«Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!»
(ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΑΚΟΣ )
(του Γ.Η.Βενιζελέα)
Ο Ταΰγετος με τις πολλές του ιδιαιτερότητες είναι ίσως το ομορφότερο βουνό της Ελλάδας και το διασημότερο της Πελοποννήσου. Στην αντίληψη όσων τον γνωρίζουν κατέχει το χαρακτήρα του φυσικού συμβόλου. Αγιασμένο μέσα στους αιώνες και αυτόνομο στην Τουρκοκρατία γέννησε καπεταναίους και αγωνιστές. Στο κεντρικό και νότιο Ταΰγετο βρίσκεται η Μάνη, όπου εκεί, σύμφωνα με το ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, συναντάς «το ερωτικό σμίξιμο του Ήλιου και της Πέτρας». Είναι το βουνό που χωρίζει και ενώνει δυο ιστορικές περιοχές, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία.
Το προσκύνημα στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι που στέκεται στη κορφή, αποτελεί καθήκον ζωής για πολλούς πιστούς που ανεβαίνουν κάθε χρόνο για να τιμήσουν τον Προφήτη Ηλία, στον οποίο αποδίδονται πολλά θαύματα. Ο Ναΐσκος έχει εξωτερικές διαστάσεις 3μ.χ6,5μ. περίπου και βρίσκεται σε μικρό πλάτωμα της κορφής, εμβαδού 65μ2 περίπου. Είναι κτισμένος από ξερολιθιά και είναι ξέσκεπος.
Παλαιότερα υπήρχε στέγη από τίκλες, που λόγω καιρικών συνθηκών την επόμενη χρονιά είχε υποστεί ζημιά, αλλά οι Τσεριώτες φρόντιζαν για την επισκευή και συντήρησή της. Νεώτερες προσπάθειες κατασκευής στέγης με άλλα υλικά απέβησαν άκαρπες. Ο Προφήτης θέλει –ίσως- να νιώθει ελεύθερος, γιατί βρίσκεται στη Μάνη που πάντα ήταν ελεύθερη.
Στη χάρη του ως σκεπή τοποθετείται τέντα για να προφυλάσσει τα σκεύη και τους πιστούς από τον ήλιο την ημέρα και από το κρύο τη νύκτα ή από καμιά ξαφνική νεροποντή. Εσωτερικά βρίσκονται τρεις μαρμάρινες εικόνες, οι οποίες παραμένουν εκεί όλο το χρόνο, στη μια εκ των οποίων η αφιερωματική επιγραφή αναγράφει ότι έγινε με εργασία και δαπάνη «Σ. Καρπάθιου, εν Παλαιοπαναγιά, έτος 1899». Εξωτερικά βρίσκονται μικρές πεζούλες για την ανάπαυση των προσκυνητών και δεξιά της θύρας εισόδου εγχάρακτη πλάκα, που αναφέρει ότι ο Ναός ανακατασκευάστηκε το 1967 με δαπάνες από τη «Βούλα Περουτσέα – Γκότση εκ Τσερίων».
Η ανακατασκευή αυτή πραγματοποιήθηκε γιατί το κτίσμα καταπονείται από τις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Αλπική ζώνη του βουνού και από το χιόνι που το σκεπάζει. Το χιόνι που βρίσκεται στο εσωτερικό του Ναΐσκου - ειδικά την Άνοιξη που το εξωτερικό χιόνι λιώνει νωρίτερα - πιέζει τα τοιχώματα που σιγά-σιγά μετακινούνται, ενώ οι πέτρες στα ψηλότερα σημεία των πλευρικών τοίχων πέφτουν στο έδαφος. Η συντήρηση και ανατοποθέτηση αρκετών τμημάτων της ξερολιθιάς γίνεται κάθε χρόνο από Τσεριώτες, που ανεβαίνουν στη κορφή, μερικές ημέρες νωρίτερα από την εορτή του Προφήτη Ηλία, για το σκοπό αυτό.
Ο χώρος παραπλεύρως του Ναΐσκου είναι κατάσπαρτος με χαμηλά σε ύψος κτίσματα, που λίγα από αυτά διατηρούν τη σκεπή τους και μέσα από το στενό τους άνοιγμα οδηγούν σε ένα υποτυπώδες καταφύγιο. Όλα αυτά τα ασκεπή κτίσματα κατακλύζονται από προσκυνητές και αποτελούν σημείο ανάπαυσης από τη πολύωρη ανάβαση. Στα αγκωνάρια παρατηρούμε αναμνηστικές επιγραφές με αρχικά ονομάτων, όλων εκείνων που θέλησαν να αποτυπώσουν στην πέτρα το γεγονός της ανάβασής τους στη ψηλότερη κορφή της Πελοποννήσου. Χρονολογίες των ετών 1881, 1892, 1898, 1901, 1938 και αναρίθμητες άλλες, που ίσως να είναι και παλαιότερες.
