main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

26 Νοε 2010

Του Αγίου Νίκωνος του μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης ....

Κυριακή στην μανιάτικη εκκλησία του Νικόβου...στον Ταξιάρχη της Μάνης στα πόδια του περήφανου Ταϋγέτου...Ο ιερέας κάνει απόλυση...Γυναίκες με κατάνυξη και το βλέμμα πάντα στραμμένο στο τέμπλο, στις εικόνες της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας και του οικήτορα Αρχαγγέλου να ξεθηκαρώνει το σπαθί, επαναλαμβάνουν και αυτές μαζί με τον παπά τα λόγια στην απόλυση...Δεν γνωρίζουν οτι αυτό κανονικά δεν επιτρέπεται…Μα το θεωρούν μια δική τους προσευχή, μια γλυκιά συνήθεια, μια ευλαβή ανεκτίμητη κληρονομιά, μια δική τους μυσταγωγία...Τα ξέρουν όλα απ’  έξω! Δεν κάνουν επίδειξη! Τα λόγια τούτα κουβαλούν πάνω τους αμέτρητες Κυριακές και γιορτάδες, που τις συνάντησαν ακριβώς στο ίδιο σημείο να στέκουν...Ασταμάτητα σταυροκοπιούνται  στο άκουσμα κάθε Αγίου που εξαιρέτως μνημονεύει ο παπάς μαζί με της αυτής ημέρας τους τιμημένους...Μικρό παιδί, στέκομαι και  παρατηρώ τα πρόσωπά τους!Σαν να φωτίζονται ιδιάιτερα μόλις ακούγεται το: Του Αγίου Νίκωνος του Μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης...Σήμερα λοιπόν, που την μνήμην επιτελούμεν  του  προστάτης της αδούλωτης αυτής γης, τον ξαναανακαλύπτουμε ως Ταπεινό Γίγαντα, στις σελίδες του βλογημένου κυρ-Φώτη του Κόντογλου ...

....Στς 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται π τν ρθόδοξη κκλησία μας μνήμη το γίου Νίκωνος "το Μετανοετε". Τν επανε "Μετανοετε", πειδ λεγε συχν στος νθρώπους ν μετανοήσουνε, πως κανε γιος ωάννης Πρόδρομος.
Πατρίδα του τανε κάποια χώρα το Πόντου πο τ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τν καιρ πο βασίλευε στν Κωνσταντινούπολη Νικηφόρος Φωκς. Ο γονιο του τανε πλούσιοι, μ χι μοναχ στ λικ πλούτη μ κα στ πνευματικά. Γι τοτο τν ναθρέψανε "ν παιδεί κα νουθεσί Κυρίου". Κα ν τ λλα τ δέρφια του κα ο φίλοι του τανε παραδομένοι στς διασκεδάσεις κα στ πποδρόμια, Νίκων γαποσε τ θρησκεία, κ' τανε ταπεινς κα φρόνιμος σ λα, λιγόφαγος, πλς στος τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τ μάτια του ν μν μπε μέσα του σαρκικς πειρασμς πο χαλ τν γνότητα τς νεότητος.
Μι μέρα τν στειλε πατέρας του, πο εχε πολλ κτήματα, ν πιστατήσει πάνω στος ργάτες πο δουλεύανε σ' ατά, κα σν εδε τν κόπο κα τν δρτα πο χύνανε ατο ο νθρωποι, τόσο λυπήθηκε ψυχή του, πο παράτησε παρευθς κα τ κτήματά του κα τος γονιούς του κα τν πατρίδα του κ' φυγε χωρς ν γνωρίζει πο πηγαίνει, φο γι' ατν λη οκουμένη τανε το Θεο, κατ τ λόγο πο λέγει "το Κυρίου γ κα τ πλήρωμα ατς". φο πέρασε πολλος τόπους πο δν τν ξερε κανένας, φταξε σ' να βουν πο τανε τ σύνορο νάμεσα στν Πόντο κα στν Παφλαγονία κα πο εχε κ' να μοναστρι λεγόμενο Χρυσ Πέτρα. Σν εδε τ μοναστρι Νικήτας, νοιωσε μεγάλη χαρά. Κι' Θες φώτισε τ γέροντα γούμενο, πο τανε γιος νθρωπος, κα βγκε στν πόρτα κα καλωσόρισε τν Νικήτα κα τν γκαλίασε σν πατέρας τ γυιό του κα τν κάλεσε μ τόνομά του. O Νικήτας σν κουσε τ γέροντα ν τν φωνάζει μ τόνομά του χωρς ν τν χει δε ποτέ, φτεροκόπησε καρδιά του κα μπκε μαζ μ τν γούμενο στν κκλησία, κα τν δια ρα τν κούρεψε μοναχ μ τόνομα Νίκων.
