main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

8 Απρ 2010

Εκείνος ..η γλυκιά παρηγοριά μας


Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς
"Εξομολόγηση"
Είμαι ενα ζαρκάδι. Είμαι το αισθητήριο της θλίψης μέσα στο σύμπαν. Πριν από πολύ πολύ καιρό Κάποιος εξόρισε στη γη ό,τι θλιβερό υπάρχει σε όλους τους κόσμους και αυτό επιβλήθηκε στην καρδιά μου. Και από τότε είμαι το αισθητήριο της θλίψης. Ζω με το να τρυγώ τη θλίψη από όλα τα όντα και τα κτίσματα. Μόλις που σιμώσω ένα ον, μου σταλάζει στην καρδιά και από μια μαύρη σταγόνα θλίψης. Και η μαύρη πάχνη της θλίψης, ωσάν μικρό ρυάκι, διατρέχει τις φλέβες μου. Και εκεί, στην καρδιά μου, τούτη η μαύρη πάχνη της θλίψης γίνεται ωχρή και μπλάβα.

Σε όλο μου το είναι έχει εκχυθεί κάποια μαγνητική δύναμη θλίψης, που, ακαταμάχητα, μαγνητίζει και σφηνώνει στην καρδιά μου ό,τι το θλιβερό στον κόσμο. Γι’ αυτό και είμαι το πιό μελαγχολικό απ’ όλα τα κτίσματα. Το δάκρυ μου περίσσεψε για τον πόνο του καθενός… Μη γελάτε μαζί μου, εσείς οι γελαστοί! Σκιάζομαι, επειδή ξέρω ότι σε τούτον το θλιβερό κόσμο υπάρχουν όντα που γελούν. Ω, καταραμένο, τρισκατάρατο χάρισμα, το να γελάς σε έναν κόσμο που κοχλάζει η θλίψη, πυρώνει ο πόνος, αφανίζει ο θάνατος! Τι καταδικαστικό χάρισμα!… Εγώ από τη θλίψη δεν γελώ ποτέ. Πως θα μπορούσα να γελάσω όταν είστε τόσο βάναυσοι και άσπλαχνοι, εσείς οι γελαστοί! Όταν είστε τόσο κακοί και άσχημοι! Και είστε άσχημοι απ’ το κακό. Γιατί μόνον το κακό ασχημαίνει την ομορφιά των γήινων και ουράνιων δημιουργημάτων… Θυμάμαι, νοσταλγώ: τούτη η γη ήταν κάποτε παράδεισος, και εγώ ζαρκάδι παραδείσιο. Ω, θύμηση, να τρεκλίζω, εκστατικό από τη μια χαρά στην άλλη, από τη μία αθανασία στην άλλη, από τη μία αιωνιότητα στην άλλη!…
Ενώ τώρα; Σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μου. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, βρίσκω πηχτό σκοτάδι. Οι λογισμοί μου στάζουν δάκρυ. Και τα αισθήματα μου βρίθουν από θλίψεις. Όλο μου το είναι το έχει κυριέψει μια άσβεστη πυρκαγιά θλίψης. Τα πάντα μέσα μου φλέγονται απ’ τον πόνο, όμως με τίποτα να αποκαούν. Κι εγώ, το δόλιο, ένα πράμα είμαι μονάχα: αιώνιο ολοκαύτωμα στον κοσμικό βωμό της θλίψης. Και ο κοσμικός βωμός της θλίψης είναι η γη, ο τεφρός και σκυθρωπός, ο χλωμός και θολερός πλανήτης…
Η καρδιά μου είναι νησί απρόσιτο στον απέραντο ωκεανό της θλίψης. Απρόσιτο στη χαρά. Άραγε, κάθε καρδιά είναι ένα απρόσιτο νησί; Πείτε μου εσείς, που έχετε καρδιά! Τι περιβάλλει τις καρδιές σας; Τη δική μου την περιβάλλουν τα ίδια τα βάραθρα και η άβυσσος του ωκεανού. Και, διαρκώς, ποντίζεται μέσα τους. Τίποτε δεν μπορεί να την ανασύρει, να την κάνει να βγει από εκεί μέσα. Ό,τι κι αν βρει να πιαστεί, αυτό είναι αρύ σαν το νερό. Γι’ αυτό και τα μάτια μου είναι θαμπά από το δάκρυ και η καρδιά μου αφανισμένη απ’ το στεναγμό. Οι κόρες των ματιών μου είναι αποσταμένες απ’ τις πολλές νυχτιές που αντίκρισαν. Εψές, ο ήλιος βασίλεψε στα μάτια μου και ταχιά δεν πρόβαλε. Πνίγηκε στα σκοτάδια της θλίψης μου. Κάτι τρομερό και μακάβριο διαπερνά το είναι μου. Με σκιάζει ό,τι υπάρχει γύρω και πάνω από μένα. Αχ, να δραπέτευα από τον τρόμο του κόσμου τούτου! Υπάρχει όμως τάχα κάποιος κόσμος χωρίς τρόμο; Είμαι κυκλωμένο απ’ το τείχος των βασάνων, πιωμένο με αψιθιά, πλέριο από πίκρα. Λαχταρώ να ξυπνήσω την καρδιά μου απ’ το λήθαργο της θλίψης, όμως αυτή όλο και περισσότερο βουλιάζει μέσα του. Φωνάζω στη σκιαγμένη και κατατρεγμένη από τους φόβους του κόσμου τούτου ψυχή μου να επιστρέψει σ’ εμένα, όμως εκείνη όλο και πιο αδιάφορη απομακρύνεται από εμένα, το θλιμμένο και μελαγχολικό.
Είμαι ζαρκάδι. Άλλά πώς; Δεν ξέρω. Βλέπω, αλλά πως, κι αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ζω, όμως τι είναι η ζωή, δεν κατανοώ. Αγαπώ, όμως τι είναι η αγάπη, δεν νογάω. Υποφέρω, όμως πως θεριεύει, αυξάνει και μεστώνει μέσα μου ο πόνος, αυτό με τίποτα δεν το καταλαβαίνω. Γενικά καταλαβαίνω πολύ λίγα απ’ αυτά που είναι μέσα μου και γύρω μου. Η ζωή, ή αγάπη, τό πάθημα, όλα τούτα είναι ευρύτερα, βαθύτερα και απειρότερα απ’ τη γνώση, την αντίληψη και τη διάνοια μου. Κάποιος μ’ έβαλε σε τούτον τον κόσμο και έδωσε στό είναι μου λίγο νου, γι’ αυτό και λίγα καταλαβαίνω απ’ τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου. Πάντα κάτι το απερινόητο, το παράξενο με παρακολουθεί μέσα απ’ όλα τα πράγματα, γι’ αυτό και φοβάμαι. Και τα μεγάλα μάτια μου, μην είναι άραγε γι’ αυτό μεγάλα, για να χωρέσουν το αχώρητο, να περιλάβουν το απερίληπτο, να ιδούν το ανείδωτο;

