main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

24 Αυγ 2012

Τ΄όνειρο ...του Αγίου Φανουρίου


Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι πως σχεδόν όλα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια …το σκαγα απ το σπίτι στο χωριό και συναντιόμουν με όλα τα άλλα τα παιδιά στην …καμάρα που χε δροσιά ,και καταστρώναμε το σχέδιο …οι άλλοι οι μεγάλοι από νωρίς μέσα στη λάβα του μεσημεριού ήταν ήδη σε ένα απ τα αναρίθμητα μικρά μανιάτικα ξωκκλήσια και ξεχορτάριαζαν τις μικρές αυλές και ασβέστωναν με την ψυχή τους να μοσχοβολήσει η γειτονιά γιορτή …Εμείς με τα κοφίνια για τους άρτους έπρεπε να τραβήξουμε για τις απάνω ρούγες εκεί που τα βασιλικά σταυρολούλουδα και οι καλοκαιρινοί κατηφέδες περίμεναν καρτερικά την δική τους σειρά να γίνουν αγιασμένοι , πλέκοντας ευωδιαστό στεφάνι στον Άγιο της ημέρας …Είχαμε και ένα εκκλησάκι στο χωριό που οι μεγάλοι το λέγανε :Αη Χαραλάμπη μα εγώ πάντα το έλεγα Άγιο Φανούριο …και οι μεγάλοι με διόρθωναν …μα εγώ πάντα έτσι θα το λέω και ας με συγχωρέσει του Φλεβάρη ο αγαπημένος Άγιος …γιατί όσα χρόνια και αν περάσουν πάντα θα θυμάμαι αυτό το πανηγύρι των ψυχών που στήνονταν εκεί κάθε χρόνο στα τέλη του Αυγούστου …και μείς τα παιδιά που ήδη είχαμε κάπως αδιόρατα αρχίσει να μελαγχολούμε με το φευγιό της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς ευχαριστούσαμε ενδόμυχα τον Άη Φανούρη που έκανε το θαύμα του μαζεύοντας στη χάρη του ένα χωριό ολάκερο και τόσα μοσχομύριστα ταψιά σκεπασμένα με τα πιο λευκά δαντελωτά …κι ας μην είχε… δικό του εκκλησάκι και ας τον …φιλοξενούσε χρόνια τώρα κάποιος άλλος … Τώρα στα 40 μου έχω ένα όνειρο που κάθε χρόνο στις 27του μήνα της Παναγιάς ,θερμαίνεται όλο και πιότερο αντικρύζοντας τα βλέμματα των θυγατέρων μου όταν καμαρώνουν μπρος την πίττα που φτιάξανε στον Άγιο ,όταν ξαναατενίζω τις δώδεκα παραστάσεις του μαρτυρίου του μια-μια με τον Άγιο να αναδύει πίστη ακλόνητη φρόνημα μαρτυρικό και Αγάπη για τον Χριστό και όλα τα παιδιά Του .Να φτιάξουμε ένα μικρό εκκλησάκι στην χάρη του Αγίου , με αυλή που να χωρά όλα τα γλυκά τάματα των πιστών και υπέροχα απλοϊκών ανθρώπων που του ζητούν να τους φανερώσει απο το πιο μικρό και ασήμαντο αντικείμενο μέχρι το πιό πολύτιμο αγαθό της ζωής μας , την ελπίδα της σωτηρίας ,την σιγουριά της αιωνιότητας ...
Νώντας Σκοπετέας .Απόσπασμα απο ραδιοφωνική εκπομπή του εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως με τίτλο:Ο Φιλοξενούμενος Άγιος Φανούριος )

12 Αυγ 2012

Νύχτα παραμονής στην Παναγιά την Πρέκλα ...



Θέλει να ταξιδέψει ο νους τούτες τις ώρες τις άγια καρτερικές ..Να σε πάει ως τα σκαλιά της Μεγαλόχαρης να δεις πως ο πόνος και η ελπίδα που χαρίζει η Μάνα του κόσμου , αναδεύονται ευλογημένα με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης ..Nα σε οδηγήσει στο πιο ταπεινό προσκυνητάρι Της το φρεσκοασβεστωμένο με μια χάρτινη εικόνα της Κοίμησής Της και ένα διαμαντένιο φως καντηλιού να μερώνει το σκοτάδι της πιο γλυκιάς παραμονής γιορτής …
Να νοσταλγείς κάτι που ποτέ σου δεν έζησες , λίγοι μπορούν να σε κάνουν …
Ο Κυρ Αλέξανδρος είναι ένας απ αυτούς …Πάμε αμέτρητους καιρούς αγνούς και ευλαβικούς πριν στον χρόνο να αγρυπνήσουμε στην Παναγιά την Πρέκλα νύχτα παραμονής Δεκαπενταυγούστου …
(ν.σ)
……Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:
- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην…..
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου ( Απόσπασμα )

7 Αυγ 2012

Καλή Παναγιά !


