main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

15 Δεκ 2010

Ο Άγιος της συγχώρεσης ...

.....Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα: -Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια! Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στήν μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους. Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε. Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν. Γιατί σε κυνηγούν; Άνοιξε και θα σου μολογήσω. Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε. Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι. - Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά. - Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν; - Σκότωσα… Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν. - Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν; - Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο. Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι. Πάμε, πρόφεραν τα χείλη. Πού; Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι. Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά. Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα. Λυπήσου με, μούγκρισε. Κι άρχισε να κλαίει. - Ο Θεός να σε λυπηθεί, δυστυχισμένε. Από λόγου μου σε λυπάμαι. Και πολύ μάλιστα. Αλλά φέρνει πίσω την ζωή;… Κλάψε και μοιρολόγισε. Ζήτα του σπλαχνιά. Ο άνθρωπος έκλαιγε με λυγμούς. - Μετανοιώνεις; Αντήχησαν μία – μία οι συλλαβές. - Χίλιες βολές. Άς όψονται οι Μονδίνοι. Το κρίμα στο λαιμό τους. Μούταξαν να με καταστήσουν από ρέμπελο και μπράβο μπιστεμένο τους. Ο ιεράρχης στη λέξη ανατρίχιασε. Αλλά παρευθύς θυμήθηκε την επικείμενη καταδίωξη… Άνοιξε κάποιο συρτάρι και ανατράβηξε το πετραχείλι. Το φίλησε, το φόρεσε, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού και είπε: - Για τα όβολα λοιπόν δέχτηκες δυστυχισμένε, να διαπράξεις φόνο; - Ναίσκε άγιε ηγούμενε, που να μην έσωνα ο ξελογιασμένος. Μ’ έβαλε ο εξαποδώς. Τι γύρευα να παραφουσκώνω στσι παλληκαροσύνες; Για να βγεί παναπεί στην Κοινότητα Κήνσορας, κακόροικος ο άλλος ο αφέντης, ο Σιγούρος… - Ποιόν από τους σέμπρους του Σιγούρου σκότωσες; - Σέμπρο, άγιε ηγούμενε; Τον ίδιο τον αφέντη. Τον κόντε- Κωνσταντή παραφύλαξα και μαχαίρωσα αριστερά στο καντούνι του Κάστρου. Τον άφηκα σέκο. Παρακάλα τον Θεό για την ψυχή. Για μια ψυχή που θα παραδώσω. - Αχχ! - Σαν τι αγροικάς ηγούμενε; Λυπήσουμε, τον μετανοιωμένο. Σου ήτανε φίλος ή γνωστός ο αφέντης;Για ξένα νιτερέσα, ο δόλιος. - Ήταν…ήταν ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου. Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε… Ένα σμάρι δάκρυα πέσανε κατακόρυφα στο κεφάλι του φονιά. Έχουνε άραγε τα δάκρυα βάρος; Βράχια πέσανε στην αναμαλιασμένη κεφαλή. Μοναστραπίς έπεσε μπρούμιτα. Σπάραζε σαν ψάρι. Και με τα θολόνερα των ματιών του, σερνόταν, φιλούσε ένα ζευγάρι παντόφλες. Είσαι…είσαι ο δέσποτας…ο πανιερώτατος, το καύχημα τση χώρας; Συμφορά που με βρήκε…Αλλοί…Χτύπα με. Να, πάρε το μαχαίρι, σκότωσέ με. Ακολούθησε σιγή. Μια σιγή όλο μυστήριο. Καταγεμάτη δέος. Άραγε ποιό τάγμα των Ασωμάτων να παρακολουθούσε το δράμα; Ο ηγούμενος