π κείνη τν μέρα ξέχασε λότελα πι πς ζε σ τοτον τν κόσμο. Τ μέρα δούλευε στν πηρεσία πο τν βαλε γέροντάς του, κα τ νύχτα δν κοιμότανε, λλ γρυπνοσε μ προσευχ κα μ δάκρυα, γι ν μν φήσει ν μολευθε νεανικ ψυχή του π κανέναν σχημο διαλογισμ κι' π τν πονηρι πο μπαίνει τόσο εκολα στν ψυχ το νθρώπου. Ο λλοι δελφοί της μονς τν γαπήσανε πολύ, γιατί τανε περηφάνευτος, προς κα καλοκάγαθος.
Δώδεκα χρόνια ζησε μέσα στ μοναστρι τς Χρυσς Πέτρας. Στ μεταξ πατέρας του χάλασε τν κόσμο γι ν τν βρε, πλν μάταια κοπίασε. πειδ μως δν παψ ν τν ψάχνει, γιος παρακάλεσε τ γέροντά του ν τν φήσει ν φύγει π τ μοναστρι, πως κ' γινε. Μ σν πέρασε τ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ' εδε στν ντικριν κροποταμι τν πατέρα του μ τ λλα παιδιά του κα μ τ συνοδεία του, κα σν τν γνώρισε γέρος, ρχισε ν κλαίγει κα ν φωνάζει στν Νικήτα ν τν λυπηθε κα ν γυρίσει στ σπίτι τους, κ' θελε ν πέσει στ ποτάμι. Μ τν μποδίσανε ο δικοί του, γιατί εχε φουσκώσει τ ρεμα του π τ πολλ νερ πο κατέβασε. Κι' μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τν καρδιά του, γύρισε κατ τν πατέρα του κα γονάτισε κα τν προσκύνησε, κ' στερα στριψε πάλι κα τράβηξε τ δρόμο του.
Πέρασε π βουν ρημα, π κρεμνος κα καταβόθρες. Τ ροχα του τανε λερ κα τριμμένα, τ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοσε μοναχ να ραβδ κ' να σταυρό.
Τρία χρόνια γυροβολοσε τσι στ βουν πο τανε λημέρια τν λστν, κ' τρωγε χορτάρια. Πολλς φορς τν συναπαντούσανε ατο ο φονηάδες κα τν κλωτσούσανε. Μ σν εδανε πς στν κακία τους ποκρινότανε μ γάπη κα μ ταπείνωση, τν γαπήσανε κι' ατο κα τν τιμούσανε σν γιο.
Σν περάσανε τρία χρόνια πο ζησε πάνω στ βουνά, ποφάσισε ν κατέβει στς πολιτεες κα ν κηρύξει τ Εαγγέλιο κα τ μετάνοια. τανε τότε ς 36 χρονν, κατ τ 959 μ.X. φο πέρασε βιαστικ τ μέρη τς νατολς, μπαρκάρησε σ' να καράβι γι ν πάγη στν Κρήτη, στ 961 μ.X., πειδ ο ραβες εχανε λλαξοπιστήσει τος χριστιανος μ τ σπαθί.
Μ τ βοήθεια το Θεο μπόρεσε κα τος γύρισε στν πίστη το Χριστο, κ' στερα π φτ χρόνια φυγε π τν Κρήτη κα πγε στν πίδαυρο στ μέρη το Δαμαλ, κ' κε κήρυξε τ μετάνοια κ' σωσε ψυχές.