Στο μισοσκόταδο της γωνιάς δίπλα στο προσκυνητάρι της Αγίας του Θεού στέκεται όρθιος και σιγοψέλνει την μικρή παράκληση και θρηνεί και στενάζει …με τα μάτια κλειστά και την ζέστη του Αυγούστου να αγκαλιάζει την ελπίδα την άσβεστη πως αυτή η ψιθυριστή φωνή θα φτάσει στον Φιλάνθρωπο Θεό. Και έπειτα θα γονατίσει να νοιώσει την Αναστημένη χαρά των θλιβομένων να περνά σαν δροσερό αεράκι απ το πλάι ,ταχυνή βοήθεια …να αισθανθεί εκείνο το νεύμα το ποθούμενο, να σιγουρευτεί πως δεν θα παραβλεφθούν οι μέσα του κλαυθμοί και τα δάκρυα κι οι στεναγμοί …
Και έπειτα θα σηκωθεί . Θα προσκυνήσει με αγάπη εύλαλη Αυτήν που γέννησε το προαιώνιο το Φως και αμέτρητες φορές θα πει σε όποιον συναντήσουν τα υγρά του μάτια , αυτήν την ευχή που δεν την χορταίνει η ψυχή του : Καλή Παναγιά ! Σε λίγο ξημερώνει το δικό Της Πάσχα...
(νώντας σκοπετέας /Εν τω φωτί Σου οψόμεθα Φως)

30 Ιουλ 2012

Πέρασε απο εδώ η Παναγία ...


