main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

19 Σεπ 2012

Όταν ένα ''Α" ξενιτεύεται ....

Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά Σ' αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κ α ν ε ί ς Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές κι απ' του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κ α ν ε ί ς Ν.Γκάτσος
Μ ί α μ υ θ ι σ τ ο ρ η μ α τ ι κ ή π ρ ο σ έ γ γ ι σ η τ ο υ δ ό γ μ α τ ο ς τ η ς Α θ α ν α σ ί α ς τ η ς Ψ υ χ ή ς.
Με βάση, λοιπόν, το όμορφο τραγούδι της Αθανασίας του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, ας φανταστούμε έναν φιλικό διάλογο που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από δύο νέους ανθρώπους, μετά το πέρας μίας συναυλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούστηκε το εν λόγω τραγούδι. Οι πρωταγωνιστές του διαλόγου, δύο φίλοι. Ο ένας, τάσσεται υπέρ του δόγματος της Αθανασίας της Ψυχής του ανθρώπου, ενώ ο άλλος, αρνείται κατηγορηματικά να ασπαστεί μία τέτοια θεωρία. Τον πρώτο άνθρωπο, ας τον ονομάσουμε συμβολικά για ευνόητους λόγους, Α - θ α ν ά σ ι ο. Τον δεύτερο άνθρωπο, επίσης για ευνόητους λόγους, ας τον ονομάσουμε συμβολικά Θ α ν ά σ η. Έτσι, λοιπόν, ο αρνητής της Αθανασίας της Ψυχής, ο Θανάσης, σαν άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι στην όμορφη καλοκαιρινή συναυλία, στο τέλος της συγκεκριμένης συναυλίας, και ενώ οι δύο φίλοι απολάμβαναν τον βραδινό τους περίπατο στα όμορφα γραφικά σοκάκια κάτω από την Ακρόπολη, αποφάσισε να μιλήσει θαρρετά στο φίλο του Αθανάσιο, που δε σταματά ποτέ να φιλοσοφεί ακούραστα πάνω στη θεωρία της Αθανασίας της Ψυχής του ανθρώπου. - Να! Τα βλέπεις Αθανάσιε ; Ακόμα κι αυτοί οι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες σαν το Χατζιδάκι και το Γκάτσο, δεν πιστεύουν στην Αθανασία της Ψυχής. Σκέφτομαι μάλιστα πολύ σοβαρά, να σου αγοράσω όσο το δυνατό συντομότερα το δίσκο μέσα στον οποίο βρίσκεται το συγκεκριμένο τραγούδι, με σκοπό ακούγοντάς το επί καθημερινής βάσεως, ν’ αλλάξεις επιτέλους μυαλά, και να συνειδητοποιήσεις πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ζωή μετά το θάνατο του ανθρώπου. Πάρ ’ το καλά χαμπάρι Αθανάσιε. Μία είναι η ουσία. Δεν υπάρχει Αθανασία, όπως λέγει κι ένα άλλο διάσημο άσμα. Για τον Αθανάσιο, ο οποίος είναι πλέον συνηθισμένος στα πειράγματα του φίλου του, η απάντηση έρχεται αβίαστα. -Καλέ μου Θανάση, σέβομαι τις απόψεις σου, μα δεν πρόκειται ν’ αλλάξω τις βασικές αρχές της ζωής μου, εξ αιτίας του ακούσματος ενός μονάχα τραγουδιού. Αλλά αν άκουσες προσεχτικά το τραγούδι, οι στίχοι αναφέρονται στον διάπυρο πόθο που κρύβουν μέσα τους άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης. Κροίσοι και βασιλιάδες, ποιητές, ταπεινοί προσκυνητές αλλά και κάθε γενιά, προστρέχει ικετευτικά στα πόδια της Αθανασίας, για να της ζητήσουν λίγη πνευματική παραμυθία και την εγγύηση ότι μετά το θάνατό τους, δεν πρόκειται να τους κατασπαράξει το αδηφάγο και αχόρταγο στόμα της ανυπαρξίας και της λήθης. -Εντάξει Αθανάσιε. Άκουσα και’ γω προσεχτικά τους στίχους του τραγουδιού. Αλλά ο Γκάτσος, το αναφέρει ξεκάθαρα στους στίχους του, ότι η Αθανασία την οποία εσύ λατρεύεις και πιστεύεις, είναι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά• δηλαδή αδυσώπητη, άτεγκτη, αμείλικτη, φειδωλή, που δε ξεδιψά ποτέ τους ανθρώπους από του κήπου της τη βρύση, και που δεν είναι διατεθειμένη να χαρίσει στους ανθρώπους, ούτε ένα τόσο δα κλοναράκι δυόσμο!