Πλάι στη θλίψη μου, Κάποιος διέχυσε μέσα μου και αθανάτισε, και διαιώνισε κάτι, που είναι μεγαλύτερο κι από τα αισθήματα, ισχυρότερο κι από τις σκέψεις, κάτι τόσο διαρκές όσο και η αθανασία, και τόσο πελώριο όσο και η αιωνιότητα. Το ένστικτο της αγάπης. Μέσα του έχει κάτι το παντοδύναμο, το ακατανίκητο. Τούτο είναι που διαχέεται σε όλους τους λογισμούς μου και διαφεντεύει όλο μου το είναι, που σαν μικρή, μικροσκοπική νησίδα, έχει ολόγυρα του, άπειρα, να εκτείνεται, να διαχέεται και να απλώνεται αυτή, το αίνιγμα της ψυχής μου, η αγάπη. Σε όποια γωνιά του είναι μου κι αν στραφώ, αυτήν βρίσκω. Είναι κάτι το πανταχού παρόν μέσα μου, το πιο οικείο. Μέσα μου το είμαι, είναι το ίδιο με το αγαπώ. Μέσ’ από την αγάπη είμαι εκείνο που είμαι. Το να είμαι, το να υπάρχω για μένα, είναι το ίδιο με το να αγαπώ, να στέργω. Και μήπως μπορεί τάχα να υπάρχει ον χωρίς αγάπη; Τέτοιο ον δεν το ξέρει η ζαρκαδίσια καρδιά μου.

Μην πληγώνετε την αγάπη μέσα μου. Επειδή πληγώνετε τη μοναδική μου αθανασία, τη μοναδική μου αιωνιότητα. Και συνάμα τη μοναδική αθάνατη και αιώνια αξία μου. Γιατί τι άλλο είναι η αξία αν δεν είναι κάτι το αθάνατο και το αιώνιο; Κι εγώ είμαι αιώνιο και αθάνατο μόνο με την αγάπη. Είναι ό,τι έχω και δεν έχω. Μ’ αυτήν και νιώθω και σκέφτομαι και βλέπω κι ακούω και ξέρω και ζω και αθανατίζομαι. Όταν λέω «αγαπώ» με τούτο περιλαμβάνω όλους τους αθάνατους λογισμούς μου, όλα τα αθάνατα αισθήματα μου, όλους τους αθάνατους πόθους μου, όλες τις αθάνατες ζωές μου. Με αυτήν, με την αγάπη, είμαι πέρα από κάθε θάνατο, πέρα από κάθε μη είναι· εγώ το ασημόχρωμο ζαρκάδι, το στοργικό ζαρκάδι, το ζωηρό ζαρκάδι.

Μέσα από τρομακτικές χαράδρες και φρικτές αβύσσους περνάει η αγάπη μου για σένα, αγαθέ άνθρωπε, για σένα ολάνθιστο δάσος, για σένα μοσχομύριστο χορτάρι, για σένα, Πανάγαθε και Πάνστοργε! Μέσα από αναρίθμητους θανάτους πορεύεται η αγάπη μου για σένα, γλυκιά μου Αθανασία! Γι’ αυτό και η θλίψη είναι ο μόνιμος συνταξιδιώτης μου. Κάθε βαναυσότητα είναι ολόκληρος θάνατος για μένα. Την περισσότερη βαναυσότητα σε τούτον τον κόσμο την έζησα απ’ το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος. Ω, κάποιες φορές αυτός, ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος όλης μου της χαράς. Μάτια μου, δείτε μέσα και πέρα από τον άνθρωπο, τον Πανάγαθο καί Πάνστοργο! Η αγαθότητα και η στοργή τούτα είναι η ζωή μου, αυτά και η αθανασία μου και η αιωνιότητα μου. Χωρίς την αγαθότητα και τη στοργή, η ζωή είναι κόλαση. Όταν νιώθω την αγαθότητα του Πανάγαθου και τη στοργή του Πάνστοργου, βρίσκομαι με όλο μου το είναι στον παράδεισο. Όταν όμως σωρεύεται πάνω μου η ανθρώπινη σκληρότητα, αχ, τότε όλοι οι φόβοι μου γίνονται η κόλαση. Γι’ αυτό και σκιάζομαι τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, έκτος απ’ τον καλό και στοργικό.