με το βλέμμα ψηλά και με τα δάκρυα αρμυρές σταγόνες- βράχια- να κυλάνε και να κυλάνε, προσευχόταν. - Θεέ και Κύριε… Θεέ και Κύριε…τραύλιζαν κάθε τόσο τα χείλη του. - Χτύπα με, χτύπα με, ούρλιαζε χάμου στα πόδια του ο αναπάντεχος τούτος επισκέπτης. Πόσο κράτησε η τραγική στιγμή, κανείς πια δεν θυμάται. Μονάχα ο Εσταυρωμένος. Ο παντογνώστης. - Σήκω… αντήχησε η λαλιά του εξομολόγου. Θαρρώ ακούγεται σαματάς. Σκαρφαλώνουν θαρρώ, άλογα. Ο άνθρωπος πετάχτηκε σαν μοσχάρι που του βυθίζουν το στιλέτο στο λαιμό. - Θα με παραδώσεις; - Όχι. - Ω… Και τι αποφασίζεις να πράξω; - Φύγε. Πάρε τις ρεματιές. - Μπορώ; - Δεν ξέρω. Σύρε απέναντι, όπου σε φωτίσει ο Αναστημένος. - Θα… θα με δούν. - Σύρε απέναντι, στο πατητήρι. Κρύψου στο σύδεντρο, στο τσαρδάκι του πορτάρη. Αυτού μέσα υπάρχει άχερο. Και σανός. Και λίγα μέτρα πιο πέρα, βυθίζεται στ’ αγκάθια ο πρασινόβραχος. Η στιγμή ήταν κρίσμη, δεν έπαιρνε χασομέρι. Τα πάντα έγιναν μέσα σε πέντε ή έξι λεπτά. Ίσως και σε δυο. Και να, σε λίγο έξω στην ερημιά, καταμεσίς στον χιοναγέρα που εξακολουθούσε να σφυρίζει, αντήχησε ποδοβολητό αλόγων. Και από κοντά φωνές, βλαστήμιες. Τα χέρια καθώς τοποθετούσαν στην θέση του το πετραχείλι, έτρεμαν. Και τα δόντια γοργοκτυπούσαν. Αν δεν προλάβαινε να σφογκίσει τα δάκρυα, αλλοίμονο θα συντελούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις. Καταμπροστά του βρέθηκαν πέντε ζευγάρια μάτια. Γυάλιζαν σαν της ύαινας. - Πέρασε από δω γέροντα, κάποιος ξεσκούφωτος με γένεια; Ανάκραξε φιλεύρενα κάποιος πανύψηλος με φαβορίτες που έδειχνε νάναι επικεφαλής. - Ναί, πέρασε. Και πούναιτος τώρα; Έφυγε. Κατά πού τράβηξε; Δεν πρόσεξα. Πώς; - Έπιασα να ετοιμάζομαι για παρακλητική. Δεν καλοπρόσεξα. Μα… να. Θαρρώ κάπου από δώ. Δηλαδή; Από τη λαγκαδιά, ίσως. Κι έκανε αόριστη χειρονομία. - Γρήγορα να τον προλάβουμε, φώναξε ο ψηλός με τις φαβορίτες. Κατάλαβα. Τραβάει δυτικά για να πέσει στην κατηφόρα, στα πουρνάρια. Προσοχή μη σβήσουνε τα φανάρια. ………………………………………………………………………………………………………………………… Οι Ζακύνθιοι ποιητές αργότερα γράψανε ότι είχε τάχα πεί ένα ιερό ψέμα ο άγιος. Για χάρη τάχα της συγγνώμης. Δεν βγαίνει όμως τέτοιο συμπέρασμα από μια προσεκτική έρευνα. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με το «μαύρο» ποτέ. Μήτε δέχεται, μήτε «παραθεωρεί» το ψέμα. Σαν Πνεύμα και σάν αλήθεια είναι και παραμένει Φως. Απλούστατα η απόκρυψη του κακούργου επιβάλλονταν και από το «απόρρητον της εξομολογήσεως», αλλά και από το ψυχικό μεγαλείο του πράου και ανεξίκακου ιεράρχη. Ο στόχος του ήταν να μήν πέσει στα νύχια του δαίμονα, να μη κατρακυλήσει στο χάος, στην απώλεια, το κυνηγημένο εκείνο γεράκι. Αλλά με την μετάνοια, να αλλάζει χρώμα. Να μεταβληθεί σε περιστέρι. Καμιά ώσαμε τότε ψυχή δεν χάθηκε από τόσες και τόσες που σέρνονταν στα πόδια του και του ζητούσαν βοήθεια. Ορθόδοξος μέχρι το μεδούλι ο Όσιος της Αναφωνήτρας, αδύνατο να έπεφτε σε αντικανονική παράβαση. (Απόσπασμα απο το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου, Ο Άφθορος Άγιος Διονύσιος), Αφηγηματική βιογραφία). πηγή : vatopaidi.wordpress.com

8 Δεκ 2010

Αγία μου Άννα κάνε με μάνα ...