-Θανάση, μην ξεχνάς, ότι αυτό, είναι ένα τραγούδι. Ο Γκάτσος, όμως, δεν αναφέρεται μονάχα σ’ αυτά στα οποία εσύ επικεντρώθηκες αποκλειστικά. Αναφέρεται και σε άλλες λεπτομέρειες τις οποίες εσύ εθελούσια παραβλέπεις. Υποστηρίζει πως η Αθανασία είναι αξιαγάπητη, κι ότι την αγαπάει πολύ ο κόσμος, ενώ παράλληλα, δεν παραλείπει να της προσάπτει και τον τιμητικό χαρακτηρισμό της “ Ο μ ο ρ φ ο ν ι ά ς ”. Κι ασφαλώς, ο Γκάτσος, δεν ενδιαφέρεται στο να εξάρει την εξωτερική εμφάνιση της Αθανασίας, μιας και η Αθανασία στο ποίημα του Γκάτσου, παρόλο που προσωποποιείται, αντιμετωπίζεται ως επί το πλείστον σαν ιδέα και αξία, παρά σαν ανθρώπινο πρόσωπο. Η Αθανασία στο τραγούδι, προσωποποιείται τεχνηέντως από τον Γκάτσο, στοχεύοντας με τη συγκεκριμένη του επιλογή, ν’ αναδειχθεί κυρίως η πνευματική ομορφιά που εμπερικλείει στη διάστασή της η υψηλή ιδέα της Αθανασίας. Αναρωτήθηκες, λοιπόν, Θανάση, ποια είναι εκείνη η αιτία που ανάγκασε τον Γκάτσο, να τη χαρακτηρίσει μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο; Γιατί ασφαλώς, δεν μπορείς να ονομάσεις κάποιον ή κάποια έτσι τυχαία. Σίγουρα κάτι ελκυστικό βρήκε πάνω της για να την αποκαλέσει με τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. -Τότε Αθανάσιε, πες μου, για ποιο λόγο, ενώ τη θεωρεί καλή και όμορφη, στη συνέχεια την απαξιώνει τόσο έντονα ; Δεν βρίσκεις τη στάση του κάπως αντιφατική; -Θανάση, αυτές είναι οι προσωπικές απόψεις του ποιητή. Αλλά αν εκλάβουμε ως αδιάψευστη αλήθεια, αυτά που λέει ο Γκάτσος για την Αθανασία, ότι δηλαδή αυτή είναι σκληρή και δύστροπη που δε χαρίζεται σε κανέναν, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους η Αθανασία, αποφασίζει να συμπεριφέρεται κατ’ αυτό τον αυστηρό τρόπο στους ανθρώπους. -Δηλαδή Αθανάσιε, τί ακριβώς έχεις στο νου σου και τί θα ήθελες να πεις ; -Θα σου απαντήσω αγαπημένε μου φίλε, κάνοντάς σου παράλληλα μία ερώτηση. -Είμαι έτοιμος να σ’ ακούσω Αθανάσιε. -Θανάση μου, όταν στη ζωή σου, έρχεται κάποιος να σε προσεγγίσει με ιδιοτέλεια και κακή πρόθεση, και τα συγκεκριμένα κίνητρά του εσύ τα αντιληφθείς άμεσα, τότε εσύ τί θα έκανες ; -Μα βεβαίως, θα τον απομάκρυνα. Θέλει και ρώτημα για κάτι τέτοιο ; -Τότε θα σου κάνω και μία άλλη ερώτηση τώρα Θανάση μου. -Παρακαλώ Αθανάσιε. -Αν έρθει κάποιος και σε πλησιάσει χωρίς αγαπητική διάθεση, και’ συ καταλάβεις πως βαθιά μέσα του αυτός ο άνθρωπος κρύβει κακία, φθόνο και μίσος, τότε εσύ πάλι, με ποιον ακριβώς τρόπο θα αντιδρούσες ; -Φυσικά, και θα τον έδιωχνα, παρακαλώντας τον μάλιστα, να σταματήσει να μ’ ενοχλεί! -Πολύ ωραία Θανάση μου θα αντιδρούσες. Άρα μ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορούσαμε κάπως να κατανοήσουμε την “ αλλόκοτη ” αυτή συμπεριφορά της Αθανασίας, έτσι όπως περιγράφεται από τον Γκάτσο. Η Αθανασία, λοιπόν, αγαπητέ μου Θανάση, δε χαρίζεται σ’ εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν με δόλια στρατηγική και ύπουλους μηχανισμούς να την κατακτήσουν. Πόσο μάλιστα, δε μπορεί να χαριστεί σ’ εκείνους τους ανθρώπους που εποφθαλμιούν τη δόξα της υστεροφημίας, πράττοντας στη ζωή τους πάντοτε με μεθόδους και μέσα που αντίκεινται ορμητικά στους πνευματικούς νόμους που υπαγορεύουν οι ζωοποιητικές αξίες της ιερής σεμνότητας, της ακόμα