π τν Δαμαλ μπκε σ' να καΐκι γι ν πάγη στν θνα. Μαζ μ τ καΐκι πο μπκε γιος, ταξίδευε κ' να λλο γι τν θνα, κα περνώντας π τ Σαλαμνα βγήκανε ο νατες ν πάρουνε νερό. Ατ τ νησ τανε ρημο π τος κουρσάρους. O γιος επε στος καπετάνιους ν μ φύγουνε κόμα π τ Σαλαμνα, γιατί θ πάθουνε. O νας καπετάνιος ποχε τλλο τ καΐκι δν τν κουσε κ' φυγε, μ κενος ποχε μέσα τν γιο πόμεινε. Μ τ καΐκι πο κανε πανι τ πιάσανε ο κουρσάροι πρν φτάξει στν θνα.
Σν φτασε γιος σ' ατν τν ρχαία πολιτεία, πο ταν λλη φορ φημισμένη στν κόσμο πλν τότε τανε καταντημένη να χωριό, ρχισε τ κήρυγμα κ' φερε πολν καρπό, γιατί ο θηναοι τανε θεοφοβούμενοι. π τν θνα πγε στν Εβοια, κα μαζεύθηκε κόσμος πολς ν τν κούσει. Κα μ τν χλοβοή, να παιδ πο εχε νεβε στ κάστρο μαζ μ τν λλον κόσμο, παραπάτησε κ' πεσε, κα βάλανε τς φωνς κ' γινε μεγάλη σύγχυση κ' ο γονιο το παιδιο καταριόντανε τν γιο. Μ κενος δν ταράχθηκε, λλ τος επε συχα: "Τ παιδ ζε, δν πέθανε". Κι' λήθεια τ παιδ σηκώθηκε πάνω γελαστ σν ν πήδηξε π τ μπιντένι, κι' ο γονιοί του κι' λος κόσμος πέσανε κα προσκυνούσανε τν γιο, κα τ παιδ τος λεγε πς σν γλύστρησε κα βρέθηκε στν γέρα, εδε κενον τν καλόγερο πο φώναζε "Μετανοετε" ν πετ κα ν τ πιάνει στν γκαλιά του ς πο τ κατέβασε μαλακ στ γ.
στερα π τν Εριπο, πγε στς Θβες, κι' π κε στ βουν Κιθαιρνα, πο τ λέγανε τότε ρος τς Μυουπόλεως, κ' κε σκήτεψε μέσα σ' να σπήλαιο, κοντ στ μέρος πο βρίσκεται τ μοναστρι, πο χτισε σιος Μελέτιος στερα π χρόνια, κι' ατς νατολίτης. π κε πγε στν Κόρινθο, στ ργος, στ Ναύπλιο, κι' π' που περνοσε ναβε στς καρδις τν πόθο τς θρησκείας κ' κανε πολλ θαύματα, προπάντων γιαινε ρρώστους νθρώπους.
φο πέρασε λον τν Μωριά, κ' φταξε ς τ Μάνη, πρε πάλι τ δρόμο γι ν γυρίσει στ Σπάρτη, π' που εχε περάσει. Μ πρν πάγει στ Σπάρτη, μπκε σ' να σπήλαιο πο βρισκότανε σ κάποιο ρημο μέρος πο τ λέγανε "Μρον" κα κειτότανε ρρωστος κα θερμιασμένος. Σ λίγες μέρες μαθεύτηκε τ καταφύγιό του κα μαζεύθηκε κόσμος πολς σ κενο τ σπήλαιο γι ν πάρει τν ελογία του, κα πολλο ρρωστοι περιμένανε τ γιατρειά τους π τν ρρωστον.
Σν σηκώθηκε π τν ρρώστια, πγε στ μύκλι, κ' πειδ κείνη λη τν περιφέρεια τ ρήμαξε τ θανατικ π λοιμικ ρρώστια κ' εχε πιάσει τν κόσμο φόβος κα τρόμος, μαζεύθηκε πολς λας κα πήγανε κα τν παρακαλέσανε ν πάγει στ Σπάρτη. γιος τος επε πς θ παρακαλέσει τ Θε ν πάψει τν ργή του, κα πς θ καθίσει στ Σπάρτη ς πο ν πεθάνει.