Η καριέρα της πάνω από όλους και όλα …κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για παιδιά και σκοτούρες …έχουμε χρόνο έλεγε ,και δυσφορούσε εμφανώς όποτε κανείς ..τολμούσε να της απευθύνει ευχή για τεκνογονία …όποτε ο καλός της όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί χάζευε με παραπονεμένο βλέμμα μικρά αγγελούδια στους σπάνιους περιπάτους τους …είπαμε ….όποτε θέλω Εγώ εσύ δεν θα γεννήσεις …. Λίγο πριν τα σαράντα της του το ανακοίνωσε …θα κάνω παιδί!!! έτσι του είπε …Λίγο μετά τα σαράντα της τα μάτια της ήταν πάντα κοκκινισμένα …οι κουβέντες της πλέον μετρημένες και το βλέμμα της όπως …του καλού της … Πόσο αφελής ήμουν που νόμιζα ότι όλα τα κανονίζω εγώ ….Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε μόλις συνάντησε για πρώτη φορά στην ζωή της τον γιατρό της ψυχής …δεν φορούσε λευκή μπλούζα όπως οι τόσοι που συνάντησε για το …πρόβλημά της μα στολή αγιασμένη με χρυσοκέντητους σταυρούς …ποτισμένη απο λιβάνι και δάκρυα διαμαντένια .Και αυτός της έδωσε την καλύτερη συνταγή …μια μικρή ευχούλα που από κείνη την ημέρα αντηχούσε συνέχεια μέσα της …Την άκουσα και εγώ κάποτε να την ψιθυρίζει με φωνή τρεμάμενη ,γλυκιά και ικετευτική …Αγία μου Άννα κάνε με μάνα …. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Την άκουσα και προχθές στην βάπτιση των διδύμων της να την επαναλαμβάνει μα ήταν κάπως αλλιώτικη τούτη τη φορά η ευχή : Αγία μου Άννα κάνε με καλή μάνα….
(Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία) Νώντας Σκοπετέας Απόσπασμα από το βιβλίο : Δάκρυ στο Εγώ 

6 Δεκ 2010

Μα ο Άγιος Νικόλας έκανε το τιμόνι του ...


....Άγιε Νικόλα παρακαλώ σε , στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε....(Ν.Γκάτσος)
...."Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει κι έβαλε το Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός."
"Ο Άη Νικόλας είναι και καπετάνιος στο τιμόνι. Σε μια φουρτούνα τον είδε σε ένα φορτηγάκι πλοίο (έτσι μου λέγανε κάτι καπεταναίοι) ένα παιδί 15 χρονών. Τον είδε το παιδί αυτό το καμαρωτάκι πίσω στο τιμόνι και τσου λέει "Ένας καλόγηρος βαστάει τη ρόδα", μα εκείνοι δεν το βλέπανε. Το παιδί ήτανε αθώο."
Και η υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας για τον Άη Νικόλα και το τιμόνι:
"Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."
Στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" του Δημήτριου Λουκάτου, σώζεται η παραπάνω παράδοση, που προδίδει την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας.
Πηγή: Το εξαιρετικό ιστολόγιο
http://firiki.pblogs.gr/

30 Νοε 2010

Δεν μπορώ μόνος Κύριε ...

