main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

7 Ιαν 2011

Η φωνή που δεν θα πάψει ποτέ να ηχεί...


Τριάντα χρόνια νηστείας και σιωπής….ούτε τα θηρία του δρυμού δεν μπορούν να το αντέξουν !Το λιοντάρι ξεγελάει την πείνα του με τους ήχους του βρυχηθμού του , το δέντρο θροϊζει , όταν ο άνεμος πλησιάζει τα φύλλα του .
Εσύ όμως ούτε θροϊζεις ,ούτε βρυχάσαι ,ούτε βογγάς.
Ούτε θρηνείς , ούτε το τραγούδι σου ηχεί μέσα στην ερημιά!
Πές μου είσαι άνθρωπος; Ποιό είναι το όνομά σου ; Θα θελήσεις ποτέ με κάποιον να μιλήσεις ;
«Η φωνή , η φωνή , η φωνή :Εγώ είμαι η φωνή ….
Όμως Εκείνος είναι ο λόγος του Θεού . Απεσταλμένος είμαι στα παιδιά του Ισραήλ για να τους φωνάξω: μετανοείτε ω άνθρωποι. Δείτε , έρχεται Εκείνος !
Καλούς καρπούς ποιείτε , ο καθένας κατά τη δύναμή του .
Ιδού ,ιδού :Έρχεται –ω θαύμα θαυμάτων- καταμεσής των υδάτων κρύβεται το πυρ εξ ουρανού !Ιδού ο Αμνός του Θεού βαδίζει εν μέσω λύκων. Λύκοι ξεπλύνετε στο νερό τη θηριώδη φύση σας ! Τριάντα χρόνια σιωπής και νηστείας :τι απομένει από το σώμα σου , εκτός από τη φωνή σου ; Το ξεραμένο σώμα σου δεν είναι παρά μια σκιά της φωνής σου , η οποία κηρύσσει το νέο :δείτε , ο Θεός ήρθε σ εμάς!
Το ξεραμένο σώμα σου ήταν ένα καλάμι που το έσπασε ο Ηρώδης . Όμως η φωνή εξακολουθεί , έτι και έτι, και κανένας δεν μπορεί να τη φιμώσει .Τίνος φωνή είναι αυτή , που στο άκουσμά της και οι αιώνες ακόμη ,τρέμουν ; Ενός πεινασμένου λιονταριού ; Όχι , όχι-ενός ανθρώπου της πίστεως.
Ύμνος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο .
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς , από ένα αριστουργηματικό και αποκαλυπτικό ταξίδι...
Το βιβλίο : Ο Πρόλογος της Οχρίδας(Ιανουάριος) ./Εκδόσεις Άθως

3 Ιαν 2011

Εν Ιορδάνη ...στο Αϊβαλί


Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Του Φώτη Κόντογλου από το αριστουργηματικό :
«Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»

28 Δεκ 2010

Άγιος Βασίλης... δάκρυσε


O γιος Βασίλης, σν περάσανε τ Χριστούγεννα, πρε τ ραβδί του κα γύρισε σ᾿ λα τ χωριά, ν δε ποις θ τόνε γιορτάσει μ καθαρ καρδιά. Πέρασε π λογιν-λογιν πολιτεες κι π κεφαλοχώρια, μ σ᾿ ποια πόρτα κι ν χτύπησε δν τ᾿ νοίξανε, πειδ τν πήρανε γι διακονιάρη. Κ᾿ φευγε πικραμένος, γιατ διος δν εχε νάγκη π τος νθρώπους, μ νοιωθε τ πόσο θ πονοσε καρδι κανενς φτωχο π τν πονι πο το δείξανε κενοι ο νθρωποι.


Μι μέρα φευγε π να τέτοιο σπλαχνο χωριό, κα πέρασε π τ νεκροταφεο, κ᾿ εδε τ κιβούρια πς τανε ρημαγμένα, ο ταφόπετρες σπασμένες κι ναποδογυρισμένες,κα τ νιόσκαφτα μνήματα ετανε σκαλισμένα π τ τσακάλια. Σν γιος πο ετανε κουσε πς μιλούσανε ο πεθαμένοι κα λέγανε: «Τν καιρ πο εμαστε στν πάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι φήσαμε πίσω μας παιδι κ᾿ γγόνια ν μς νάβουνε κανένα κερί, ν μς καίγουνε λίγο λιβάνι μ δν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπ στ κεφάλι μας ν μς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρ σν ν μν φήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι γιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ επε: «Τοτοι ο χωριάτες οτε σ ζωνταν δ δίνουνε βοήθεια, οτε σ πεθαμένον», κα βγκε π τ νεκροταφεο, κα περπατοσε λομόναχος μέσα στ παγωμένα χιόνια.