πιο ιερής εντιμότητας, και του σεβαστού μέτρου. Η Αθανασία αγαπητέ μου Θανάση, δεν αγοράζεται αλλά ούτε είναι και αξία που μπορεί να μετασχηματιστεί σε αντικείμενο προς πώληση, μιας και είναι ευρέως γνωστό πως η κατάσταση της α - πωλησίας, είναι η μοίρα και το πεπρωμένο του ο, τιδήποτε είναι ανεκτίμητης αξίας. Όπως, δηλαδή, η τιμή τιμή δεν έχει, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, στις παραδείσιες οικίες της Αθανασίας, δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί ποτέ η πινακίδα του πωλητηρίου.
Η Αθανασία, βέβαια, μπορεί να μην πωλείται και να χαρίζεται, ό μ ω ς κ ε ρ δ ί - ζ ε τ α ι ! Kυρίως κερδίζεται απ’ όλους εκείνους τους ηρωϊκούς τω πνεύματι ανθρώπους, και δίδεται ως θεϊκό δώρο σ’ αυτά τα ιδιαίτερα και αγωνιζόμενα άτομα, που εξακολουθούν με ποιητική διάθεση μα προπαντός με ποιητική συνείδηση, να βλέπουν τη ζωή απ’ την οπτική γωνία της διαρκούς ευκαιρίας για πνευματικό προβιβασμό κι όχι απ’ την οπτική γωνία της ευκαιρίας για μία χωρίς σταματημό κατάσταση πνευματικής ακηδίας και ηθικής πλαδαρότητας. Δηλαδή με άλλα λόγια Θανάση, η Αθανασία, δίδεται ως δώρο, σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που πραγματικά την αξίζουν. Και γι’ αυτόν το λόγο, την κερδίζουν τελικά ! Ο Θανάσης, προς στιγμή, προβληματίστηκε απ’ αυτά που του έλεγε ο φίλος του Αθανάσιος, και θέλοντας να προχωρήσει κι άλλο την κουβέντα, τού έκανε την ακόλουθη ερώτηση : -Μα καλά βρε Αθανάσιε. Αυτή η “ Ομορφονιά ”, η Αθανασία δηλαδή, φέρεται σε κάθε άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο, κι έχει με όλους την ίδια συμπεριφορά ; -Δε θα τολμούσα να ισχυριστώ κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση Θανάση. Η Αθανασία βλέπεις, διαθέτει το ακριβό χάρισμα, να εξετάζει σε βάθος τα μύχια των καρδιών και των ψυχών των ανθρώπων. Συνεπώς, γνωρίζει πολύ καλά σε ποιον ακριβώς πρέπει να δωρίσει το ανεκτίμητο δώρο της ουσίας της, δηλαδή την ίδια την ιδέα της Αθανασίας. -Μπορείς να μου δώσεις κάποια παραδείγματα αθανάτων ανθρώπων Αθανάσιε ; -Βεβαίως και μπορώ Θανάση μου. Φτάνει να ρίξουμε μία γρήγορη ματιά στις άπειρες σελίδες του βιβλίου της ιστορίας. Για παράδειγμα, πες μου, ποιος μπορεί να ξεχάσει το Σωκράτη, τον Περικλή, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, το Σοφοκλή, το Λεωνίδα, τον Αριστείδη το δίκαιο, τους αρχιτέκτονες της Ακρόπολης Ικτίνο και Καλλικράτη, τους αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας Ναρσή και Βελισάριο, όλους τους ήρωες της επανάστασης, όπως τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τον Κανάρη, όλους τους ήρωες του Αλβανικού μετώπου όπως τον Δαβάκη, όλους τους μεγάλους συνθέτες, όπως τον Beethoven, το Μozart, τον Chopin, τον Bach, τον Mendelssohn, τον Tsaikovsky, το Χατζιδάκη, όλους τους μεγάλους ηθοποιούς όπως το Μινωτή, τη Λαμπέτη, την Παξινού, την Κυβέλη, όλους τους Αγίους και μάρτυρες της εκκλησίας, όπως τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο και τέλος ποιος μπορεί να ξεχάσει τη μητέρα του Θεού, την Παναγία ; Αυτοί βέβαια, είναι οι πολύ γνωστοί που αφού κατάφεραν να περάσουν το ποτάμι τ’ ουρανού, απολαμβάνουν τώρα επάξια και αιώνια τις τιμές που προσφέρει αφειδώλευτα εκεί πάνω η Μ η τ έ ρ α Α θ α ν α σ ί α.