Πήγα στον Γέροντα τον Σεπτέμβριο του 1977, ήμερα Δευτέρα, παραμονή του Τιμίου Σταυρού. Χτύπησα την πόρτα πολύ πρωΐ, ο Γέροντας μου άνοιξε. Ήταν πολύ χαρούμενος και ευδιάθετος. «Α, ευτυχώς πού ήρθες διάκο», μου λέγει, «και έχω πανήγυρη αύριο. Θάρθουν ψάλτες, παρήγγειλα ροφό και έλειπε ένας διάκος. Ήρθες εσύ, εντάξει η πανήγυρη». «Έλεγε και άλλα τέτοια αστεία. Ύστερα μου είπε: «Θα μείνης εδώ απόψε». Ήξερα ότι ο Γέροντας δεν κρατούσε κανέναν τη νύχτα μαζί του. Μόλις μου το είπε πέταξα από την χαρά μου. Πήγαμε στο Εκκλησάκι, με έβαλε και τακτοποίησα την Αγία Τράπεζα, ξεσκόνισα, σκούπισα τον διάδρομο, έκανα διάφορες δουλειές. Μέσα μου αισθανόμουν πολύ μεγάλη χαρά. Το μεσημέρι πήγαμε να φάμε. Έκανε τσάϊ, έφερε παξιμάδι και έβγαλε άγρια λάχανα από τον κήπο του. Μου έκανε εντύπωση όταν κάναμε την προσευχή. Ο Γέροντας είπε το «Πάτερ ημών…» σήκωσε τα χέρια του και το είπε με τόσο πόθο και τόσην ευλάβεια πού ήταν σαν να μιλούσε πραγματικά με τον Θεό. Μετά με πήγε στο Κελλί και ξεκουράστηκα καμμιά ώρα. Ύστερα κάναμε τον μικρό Εσπερινό με κομποσχοίνι. Όταν τελειώσαμε μου είπε ο Γέροντας: «Κοίταξε, διάκο, τώρα θα κάνουμε αγρυπνία με κομποσχοίνι και το πρωΐ θα΄ρθεί ο παπάς να μας λειτουργήση. Ξέρεις να κάνης κομποσχοίνι; Θα σου πώ τί θα κάνεις», και μου έδωσε ένα πρόγραμμα. Ήταν ένα σοφό πρόγραμμα για να μην νυστάξω την νύχτα. Μου είπε να κάνω ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έπειτα να κάνω ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στήν Παναγία. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Χριστό για τους ζώντες. Ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στην Παναγία για τους ζώντες. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Χριστό για τους κεκοιμημένους. Ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στην Παναγία για τους κεκοιμημένους. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Τίμιο Σταυρό και μετά ένα τριακοσάρι «δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι». Πρώτη φορά άκουγα ότι γινόταν αυτό το πράγμα. Μου εξήγησε: «Αυτό το κομποσχοίνι είναι δοξολογία. Θα τα τελειώνεις και θ’ αρχίζεις από την αρχή». Μου είπε, «αν ακούσης κανένα θόρυβο, μην τρομάξης. Κυκλοφορούν εδώ αγριογούρουνα, τσακάλια κ.ά.». Με έβαλε στο μικρό Αρχονταρίκι του και είπε ότι κοντά στα μεσάνυχτα θα με φωνάξει να πάμε στην Εκκλησία να διαβάσουμε την θεία Μετάληψη.»Άκουγα τον Γέροντα κατά διαστήματα ν’ αναστενάζη βαθειά. Κάπου-κάπου χτυπούσε τον τοίχο και ρωτούσε: «Ε, διάκο, κοιμάσαι; Είσαι καλά;» Στις μία παρά, περασμένα μεσάνυχτα πήγαμε στο Εκκλησάκι. Με έβαλε στο μοναδικό στασίδι πού υπήρχε, και μου έδωσε ένα κερί να διαβάσω την Θεία Μετάληψη. Αυτός στεκόταν δίπλα μου, στ’ αριστερά και άρχισε να λέη τους στίχους: «Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι». Κάθε φορά πού έλεγε τον στίχο έκανε τον σταυρό του και έσκυβε μέχρι κάτω. Όταν φθάσαμε