Παραμον τς πρωτοχρονις φταξε σ κάτι χωρι πο ετανε τ πι φτωχ νάμεσα στ φτωχοχώρια, στ μέρη τς λλάδας. παγωμένος γέρας βογκοσε νάμεσα στ χαμόδεντρα κα στ βράχια, ψυχ ζωνταν δν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εδε μπροστά του μι ραχούλα, κι π κάτω της ετανε μι στρούγκα τρυπωμένη. γιος Βασίλης μπκε στ στάνη κα χτύπησε μ τ ραβδί του τν πόρτα τς καλύβας κα φώναξε: «λεστε με, τν φτωχό,
γι τν ψυχ τν ποθαμένων σας κι Χριστός μας διακόνεψε σ τοτον τν κόσμο!».
Τ σκυλι ξυπνήσανε κα χυθήκανε πάνω του, μ σν πήγανε κοντά του κα τν μυριστήκανε, πιάσανε κα κουνούσανε τς ορές τους κα πλαγιάζανε στ ποδάρια του κα γρούζανε παρακαλεστικ κα χαρούμενα. πάνω σ᾿ ατά, νοιξε πόρτα κα βγκε νας τσοπάνης, ς εκοσιπέντε χρονν παλληκάρι, μ μαρα στριφτ γένεια, Γιάννης Μπαρμπάκος, νθρωπος θος κι πελέκητος, προβατάνθρωπος, κα πρν ν καλοϊδε ποις χτύπησε, επε: «λα, λα μέσα. Καλ μέρα, καλ χρονιά!».
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΥΠΟ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Μέσα στ καλύβι φεγγε να λυχνάρι, κρεμασμένο π πάνω π μία κούνια, πο ετανε δεμένη σ δυ παλούκια. Δίπλα στ τζάκι ετανε τ στρωσίδια τους κα κοιμότανε γυναίκα το Γιάννη. ατός, σν μπκε μέσα γιος Βασίλης, κ᾿ εδε πς ετανε γέρος σεβάσμιος, πρε τ χέρι του κα τ᾿ νεσπάσθηκε κ᾿ επε: «Νά χω τν εχή σου, γέροντα», κα τό λεγε σν ν τν γνώριζε κι π πρωτύτερα, σ νά τανε πατέρας του. Κα κενος το επε: «Βλογημένος νά σαι, σ κι λο τ σπιτικό σου, κα τ πρόβατά σου ερήνη το Θεο νά ναι πάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ γυναίκα κα πγε κα προσκύνησε κα κείνη τν γέροντα κα φίλησε τ χέρι του κα τ βλόγησε. Κι γιος Βασίλης ετανε σν καλόγερος ζητιάνος, μ μι σκούφια παλι στ κεφάλί του, κα τ ράσα του ετανε τριμμένα κα μπαλωμένα κα τ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εχε κ᾿ να παλιοτάγαρο δειανό. Γιάννης Βλογημένος βαλε ξύλα στ τζάκι. Κα παρευθύς, φεγγοβόλησε τ καλύβι κα φάνηκε σν παλάτι. Κα φανήκανε τ δοκάρια, σ νά τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ ο πητις πο ετανε κρεμασμένες φανήκανε σν καντήλια, κ᾿ ο καρδάρες κα τ τυροβόλια κα τ᾿ λλα τ σύνεργα πο τυροκομοσε Γιάννης, γινήκανε σν σημένια, κα σν πλουμισμένα μ διαμαντόπετρες φανήκανε, κα τ᾿ λλα, τ φτωχ τ πράγματα πού χε μέσα στ καλύβι του Γιάννης Βλογημένος. Κα τ ξύλα πο καιγόντανε στ τζάκι τρίζανε κα λαλούσανε σν τ πουλι πο λαλονε στν παράδεισο, κα βγάζανε κάποια εωδι πάντερπνη. Τν γιο Βασίλη τν βάλανε κ᾿ κατσε κοντ στ φωτι κ᾿ γυναίκα το θεσε μαξιλάρια ν κουμπήσει. Κι γέροντας ξεπέρασε τ ταγάρι του π τ λαιμό του κα τό βαλε κοντά του, κ᾿ βγαλε κα τ παλιόρασό του κι πόμεινε μ τ ζωστικό του.
Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κι ρμεξε τ πρόβατα μαζ μ τν παραγυιό του, κ᾿ βαλε μέσα στν κοφινέδα τ νιογέννητα τ᾿ ρνιά, κι στερα χώρισε τς τοιμόγεννες προβατίνες κα τς κράτησε στ μαντρί, κι παραγυις τά βγαλε τ᾿ λλα στ βοσκή. Λιγοστ ετανε τ ζωντανά του, φτωχς ετανε Γιάννης, μ ετανε Βλογημένος. Κ᾿ εχε μία χαρ μεγάλη, σ κάθε ρα, μέρα κα νύχτα, γιατ ετανε καλς νθρωπος κ᾿ εχε κα καλ γυναίκα, κι ποιος λάχαινε ν περάσει π τν καλύβα τους, σν νά τανε δελφός τους, τν περιποιόντανε. Γι τοτο κι γιος Βασίλης κόνεψε στ σπίτι τους, κα κάθησε μέσα, σ νά τανε δικό του σπίτι, κα βλογηθήκανε τ θεμέλιά του. Κείνη τ νύχτα τν περιμένανε λες ο πολιτεες κα τ χωρι τς Οκουμένης, ο ρχόντοι, ο δεσποτάδες κ᾿ ο πίσημοι νθρποι μ κενος δν πγε σ κανέναν, παρ πγε κα κόνεψε στ καλύβι το Γιάννη το Βλογημένου.
Τ λοιπόν, σν σκαρίσανε τ πρόβατα, μπκε μέσα Γιάννης κα λέγει στν γιο: «Γέροντα, χω χαρ μεγάλη. Θέλω ν μς διαβάσεις τ γράμματα τ᾿ η-Βασίλη. γ εμαι νθρωπος γράμματος, μ γαπ τ γράμματα τς θρησκείας μας. χω κα μία φυλλάδα π ναν γούμενο γιονορίτη, κι ποτε τύχει ν περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τν βάζω κα μο διαβάζει π μέσα τν φυλλάδα, γιατ δν χουμε κοντά μας κκλησία».