Μα υπάρχουν και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, για να μην πω εκατομμύρια, που είναι οι αφανείς ήρωες της Ιστορίας, και οι οποίοι έχουν περάσει κι αυτοί στον υπερουράνιο - όπως λέει κι ο θείος Πλάτων - θόλο, μέσα στις μονές του οποίου, βρίσκεται η αίθουσα του χρυσοκεντημένου θρόνου της ενθρονισμένης Β α σ ί λ ι σ σ α ς. Τ η ς Α θ α ν α σ ί α ς ! -Ώστε γι’ αυτό και’ συ Αθανάσιε πιστεύεις στην Αθανασία της Ψυχής σου ; Για να μπορέσεις και’ συ κάποτε ν’ αποκτήσεις τα αγαθά και τις τιμές που απολαμβάνουν εκεί επάνω αυτοί οι άνθρωποι ; -Σε καμιά περίπτωση Θανάση μου. Θα ήμουν καταδικασμένος και καμένος από χέρι αν πίστευα στην Αθανασία της Ψυχής μου, μόνο γι’ αυτούς τους λόγους στους οποίους αναφέρθηκες εσύ πριν από λίγο. Άλλωστε στο είπα και πιο πάνω, πως η Αθανασία, γνωρίζει πολύ καλά τις καρδιές των ανθρώπων, και δεν μπορείς σε καμιά περίπτωση να την κοροϊδέψεις, ούτε να την ξεγελάσεις στην περίπτωση που δε διαθέτεις αγνά κίνητρα γι’ αυτήν. -Τότε Αθανάσιε, πες μου ειλικρινά, και πείσε με σε παρακαλώ, γιατί ένας άνθρωπος θα πρέπει να πιστεύει στην Αθανασία της Ψυχής του ; Εσύ για παράδειγμα Αθανάσιε, γιατί πιστεύεις στην προοπτική της Αθανασίας της Ψυχής σου ; Ο Αθανάσιος τότε κοίταξε τον Θανάση, του χαμογέλασε, κι ακουμπώντας στοργικά το χέρι του πάνω στον ώμο του τόσο αγαπητού του φίλου, άρχισε να του ξαναμιλάει. -Θανάση, στην Αθανασία της Ψυχής μου πιστεύω, πρώτα απ’ όλα και το κυριότερο, γιατί σέβομαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Θα ήταν σα να αυτοαναιρούσα την προσωπική μου υπόσταση και ύπαρξη, αν διαλαλούσα από’ δω κι από’ κει ανερυθρίαστα, ότι δεν πιστεύω στην Αθανασία της Ψυχής μου. Γιατί κατά τη γνώμη μου, το ν’ ακούς έναν οποιονδήποτε άνθρωπο να υποστηρίζει με θάρρος και αυτοκτονική επιμονή πως δεν πιστεύει στην Αθανασία της Ψυχής του Είναι το ίδιο πράγμα με το ν’ ακούς με τρόπο υπερβατικό από τα πελαγίσια χείλη των ψαριών, να τραγουδάνε το θλιμμένο τραγούδι της απιστίας τους για την ύπαρξη του νερού μέσα στο οποίο εκείνα κολυμπούν ! Είναι το ίδιο πράγμα με το ν’ ακούς με τρόπο υπερβατικό από τα ουρανοχτυπημένα χείλη των πουλιών, να τραγουδάνε το λυπημένο τραγούδι της απιστίας τους για την παρουσία του αέρα μέσα στον οποίο εκείνα πετούν ! Είναι το ίδιο πράγμα με το ν’ ακούς με τρόπο υπερβατικό από τα εξαγνισμένα χείλη της καρδιάς των μικρών παιδιών, να τραγουδάνε το παραπονεμένο τραγούδι της απιστίας τους για το βροντερό παρόν της αγάπης των γονιών τους ! Με άλλα λόγια, είναι παράλογο να μην πιστεύεις σ’ εκείνο το υλικό με το οποίο είναι ζυμωμένη και πλασμένη η Ψυχή σου. Εν τέλει, είναι παράλογο να μην πιστεύεις, Σ’ εκείνο που σε καταμαρτυρεί ! Σε εκείνο που σε επαληθεύει ! Σ’ εκείνο που απ’ την αρχή