στο τροπάριο «Μαρία Μήτηρ Θεού…», θυμάμαι ότι τόσο μόνο διάβασα, μετά το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», πού είπε ο Γέροντας, αισθάνθηκα ένα πράγμα… δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εκφράσω και σταμάτησα. Άρχισε τότε να κουνιέται το καντήλι της Παναγίας, όχι απότομα, αλλά σταθερά διέγραφε μια κίνηση όσο είναι το πλάτος της εικόνος και όλο το Εκκλησάκι πλημμύρισε από φως. “Εβλεπα χωρίς την λαμπάδα και σκέφθηκα προς στιγμήν να την σβήσω. Γύρισα προς τον Γέροντα. Τον είδα να εχη τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και σκυμμένον μέχρι κάτω. Κατάλαβε ότι ήθελα να τον ρωτήσω και μου έκανε νόημα να μην μιλήσω. Έμεινα στο στασίδι και ο Γέροντας σκυφτός δίπλα μου. Αισθανόμουν τόση αγάπη και ευλάβεια προς τον Γέροντα και ένιωθα ότι βρισκόμουν στον παράδεισο. Μείναμε σ΄αυτήν την κατάσταση μισή, μια ώρα, δεν μπόρεσα ακριβώς να καταλάβω. Δεν ήξερα τί να κάνω. Ασυναίσθητα συνέχισα να διαβάζω από μόνος μου την Μετάληψη και όταν έφθασα στην ευχή «Από ρυπαρών χειλέων…», σιγά-σιγά έσβησε το φως πρώτα και μετά σταμάτησε να κουνιέται το καντήλι. Τελειώσαμε την Μετάληψη και βγήκαμε έξω στον διάδρομο. Με έβαλε να καθήσω σ’ ένα σκαμνάκι και αυτός κάθησε σ’ ένα μπαουλάκι σιωπηλός. Μετά από ώρα, τον ρώτησα: -Γέροντα, τί ήταν αυτό το πράγμα; -Ποιό πράγμα; -Το καντήλι. Πώς κουνιόταν το καντήλι τόση ώρα; -Τί είδες; -Κουνιόταν το καντήλι της Παναγίας δεξιά-άριστερά. -Μόνο αυτό είδες; -Και φως. -Άλλο; -Δεν είδα άλλο τίποτε. (Ο Γέροντας για να ρωτάει τί άλλο είδα, φαίνεται ότι είδε κάτι παραπάνω). -Καλά, δεν ήταν τίποτε. -Πώς δεν ήταν τίποτε, Γέροντα; Κουνιόταν το καντήλι και είχε φως! -Ε, δεν άκουσες πού γράφουν τα βιβλία, ότι η Παναγία γυρνάει όλα τα Κελλιά των μοναχών και βλέπει τί κάνουν; Ε, πέρασε και από δώ και είδε δυο παλαβούς και είπε να μας χαιρετίσει και κούνησε το καντήλι της. Ύστερα από μόνος του άρχισε να μου διηγήται διάφορες εμπειρίες του. Μου ανέφερε πώς είδε την αγία Ευφημία, και πολλά άλλα. Είχε αλλάξει όλη η διάθεση του. Μέχρι το πρωί μου μιλούσε πνευματικά. Μου τόνισε: «Σου τα λέω αυτά, διάκο, από αγάπη για να σε βοηθήσω, όχι να νομίσης ότι είμαι κάτι». Στις 5.30′ ήρθε ο παπάς και ο Γέροντας ήθελε να λειτουργήσω, αλλά εγώ δεν είχα διακονικά άμφια. Μου έφερε ένα στιχάρι παλαιό, έφερε ένα πετραχήλι, το έκανε οράριο και το έπιασε με παραμάνα, βρήκε κάτι επιμάνικα, μου τα τύλιξε στα χέρια. Ήμουν σαν παλιάτσος, αλλά ήταν η ωραιότερη Λειτουργία της ζωής μου. Ήμασταν μόνο οί τρεις μας. Με κράτησε μαζί του μέχρι το Σάββατο. Με έστειλε μια φορά στο Μπουραζέρι, να δώ τους πατριώτες μου και να μείνω το μεσημέρι για να φάω. Και άλλη μια φορά με έστειλε στην Σταυρονικήτα πάλι για να φάω, γιατί στο Κελλί του είχε μόνο τσάι και παξιμάδι. Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου Έκδοση Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος, 2004