.....Κάποιος νέος κάποτε, ζώντας ακόλαστη ζωή, θέλησε κάποια Κυριακή να πάει στην εκκλησία, από περιέργεια. Στο κήρυγμά του ο λειτουργός ιερέας μίλησε για τη μετάνοια. Ο νέος συγκλονίστηκε τόσο πολύ, τόσο βαθειά, ώστε αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ζήτησε να εξομολογηθεί. Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του: - Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο; - Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα. «Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος. - Ε, τότε σήκω. - Δεν μπορώ μόνος Κύριε… Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει… Και τον ρωτάει ο Κύριος. - Τώρα γιατί κλαίς; - Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες. Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα. - Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες. Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα. Αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά. Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό. Μετάνοια σημαίνει, ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας. Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος». Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια. «Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα. Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως. Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι. Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις! Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων. Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας. Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει. Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια. Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά. Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους. Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό. Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού. Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες. Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα. Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη. Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις. Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού. Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες. Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά. Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα. Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας. Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας. Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό. Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας.... Απόσπασμα απο κήρυγμα του πρωτοπ. π.Στεφάνου Αναγνωστοπούλου πηγή :http://agia-varvara.blogspot.com

26 Νοε 2010

Του Αγίου Νίκωνος του μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης ....

Κυριακή στην μανιάτικη εκκλησία του Νικόβου...στον Ταξιάρχη της Μάνης στα πόδια του περήφανου Ταϋγέτου...Ο ιερέας κάνει απόλυση...Γυναίκες με κατάνυξη και το βλέμμα πάντα στραμμένο στο τέμπλο, στις εικόνες της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας και του οικήτορα Αρχαγγέλου να ξεθηκαρώνει το σπαθί, επαναλαμβάνουν και αυτές μαζί με τον παπά τα λόγια στην απόλυση...Δεν γνωρίζουν οτι αυτό κανονικά δεν επιτρέπεται…Μα το θεωρούν μια δική τους προσευχή, μια γλυκιά συνήθεια, μια ευλαβή ανεκτίμητη κληρονομιά, μια δική τους μυσταγωγία...Τα ξέρουν όλα απ’  έξω! Δεν κάνουν επίδειξη! Τα λόγια τούτα κουβαλούν πάνω τους αμέτρητες Κυριακές και γιορτάδες, που τις συνάντησαν ακριβώς στο ίδιο σημείο να στέκουν...Ασταμάτητα σταυροκοπιούνται  στο άκουσμα κάθε Αγίου που εξαιρέτως μνημονεύει ο παπάς μαζί με της αυτής ημέρας τους τιμημένους...Μικρό παιδί, στέκομαι και  παρατηρώ τα πρόσωπά τους!Σαν να φωτίζονται ιδιάιτερα μόλις ακούγεται το: Του Αγίου Νίκωνος του Μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης...Σήμερα λοιπόν, που την μνήμην επιτελούμεν  του  προστάτης της αδούλωτης αυτής γης, τον ξαναανακαλύπτουμε ως Ταπεινό Γίγαντα, στις σελίδες του βλογημένου κυρ-Φώτη του Κόντογλου ...