της ζωής σου, κρεμιέται σαν αλυσίδα φυλαχτού απ’ τον πάλλευκο και πάναγνο τορνευτό λαιμό της Ψυχής σου ! Ακολούθως Θανάση μου, στην Αθανασία της Ψυχής πιστεύω, γιατί γι’ αυτήν την πίστη, με πληροφορεί μυστικά εντός μου, η ιερή και στεντόρεια κραυγή της συνειδήσεώς μου. Μία κασέτα κουρνιασμένη στα ανήλιαγα υπόγεια της παλλόμενης καρδιάς μου, νιώθω να αναπαράγει κάθε δευτερόλεπτο, τον ήχο αυτής της θεσπέσιας και γεμάτης λυρισμό έκφρασης : “ Ε ί σ α ι κ α τ α δ ι κ α σ μ έ ν ο ς ν α ε ί σ α ι Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ … ”
Και τί υπέροχο συναίσθημα Θανάση μου, να νιώθεις εκστατικά ότι οι σκέψεις σου, οι λογισμοί σου, οι πράξεις σου, όλο το σωματικοπνευματικό σου “ είναι ” γενικότερα, να νιώθεις σου επαναλαμβάνω, ότι δορυφορούνται αδιαλείπτως απ’ αυτό το παναρμόνιο και πανίερο άκουσμα, απ’ αυτή την ατίμητη και ανεκτίμητη γλυκιά υπενθύμιση, απ’ αυτόν τον αγνό, ανάργυρο και απονήρευτο εσωτερικό πληροφοριοδότη της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι, ακούγοντας ο άνθρωπος με αμείωτο ρυθμό αυτόν τον πνευματικό ψίθυρο να σχίζει εσωτερικά σαν ρομφαία τα σύμπαντα της ψυχής του, αισθάνεται ότι κάθε ανθρώπινη πτυχή του, μπορεί να αθανατοποιηθεί Θανάση μου. Ακόμα και τα ίδια του τα λόγια! Κι όχι μόνο τα λόγια του, αλλά και κάθε πνευματικό βήμα που απλώνει στη μεγάλη πλατεία της ζωής, κατά έναν επίσης μυστικό και μυστηριακό τρόπο, πάλι αισθάνεται ότι αθανατοποιείται, για να μεταφερθεί και στη συνέχεια ν’ αποταμιευτεί, στις ουράνιες πνευματικές τράπεζες του Παραδείσου. Εκεί, δηλαδή, που η μούχλα, δε μπορεί να σαπίσει τίποτε το Πνευματικό ! Εκεί που ο σκουριά, δεν μπορεί ν’ αλλοτριώσει τίποτε το Αθάνατο ! Εκεί που ο χρόνος, δεν μπορεί να ρυτιδιάσει και ν’ αφυδατώσει, Τίποτε το Αιώνιο ! Τίποτε, το Αληθινό ! Τίποτε το Θεϊκό! Η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής αγαπητέ μου Θανάση, είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε, πως πάνω απ’ όλα εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, έτσι ώστε ο ανθρώπινος νους, να μπορεί να έρχεται όποτε χρειάζεται στην υψηλή κατάσταση της αρπαγής και της εκστάσεως • κι έτσι σαν μεταμορφωμένος νοητός πύραυλος, ή σαν μεταστοιχειωμένη πνευματική ρουκέτα, να καθίσταται πάντα έτοιμος για ν’ απογειώνεται και να προσγειώνεται ακολούθως τελείως ομαλά, στο Νυμφώνα της υπερακατάληπτης κι αθάνατης θεϊκής δόξας. Ένας τέτοιος νους Θανάση μου, πίστεψέ με, μπορεί στ’ αλήθεια να επιτύχει μία τέτοια υπερουράνια διαδρομή και να τού δίνεται έτσι η χρυσή ευκαιρία να ξεφεύγει πότε - πότε απ’ τη θεατρική παράσταση του παραλογισμού, την οποία έκπληκτοι παρατηρούμε όλοι μας να διαδραματίζεται κάθε μέρα στη θεατρική σκηνή της ζωής μας• και μπορεί να το επιτύχει, γιατί