Μέσα στη βλασφημία του ο άνθρωπος ούτε που μπορεί να φανταστεί τα μεγαλειώδη και θαυμαστά αισθήματα, που φέρουμε μέσα μας εμείς, τα ζαρκάδια. Ανάμεσα σ' εμάς και σ' εσάς, άνθρωποι, εκτείνεται η άβυσσος, έτσι, που ούτε εμείς μπορούμε να κινήσουμε προς εσάς, αλλά ούτε κι εσείς προς εμάς.
Δεν έχετε την αίσθηση του κόσμου μας. Αν εμείς, τα ζαρκάδια, αν η καρδιά μας περνούσε στην πλευρά σας, τότε θα είχαμε περάσει στην κόλαση. Κάποτε ήμασταν στον παράδεισο. Εσείς όμως, άνθρωποι, μας τον μετατρέψατε σε κόλαση. Ό,τι είναι οι διάβολοι για εσάς, είστε εσείς, άνθρωποι, για εμάς.
Μας αφηγούνται τα δάση: «Είδαμε τον Σατανά να πέφτει απ' τον ουρανό στην γη, έπεσε ανάμεσα στους ανθρώπους κι έμεινε. Αυτός, ο έκπτωτος του ουρανού, είπε: «νιώθω ευχάριστα ανάμεσα στους ανθρώπους, έχω κι εγώ τον παράδεισο μου και δεν είναι άλλος από τούτους εδώ, τους ανθρώπους» ...

Το ξέρω και το προαισθάνομαι ... με περιμένει μια καλύτερη αθανασία από την ανθρώπινη. Για εσάς, άνθρωποι, σ' εκείνον τον κόσμο, υπάρχει και η κόλαση. Για εμάς όμως, τα ζαρκάδια, υπάρχει μόνον παράδεισος.
Γιατί εσείς, άνθρωποι, συνειδητά και εκούσια επινοήσατε την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο, παρασύροντας κι εμάς σ' αυτά με την μοχθηρία και την κακία σας, χωρίς τη συγκατάβαση μας, επειδή είχατε εξουσία επάνω μας. Γι' αυτό και θα δώσετε λόγο για εμάς, για όλα τα βάσανα, για όλες τις δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους μας. Θα τιμωρηθείτε για εμάς και εξαιτίας μας ...
Αφουγκράστηκα τον γαλάζιο ουρανό να ψιθυρίζει στην μαύρη γη τούτην την αιώνια αλήθεια: Οι άνθρωποι την ήμερα της Κρίσεως θα δώσουν λόγο για όλα τα βάσανα, για όλες τις δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους όλων των γήινων όντων και πλασμάτων.
Όλα τα ζώα, όλα τα πουλιά, όλα τα φυτά θα σταθούν και θα κατηγορήσουν το γένος των ανθρώπων για όλους τους πόνους, για όλες τις προσβολές, για όλα τα κακά, για όλους τους θανάτους που τους προξένησε μέσα στην αλαζονική φιλαμαρτία του. Γιατί μπρος και πλάϊ στο ανθρώπινο γένος συμπορεύονται η αμαρτία, ο θάνατος και η κόλαση.
Αν ήταν να διάλεγα ανάμεσα στα δημιουργήματα, θα διάλεγα τον τίγρη παρά τον άνθρωπο, γιατί ο τίγρης είναι λιγότερο αιμοβόρος απ' τον άνθρωπο, θα διάλεγα το λιοντάρι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αίμοχαρές απ' αυτόν, θα διάλεγα την ύαινα παρά τον
άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αποκρουστική απ' αυτόν, θα διάλεγα τον λύγκα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο επιθετικός απ' αυτόν, θα διάλεγα το φίδι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο πονηρό απ' αυτόν, θα διάλεγα οποιοδήποτε άλλο θηρίο παρά τον άνθρωπο, γιατί ακόμη και το φοβερότερο θηρίο είναι λιγότερο τρομερό από τον άνθρωπο ...; σας λέω αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μου σας μιλώ.