Η δύσκολη μα τόσο συναρπαστική ανάβαση στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι που στέκεται στη κορφή, αποτελεί τάμα ιερό για πολλούς πιστούς που κάθε χρόνο βρίσκονται εκεί για να τιμήσουν τον Προφήτη Ηλία, στον οποίο αποδίδονται πολλά θαύματα, όπως το παρακάτω:
«…Ο Ήλιος είχε βγει εδώ και τρεις ώρες πάνω από τον πολύκορφο Πάρνωνα. Ήταν 17 Ιουλίου του 191…κοντά στην «χάρη» του Προφήτη Ηλία, της ψηλότερης κορυφής του Ταϋγέτου. Η κυρα Βαγγελιώ ανέβαινε με τον Αράπη τις τελευταίες αγανιές της Κορυφής. Ο ιδρώτας έτρεχε «ποτάμι» μες στις βαθιές ρυτίδες του χαροκαμένου προσώπου της. Το μουλάρι αγκομαχούσε από την ανηφόρα, το βαρύ φόρτωμα και την έλλειψη οξυγόνου, που εξαντλούσαν τις δυνάμεις του. Το τάμα της έπρεπε πάνω από κάθε κούραση, να εκπληρωθεί. Το λιβάνι που μετέφερε ήταν απαραίτητο να προσανάψει την μεγάλη φωτιά στην κορυφή, την νύχτα της παραμονής της εορτής του Προφήτη.
Ο άνδρας της, ο κυρ Αλεξανδρής, σώθηκε ως εκ θαύματος από την πτώση του στις «κακιές λουκιές». Κυνηγούσε να μαντρώσει τα κατσίκια μέσα σ’ εκείνο το κακοτόπι. Αλλά, λίγο τα χρόνια, που πέρασαν πάνω στην σβελτάδα του, λίγο η αδυναμία του, λίγο το κρασάκι και δεν θα εύρισκαν ούτε το κοκαλάκι του. Ευτυχώς ο κέδρος, εκεί στο χείλος του κρημνού, έκανε το θαύμα του. Σώθηκε με λίγες εκδορές5…».
Ενενήντα και πλέον χρόνια μετά, όπως οι παλαιότεροι, ακολουθούμε το ίδιο μονοπάτι, με την ίδια δυσκολία καταβάλλοντας την ίδια προσπάθεια. Βήμα-βήμα πλησιάζουμε. Οι προσκυνητές που κατεβαίνουν μας ενθαρρύνουν από τις πρώτες στιγμές «…κουράγιο φτάσατε, βοήθειά σας, ο Προφήτης θα σας βοηθήσει να φτάσετε και να προσκυνήσετε..». Λόγια βγαλμένα μέσα από τη καρδιά άγνωστων συνανθρώπων μας, που πέρασαν τη δοκιμασία και νοιώθουν τη προσπάθειά μας.
Λόγια που προξενούν εντύπωση στα νεώτερα μέλη της παρέας μας, που με απορία ρωτούν αν τους γνωρίζουμε. Έχουν μείνει ακόμα στις μεγαλουπόλεις, εκεί που δεν λέμε καλημέρα στο συγκάτοικό μας. Η έκπληξη στα μάτια τους έκδηλη από τη ζεστασιά των λόγων ανθρώπων άγνωστων, αλλά συνοδοιπόρων, έκπληξη και αργότερα στη κορφή όπου όλοι νοιώθουν σαν μια μεγάλη παρέα. Ο επιβλητικός όγκος του βουνού μας σκεπάζει από τις πρώτες στιγμές της ανάβασης και η κορφή-στόχος ολοένα πλησιάζει. Ακούω τη Μαρία να λέει ότι το βουνό της προξενεί σεβασμό, γιατί βάζει τους δικούς του όρους για να μας δεχτεί…
Η ανάβαση ολοκληρώνεται. Μετά από μικρό διάλειμμα εντοπίζουμε το χώρο όπου θα διανυκτερεύσουμε και τοποθετούμε τα πράγματά μας. Επιτέλους η πλάτη μας είναι ελεύθερη. Προσκυνάμε στο απλό εκκλησάκι τη πέτρινη εικόνα του Προφήτη Ηλία και τον ευχαριστούμε για τη βοήθεια που ζητήσαμε και μας πρόσφερε, για να φτάσουμε στη κορφή.
Ο Ιερέας από τα Τσέρια πατήρ Σωτήρης Γουζέας, που λειτουργεί το εκκλησάκι, μας καλοδέχεται και απαντάει στις ερωτήσεις μας λέγοντας: «Ανεβαίνω στη "χάρη του" 31 χρόνια αν και τελευταία δυσκολεύομαι λιγάκι αφού είμαι 71 ετών. Κάθε φορά ζητάω τη βοήθεια του Προφήτη Ηλία και τα καταφέρνω. Με συγχωριανούς μου ανεβαίνουμε συνήθως δυο τρεις μέρες νωρίτερα και τοποθετούμε στη θέση τους τις πέτρες, από τα τοιχώματα της εκκλησίας που έχουν πέσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τοποθετούμε μια τέντα για σκεπή.
