραφία απο το Άγιο Όρος τραβηγμένη γύρω στα 1910 ...κατά την εμφάνισή του φιλμ στην άκρη αριστερά φαίνεται η μορφή μιας μαυροφορεμένης γυναίκας ...είναι η Γερόντισσα του Όρους....Ο π.Δανιήλ έλεγε για αυτήν την φωτογραφία οτι είναι αληθινή και θαυμαστή ...πολλές φορές όμως ο ίδιος είχε ξεσκεπάσει με το χάρισμά του άλλες πλανεμένες όπως τις έλεγε τέτοιου είδους φωτογραφίες ....
Παράλληλα, επιμελούνταν και μια δεύτερη εκπομπή όλα αυτά τα χρόνια, με κεντρικό της θέμα τις παντός είδους αιρέσεις. Και σ’ αυτή την εκπομπή, ο πατήρ Δανιήλ, προσέφερε σώμα μα προπαντός ψυχή. Χρόνια στον αντιαιρετικό αγώνα, είναι τοις πάσι γνωστό πόσοι πρώην αιρετικοί τού οφείλουν την αναγέννησή τους καθώς επίσης και την αναθεωρητική τους στροφή στο καθαρό και στο ανόθευτο. Στο αμόλυντο και στο ατραυμάτιστο. Στο τελείως αψεγάδιαστο. Στο τέλειο, στο οποίο στόχευε κι ο πατήρ Δανιήλ όλα αυτά τα χρόνια κατά το ρηθέν από στόματος του Χριστού μας :
Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν. (Κατά Ματθαίον 5.48)

Πολλοί είναι αυτοί που μιλούσαν, μιλούν και θα μιλούν ακόμα περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, για τα πνευματικά χαρίσματα αυτού του ανθρώπου. Πρόκειται για τους κυρίως ευεργετηθέντες και για όλους εκείνους που ένιωσαν βαθιά μέσα τους πως μέσα από τον παππούλη μιλούσε και ενεργούσε η Χάρις του Θεού. Αυτό δηλαδή που εκατοντάδες ανθρώπων αισθάνονταν και για τον Γέροντα του πατρός Δανιήλ, Γ. Πορφύριο.
Πράγματι, ο πατήρ Δανιήλ, ήταν διαφορετικός, ξεχωριστός, χαρισματικός!
Μα την χαρισματικότητα αυτή, δεν την ώφειλε αποκλειστικά στα ακριβά δώρα του Θεού μας.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε το ταπεινό και χαμηλό κοίταγμά του κάτω στη γη, το οποίο ισοδυναμούσε και ισοσκελιζόταν με το πιο μεστό και τρανταχτό κήρυγμα.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η άνευ προηγουμένου διάκρισή του, η οποία του έδινε τη δυνατότητα και το προνόμιο να φέρνει τον εκάστοτε εξομολογούμενο σε πλήρη συναίσθηση και αυτοαντίληψη και γι’ αυτό σε άμεση αυτοθεραπεία. Χωρίς αυστηρότητα, ποινές ή επιπλήξεις. Χωρίς περιττές κουβέντες και λόγια παρηγορητικού τύπου. Αν επιτρέπεται η έκφραση, ‘‘ το πράγμα ερχόταν από μόνο του με τον πατέρα Δανιήλ ’’.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η ευγενική μεταχείριση κάθε περίστασης ανεξαιρέτως. Η αλύγιστη προθυμία του, η ολοκληρωτική μέθεξη στον πόνο του Άλλου, η οντολογική του ταπείνωση, ο χαμηλός τόνος της φωνής του, το χιούμορ του, η ευαισθησία του, το φιλότιμό του που αν του έδινες κάτι, έστω και το ελάχιστο, στο ανταπέδιδε διπλάσια στα φανερά, και ποιος ξέρει το πόσο στα κρυφά, στα μυστικά με την προσευχή και τη νηστεία του.
Χαρισματικότητα τέλος, εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η ‘‘ σκανδαλιστική ’’ συμπαράστασή του, το χωρίς διάκριση ενδιαφέρον του, ακόμα και εκείνη η χαριτωμένη προσποίηση ότι δε θυμόταν, έτσι ώστε να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τον άνθρωπο που βρισκόταν δίπλα του στην εξομολόγηση.
Η συνείδησή του μυροβολούσε, μοσχοβολούσε και δάκρυζε από αγάπη, ακριβώς επειδή ήταν σμιλευμένη και διαμορφωμένη με βάση τις ανάγκες και τις επιταγές του κάθε άλλου ανθρώπου, του κάθε πονεμένου, του κάθε στερημένου…
Χατίρι προσπαθούσε να μη χαλάει σε κανέναν. Υπερπηδούσε κάθε εμπόδιο, ακόμα και την εύθραυστη υγεία του, για να ικανοποιεί πάντα και να μη δυσαρεστεί κανέναν και για τίποτε. Δύσκολα θα ξεχαστούν οι εκδρομές που οργάνωνε προς πνευματική τροφοδότηση και ωφέλεια αλλά και οι περίφημες εκείνες συγκεντρώσεις οι οποίες γινόντουσαν πάντα αφορμή για ανταλλαγή απόψεων και διαφόρων τοποθετήσεων, συζητήσεων αλλά και χιούμορ. Εκεί έβλεπες τον παππούλη να χαμογελάει από καρδιάς και να χαίρεται αληθινά για όλα του τα πνευματικοπαίδια. Στη γεωγραφία του προσώπου του, διέκρινες τη γεωγραφία της ψυχής του.
Το τέλος ήρθε ξαφνικά, απρόσμενα. Το γεγονός αιφνιδίασε και βύθισε στη θλίψη χιλιάδες κόσμου που κατέκλυσαν στην κυριολεξία το Ησυχαστήριο του Γέροντος Πορφυρίου στο Μήλεσι. Τα δάκρυα και η έκφραση αυτού του κόσμου κάθε ηλικίας, απεκάλυπταν με τον πιο περίτρανο και αποδεικτικό τρόπο την ευεργετική διάθεση του πατρός Δανιήλ και τις σωτήριες ενέργειές του προς ευνοϊκή διευθέτηση κάθε ζητήματος.
Στην εξόδιο ακολουθία, δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητο και άκαμπτο, ακόμα και τον πιο ψύχραιμο, τα κλάματα των μικρών παιδιών που φιλούσαν χωρίς δισταγμό ξανά και ξανά το ‘‘ ζεστό ’’ χεράκι του παππούλη τους . Στο τέλος ψάλλαμε όλοι το Χριστός Ανέστη κι όλων μας ο λογισμός διέσχιζε νοερά όλον εκείνο το χρόνο ο οποίος θα μεσολαβήσει για να έρθει η στιγμή του κοινού ξεσηκώματος, της κοινής Αναστάσεως.
Αμήν.

Σε έζησα λίγο. Σου χρωστώ πολλά !
Καλό ταξίδι. Καλή αντάμωση !
Καλό Παράδεισο !
Χάθηκες και έσβησες σαν την αστραπή κι η ψυχή μου έρημη δακρυσμένη γη.
Χάθηκες ανοίγοντας τ’ άσπρα σου πανιά , γι’ άλλους κόσμους ταξιδεύεις , γι’ άλλη
Αγκαλιά .
Ευχαριστούμε πολύ τον Παναγιώτη Σκοπετέα , πνευματικό τέκνο του μακαριστού π.Δανιήλ για το τόσο μεστό και έμπλεο αγάπης και ευγνωμοσύνης κείμενό του .

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~