Γιατί ο άνθρωπος επινόησε και δημιούργησε την αμαρτία, τον θάνατο και την κόλαση. Και τούτο μέσα σ' όλους τους κόσμους μου είναι το χειρότερο από τα χειρότερα, το πιο τερατώδες απ' τα τερατωδέστερα, το φοβερότερο απ' τα φοβερότερα. Το ακούω, όταν βουίζει ο χείμαρος των δακρύων: οι άνθρωποι κομπάζουν για κάποια νοημοσύνη. Εγώ όμως, τους βλέπω μέσα από τα κυριότερα έργα τους, την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο.
Και συμπεραίνω πως, αν η νοημοσύνη τους έγκειται στο ότι επινόησαν και δημιούργησαν την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι χάρισμα, αλλά κατάρα. Η νοημοσύνη που ζει και εκφράζεται με την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο είναι θεία τιμωρία. Μεγάλη νοημοσύνη, μεγάλη και η τιμωρία.
Θα ήταν προσβολή για εμένα αν μου έλεγαν πως είμαι νοήμον, κατά τον τρόπο τον ανθρώπινο νοήμον. Αν μια τέτοια νοημοσύνη είναι το μοναδικό ίδιον των ανθρώπων, τότε, όχι μόνον την απαρνούμαι αλλά και την καταριέμαι. Αν απ' αυτήν εξαρτιόταν ακόμη και ο παράδεισός μου και η αθανασία μου, τότε θα ειχα για πάντα απαρνηθεί και τον παράδεισο και την αθανασία.
Μέ την νοημοσύνη καί χωρίς την αγαθότητα και τη στοργή, ο άνθρωπος είναι ίδιος ο διάβολος. Άκουσα τους αγγέλους του ουρανού, όταν έπλεναν τα φτερά τους στα δάκρυα μου, να λένε: ο διάβολος είναι η μεγάλη νοημοσύνη χωρίς ίχνος αγαθότητας και αγάπης. Όμως, κι ο άνθρωπος το ίδιο είναι, όταν δεν έχει καλοσύνη και αγάπη.
Ο νοήμων άνθρωπος χωρίς καλοσύνη και συμπόνια είναι κόλαση για τη στοργική ψυχή μου, κόλαση για την πικραμένη καρδιά μου, κόλαση για τα άκακα μάτια μου, κόλαση για το ταπεινό είναι μου. Απ' τη ψυχη μου μία μόνον επιθυμία αναβλύζει: να μην ζήσω ούτε σε τούτον, ούτε και σ' εκείνον τον κόσμο πλάϊ σε άνθρωπο, που είναι νοήμων ενώ δεν έχει καλοσύνη και σπλαχνική στοργή. Μόνον τότε αποδέχομαι την αθανασία και την αιωνιότητα. Αν δεν γίνεται αλλιώς, τότε Θεέ μου, αφάνισε με, μετάβαλε με σε μη είναι.
Τα λευκά ζαρκάδια τον παλιό καιρό έλεγαν: πέρασε απ' τη γη Εκείνος, ο Πανάγαθος και Πάνστοργος, κι έκανε τη γη παράδεισο. Όλα τα όντα, όλα τα πλάσματα δέχτηκαν την άπειρη αγαθότητα, την αγάπη, τη στοργή, το έλεος, την ευγένεια και τη σοφία, που ανέβλυζε απ' Αυτόν. Πάνω στη γη περπάτησε και την έκανε ουρανό.
Τον έλεγαν Ιησού. Ω, σ' Αυτόν είδαμε το πόσο μπορεί ο άνθρωπος να είναι υπέροχος και υπέρκαλος, μόνον όταν είναι αναμάρτητος. Θλιβόταν με τη θλίψη μας και έκλαιγε μαζί μας για τα δεινά, που οι άνθρωποι μας έφεραν. Ήταν μαζί μας και ενάντια στα ανθρώπινα δημιουργήματα, ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και τον θάνατο.
Αγαπούσε με τρόπο φιλόστοργο και πονόψυχο ολα τα πλάσματα, τα χάιδευε με μια θεϊκή μελαγχολία και τα προφύλασσε από την ανθρώπινη αμαρτία, από το ανθρώπινο κακό, από τον ανθρώπινο θάνατο. Ήταν, και παντοτινά παρέμεινε, ο Θεός μας, ο Θεός των θλιμένων και κατατρεγμένων κτισμάτων, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.
Μόνον οι άνθρωποι, που του μοιάζουν, μας αναπαύουν. Είναι γένος μας, είναι η αθανασία μας και η αγάπη μας. Η ψυχή τους έχει συνυφανθεί με την καλοσύνη Του, την ευσπλαχνία Του, την αγάπη Του, τη στοργή Του, την ευγένεια Του, τη δικαιοσύνη Του και τη σοφία Του. Η νοημοσύνη τους είναι θεϊκά σοφή, θεϊκά αγαθή, θεϊκά ταπεινή, θεϊκά σπλαχνική. Μοιάζουν με τους φωτεινούς και αγίους αγγέλους. Γιατί η μεγάλη νοημοσύνη και η μεγάλη αγαθότητα, όταν γίνονται ένα, τότε αυτό λέγεται άγγελος.
Γι' αυτό και η αγάπη μας σπεύδει ολάκερη στον Ιησού, τον Πανάγαθο, τον Πολυέλεο, τον Πάνστοργο. Αυτός είναι ο Θεός μας. Αυτός και η Αθανασία μας και η Αιωνιότητα μας. Το Ευαγγέλιο Του είναι περισσότερο δικό μας, παρά των ανθρώπων, γιατί μέσα μας υπάρχει περισσότερη η αγαθότητα Του, η αγάπη Του, η στοργή Του ...Εκείνος. Ω! Ας είναι ευλογητός σ' όλες τις καρδιές και σ' όλους τους κόσμους μας! Εκείνος, ο Κύριος και Θεός μας! Εκείνος, η γλυκιά παρηγοριά μας σε τούτον τον πικρό κόσμο, που παρέρχεται, η αιώνια ευφροσύνη μας σε εκείνον, τον αθάνατο κόσμο, που επέρχεται ...
Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ Απρ.2008
Ο όσιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1884 στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Εκοιμήθη οσιακά στις 25 Μαρτίου το 1979. Σπούδασε θεολογία στη Σερβία, Ρωσσία και Αγγλία και ανεκηρύχθη το 1926 διδάκτωρ της θεολογίας υπό της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1935, εξελέγη υφηγητής και μετά καθηγητής της Δογματικής της θεολογικής Στολής του Βελιγραδίου. Το 1945, επικρατήσαντος του κομμουνιστικού καθεστώτος, υπεχρεώθη να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο και έζησε στην Ιερά Μονή των αρχαγγέλων Τσέλιε, κοντά στο Βάλιεβο ως πνευματικός, συνετίζοντας εκεί, κάτω από δυσχερείς συνθήκες, το πνευματικό και συγγραφικό του έργο.
Συνέγραψε το τρίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της αληθείας», την γνωστή Δογματική του, επτά τόμους ερμηνεία της Καινής Διαθήκης και Δώδεκα τόμους βίους Αγίων και πολλά άλλα θεολογικά και Φιλοσοφικά. Πέρυσι συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την οσιακή κοίμησή του. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνος, ακολούθησε κατά πάντα την θεολογική εμπειρία και την άσκηση των μεγάλων Πατέρων της εκκλησίας, είναι η κρυφή συνείδηση της Σερβικής εκκλησίας. Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά..

3 Απρ 2010

Μην μελαγχολείς ...το δικό μας Πάσχα δεν τελειώνει ποτέ ...