Στις 19 Ιουλίου λοιπόν κάθε χρόνο, πολλοί προσκυνητές ανεβαίνουν τα μονοπάτια των δύο πλευρών του Ταϋγέτου, για να εορτάσουν το μικρό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στη ψηλότερη κορφή του βουνού.
Πραγματική απόλαυση αποτελεί το ηλιοβασίλεμα στο Μεσσηνιακό κόλπο, ενώ η σκιά της βουνοκορφής σε σχήμα πυραμίδας, απλώνεται προς τη πλευρά του Λακωνικού κάμπου. Η ορατότητα, όταν ο καιρός το επιτρέπει, φθάνει μέχρι τη Κρήτη ενώ το δάσος της Βασιλικής και η Μάνη απλώνεται μέχρι το Ταίναρο.
Με το σούρουπο αρχίζει η προετοιμασία για το άναμμα των δυο φωτιών, μια προς τη πλευρά της Λακωνίας και μια προς τη πλευρά της Μεσσηνίας. Οι φωτιές συντηρούνται όλη σχεδόν τη νύχτα και ανάβουν με μισολιωμένα κεριά και λιβάνι που φέρνουν οι προσκυνητές. Το λιωμένο λιβάνι «κυλάει» από τα μικρά ανοίγματα του κύκλου από πέτρες και οι φλόγες χαιρετούν τις αντίστοιχες φωτιές που ανάβουν τα χωριά που βρίσκονται στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού. Ορατή όμως είναι αυτή των Τσερίων, στο σημείο που βρίσκεται το καλντεριμένιο μονοπάτι «Λιούτη», απ’ όπου άρχιζε η πορεία για τη κορφή μέχρι το 1979.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας απολαμβάνει κανείς ζεστή σούπα ή τραχανά από το «τάμα» κάποιου πιστού, ενώ αυτοί που έχουν ...ευλογία περιμένουν καρτερικά το ξημέρωμα προκειμένου να γευτούν ..άρτον ζωής αιωνίου . Παρατηρεί κανείς από ψηλά μικρά κινούμενα φώτα από τους φακούς των πιστών που ανεβαίνουν όλη τη νύχτα για να προσκυνήσουν και να απολαύσουν την ανατολή.
Η θερμοκρασία πέφτει, μικρές παρέες τραγουδούν, όλοι νοιώθουν μεταξύ τους γνωστοί, ενώ αναζητούν λίγο χώρο για να ξαπλώσουν στα πεζούλια από ξερολιθιά ώστε να προφυλαχθούν από το κρύο και τον άνεμο. Πολλοί ξαπλώνουν μπροστά από το εκκλησάκι στο οποίο πλέον η πρόσβαση γίνεται από ένα μικρό διάδρομο. Ο χώρος βοηθάει την ενδοσκόπηση και το προβληματισμό και αναζητάς τις αιτίες των προβλημάτων που μας επιβάλλει ο σημερινός τρόπος ζωής. Αισθάνεσαι την απεραντοσύνη του βουνού και πιστεύεις ότι αν απλώσεις τα χέρια θα πιάσεις τα άστρα.
Η καμπάνα κτυπάει στις 2 το πρωί και η λειτουργία διαρκεί μέχρι την ανατολή. Ανατολή που όλοι περιμένουν και κοιτούν προς τη πλευρά του Πάρνωνα απ’ όπου ξεπροβάλει ο ζωοδότης ήλιος, κόκκινος σαν τη φωτιά. Τότε οι άνθρωποι μετακινούνται προς τα δυτικά για να απολαύσουν στα αχνά χρώματα της αυγής το φαινόμενο της πυραμίδας. Της σκιάς δηλαδή της πυραμιδοειδούς κορφής του Ταϋγέτου που σχηματίζεται μέσα στο Μεσσηνιακό κόλπο στον ορίζοντα της δυτικής Μεσσηνίας.
Ένα μοναδικό φαινόμενο, μια στιγμή μαγική, ονειρεμένη, που αφήνει τους πάντες άφωνους. Και ξαφνικά η κορφή αδειάζει. Δεν πρέπει ν’ ανέβει ψηλά ο ήλιος γιατί η κατάβαση θα δυσκολέψει. Παρατηρούμε ανατολικά και δυτικά στις πλαγιές του βουνού, να κυλούν δυο ανθρώπινα ρυάκια, ενώ νότια διακρίνουμε το δάσος της Βασιλικής και τις βουνοκορφές της οροσειράς μέχρι το Ταίναρο, που ανάμεσά τους βρίσκεται η αδούλωτη Μάνη…και του χρόνου να μας αξιώσει ο Χριστός μας να ξανανέβουμε παιδιά στην χάρη του Θεσβίτη …και του χρόνου
του Γ. Η. Βενιζελέα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...