....Στς 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται π τν ρθόδοξη κκλησία μας μνήμη το γίου Νίκωνος "το Μετανοετε". Τν επανε "Μετανοετε", πειδ λεγε συχν στος νθρώπους ν μετανοήσουνε, πως κανε γιος ωάννης Πρόδρομος.
Πατρίδα του τανε κάποια χώρα το Πόντου πο τ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τν καιρ πο βασίλευε στν Κωνσταντινούπολη Νικηφόρος Φωκς. Ο γονιο του τανε πλούσιοι, μ χι μοναχ στ λικ πλούτη μ κα στ πνευματικά. Γι τοτο τν ναθρέψανε "ν παιδεί κα νουθεσί Κυρίου". Κα ν τ λλα τ δέρφια του κα ο φίλοι του τανε παραδομένοι στς διασκεδάσεις κα στ πποδρόμια, Νίκων γαποσε τ θρησκεία, κ' τανε ταπεινς κα φρόνιμος σ λα, λιγόφαγος, πλς στος τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τ μάτια του ν μν μπε μέσα του σαρκικς πειρασμς πο χαλ τν γνότητα τς νεότητος.
Μι μέρα τν στειλε πατέρας του, πο εχε πολλ κτήματα, ν πιστατήσει πάνω στος ργάτες πο δουλεύανε σ' ατά, κα σν εδε τν κόπο κα τν δρτα πο χύνανε ατο ο νθρωποι, τόσο λυπήθηκε ψυχή του, πο παράτησε παρευθς κα τ κτήματά του κα τος γονιούς του κα τν πατρίδα του κ' φυγε χωρς ν γνωρίζει πο πηγαίνει, φο γι' ατν λη οκουμένη τανε το Θεο, κατ τ λόγο πο λέγει "το Κυρίου γ κα τ πλήρωμα ατς". φο πέρασε πολλος τόπους πο δν τν ξερε κανένας, φταξε σ' να βουν πο τανε τ σύνορο νάμεσα στν Πόντο κα στν Παφλαγονία κα πο εχε κ' να μοναστρι λεγόμενο Χρυσ Πέτρα. Σν εδε τ μοναστρι Νικήτας, νοιωσε μεγάλη χαρά. Κι' Θες φώτισε τ γέροντα γούμενο, πο τανε γιος νθρωπος, κα βγκε στν πόρτα κα καλωσόρισε τν Νικήτα κα τν γκαλίασε σν πατέρας τ γυιό του κα τν κάλεσε μ τόνομά του. O Νικήτας σν κουσε τ γέροντα ν τν φωνάζει μ τόνομά του χωρς ν τν χει δε ποτέ, φτεροκόπησε καρδιά του κα μπκε μαζ μ τν γούμενο στν κκλησία, κα τν δια ρα τν κούρεψε μοναχ μ τόνομα Νίκων.
π κείνη τν μέρα ξέχασε λότελα πι πς ζε σ τοτον τν κόσμο. Τ μέρα δούλευε στν πηρεσία πο τν βαλε γέροντάς του, κα τ νύχτα δν κοιμότανε, λλ γρυπνοσε μ προσευχ κα μ δάκρυα, γι ν μν φήσει ν μολευθε νεανικ ψυχή του π κανέναν σχημο διαλογισμ κι' π τν πονηρι πο μπαίνει τόσο εκολα στν ψυχ το νθρώπου. Ο λλοι δελφοί της μονς τν γαπήσανε πολύ, γιατί τανε περηφάνευτος, προς κα καλοκάγαθος.
Δώδεκα χρόνια ζησε μέσα στ μοναστρι τς Χρυσς Πέτρας. Στ μεταξ πατέρας του χάλασε τν κόσμο γι ν τν βρε, πλν μάταια κοπίασε. πειδ μως δν παψ ν τν ψάχνει, γιος παρακάλεσε τ γέροντά του ν τν φήσει ν φύγει π τ μοναστρι, πως κ' γινε. Μ σν πέρασε τ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ' εδε στν ντικριν κροποταμι τν πατέρα του μ τ λλα παιδιά του κα μ τ συνοδεία του, κα σν τν γνώρισε γέρος, ρχισε ν κλαίγει κα ν φωνάζει στν Νικήτα ν τν λυπηθε κα ν γυρίσει στ σπίτι τους, κ' θελε ν πέσει στ ποτάμι. Μ τν μποδίσανε ο δικοί του, γιατί εχε φουσκώσει τ ρεμα του π τ πολλ νερ πο κατέβασε. Κι' μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τν καρδιά του, γύρισε κατ τν πατέρα του κα γονάτισε κα τν προσκύνησε, κ' στερα στριψε πάλι κα τράβηξε τ δρόμο του.