13 Ιουλ 2012

Άγιοι του Θεού ...


Περνούν οι μέρες οι ζεστές , μαζί τους και οι Άγιοι που κάθε μια τους αγκαλιάζει προσφέροντας κάθε λεπτό της στην μνήμη τους , ανήκοντάς τους εις ολόκληρον ….
Και αυτοί που καρτερικά περίμεναν έναν ολάκερο χρόνο να λουλουδοστολιστούν και ν ακούσουν το απολυτίκιο τους , μετά το δι ευχών του πρωινού θα ξαναγυρίσουν στην θέση τους να συνεχίζουν να ικετεύουν ,να πρεσβεύουν υπέρ του σωθήναι ημάς …
Κάπως έτσι τους αγάπησε και ο ποιητής και έγραψε γι αυτούς λίγες γραμμές που φανερώνουν Αγιότητα και την ιερή μοναξιά αυτών που δεν κυλά μέρα χωρίς να τους αναζητήσουν …
( νώντας σκοπετέας )
Hμερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.
Kύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.
Αγιότητα/Τάσος Λειβαδίτης

3 Ιουλ 2012

Ένα ελέησον ...μπορεί ν ΄αλλάξει τον κόσμο ...


Μακάρι να μπορούσα να πάρω μαζί μου στις διακοπές τα μυστικά του Κόντογλου ...να τις κάνω ευλογημένες και αξέχαστες ...Το καταφύγιο της ψυχής αναζητά θύμισες και μυρωδιές ….
Από ένα ψαραδοχώρι με ξένοιαστους και αμέριμνους για πάσαν την βιωτικήν...ντόπιους ,με την ξυπολισιά τους να φανερώνει στα μάτια σου την αληθινή καλοκαιρινή ευτυχία...Το"έχει ο Θεός", που συνεχώς ακούς να βγαίνει απ το στόμα τους σε κάνει να παίρνεις βαθιά ανακουφιστική ανάσα, μέσα στην οποία χωρά μόνο το σήμερα και ο επιούσιος ....
Από μια κελαρυστή πηγή σε μακρινό ξωκκλήσι που προσμένει καρτερικά τις μέρες τις ζεστές για να λειτουργηθεί …
Και εκεί που πιστεύεις πως κόπηκε η αναπνοή σου από τον λίβα μιας ακόμα δύσκολης μέρας που μοιάζει να σε κυβερνά ολότελα , αυτές οι ιερές "ζωγραφιές" έρχονται να σε δροσίσουν στο μέσα σου και να σε κάνουν να υγραίνεσαι μόνο στα μάτια ...
Νοιώθω , για λίγο έστω , να μην αποζητώ τίποτα άλλο ...μου αρκεί αυτή η θεόπνευστη σταλαγματιά μιας ξεχασμένης ωραιότητας και ένας εσπερινός ήχος καμπάνας να μου θυμίζει πως έφτασε το θέρος με τους πολλούς μεγάλους του Αγίους και πως πλησιάζει το... δικό του …ξεχωριστό Πάσχα ....

Ακούω φωνές αγιασμένες να μιλούν για τα μελλούμενα ...για τον πόλεμο που έρχεται , την πείνα και την δυστυχία που παραμονεύουν και λέω πως ο Θεός θ αλλάξει τη βουλή του αν εμείς Του προσφέρουμε σαν σύγχρονοι Νινευίτες τις αμαρτίες μας και ένα διαμαντένιο δάκρυ ..μετανοίας ...αν χαρούμε αυτήν την σπάνιας ομορφιάς Χριστιανική Καλοκαιρινή ζωή , νηστέψουμε στην Χάρη Της Μητέρας μας ,ικετεύσουμε όρθρου βαθέως ....μακριά απο το προβεβλημένο ξεγύμνωμα της αθωότητας και τα αφόρητα ντεσιμπέλ του μισόκαλου ....ψάλλοντας με πίστη που παρασύρει τους γύρω μας το πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν , λίγο μετά το Θεοτόκε Παρθένε ....όσες φορές πανηγυρίσουμε φέτος το καλοκαίρι τους Αγίους που στη γη εθαυμάστωσε ο Κύριος ...όσες φορές ένα ελέησον ανέβει παρακλητικά στον θρόνο Του....Ίσως και να ναι αυτό που θ αλλάξει τον κόσμο ...