πιασε κα θαμπόφεγγε κατ τ μέρος τς νατολς. γιος Βασίλης σηκώθηκε κα στάθηκε κατ τν νατολ κ᾿ κανε τ σταυρό του, στερα σκυψε κα πρε μία φυλλάδα π τ ταγάρι του, κ᾿ επε: «Ελογητς Θες μν πάντοτε,νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων». Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κα στάθηκε π πίσω του, κ᾿ γυναίκα βύζαξε τ μωρ κα πγε κα κείνη κα στάθηκε κοντά του, μ σταυρωμένα χέρια. Κι γιος Βασίλης επε τ «Θες Κύριος» κα τ᾿ πολυτίκιο τς Περιτομς «Μορφν ναλλοιώτως νθρωπίνην προσέλαβες», δίχως ν πε κα τ δικό του τ πολυτίκιο πο λέγει «Ες πάσαν τν γν ξλθεν φθόγγος σου». φωνή του ετανε γλυκει κα ταπεινή, κι Γιάννης κ᾿ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ς μν καταλαβαίνανε τ γράμματα. Κ᾿ επε γιος Βασίλης λον τν ρθρο κα τν Κανόνα τς ορτς: «Δετε λαο σωμεν σμα Χριστ τ Θε, χωρς ν πε τ δικό του τν Κανόνα, πο λέγει «Σο τν φωνν δει παρεναι, Βασίλειε». Κ᾿ στερα επε λη τ λειτουργία κ᾿ κανε πόλυση κα τος βλόγησε.
Κα σν καθήσανε στ τραπέζι κα φάγανε κι ποφάγανε, φερε γυναίκα τ βασιλόπητα κα τν βαλε πάνω στ σοφρ. Κι γιος Βασίλης πρε τ μαχαίρι κα σταύρωσε τ βασιλόπητα, κ᾿ επε: «Ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος κ᾿ κοψε τ πρτο τ κομμάτι κ᾿ επε «το Χριστο» κ᾿ στερα επε «τς Παναγίας», κ᾿ στερα επε «το νοικοκύρη Γιάννη το Βλογημένου». Το λέγει Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τν η- Βασίλη!». Το λέγει γιος: «Ναί, καλά! κ᾿ στερα λέγει: «Το δούλου το Θεο Βασιλείου». Κ᾿ στερα λέγει πάλι: «Το νοικοκύρη, «τς νοικοκυρς», «το παιδιο», «το παραγυιο», «τν ζωντανν», «τν φτωχν». Τότε λέγει στν γιο Γιάννης Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δν κοψες γι τν γιωσύνη σου; Το λέγει γιος: «κοψα, Βλογημένε!» μά, Γιάννης δν κατάλαβε τίποτα, μακάριος. Κ᾿ στερα, σηκώθηκε ρθιος γιος Βασίλειος κ᾿ επε τν εχή του «Κύριε Θεός μου, οδα τι οκ εμ ξιος, οδ κανός, να π τν στέγην εσέλθς το οκου τς ψυχς μου».
Κ᾿ επε Γιάννης Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, πο ξέρεις τ γράμματα, σ ποι παλάτια ραγες πγε σν πόψε γιος Βασίλης; ο ρχόντοι κ᾿ ο βασιληάδες τί μαρτίες νά χουνε; μες ο φτωχο εμαστε μαρτωλοί, πειδς φτώχεια μς κάνει ν κολαζόμαστε». Κι γιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ επε πάλι τν εχή, λλοιώτικα: «Κύριε, Θεός μου, οδα τι δολος σου ωάννης πλος στν ξιος κα κανς να π τν στέγην του εσέλθς. τι νήπιος πάρχει κα τ μυστήριά Σου τος νηπίοις ποκαλύπτεται». Κα πάλι δν κατάλαβε τίποτα Γιάννης μακάριος, Γιάννης Βλογημένος...

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ :ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~