Πέρασε π βουν ρημα, π κρεμνος κα καταβόθρες. Τ ροχα του τανε λερ κα τριμμένα, τ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοσε μοναχ να ραβδ κ' να σταυρό.
Τρία χρόνια γυροβολοσε τσι στ βουν πο τανε λημέρια τν λστν, κ' τρωγε χορτάρια. Πολλς φορς τν συναπαντούσανε ατο ο φονηάδες κα τν κλωτσούσανε. Μ σν εδανε πς στν κακία τους ποκρινότανε μ γάπη κα μ ταπείνωση, τν γαπήσανε κι' ατο κα τν τιμούσανε σν γιο.
Σν περάσανε τρία χρόνια πο ζησε πάνω στ βουνά, ποφάσισε ν κατέβει στς πολιτεες κα ν κηρύξει τ Εαγγέλιο κα τ μετάνοια. τανε τότε ς 36 χρονν, κατ τ 959 μ.X. φο πέρασε βιαστικ τ μέρη τς νατολς, μπαρκάρησε σ' να καράβι γι ν πάγη στν Κρήτη, στ 961 μ.X., πειδ ο ραβες εχανε λλαξοπιστήσει τος χριστιανος μ τ σπαθί.
Μ τ βοήθεια το Θεο μπόρεσε κα τος γύρισε στν πίστη το Χριστο, κ' στερα π φτ χρόνια φυγε π τν Κρήτη κα πγε στν πίδαυρο στ μέρη το Δαμαλ, κ' κε κήρυξε τ μετάνοια κ' σωσε ψυχές.
π τν Δαμαλ μπκε σ' να καΐκι γι ν πάγη στν θνα. Μαζ μ τ καΐκι πο μπκε γιος, ταξίδευε κ' να λλο γι τν θνα, κα περνώντας π τ Σαλαμνα βγήκανε ο νατες ν πάρουνε νερό. Ατ τ νησ τανε ρημο π τος κουρσάρους. O γιος επε στος καπετάνιους ν μ φύγουνε κόμα π τ Σαλαμνα, γιατί θ πάθουνε. O νας καπετάνιος ποχε τλλο τ καΐκι δν τν κουσε κ' φυγε, μ κενος ποχε μέσα τν γιο πόμεινε. Μ τ καΐκι πο κανε πανι τ πιάσανε ο κουρσάροι πρν φτάξει στν θνα.
Σν φτασε γιος σ' ατν τν ρχαία πολιτεία, πο ταν λλη φορ φημισμένη στν κόσμο πλν τότε τανε καταντημένη να χωριό, ρχισε τ κήρυγμα κ' φερε πολν καρπό, γιατί ο θηναοι τανε θεοφοβούμενοι. π τν θνα πγε στν Εβοια, κα μαζεύθηκε κόσμος πολς ν τν κούσει. Κα μ τν χλοβοή, να παιδ πο εχε νεβε στ κάστρο μαζ μ τν λλον κόσμο, παραπάτησε κ' πεσε, κα βάλανε τς φωνς κ' γινε μεγάλη σύγχυση κ' ο γονιο το παιδιο καταριόντανε τν γιο. Μ κενος δν ταράχθηκε, λλ τος επε συχα: "Τ παιδ ζε, δν πέθανε". Κι' λήθεια τ παιδ σηκώθηκε πάνω γελαστ σν ν πήδηξε π τ μπιντένι, κι' ο γονιοί του κι' λος κόσμος πέσανε κα προσκυνούσανε τν γιο, κα τ παιδ τος λεγε πς σν γλύστρησε κα βρέθηκε στν γέρα, εδε κενον τν καλόγερο πο φώναζε "Μετανοετε" ν πετ κα ν τ πιάνει στν γκαλιά του ς πο τ κατέβασε μαλακ στ γ.
στερα π τν Εριπο, πγε στς Θβες, κι' π κε στ βουν Κιθαιρνα, πο τ λέγανε τότε ρος τς Μυουπόλεως, κ' κε σκήτεψε μέσα σ' να σπήλαιο, κοντ στ μέρος πο βρίσκεται τ μοναστρι, πο χτισε σιος Μελέτιος στερα π χρόνια, κι' ατς νατολίτης. π κε πγε στν Κόρινθο, στ ργος, στ Ναύπλιο, κι' π' που περνοσε ναβε στς καρδις τν πόθο τς θρησκείας κ' κανε πολλ θαύματα, προπάντων γιαινε ρρώστους νθρώπους.