Σηκώθηκε λοιπν κα πγε στ Σπάρτη, κα σν μπκε στν πολιτεία, πς σν φανερωθε λιος σκορπ κα χάνεται ντάρα, τσι κα σν φάνηκε γιος παψε τ θανατικό, κι' κόσμος ξεκουράσθηκε π τν γωνία κα πεσε σ μετάνοια.
π τότε δν φυγε πι π τ Σπάρτη γιος, κ' πολιτεία τούτη γινε δεύτερη πατρίδα του. χτισε μία μεγάλη κκλησία στόνομα το Σωτρος, πο βρεθήκανε τ θεμέλιά της κοντ στ κάστρο τς ρχαίας Σπάρτης, κι' ατ διαβόητη πολιτεία πο τανε ξακουσμένη στν κόσμο γι τν παλληκαριά της, καταστάθηκε καθέδρα τς Χριστιανοσύνης μ ρχοντά της τν προν κ' μερον μαθητ το Κυρίου πο δίδαξε στν κόσμο τν πνευματικ νδρεία κα τν ερήνη. Στ μεταξ βαφτιζόντανε ο βραοι, πο πήρχανε πολλο σ' ατ τ μέρη, κα πλήθαινε πίστη το Χριστο.
λλ ρθε κα γι τν γιο Νίκωνα μέρα ν πληρώσει, σν νθρωπος κι' ατός, τ "κοινν χρέος το θανάτου", κι' ρρώστησε. Μάζεψε λοιπν γύρω στ κλινάρι του τ πνευματικ τέκνα του, κα τ ελόγησε κα τος επε πς σιμώνει τ τέλος του, κι' φο τος δωσε πολλς συμβουλς κα τος στερέωσε στν λπίδα το Χριστο, επε "Κύριε ησο Χριστ Θεός, ες χερας σου παρατίθημι τ πνεμα μου" κα παρέδωσε τν καθαρ ψυχ του σ' κενον πο γι' ατν πόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στ 998 μ.X., στς 26 Νοεμβρίου, σ λικία 75 χρονν.
Τ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. λας τ τριγύρισε κα βούιζε πως κάνουνε ο μέλισσες γύρω στ κουβέλι. λοι θέλανε ν πνε κοντ στ λείψανο, κα πολλο παίρνανε π ελάβεια κάποιο πργμα π πάνω του, λλος να κομμάτι ροχο, λλος λίγες τρίχες, λλος κοβε να κομμάτι π τ ζώνη του ν τάχουνε γι φυλαχτό. δεσπότης μ λο τ ερατεο κηδέψανε τ τίμιο σκνος, πο τανε βαλμένο μέσα σ θήκη κριβ κι' ναβρυσε γιο μύρο, κα πολλο ρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, δρωπικοί, παράλυτοι κι' λλοι πο βασανιζόντανε π διάφορες ρρώστιες. Γι' ατ κα τ πολυτίκιό του λέγει:
"Χαίρει χουσα Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τν Σν λειψάνων
ναβρύουσαν πηγς τν άσεων
κα διασζουσαν πάντας κ θλίψεως
τος Σο προστρέχοντας, Πάτερ κ Πίστεως.
Νίκων σιε, Χριστν τν Θεν κέτευε
δωρήσασθαι μν τ μέγα λεος".