Νώντας Σκοπετέας

22 Ιουν 2012

Στον Αη Πέτρο ...στις 29 του Ιούνη


Τι κι αν τα καλοκαίρια καθημερινά περνούσα από μπροστά του …με την μεγάλη παρέα των παιδιών στον δρόμο για τη θάλασσα , από τα μανιάτικα κατηφορικά καλντερίμια … σχεδόν τρέχοντας κάναμε έναν βιαστικό σταυρό και προσπερνούσαμε το εκκλησάκι του Αη Πέτρου…Μου έκανε τότε εντύπωση που η πόρτα του ήταν αγκαλιασμένη από ξηραμένα λουλούδια…Αυτό μαρτυρούσε πως λίγες μέρες πριν κατεβούμε όλοι οι πρωτευουσιάνοι στο χωριό κάποιοι το γιόρταζαν στην χάρη τους …
Τα κατοπινά χρόνια το εκκλησάκι του Αη Πέτρου έγινε το σημείο που θα τελείωνε ένας απογευματινός περίπατος μέσα σε ήχους και μυρωδιές καλοκαιριού και μανιάτικης γης . Και έπειτα οι καλότυχοι εκείνοι άνθρωποι που αποφάσισαν στον απομακρυσμένο και δυσπρόσιτο τόπο να στήσουν ένα σπιτικό που σε γύριζε πίσω σε χρόνους αγνούς …με κήπους που το ευωδιαστό χώμα αγκάλιαζε λιόδεντρα,ροδιές και λουλούδια , βασιλικούς και βοκαμβίλιες , με ζώα πολύτιμα και ξεχασμένα για τους αστούς τους λεπτεπίλεπτους , γίδες και κότες και κουνέλια και όλα τα καλά που τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές με κάνουν να γελάω με τον εαυτό μου και κείνη την πρώτη την έκπληξη που ένιωσα μόλις τα αντίκρυσα όλα τούτα λέγοντας και από πάνω : τι θέλουν και παιδεύονται έτσι …
Μα το πιο σπουδαίο απ όλα είναι ότι στην αυλή τους έχουν και κείνο το καλοκαιρινό ξωκκλήσι του Αη Πέτρου να το περιποιούνται και να το φωτίζουν κατανυκτικά κάθε σουρούπωμα και κείνο να σκεπάζει τις μέρες τους και να ομορφαίνει ολότελα το όνειρο της ζωής τους…
Το ΄κανα τάμα λοιπόν και τα κατάφερα να βρίσκομαι παραμονή και ανήμερα στο μικρό μανιάτικο ξωκκλήσι στα τέλη του Ιούνη . Τι κι αν δεν είχε τίποτα από τη μεγαλοπρέπεια του εσπερινού της Πνύκας και της πανηγυρικής ολονυχτίας της Αγιορείτικης Καρακάλλου , εκείνος ο ταπεινός οίκος του Υψίστου με τις ξεθωριασμένες από το χρόνο σπάνιες αγιογραφίες των πρωτόθρονων των Αποστόλων ,έγινε για τους λιγοστούς πιστούς μια άλλη Δαμασκός και μια Πέτρα ακλόνητη , θεμέλιο αρραγές να στηρίξει τα ψήγματα της πίστης μας….
Το κέρασμα το γλυκό και το δροσερό νερό απ τον Ταϋγετο μετά τους άρτους με το γλυκάνισο, ήρθαν σαν βάλσαμο να διώξουν ιδρώτα και βαρυγκόμια μακριά από την δασύσκιωτη αυλή των μακάριων εκείνων ανθρώπων , που θα συνέχιζαν μέχρι τον επόμενο Θεριστή να προετοιμάζουν την γιορτή των κορυφαίων και θεσπέσιων φίλων του Χριστού …Και του χρόνου! τους είπα …Μακάρι να αξιωθούμε να ξανανταμώσουμε στον Αη Πέτρο …στην χάρη τους …Και του χρόνου ! Τι ευχή κι αυτή ...πόσες και πόσες φορές ειπωμένη...γνήσια και ανόθευτη ευχή...σαν την πίστη μας την πάντα γλυκιά και γιορτασμένη ...σαν τους Αγίους του καλοκαιριού μα και όλους τους Αγίους, τους ταπεινούς και πάντα ευγνώμονες σε ένα θυμιάτισμα και μια αρτοκλασία ,την ημέρα της αιώνιας μνήμης τους !
Νώντας Σκοπετεας /Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φώς

15 Ιουν 2012

Αυτή την Κυριακή ...