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου

ν εσαι Σίμων Κυρηναος, σήκωσε τ σταυρ κα κολούθησέ Τον. ν σταυρωθες μαζί Του ς λστής, γνώρισε τ Θε σν εγνώμων δολος. ν κι᾿ κενος λογιάσθηκε μ τος νόμους γι χάρη σου κα τν μαρτία σου, γίνε σ ννομος γι χάρη κείνου. Προσκύνησε ατν πο κρεμάσθηκε στ σταυρ γι σένα, στω κι ν κρέμεσαι κι σύ. Κέρδισε κάτι κι π᾿ τν κακία. γόρασε τ σωτηρία μ τ θάνατο. Μπς μ τν ησο στν Παράδεισο, στε ν μάθεις π τί χεις ξεπέσει. Δς τς κε μορφιές. σε τ λστ πο γογγύζει, ν πεθάνει ξω μαζ μ τ βλασφημία του. Κι ν εσαι ωσφ π ριμαθαίας, ζήτησε τ σμα π᾿ τ σταυρωτή. ς γίνει δικό σου ατ πο καθάρισε τν κόσμο. Κι ν εσαι Νικόδημος, νυκτερινς θεοσεβής, νταφίασέ τον μ μύρα. Κι ν εσαι κάποια Μαρία, λλη Μαρία, Σαλώμη, ωάννα, δάκρυσε πρω-πρωΐ. Δς πρώτη τν πέτρα σηκωμένη, σως δ κα τος γγέλους κι ατν τν διο τν ησο. Πς κάτι, κουσε τ φωνή. ν κούσεις «Μ μ᾿ γγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου τ Λόγο, λλ μ λυπηθες. Διότι ξέρει σ ποιος θ φανερωθε πρτα. Καθιέρωσε τν νάσταση. Βοήθησε τν Εα, πού πεσε πρώτη, κα πρώτη ν χαιρετήσει τ Χριστ κα ν τ νακοινώσει στος μαθητές. Γίνε Πέτρος ωάννης. Σπεσε στν τάφο, τρέχοντας μαζ προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τν καλ συναγωνισμό. Κι ν σ προλάβει στν ταχύτητα, νίκησε μ τ ζλο σου, χι παρασκύβοντας στ μνημεο, λλ μπαίνοντας μέσα. Κι ν σν Θωμς χωρισθες π᾿ τος συγκεντρωμένους μαθητές, στος ποίους μφανίζεται Χριστός, ταν τν δες, μν πιστήσεις. Κι ν πιστήσεις, πίστεψε σ᾿ ατος πο στ λένε. Κι ν οτε κα σ᾿ ατος πιστέψεις, δεξε μπιστοσύνη στ σημάδια τν καρφιν. ν κατεβαίνει στν δη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε κα τ κε μυστήρια το Χριστο, ποι εναι τ σχέδιο τς διπλς καταβάσεως, ποις εναι λόγος της: πλς σζει τος πάντες μ τν μφάνισή Του, κι κε κόμα ατος πο τν πιστεύουν;

Μην μελαγχολείς ...

Θυμάμαι πάντα Κυριακή του Πάσχα μετά την αγάπη και το κάψιμο του Ιούδα ένα μικρό παιδί μελαγχολικό σχεδόν δακρυσμένο να ρωτά τον πατέρα του :Τελείωσε το Πάσχα πατέρα ;;; Kαι αυτόν με ένα πλατύ χαμόγελο να του απαντά :Τελείωσε λέει ..ακόμα δεν άρχισε ..!!!

Κάθε μέρα της Λαμπροβδομάδας παιδί μου είναι Πάσχα !Έχουμε και του Αη Γιωργιού τις περισσότερες φορές και τον νέο τον Άγιο Ραφαήλ απο την Μυτιλήνη και την Παναγία της Βραμπάς που γιορτάζει την Παρασκευή …και του Θωμά …Το πρόσωπο του παιδιού έλαμπε τότε ,κι ας έμενε μονάχο του δίχως παρέα στο χωριό μιας και όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και ..πρωτευουσιάνοι μέχρι την Τρίτη του Πάσχα πάντα έφευγαν … Και ερχόταν η Πέμπτη το απόγευμα ..και γυναίκες και άντρες με δρεπάνια καθάριζαν από το αγρίεμα το μονοπάτι που οδηγούσε από τον αμαξωτό τον δρόμο ,στην Παναγιά την Ζωοδόχο Πηγή ,στο μανιάτικο λαγκάδι της Βραμπάς…Και με ασβέστη που η μυρωδιά του σε τέτοια μέρη δεν ενοχλεί ..μάλλον μοιάζει με λιβανιού το μύρισμα …τα έκαναν όλα να λάμπουν λίγο πρίν τον Εσπερινό ,προσμένοντας καρτερικά το ξημέρωμα της Παρασκευής . Και ερχόταν η Παρασκευή …Το εκκλησάκι ίσα που χώραγε τον παπά, τα παπαδάκια , τους ψάλτες και αυτούς του δυο –τρείς που πάντα τον ΄ χαν τάμα να ακούνε τον εξάψαλμο της πρώτης μέρας …Οι υπόλοιποι κάθονταν έξω στις ασβεστωμένες πέτρες συντηρώντας με τις υγρές μυρωδιές της άνοιξης και τους ήχους του Θεού, μνήμες αλλοτινών εποχών … μετρώντας ο καθένας τους, πόσες τέτοιες χρονιές βρέθηκαν ξανά σε εκείνο το ευλογημένο μέρος, και προσευχόμενοι να αξιωθούν να ανταμώσουν την Παναγιά της Βραμπάς άλλες τόσες και παραπάνω .. Τα παιδιά με μια…. κατανυκτική ζωηράδα που κανέναν δεν ενοχλούσε μπαινόβγαιναν στο εκκλησάκι ,άλλοτε για να ανάψουν το θυμιατό ,άλλοτε για να κόψουν το αντίδωρο, άλλοτε για να χτυπήσουν την μικρή καμπάνα στην δοξολογία ,για να κρατήσουν το κερί στο πλούσιοι επτώχευσαν ,που γνώριζαν και το ψαλαν όλοι μαζί ,για να βράσουν το ζέον με μπαμπάκι και οινόπνευμα …. Με το δι ευχών του Παπά η ίδια πάντα ερώτηση :Τώρα τελείωσε το Πάσχα ;