νας εσεβς ρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον γαποσε τν γιο Νίκωνα, πο δν θελε ν ζήσει χωρς ν βλέπει τν ψη του. Φώναξε λοιπν να ζωγράφο κα το παράγγειλε ν ζωγραφίσει τν γιο, μ πειδ ζωγράφος δν τν εχε δε ποτέ, Μαλακηνς στόρησε μ λόγια σο μποροσε στ ζωγράφο τί λογς τανε φυσιογνωμία του. ζωγράφος πγε στ ργαστρι του κ' πιασε ν κάνει τν εκόνα, λλ κοπίασε πολ χωρς ν μπορέσει ν τν πιτύχει τν γιο πως τανε. K' κε πο καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει ν μπαίνει νας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μ μαλλι μαρα κι' νακατεμένα, μ μαρα χτένιστα γένια, μ' να κουρελιασμένο παλιοράσο κα ν βαστ να ραβδ μ' να σταυρ στν κρη, πο τν δωσε στ ζωγράφο ν τν φιλήσει. στερα τν ρώτησε γιατί εναι στενοχωρημένος. Σν το επε ζωγράφος τν ατία, το λέγει καλόγερος: "Κοίταξε μέ, δελφέ, κα ζωγράφισε τν εκόνα, γιατί ατς πο στορίζεις μοιάζει μ μένα σ λα". Σν τν κοίταξε καλ ζωγράφος πόρησε, πειδ τανε διος πως τν εχε περιγράψει Μαλακηνός. Γύρισε λοιπν τ πρόσωπό του κατ τ σανίδι πο ζωγράφιζε ν δε ν μοιάζει μ τ πρόσωπο, πο κανε, κα βλέπει πς εχε τυπωθε καλόγερος πο το μιλοσε. Τν πιασε φόβος κα φώναξε "Κύριε λέησον", κα σν γύρισε ν τν ξαναδε, δν εδε τίποτα.
πως τν εδε ζωγράφος, τσι εναι ζωγραφισμένος γιος Νίκων στς εκόνες πο βρεθήκανε κανωμένες π παλιος γιογράφους. πι παλι εκόνα του βρίσκεται στ μοναστρι το σίου Λουκ τς Λειβαδις στορημένη μ ψηφιά, μ τν παριστάνει μ μαλλι χτενισμένα. Φαίνεται μως πς πι σωστ παραστήσανε τ φυσιογνωμία του ο ζωγράφοι πο τν ζωγραφίσανε σ κκλησίες πο βρίσκονται κοντ στ μέρη τς Σπάρτης, πως εναι στ Παληομονάστηρο τς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στ 1267, στν Παναγία τ Χρυσαφίτισσα στ Χρύσαφα, στν γιο Νικόλαο τς ναβρυτς, στν κκλησι τν Εσοδίων τς Θεοτόκου στ χωρι Περπαινή, κι' λλο.
Μία π τς πι παλαις κα μαστορικς εκόνες του εναι κα κείνη πο βρκα στν Περίβλεπτο το Μυστρ τν καιρ πο δούλευα γι ν καθαρίσω κα ν στερεώσω τς παλις τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντ στ μικρ τν πόρτα πο μπαίνει κανένας στν κκλησιά. γιος εναι ζωγραφισμένος πως τν στορίζει τ συναξάρι του, μ βουλιασμένα τ μάγουλά του π τν κακοπάθηση, μ ζωηρ μάτια, μ μαρα μαλλι νακατεμένα κι' χτένιστα κα μ μαρα γένια. τσι τν γράφει κι' Διονύσιος κ Φουρν στν "ρμηνεία τν ζωγράφων": "Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, χων τς τρίχας γριωμένας". Λέγοντας "νέος" θέλει ν πε μαυρομάλλης.
Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου : «Γίγαντες ταπεινοί» εκδόσεις Ακρίτας

16 Νοε 2010

Σαράντα λειτουργίες ...ν΄ανοίξουν οι πόρτες του ουρανού...


Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου), διαβάζουμε για το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας:
«Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο τής αγάπης. Και ή αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Ή αγάπη, ιδιαίτερα ή θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά της όλους... Και συμπληρώνει: ώ αγάπη τελειότατη! ώ αγάπη, πού τα πάντα αγκαλιάζεις! Ώ αγάπη ισχυρότατη! Τί να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Ή αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία τού Χριστού, πού προσφέρεται για την άπελευθέρωσι όλων από κάθε κακία...».
Και ό μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τούς κεκοιμημένους, έλεγε: «...να αφήνετε μέρος τής προσευχής σας για τούς κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τούς εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν... Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα τού κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.
Το μέγιστο, πού μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαράντα Λείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ό όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και τού ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.
Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ό όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν τού ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα αναψυκτικό σε κάποιον πού καίγεται (από δίψα ). Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι' αυτόν πού το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται...». (Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)
Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό πού ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου).
«Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να τής εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ' αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή τού άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ώ τού θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.
-Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
-Την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ό όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθεί στην διάρκεια τής αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία τής ψυχής σου;
-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ αναπαύσεως χους άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο; -Μην το Λες αυτό. Ό άδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις έν ύμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν έπ' αυτόν άλείψαντες αυτόν έλαίω έν το ονόματι του Κυρίου και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερεί αυτόν ό Κύριος· καν αμαρτίας ή πεποιηκώς, άφεθήσεται αύτώ». Να Λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για Λειτουργίες, και θα Λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.
Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ' έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι Λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν' ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά. -Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;
-Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μάς έστειλε Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ό Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.
Ύστερα από' αυτά, ό άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.
πηγή :ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ "ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ"
ΚΟΥΦΑΛΙΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

12 Νοε 2010

Οι Άγιοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας ...

....Ο πατήρ Χερουβείμ ήταν φιλακόλουθος, ευλαβής, καλοσυνάτος, πράος, και με ταπεινό το φρόνημα. Συγχρόνως, ήτο και αφανής εργάτης, από το 1960 και εντεύθεν, της προφορικής ευχής, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", επηρεασμένος, κυρίως, από το τότε κυκλοφορηθέν βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού». Μετά, όμως, απ’ το 1968 και με τη μελέτη του βιβλίου «Γνόφος αγνωσίας», άρχισαν σιγά σιγά να τον καταλαμβάνουν κάποια πρωτόγνωρα γι’ αυτόν πνευματικά σκιρτήματα που τον γέμισαν από ουράνια ευτυχία. Ήσαν τα πρώτα θεϊκά ενεργήματα του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του, χωρίς όμως να μπορεί να τα αξιοποιήσει έτι περισσότερον, και μάλιστα πνευματικά, λόγω ελλείψεως καταλλήλου απλανούς οδηγού. Δυστυχώς στο Άγιον Όρος δεν είχε μεταβεί, και έτσι δεν ήξερε πώς να μπορέσει περισσότερο πνευματικά να καλλιεργήσει την ευχή. Ο Θεός, όμως, τον αξίωσε να δεί δύο από τα παιδιά του οικονόμους της Θείας Χάριτος, δηλαδή λειτουργούς του Υψίστου. Πριν από τρία περίπου χρόνια, ο πατήρ Χερουβείμ συλλειτουργούσε μαζί με τους δύο υιούς του, τον πατέρα Γεώργιο και τον πατέρα Ιωάννη, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, στις 8 Νοεμβρίου, στον ιερό ναό της ενορίας του. Κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας και στην Μικρά Είσοδο, εντελώς απροσδόκητα εμφανίστηκε να προπορεύεται ένας αστραφτερός και ολόλαμπρος διάκονος κρατώντας με το δεξί του το χέρι ένα χρυσό θυμιατό και με το αριστερό ένα κερί που έβγαζε αντί για φλόγα, φως χιλίων κηρίων, χιλίων βάτ. Από όλο το εκκλησίασμα μόνο καμιά δεκαριά χριστιανοί έβλεπαν το εξαίσιο αυτό θέαμα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κύριος Ιωάννης Παπαευθυμίου. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος με την πάλλευκη στολή και τη συγχρόνως πιτσιλισμένη από αίματα εφαίνετο ότι συλλειτουργούσε μεν, με τους τρείς ιερείς, τον πατέρα με τους δυό γιούς, χωρίς όμως να κάνει εκφωνήσεις. Την εμφάνιση αυτού του αγγέλου, εκτός από τον κύριο Παπαευθυμίου, την είδαν και μερικοί άλλοι χριστιανοί, όχι περισσότεροι από δέκα. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος είχε πάντοτε το κεφάλι σκυμμένο και στο πρόσωπό του διεκρίνετο μεγάλος σεβασμός και δέος προς τα φρικτά τελούμενα της Θείας Λειτουργίας, της επί γης Θείας Λειτουργίας. Στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη με το ολοφώτεινο κερί πάντοτε στο χέρι του. Στη Μεγάλη Είσοδο και πάλι μπροστά με το χρυσό θυμιατήρι, σαν τα δικά μας τα θυμιατά, αλλά χρυσό και το παράδοξο αυτό κερί στο άλλο του το χέρι. Όταν ο πατήρ Χερουβείμ έφτασε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και είπε «τα σα εκ των σών» ο ουράνιος αυτός διάκονος έσκυψε μέχρι το έδαφος. Δεν γονάτισε, απλώς διπλώθηκε στα δύο και σκέπασε το πρόσωπό του με το οράριο, το οποίον κρατούσε με τα δύο του δάκτυλα, έτσι το κρατούμε το οράριο από δώ, και το έβαλε μπροστά στα μάτια του. Στο «Εξαιρέτως της Παναγίας» δε σηκώθηκε αλλά παρέμεινε σκυφτός μέχρι που τελείωσαν οι ιεροψάλτες τον υπέροχον αυτόν ύμνον, «Άξιον Εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον». Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του ήταν τόσο φωτεινό και τόσο λαμπερό, που ο κύριος Παπαευθυμίου, ο Ιωάννης, όπως και οι άλλοι, όχι όλοι, μερικοί, όχι παραπάνω από δέκα, δεν μπορούσαν να το ατενίσουν, γι’ αυτό έκλεισαν τα μάτια τους, όλοι τους. Όταν τα ξαναάνοιξαν, ο αστραφτερός αυτός διάκονος με τη χρυσή πάλλευκη στολή και την πιτσιλισμένη από αίματα είχε εξαφανιστεί. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το μοίρασμα του αντιδώρου και τις πολλές ευχές που δέχτηκε ο πατήρ Χερουβείμ, τον πλησίασε ο κύριος Γιάννης μαζί με τους άλλους και τον ρώτησαν «ποιος ήταν ο ολόλαμπρος αυτός ουράνιος διάκονος;». Κατάλαβαν ότι ήταν ουράνιος γιατί ξαφνικά εμφανίστηκε και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Στην αρχή, το αρνήθηκε ο καημένος και έλεγε ένα πλήθος από δικαιολογίες, τους έλεγε ότι ήταν φαντασία τους, ότι ήταν πλάνη τους, ότι κείνο, ότι ήταν αυτό, αλλά εκείνοι, όμως, επέμεναν διότι έδωσαν λεπτομέρειες από την εμφάνιση αυτού του ουρανίου διακόνου. Οι μάρτυρες ήσαν αυτόπτες διότι πολλές φορές βρέθηκαν να τσιμπούν τον εαυτό τους εάν ονειρεύονται, ή εάν κοιμούνται, ή εάν πλανώνται, έτριβαν τα μάτια τους, και έτσι λοιπόν αυτή την πραγματικότητα αναγκάστηκε στο τέλος να την παραδεχθεί. - Ναι, τους είπε, ήτανε … ο Άγιος Λαυρέντιος, διάκονος και μεγαλομάρτυρας της του Χριστού Εκκλησίας, τον οποίον τιμώ ιδιαιτέρως, διότι, πριν από είκοσι χρόνια, στη μνήμη του, είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο, στις 10 Αυγούστου του 1982. Σας παρακαλώ και εντέλλομαι να κρατήσετε το στόμα σας κλειστό μέχρι που να πεθάνω. Ακόμα και στους δύο υιούς μου τους ιερείς, που δεν αντελήφθησαν σήμερα τίποτα από την παρουσία του Αγίου Λαυρεντίου, και σ’ αυτούς δεν θα πείτε τίποτα. Να όμως που ο πατήρ Χερουβείμ, κάτω από κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες, το ομολόγησε σε μένα τον ανάξιο, με πολλή ταπείνωση, συντριβή και δάκρυα, γιατί θεωρώντας τον εαυτόν του ελεεινό και τρισάθλιο, εν τούτοις καταξιώθηκε τοιαύτης τιμής από τον προστάτη του, τον Άγιο Λαυρέντιο। απόσπασμα απο μαγν.ομιλία του π.Στεφάνου Αναγνωστοπούλου πηγή:agia-barbara blogspot.com

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~