κατ’ αρχάς, θα έχει ως πολύτιμα μέσα, τις δύο αετήσιες - και ανενεργές εκ των περισσοτέρων ανθρώπων - πτέρυγες που διαθέτει η ψυχή του ανθρώπου• όχι τα κέρινα φτερά του Ικάρου που στη συνέχεια είχαν την τύχη να λιώσουν, αλλά τα υπερνοητά • τουτέστιν τα υπεραισθητά φτερά της ψυχο - πνευματικής καθαρότητας του ανθρώπου και της ακλόνητης παραδοχής αυτού στην Αθανασία της Ψυχής του. Με κάτι τέτοια φτερά Θανάση , πώς να μη φτάσεις ακούραστος στον ουρανό ; Πώς να μην αγγίξεις τa χρυσοχρωμάτιστα άμφια του υπερπέραν ;
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πιστεύων στην Αθανασία της Ψυχής του άνθρωπος, απ’ το αφώτιστο υπόγειο της ζωής του, θα βρίσκεται χωρίς να το καταλαβαίνουν οι αφημένοι στην αυτοΰπνωσή τους άνθρωποι που θα τον συναναστρέφονται, πάντοτε α ι ω ρ ο ύ μ ε ν ο ς, πάντοτε α π ο γ ε ι ω μ έ ν ο ς, πάντοτε α ν α π ε π τ α μ έ ν ο ς. Η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής αγαπητέ μου Θανάση, λειτουργεί ως εκείνο το ενεργοποιητικό και δυνατό καύσιμο, που θέτει σε αδιάπτωτη κίνηση, τους βραδυκίνητους τροχούς, του κουρασμένου απ’ τη δουλεία της υλικολαγνείας πνεύματος•  το γλυκό ξανθό σιτάρι, που τροφοδοτεί και θέτει σε ενέργεια, τον ασταμάτητο κι ακούραστο μύλο της ζωής• το αιχμηρό τρυπάνι, που λειαίνει τα μπαζωμένα στρέμματα της ψυχής του ανθρώπου, και που οργώνοντας την καρδιά του, ανασταίνει τα πτώματα που αφήνει πίσω της η ειδωλολατρική ανθρώπινη ροπή. Η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής Θανάση μου, σού ανοίγει τον διακόπτη, για να βοηθηθείς, και να μπορείς έτσι να διαβάζεις με δυνατό φως, το μεγάλο και ωραίο βιβλίο της ζωής. Γιατί το βιβλίο της ζωής Θανάση μου, δεν το φυλλομετράμε ούτε με βιασύνη, ούτε με αδιαφορία, ούτε με επιπολαιότητα. Το βιβλίο της ζωής, μάς έχει δοθεί ως το πιο ακριβό και πολύτιμο δώρο που υπάρχει, για να το διαβάζουμε πολύ προσεχτικά, και για να μην αφήνουμε αδιάβαστη κι αμελέτητη, Ούτε μία του γραμμή. Ούτε ένα του σημείο. Ούτε μία του λέξη! Ο Θανάσης, τελείως αποσβολωμένος, δεν έλεγε να σηκώσει το βλέμμα του από τα μάτια, μα προπαντός τα χείλη του εκλεκτού του φίλου. Μόνο που σε κάποια στιγμή, τον ρώτησε με μία μικρή δόση αφέλειας. -Μα καλά Αθανάσιε. Πες μου ειλικρινά. Πιστεύεις πραγματικά πως όλα αυτά, μπορεί να τα πετύχει ένας άνθρωπος, αποκλειστικά με το να δείχνει πίστη στην Αθανασία της Ψυχής του ;