Απάντηση δεν έπαιρνα ..μόνο ένα νεύμα που κατηύθυνε το βλέμμα μου στο λουλουδοστόλιστο εικονοστάσι με τις εικόνες του Αναστάντος και αυτήν της Ζωοδόχου Πηγής ..της δικής μας Παναγιάς της Βραμπάς ..μαρτυρούσε πως το δικό μας ...Πάσχα δεν τελειώνει ποτέ …

2 Απρ 2010

Πρίν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή ...


Άξιος ο την γην κρεμάσας εν ύδασιν. Άξιος ο νεφέλαις κοσμήσας το στερέωμα Άξιος ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσιν. Άξιον εστί το αρνίον το εσφαγμένον.


Πάντα την μεγάλη Παρασκευή να ’σαι μόνος σαν τον Χριστό, προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι, την λόγχη.

Τις ζαριές να ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου ... τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία.

Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή... τότε, λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας.

Μην ξαφνιαστείς, μην φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα ... οι μπόρες τ’ ουρανού δεν στερεύουν.

Η ξαστεριά θα ’ρθει το σαββατόβραδο ! τότε , λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας.
Στίχοι του Μ. Μωϋσέως του Αγιορείτου. Μελοποιήθηκαν από τον Χρίστο Τσιαμούλη και τραγουδήθηκαν από τον Μανώλη Μητσιά, στο υπέροχο «Δωδεκάορτο».

29 Μαρ 2010

Η σφραγίδα του Πατέρα ...







ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ... ….Να χουμε αναμνήσεις και βιώματα κοντά στον Χριστό …το δυνατότερο όπλο για σένα και το παιδί σου …μόνο έτσι δεν θα φύγει από την εκκλησία… Και αυτό θα το καταφέρεις μόνο αν του προσφέρεις βιώματα μέσα στον ναό … Ο στάρετς Ζωσιμάς του Dοstοyevsky στους Αδελφούς Καραμαζώφ λέει: «εκείνος που μπορεί να έχει αναμνήσεις Χριστού από την παιδική του ηλικία είναι σωσμένος για όλη του τη ζωή». Το σπουδαίο είναι ότι κάνει αυτή την μνημειώδη παρατήρηση ύστερα από τη γλυκιά θύμηση της μητέρας του ,όταν τον έπαιρνε μαζί της στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Θυμάται την ομορφιά της Ακολουθίας, τη μοναδική μελωδία του κατανυκτικού «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου…». Τις γριούλες που έκαναν μετάνοιες , τον κόσμο όλο δακρυσμένο να παρακαλά τον Χριστό ,το λιβάνι που ανέβαινε ψηλά, τις ηλιαχτίδες που έμπαιναν απ τα χρωματιστά τζάμια της εκκλησιάς , την μάνα του που τον κρατούσε αγκαλιά πηγαίνοντάς τον να κοινωνήσει … Αυτή η ανάμνηση τον κρατούσε ζωντανό στις δυσκολίες και στις πίκρες της ζωής ,τους πειρασμούς και τις ταλαιπωρίες … Τότε γύριζε πίσω και άνοιγε αυτό το «άλμπουμ» της καρδιάς του …κοιτάζοντας νοσταλγικά αυτές τις φωτογραφίες …αυτές τις παλιές όμορφες αναμνήσεις …Γιατί είναι πολύ ωραίο να έχεις αναμνήσεις από την εκκλησία … Ποτέ μην φοβηθείς λοιπόν τον άνθρωπο που έχει αναμνήσεις κοντά στον Χριστό …Δεν θα φύγει …μα και αν φύγει θα θυμηθεί αυτήν την αγάπη αυτά τα βιώματα …και κάποτε θα γυρίσει … Όπως ο άσωτος που είχε γευτεί την αγάπη του πατέρα …είχε νιώσει το φιλί ,την αγκαλιά, την ζεστασιά το πατρικό χάδι ,το πατρικό βλέμμα ,την πατρική ασφάλεια το στήριγμα την αγάπη.. Τα είχε γευτεί ….Και γι΄ αυτό ο Πατέρας του δεν το φοβήθηκε το φευγιό του παιδιού του και το άφησε ελεύθερο …και δεν το εμπόδισε να φύγει ,γιατί ήξερε πως υπήρχε μια σφραγίδα στην καρδιά του ,και όπου και να πήγαινε ,αυτό το φωτεινό σφράγισμα …θα το έκανε να θυμηθεί και να γυρίσει …….
(Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα απο την εκπομπή Αθέατα περάσματα της 20-2-2007 του π.Ανδρέα Κονάνου ,στο... ραδιόφωνο που μιλάει στην ψυχή μας . )





Ακολουθούν….. βιώματα παιδιών που πλέον … μεγάλωσαν ...βγαλμένα μέσα από ένα συρτάρι με ... ιλαρές αναμνήσεις …… Αλήθεια εμείς που τώρα γίναμε ..μεγάλοι .. με ποιά βιώματα εφοδιάζουμε τα παιδιά μας , ώστε κάποτε και αυτά να θυμούνται το Πάσχα ,όχι μέσα από πολυέξοδα ταξίδια σε ..αλιβάνιστους προορισμούς όπως θα λεγε και ο Κυρ Αλέξανδρος ... και λαμπάδες της Μπάρπυ και του Κεραυνού Μακουίν ….αλλά κάπως έτσι ….αυθεντικά …με το σφράγισμα του Χριστού να προβάλλει ανεξίτηλο στις ψυχές τους ;;;; ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΜΕΣΑ ΑΠ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ....
Μεγάλη Δευτέρα, ο Χριστός με τη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη

Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη

Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη

Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί

Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο
Κυριακή, Χριστός Ανέστη
Εκθεση του μαθητή της Δ΄Δημοτικού .....Ν.Σ. Θέμα :Το Πάσχα στο χωριό μου . …Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ντύνομαι παπαδάκι με τα άλλα τα παιδιά και βγαίνουμε με τις λαμπάδες σε όλα τα ευαγγέλια και στα δώδεκα .Ο θείος μου μόλις ακούγεται το σήμερα κρεμάται επι ξύλου ,δακρύζει και σκουπίζει τα μάτια του . Μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο κόσμος μένει όλο το βράδυ στην εκκλησία του χωριού μου ,για να ξενυχτήσει τον Χριστό. Μόλις ξημερώσει η Μεγάλη Παρασκευή, βγαίνουν τα κορίτσια με μεγάλα κοφίνια , για να μαζέψουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα αγόρια χωριζόμαστε σε ομάδες και ανεβαίνουμε στο καμπαναριό για το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας ,πέντε χτυπήματα η μικρή ένα η μεγάλη ,χωρίς σταματημό ως το απόγευμα που γίνεται η αποκαθήλωση και το τύλιγμα του Χριστού με το σεντόνι . Μόλις στολίσουμε τον επιτάφιο , αρχίζουμε να τραγουδούμε όλοι μαζί του Χριστού το τραγούδι : Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε. Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει, κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει. Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι Τα φύλλα οπου πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη. Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, την προσευχή της έκανε για το μονογενή της. Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα: «Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες , Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε» Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει, Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο, τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει. Και μόλις εσυνέφερε, Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει, Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της. Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα. Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει, Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη: «Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου, μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου; «Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο, οπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου. «Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια…» Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε, τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια, το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του. Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε: «Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;» «Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει. Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.» Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε. Το βράδυ αργά γυρίζουμε τον επιτάφιο σε όλες τις ρούγες του χωριού και στα παράθυρα είναι αναμμένα θυμιατά και μυρίζει όμορφα λιβάνι .Όλοι σηκώνουν απο λίγο τον επιτάφιο και μόλις ξαναφτάσουμε στηνεκκλησία τον γυρίζουμε τρείς φορές γύρω γύρω και όλοι περνάμε απο κάτω του για το καλό . Το Μεγάλο Σάββατο όλη την μέρα δεν τρώμε τίποτα σχεδόν γιατί ο πατέρας μου λέει οτι είναι το μόνο Σάββατο του χρόνου που δεν τρώμε ούτε λάδι .Το βράδυ φοράμε τα καλά μας, παίρνουμε τις λαμπάδες μας και πηγαίνουμε στην εκκλησία για την Ανάσταση.Στην αρχή ηεκκλησία είναι γεμάτη αλλά μετα το Χριστός Ανέστη μένουμε λίγοι και περιμένουμε ως το τέλος να κοινωνήσουμε και να φωνάξουμε το Επικράνθη που έγραψε ο Αη Γιάννης ο Χρυσόστομος .Μετά αργά την νύχτα φιλιόμαστε όλοι και φεύγουμε με το άγιο φώς να το πάμε σπίτι να σταυρώσουμε την πόρτα .Εκεί τρώμε μαγειρίτσα και τσουγκρίζουμε αυγά . Την άλλη μέρα κρεμάμε στην εκκλησία τον Ιούδα που τον καίμε γιατί πρόδωσε τον Χριστό μας για τριάντα αργύρια ,και πάμε το απόγευμα στην αγάπη και ξαναανάβουμε τις λαμπάδες. Το Πάσχα λαχταρώ να το περνάω στο χωριό μου και πάντα στενοχωριέμαι όταν τελειώνει . Χρησιμοποιήθηκαν ζωγραφιές που ανήκουν στην υπέροχη έμπνευση των μαθητών της ΣΤ΄τάξης του Δημοτικού Σχολείου Σκουτάρεως (περίοδος 2004-2005) Επίσης απο το εξαιρετικό Μ.Εβδομάδα -Πάσχα -Πάμε Εκκλησία; των Γ.&Μ Αντωνάκη/Ακρίτας Παιδικά

24 Μαρ 2010

Το πιό λαμπερό πρόσωπο...


Απάνω στην έμψυχο κιβωτό τον Θεο ας μην αγγίζει ολότελα χέρι αμαρτωλό. Αλλά χείλια πιστά ας ψέλνουνε με αγαλλίαση, χωρίς να σωπάσουνε, σαν νά είναι φωνή του αγγέλου κι ας φωνάζουνε: Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.

«Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας. Μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο. Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της αγίας Πόρτας. Σε άλλες εικόνες εικονίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα το Χριστό στην αγκαλιά της από τα αριστερά, σπάνια από τα δεξιά (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα). Tο κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το Μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μονάχα το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της. Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφήνει να φανούνε μόνο οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχρινό φίλντισι, αγνό, απαλό και πεντακάθαρο. Τα ματόφρυδα της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στα αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με το ασπράδι καθαρό κι ισκιωμένο. Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό, απλό ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονετικό, πράο, σεμνότατο, μακριά από κάθε σαρκικό λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του Παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σα να χαμογελά. Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό κρατά τον Χριστό και το δεξί το έχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική. Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά κοντά στο λαιμό». Φ. Κόντογλου
_________________ http://athonite.gr/forum/html/modules.php?name=Forums&file=viewtopic&p=4774

18 Μαρ 2010

Ένα λεπτό ...απ ' τους αιώνες σου

Αγία Πόρνη σε είπανε …και κλάψανε στη θύμισή σου όλες οι αλύτρωτες ψυχές οι πονεμένες…

Στη γυμνή σου θέα μόνο τα μάτια μου στη γη μπορώ να χαμηλώσω…

Όχι από ντροπή που δεν σε σκέπασε ολάκερη του Ζωσιμά το ράσο , μα γιατί τα δικά μου τα ρούχα τα ξεχωριστά δεν μπορούν την γύμνια της ψυχής μου να καλύψουν …

Δώσε μου ένα λεπτό αληθινής μετάνοιας …ένα λεπτό απ΄τους αμέτρητους αιώνες που χώρεσαν σε σαράντα επτά χρόνια της ηλιοκαμένης δικής σου …

Δώσε μου ένα ψίχουλο λυγμού από τα τρία καρβέλια που χόρταιναν την ζήση σου και την καρτερική σου θλίψη ….

Την ελπίδα στα μάτια σου αντικρίζω κάθε φορά που της απελπισίας η χάρυβδη θέλει να με αγκαλιάσει …Στην δίνη της να αντισταθώ βοήθα με …Κι απόψε πριν κλείσω τα πάλι στεγνά μου μάτια εσέ θ’ αναζητήσω…

«Έκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με». «Το άγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με»

Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών …

Φιλαγιορείτης

15 Μαρ 2010

Το φορτίο έγινε ...ελαφρύ!

(Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρους με αφηγητή τον μακαριστό Πατέρα Αρσένιο Μπόκα – τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος ονόματι Μπόκα Ζιάν)

....Δουλεύαμε αρκετές ημέρες για να ανακατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από την Σκήτη του Πρόδρομου προς το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμουν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του Αγίου Υπατίου [Βατοπαιδινό κελί], αλλά ήμασταν στην υπακοή του Πατρός Αρσενίου Μάντρεα, Ηγούμενου της Σκήτης Προδρόμου. Η συμμετοχή σ’ αυτό το έργο ήταν για μένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των Πατέρων της Φιλοκαλίας, από τη πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο μου ανατέθηκε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Μπαλάν και από τον καθηγητή π. Δημήτριο Στανιλόαε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία, που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια. Πεινούσα και διψούσα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους Αγίους του Σινά, που ανέβαιναν βήμα βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχτηκε το Νόμο. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια είχε ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο Λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου τριακόσια… [...]

- Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.
- Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στην γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας.
- Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
- Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.

- Άκουσα και εγώ για τον Αρσένιο, αλλά δεν τον είδα, είπε και ο Πορφύριος. Λέγεται ότι τον Αρσένιο τον πήρε η Παναγία πάνω στην κορυφή του Άθωνα, για να συμπληρώσει τον αριθμό των 7 αναχωρητών που προσεύχονται για την ειρήνη του κόσμου και ζουν χωρίς φαγητό και νερό, μόνο με το λόγο του Θεού.
- Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί. [...]
- Νηστέψαμε όλη την ημέρα, είπε ο Δομέτιος. Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα… Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τοίχο σ’ εκείνο το κελί, που νόμιζα ότι είναι εγκαταλειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλοτε έχει μορφή λιονταριού, άλλοτε ανθρώπου, εσείς δεν βλέπετε;
- Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
- Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό. Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.

Και ο Δομέτιος παρατήρησε ότι κάτι γίνεται και έλεγε: «Παναγία μου, ήρθε ο Άγιος!» Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε: «Άξιόν εστι ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…» Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιόν εστι». Η φωνή μου που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλει πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους τους οποίους ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με την βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όλους. Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου, και έβλεπα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά την εικόνα της Παναγίας πως προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε: «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
- Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
- Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.

Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία, να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε, του πάγκαλου πατρός. Δεν ήξερα πως τον λένε αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φώς, σαν ηλεκτρικού τόξου, το φως που ερχόταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θάμνο που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας. Ο άγιος μας φώτιζε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στο γκρεμό. Ο Πορφύριος είπε: «Έχω δέκα χρόνια στο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού δια του Αγίου αυτού. Μείνε, πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανεβούμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στο γκρεμό!
- Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.
Εγώ δεν έλεγα τίποτε. Ένοιωθα μια ιερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Ήταν πολύ καλά, σε σχέση με το κρύο στην παραλία που ήμουν παγωμένος. Φτάσαμε στην άκρη του βουνού, στο σταυρό. Ο άγιός μας απομακρυνόταν αλλά ακόμα μας φώτιζε με τη θεία μορφή του. Βλέπαμε το μονοπάτι προς την Σκήτη του Προδρόμου. Ο άγιος ήταν μπροστά μας, αλλά σαν να πηδούσε ένας πύρινος τροχός, ένα καιόμενο πουλί. Πίσω μου ο πάτερ Πορφύριος έκανε σταυρούς και έλεγε ρυθμικά: «Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο Δομέτιος έψαλε: «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη καί ηττάσθε». Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της μονής, και εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε, μας ξύπνησε η ανδρική φωνή του Ηγουμένου Αρσενίου Μάνδρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη:
- Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
- Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
- Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.

Πατήρ Αρσένιος Μπόκα (+ 28 Νοεμβρίου 1989) έλαβε το χάρισμα της προφητείας στο Άγιο Όρος και επιστρέφοντας στην Ρουμανία έγινε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή της χώρας, όλων των καιρών.
Πηγή: http://cidadededeus.wordpress.com/2009/07/05/treptele-sfantului-athanasie-athonitul/

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~