Αυτή την Κυριακή γράφεται Ιστορία ...Αυτή την Κυριακή ο λαός θα μιλήσει ...Αυτή την Κυριακή αλλάζει η ζωή μας ....Αυτή την Κυριακή ....Αυτή την Κυριακή .... Αυτή την Κυριακή ας πάμε όλοι στην Εκκλησία να ακούσουμε τον Θεό να μιλά και να αλλάζει τις ζωές μας ...Αυτό είναι το πιο σημαντικό που θα γίνει αυτή την Κυριακή ...την ημέρα του Κυρίου και κανενός άλλου ....Θυμήθηκα ένα όμορφο ποιήμα γραμμένο στην σκιά του Ταϋγέτου , απο τον μεγάλο Νικηφόρο Βρεττάκο με τίτλο :"Η μητέρα μου στην εκκλησία"
Αυτή η Κυριακή ας πλημμυρίσει με μυρωδιές βασιλικού και ήχους γλυκόλαλης καμπάνας ...
Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό – δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

29 Μαΐ 2012

Πλάθωντας τον πλαστουργό ...( Αυτός που δεν ήξερε να βράζει ούτε νερό ...)


Μια ζωή μαζί …Ο Π. και η Μ. Το πιο αγαπημένο ζευγάρι …Από παιδιά σχεδόν ο ένας στο πλάι του άλλου . Εκεί στην μικρή τους πόλη πάντα τους έβλεπες αγαπημένους πιασμένους χέρι-χέρι να χαίρονται τη ζωή ν αγαπούν αληθινά ο ένας τον άλλο , να αλληλοσυμπληρώνονται ανεπιτήδευτα ,αστείρευτα …Πόσο φρόντιζε ο ένας τον άλλον …Και πόσο άρεσε στην Μ. να περιποιείται τον Π. που ώρες ατέλειωτες δούλευε σκληρά να μην λείψει τίποτα από το όμορφο σπιτικό τους …
-Αχ βρε ψυχή μου της έλεγε …-Κοντά σου ούτε νερό δεν έμαθα να βράζω ! όλα μου τα χεις πάντα έτοιμα… -Αυτό δα έλειπε ! του απαντούσε εκείνη …-Με τόσο ιδρώτα και κόπο κάθε μέρα να μην τα βρίσκεις όλα έτοιμα …Αυτά είναι όλα δική μου δουλειά !!
25 χρόνια παντρεμένοι …Από 19 χρονών εκείνη , λίγο μεγαλύτερος αυτός …Κι έφτιαξαν σπουδαία οικογένεια με τέσσερα παιδιά …τρία αγόρια και ένα κορίτσι .-Τα αγγελούδια μας !!έλεγαν και τα καμάρωναν …-Τα πειραχτήρια μας που δεν αφήνουν ήσυχα τον πατέρα τους -Μα βρε μπαμπά τον πείραζε η μεγάλη τους …-Να μην ξέρεις να βράσεις ένα αβγό !!! Τίποτα δεν έμαθες τόσα χρόνια απ την μαμά ; Γέλαγε καλόκαρδα εκείνος και την απολάμβανε σωστή νοικοκυρούλα να βοηθά πρόθυμα την μάνα της και να καταπιάνεται με όλα …
Μα ήρθε εκείνο το ξημέρωμα που σκοτείνιασε την ζωή τους …Ο Μιχάλης ο μικρότερος ο γιός τους …Συνοδηγός σε αυτοκίνητο …Ξημέρωμα Κυριακής …Αξέχαστης , συννεφιασμένης, μαρτυρικής, βουβής και αβάσταχτα πονεμένης …Κι έγιναν από τότε έτσι όλα τα Κυριακάτικα ξημερώματα ..Τι κι αν όλοι τους έλεγαν ότι είναι πλέον άγγελος στον ουρανό ..Τι κι αν το πίστευαν κι οι ίδιοι πως το στερνοπούλι τους γίνηκε του Χριστού εκλεκτός …Το ξημέρωμα κάθε Κυριακής έβρισκε τον Π. και την Μ. άγρυπνους με τις ορθρινές καμπάνες να παρηγορούν το παράπονό τους .
Εκείνο το πρωινό Κυριακής …έκτης μετά την Ανάσταση και αμέτρητης …μετά από κείνη του χαμού …στέκονταν οι δυο τους μπροστά από τις πύλες της εκκλησιάς που φρουρούν οι Αρχάγγελοι . Και έγινε κάτι που άλλαξε τις Κυριακές τους …Με λευκή στολή είδε ο πατέρας τον Μιχάλη του να βγαίνει από του ιερού την δεξιά την πόρτα …Τον πλησίασε του χαμογέλασε με ένα χαμόγελο ξέχειλο από ευτυχία και αγαλλίαση …και έπειτα χάθηκε στον κόσμο …Μόνο εκείνος τον είδε και κατάλαβε τότε πως του θρήνου ο καιρός πέπαυται …
Ο Π. που ούτε νερό δεν ήξερε να βράζει έπιασε μια παραμονή Ψυχοσαββάτου Πεντηκοστής να φτιάξει το πρώτο του πρόσφορο …Είχε από μέρες παραγγείλει σφραγίδα φτιαγμένη σε κελί αγιασμένο , Αγιορείτικο …Κι έβαλε την μάνα και την κόρη του να του μάθουν τον τρόπο …Και τα κατάφερε καλά για πρώτη του φορά…Το σταύρωσε , το έβαλε στη φωτιά και έπειτα έγραψε στο ψυχοχάρτι πρώτο το όνομα του Αγγέλου του …Και γαλήνεψε απερίγραπτα .Κι όλες τις ορθρινές καμπάνες τις Αναστάσιμες , όλα τα Κυριακάτικα ξημερώματα αλλιώτικα πια τα πρόσμενε …Αυτός που …ούτε νερό δεν ήξερε να βράζει έγινε προσφοράρης και των ψυχών βοηθός , σώμα Θεού ζυμώνοντας , σκορπίζοντας χαμόγελα στον ουρανό και τους γύρω του …Έγινε αυτή η πιο αγαπημένη του συνήθεια …Να πλάθει τον Πλαστουργό…Και να πηγαίνει το δικό του πρόσφορο αχάραγα κάθε Κυριακή μέσα στο Ιερό στα χέρια του Παπά …Και έπειτα να αντικρίζει εκείνο το ευτυχισμένο χαμόγελο του λαμπροφορεμένου του γιού …
Αληθινή Ιστορία
νώντας σκοπετέας