φο πέρασε λον τν Μωριά, κ' φταξε ς τ Μάνη, πρε πάλι τ δρόμο γι ν γυρίσει στ Σπάρτη, π' που εχε περάσει. Μ πρν πάγει στ Σπάρτη, μπκε σ' να σπήλαιο πο βρισκότανε σ κάποιο ρημο μέρος πο τ λέγανε "Μρον" κα κειτότανε ρρωστος κα θερμιασμένος. Σ λίγες μέρες μαθεύτηκε τ καταφύγιό του κα μαζεύθηκε κόσμος πολς σ κενο τ σπήλαιο γι ν πάρει τν ελογία του, κα πολλο ρρωστοι περιμένανε τ γιατρειά τους π τν ρρωστον.
Σν σηκώθηκε π τν ρρώστια, πγε στ μύκλι, κ' πειδ κείνη λη τν περιφέρεια τ ρήμαξε τ θανατικ π λοιμικ ρρώστια κ' εχε πιάσει τν κόσμο φόβος κα τρόμος, μαζεύθηκε πολς λας κα πήγανε κα τν παρακαλέσανε ν πάγει στ Σπάρτη. γιος τος επε πς θ παρακαλέσει τ Θε ν πάψει τν ργή του, κα πς θ καθίσει στ Σπάρτη ς πο ν πεθάνει.
Σηκώθηκε λοιπν κα πγε στ Σπάρτη, κα σν μπκε στν πολιτεία, πς σν φανερωθε λιος σκορπ κα χάνεται ντάρα, τσι κα σν φάνηκε γιος παψε τ θανατικό, κι' κόσμος ξεκουράσθηκε π τν γωνία κα πεσε σ μετάνοια.
π τότε δν φυγε πι π τ Σπάρτη γιος, κ' πολιτεία τούτη γινε δεύτερη πατρίδα του. χτισε μία μεγάλη κκλησία στόνομα το Σωτρος, πο βρεθήκανε τ θεμέλιά της κοντ στ κάστρο τς ρχαίας Σπάρτης, κι' ατ διαβόητη πολιτεία πο τανε ξακουσμένη στν κόσμο γι τν παλληκαριά της, καταστάθηκε καθέδρα τς Χριστιανοσύνης μ ρχοντά της τν προν κ' μερον μαθητ το Κυρίου πο δίδαξε στν κόσμο τν πνευματικ νδρεία κα τν ερήνη. Στ μεταξ βαφτιζόντανε ο βραοι, πο πήρχανε πολλο σ' ατ τ μέρη, κα πλήθαινε πίστη το Χριστο.
λλ ρθε κα γι τν γιο Νίκωνα μέρα ν πληρώσει, σν νθρωπος κι' ατός, τ "κοινν χρέος το θανάτου", κι' ρρώστησε. Μάζεψε λοιπν γύρω στ κλινάρι του τ πνευματικ τέκνα του, κα τ ελόγησε κα τος επε πς σιμώνει τ τέλος του, κι' φο τος δωσε πολλς συμβουλς κα τος στερέωσε στν λπίδα το Χριστο, επε "Κύριε ησο Χριστ Θεός, ες χερας σου παρατίθημι τ πνεμα μου" κα παρέδωσε τν καθαρ ψυχ του σ' κενον πο γι' ατν πόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στ 998 μ.X., στς 26 Νοεμβρίου, σ λικία 75 χρονν.
Τ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. λας τ τριγύρισε κα βούιζε πως κάνουνε ο μέλισσες γύρω στ κουβέλι. λοι θέλανε ν πνε κοντ στ λείψανο, κα πολλο παίρνανε π ελάβεια κάποιο πργμα π πάνω του, λλος να κομμάτι ροχο, λλος λίγες τρίχες, λλος κοβε να κομμάτι π τ ζώνη του ν τάχουνε γι φυλαχτό. δεσπότης μ λο τ ερατεο κηδέψανε τ τίμιο σκνος, πο τανε βαλμένο μέσα σ θήκη κριβ κι' ναβρυσε γιο μύρο, κα πολλο ρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, δρωπικοί, παράλυτοι κι' λλοι πο βασανιζόντανε π διάφορες ρρώστιες. Γι' ατ κα τ πολυτίκιό του λέγει:
"Χαίρει χουσα Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τν Σν λειψάνων
ναβρύουσαν πηγς τν άσεων