Tότε ο Αθανάσιος, πάλι χαμογελαστός, του απαντά. Ναι Θανάση μου, μπορεί να τα πετύχει! Αυτά και πολλά περισσότερα ακόμη. Φτάνει να έχει πίστη. Π ί σ τ η α λ η θ ι ν ή σ τ η ν α θ ά ν α τ η ο υ σ ί α τ η ς Ψ υ χ ή ς τ ο υ. Γιατί αγαπητέ μου φίλε, η ίδια η εμπειρία της ζωής διδάσκει, ότι πρώτα αποφασίζει κάποιος να κάνει το μεγάλο και τολμηρό βήμα της ζωής, πρώτα αποφασίζει κάποιος για το καθοριστικό άλμα στο απέραντο κενό, και μετά, ως συνέπεια της συγκεκριμένης αυτής πυγμής και του ξεχωριστού θάρρους που επιδεικνύει, έρχεται το απότομο άνοιγμα του αλεξίπτωτου. Γιατί για να αισθανθείς την πλήρωση και την απερίγραπτη αγαλλίαση που προσφέρει το εναέριο ταξίδι στα ύψη, για να νιώσεις τη σιγουριά για την εξέλιξη της διαδρομής, είναι ανάγκη πρώτα απ’ όλα, να πάρεις το μεγάλο ρίσκο που εμπεριέχει μέσα της, η πράξη του πρώτου τολμηρού βήματος. Γιατί η ζωή Θανάση μου,σε παρακαλά με αγωνία  να κάνεις πράγματα που δεν τα κάνουν οι πολλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου. Η ζωή Θανάση μου,  σού ζητά απεγνωσμένα να ενεργοποιήσεις  στη συνείδησή σου , μία  αποφασιστικότητα και μία διαφορετική νοοτροπία από τη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη λογική των πολλών.Σου ζητά τόλμη ! ρίσκο !  άλλη αντίληψη ! Θεϊκή ! « Αναρχική » !  ριψοκίνδυνους ελιγμούς ! Ανατρεπτικούς σχεδιασμούς ! Ρηξικέλευθους λογισμούς !
Απαιτείται, όντως, ρίσκο για να πιστέψει κάποιος στην Αθανασία της Ψυχής του. Γιατί το να πιστέψει κάποιος στην Αθανασία, ειδικά στην εποχή μας, κοστίζει. Το κόστος, μπορεί να είναι πολλών ειδών. Μπορεί να είναι  κόστος κοινωνικό, φιλικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, διαπροσωπικό… Άλλωστε, για ο,τιδήποτε πιστεύεις σήμερα, σ’ αυτό δε θα έχεις κόστος. Μόνο η πίστη στην Αθανασία κοστίζει. Αυτός, όμως, που θα πιστέψει στην Αθανασία της Ψυχής του και πάρει το μεγάλο ρίσκο του ν’ ακουμπήσει την εμπιστοσύνη του σε μία τέτοιων μεταφυσικών προδιαγραφών κοσμοθεωρία, ο ίδιος άνθρωπος στη συνέχεια, θα νιώσει την άφατη μακαριότητα την οποία αφειδώλευτα θα προσφέρει η απόκτηση εκείνου  του συνοδού αγγέλου, που θα συντροφεύει πιστά τον άνθρωπο σ’ όλες τις απίθανες πτήσεις του επίγειου βίου.

Αυτό σου προσφέρει η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής. Τ ο ν π ν ε υ μ α τ ι κ ό π ι λ ό τ ο σ τ η μ α γ ι κ ή κ α ι υ π έ ρ ο χ η π τ ή σ η τ η ς ζ ω ή ς ! Ο ίδιος ο πιλότος, είναι εκείνος που θα σταθεί πολύτιμος οδηγός, και για την καλύτερη πτήση που θ’ ακολουθήσει. Την πιο ουσιαστική ! Την πιο ιδανική ! Την υπερκόσμια ! Την υπέρλογη! Την υπέρκαλλη! Την υπέρλαμπρη! Την υπέρφωτη! Την υπεραισθητή! Την υπερακατάληπτη ! Τ η ν π τ ή σ η τ η ς α ι ω ν ι ό τ η τ α ς ! Σ’ εκείνη δηλαδή την πτήση, που καμία σχέση δεν έχει με τις γήινες πτήσεις οι οποίες διαθέτουν συγκεκριμένη ώρα απογείωσης και ακριβή ώρα προσγείωσης. Στην πτήση της αιωνιότητας, άλλωστε, δεν υπάρχουν διάδρομοι προσγείωσης. Ούτε ασφαλώς φωτεινοί σηματοδότες, που θα εξασφαλίσουν την επιτυχημένη διαδικασία αυτής. Η πτήση της αιωνιότητας, διαρκεί για το πάντα για να έχει ανάγκη από τέτοιου είδους περιττά προσκόμματα !