11 Μαΐ 2012

Του Εγώ το βάρος το αβάσταχτο ...





Σε όσους στέλνουν μηνύματα με καλά λόγια για τις εκπομπές και το ιστολόγιο , ένα ευχαριστώ απο ψυχής ! Τους παρακαλώ όμως να διαβάσουν το κείμενο που ακολουθεί στο οποίο καθρεφτίζεται ο ...αληθινός εαυτός μου-μας ...Χαίρετε αγαπητοί συναμαρτωλοί αδερφοί μου ! (ν.σ)


νας ερες ζηλωτς, μ πλούσια δράση, εδε κάποτε να νειρο. διος μς τ χει περιγράψει ς ξς:
«Καθόμουνα στν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ξαντλημένος π τν ργασία. Τ σμα μου πονοσε π’ τ μεγάλη κόπωση.
Πολλο στν νορία μου ζητοσαν τν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Κα πολλο τν εχαν βρε. νορία μου προόδευε π κάθε ποψη. ψυχ μου πλημμύριζε π χαρά, λπίδα κα θάρρος. Τ κηρύγματά μου καναν μεγάλη ντύπωση. Πολλο προσήρχοντο στν ξομολόγηση. κκλησία μου ταν πάντοτε σφυκτικ γεμάτη. Εχα κατορθώσει ν κινητοποιήσω λόκληρη τν νορία.
κανοποιημένος π’ λα, ργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ξαντλήσεως. ν σκεπτόμουνα λα ατ, χωρς ν τ καταλάβω, μ πρε πνος. Τότε συνέβη τ ξς, πο θ σς περιγράψω:
νας ξένος μπκε στ δωμάτιο χωρς ν χτυπήσει τν πόρτα. Τ πρόσωπό του ταν γλυκ κι εχε μεγάλη πνευματικότητα. ταν καλ ντυμένος κα κρατοσε στ χέρι του μερικ ργανα χημικο ργαστηρίου. λη του μφάνιση προκαλοσε παράξενη ντύπωση. ξένος μ πλησίασε. Κι ν μο πλωνε τ χέρι του γι ν μ χαιρετήσει, μ ρώτησε:
ς πάει ζλος σου;
ρώτηση ατ μο προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατ μουν πολ κανοποιημένος μ τ ζήλο μου. Κα δν εχα καμία μφιβολία, πς κι ατς ξένος θ ταν πολ χαρούμενος, ν τν γνώριζε.
Τότε, πως θυμμαι π’ τ νειρό μου, γι ν το δείξω πόση ξία χει ζλος μου, σν ν βγαλα π’ τ στθος μου μι συμπαγ μζα, πο κτινοβολοσε σν χρυσάφι. Το τν βαλα στ χέρι κα το λέω:
τς εναι ζλος μου.
κενος τν πρε κα τ ζύγισε προσεκτικ πάνω στ ζυγαρι του:
-Ζυγίζει πενντα κιλά, μο λέει σοβαρά.
γ μόλις πο μποροσα ν συγκρατήσω τ χαρ μου γι τ βάρος ατό. κενος μως μ σοβαρότητα, σημείωσε τ βάρος σ’ να χαρτ κα συνέχισε τν ξέτασή του.
σπασε τ μζα κείνη σ κομμάτια κα τν βαλε μέσα σ’ να χημικ τηγάνι πάνω στ φωτιά. ταν μζα λειωσε κα καθαρίστηκε, τν βγαλε π’ τ φωτιά. Ξεχώρισε τ διάφορα στοιχεα. ταν ατ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τ γγιζε μ’ να σφυράκι κα ζύγιζε τ βάρος κάθε κομματιο πάνω στ χαρτί.
ταν τελείωσε, μο ριξε μι ματι γεμάτη π συμπόνια κα μο λέει:
χομαι ν σ λυπηθε Θες κα ν σωθες.
Κι μέσως, γκατέλειψε τ δωμάτιο.
Στ χαρτ πο μο φησε στ τραπέζι, ταν γραμμένα τ ξς:
νάλυσις το ζήλου το ερέως Χ.
Συνολικν βάρος: 50 κιλ
προσεκτικ νάλυσις παρουσιάζει τ ξς στοιχεα:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπικ φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρς πιβολ κα κυριαρχία πάνω στς ψυχές: 8 κιλά.
πίδειξις: 10 κιλ παρ 20 γραμμάρια.
γάπη πρς τν Θεό: 10 γραμμάρια.
γάπη πρς τος νθρώπους: 10 γραμμάρια.
Σύνολον: 50 κιλά.
παράξενη συμπεριφορ το ξένου κα ματι μ τν ποία μ ποχαιρέτησε, μο μετέδωσαν κάποια νησυχία. Μ ταν εδα τ ποτέλεσμα τς ξετάσεώς του, νοιωσα τ γόνατά μου ν λυγίζουν.
Θέλησα στν ρχ ν’ μφισβητήσω τν ρθότητα τν ριθμν. Μ κείνη τ στιγμ κουσα ναν ναστεναγμ το ξένου, πο εχε φθάσει στν ξώπορτα. ρέμησα κι ρχισα ν σκέπτομαι πι ψύχραιμα. Μ καθς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστ μου. Δν μποροσα ν διαβάσω τ χαρτί, πο κρατοσα στ χέρια μου. γωνία κα φόβος μ κατέλαβαν. Στ χείλη μου λθε κραυγή:
-Κύριε, σσον με…
ριξα πάλι μι ματι στ χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε ατ σ’ ναν λοκάθαρο καθρέπτη, πο καθρέπτιζε τν καρδι μου. νοιωσα κα νεγνώρισα τν κατάστασή μου. Μ δάκρυα στ μάτια παρακαλοσα τν Κύριο ν μ’ λευθερώσει π’ τ ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα μ μι κραυγ γωνίας.
Στ περασμένα χρόνια, παρακαλοσα τν Θε ν μ σώσει π διαφόρους κινδύνους. Μ π τν μέρα κείνη, ρχισα ν παρακαλ τν Θε ν μ’ λευθερώσει π τ δικ μου ΕΓΩ.
Γι πολ καιρ νοιωθα ταραγμένος. Τέλος, στερα π πίμονες προσευχές, νοιωσα τ φς το Κυρίου ν πλημμυρίζει τν καρδι μου κα ν καίει τ’ γκάθια το γωκεντρισμο μου. ταν Κύριος μ καλέσει κοντ Του, θ Τν εχαριστήσω λόθερμα γι τν ποκάλυψη κείνης τς μέρας, γιατ μο φανέρωσε τότε τν ληθιν αυτ μου κα δήγησε τ πόδια μου στν πι στενό, λλ κα πι μορφο δρόμο. π τότε κάθε μέρα νανέωνα τς ποφάσεις μου.
κείνη πίσκεψη πο μο κανε κενος πο «τάζει καρδίας κα νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), μ κανε λλον νθρωπο κα φέλησε πολ τν ργασία μου».
ρθρο π τ περιοδικ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τ ποο εχε φυλάξει στ ρχεο του ὁἀείμνηστος Γέροντας, πατρ ρσένιος Κομπούγιας, το συχαστηρίου «Παναγία Γοργοεπήκοος» στἡὴ Ναύπακτο... όπως μας το παρουσίασε ο ευλογημένος π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος σε ένα απο τα αμέτρητα ψυχωφελή πονήματά του .
πηγή : www.agiazoni.gr

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~