κα διασζουσαν πάντας κ θλίψεως
τος Σο προστρέχοντας, Πάτερ κ Πίστεως.
Νίκων σιε, Χριστν τν Θεν κέτευε
δωρήσασθαι μν τ μέγα λεος".
νας εσεβς ρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον γαποσε τν γιο Νίκωνα, πο δν θελε ν ζήσει χωρς ν βλέπει τν ψη του. Φώναξε λοιπν να ζωγράφο κα το παράγγειλε ν ζωγραφίσει τν γιο, μ πειδ ζωγράφος δν τν εχε δε ποτέ, Μαλακηνς στόρησε μ λόγια σο μποροσε στ ζωγράφο τί λογς τανε φυσιογνωμία του. ζωγράφος πγε στ ργαστρι του κ' πιασε ν κάνει τν εκόνα, λλ κοπίασε πολ χωρς ν μπορέσει ν τν πιτύχει τν γιο πως τανε. K' κε πο καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει ν μπαίνει νας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μ μαλλι μαρα κι' νακατεμένα, μ μαρα χτένιστα γένια, μ' να κουρελιασμένο παλιοράσο κα ν βαστ να ραβδ μ' να σταυρ στν κρη, πο τν δωσε στ ζωγράφο ν τν φιλήσει. στερα τν ρώτησε γιατί εναι στενοχωρημένος. Σν το επε ζωγράφος τν ατία, το λέγει καλόγερος: "Κοίταξε μέ, δελφέ, κα ζωγράφισε τν εκόνα, γιατί ατς πο στορίζεις μοιάζει μ μένα σ λα". Σν τν κοίταξε καλ ζωγράφος πόρησε, πειδ τανε διος πως τν εχε περιγράψει Μαλακηνός. Γύρισε λοιπν τ πρόσωπό του κατ τ σανίδι πο ζωγράφιζε ν δε ν μοιάζει μ τ πρόσωπο, πο κανε, κα βλέπει πς εχε τυπωθε καλόγερος πο το μιλοσε. Τν πιασε φόβος κα φώναξε "Κύριε λέησον", κα σν γύρισε ν τν ξαναδε, δν εδε τίποτα.
πως τν εδε ζωγράφος, τσι εναι ζωγραφισμένος γιος Νίκων στς εκόνες πο βρεθήκανε κανωμένες π παλιος γιογράφους. πι παλι εκόνα του βρίσκεται στ μοναστρι το σίου Λουκ τς Λειβαδις στορημένη μ ψηφιά, μ τν παριστάνει μ μαλλι χτενισμένα. Φαίνεται μως πς πι σωστ παραστήσανε τ φυσιογνωμία του ο ζωγράφοι πο τν ζωγραφίσανε σ κκλησίες πο βρίσκονται κοντ στ μέρη τς Σπάρτης, πως εναι στ Παληομονάστηρο τς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στ 1267, στν Παναγία τ Χρυσαφίτισσα στ Χρύσαφα, στν γιο Νικόλαο τς ναβρυτς, στν κκλησι τν Εσοδίων τς Θεοτόκου στ χωρι Περπαινή, κι' λλο.
Μία π τς πι παλαις κα μαστορικς εκόνες του εναι κα κείνη πο βρκα στν Περίβλεπτο το Μυστρ τν καιρ πο δούλευα γι ν καθαρίσω κα ν στερεώσω τς παλις τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντ στ μικρ τν πόρτα πο μπαίνει κανένας στν κκλησιά. γιος εναι ζωγραφισμένος πως τν στορίζει τ συναξάρι του, μ βουλιασμένα τ μάγουλά του π τν κακοπάθηση, μ ζωηρ μάτια, μ μαρα μαλλι νακατεμένα κι' χτένιστα κα μ μαρα γένια. τσι τν γράφει κι' Διονύσιος κ Φουρν στν "ρμηνεία τν ζωγράφων": "Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, χων τς τρίχας γριωμένας". Λέγοντας "νέος" θέλει ν πε μαυρομάλλης.
Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου : «Γίγαντες ταπεινοί» εκδόσεις Ακρίτας

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~