Για να νιώσεις, όμως, αυτές τις απίθανες πτήσεις Θανάση μου, να’ σαι σίγουρος πως η στενή λογική των μερικών πόντων, δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Γιατί και οι μανάδες, παρόλο που δίνουν όλο το φαγητό στα παιδιά τους, κρατώντας το ελάχιστο για εκείνες ή και καθόλου ακόμα, ακολουθούν μία άλλη λογική στη ζωή τους, και μία άλλη νοοτροπία, τελείως ασύμβατη με την ειθισμένη και παραδεδεγμένη λογική. Με τη μόνη διαφορά, ότι εκείνες παραμένουν πάντα χορτασμένες, ενώ αν το καλοσκεφτείς, δεν έχουν καταφέρει να φάνε τίποτε απολύτως. Θα ρωτήσεις βέβαια φίλε μου, πώς γίνεται να τρώει ο άλλος, και’ γω να μένω συνέχεια πάντα χορτάτος ; Γίνεται. Γίνεται και παραγίνεται φίλε μου.
Και γίνεται, γιατί η  Ψ υ χ ή,    τ ρ έ φ ε τ α ι ”  και  “ χ ο ρ τ α ί ν ε ι     όχι με την υλική τροφή  την οποία ο άνθρωπος θα αναζητήσει ξανά και ξανά για να συντηρήσει τη βιολογική του υπόσταση. Η Ψυχή τρέφεται μοναδικά με τα άυλα εδέσματα που μονοπωλούν την κατανυκτική ατμόσφαιρα των πνευματικών  συμποσίων δηλαδή “  τ ρ έ φ ε τ α ι ”  και    χ ο ρ τ α ί ν ε ι ”  με την πίστη στην Αθανασία της Ψυχής και την προοπτική της αιωνιότητας.
Να σου υπενθυμίσω και την περίπτωση του θηλυκού πελεκάνου, που στρέφει το μυτερό ράμφος στο σώμα της, έτσι ώστε με το αίμα που θα κυλίσει, να θρέψει τα µικρά παιδιά της. Κάποιος, θα χαρακτήριζε την κίνησή τη ως διαστροφική ή στην καλύτερη των περιπτώσεων ως αυτοκτονική. Κάποιοι άλλοι, όμως, θα την χαρακτήριζαν ως κίνηση συμβολική του θυσιαστικού πνεύματος που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τον οποιοδήποτε άνθρωπο που επιδιώκει τα τιμιώτερα της ζωής ! Έτσι και η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής φίλε μου. Απαιτεί θυσία ! Η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής Θανάση μου, καθαρίζει σαν τα Ιορδάνεια νάματα, το τραγικό και σκοτεινό πρόσωπο της Ψυχής μας• μειώνει τη συναισθηματική μας μυωπία και μετατρέπεται σε άγκυρα, κάθε φορά που με βάναυσο τρόπο εμφανίζονται για να χτυπήσουν τα παράφορα κι άγρια κύματα του πολύπαθου βίου• η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής, αγαπητέ Θανάση, παραμυθεί τους πάσχοντες και αναξιοπαθούντες, και επιχέει βάλσαμο παρηγορίας πάνω στις πληγές των γκρεμισμένων καρδιών τους• η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής, φίλε μου, παρέχει τα ακεσώδυνα φάρμακα για όλες τις θλίψεις, για όλα τα δεινά, για όλες τις συμφορές της παγκόσμιας ανθρωπότητας • Με άλλα λόγια, η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής, φέρνει την υπομονή, την καρτερία, τον γλυκασμό της Ψυχής, αποδιώχνει την απελπισία, φυτεύει το όνειρο, ουρανοποιεί και πνευματοποιεί τις σκέψεις και τη λογική μας, τρέφει με πνευματικό λίπασμα τ’ αγιασμένα χώματα της Ψυχής μας, βοηθά τον άνθρωπο να υφαίνει ακούραστα το πνευματικό εργόχειρο της ζωής του, ενώ παράλληλα, δεν παραλείπει κάθε τόσο, στου κόσμου τη φωτιά, να φροντίζει να ρίχνει της ελπίδας τα κλειδιά στις ψυχές των απελπισμένων. -Τότε Αθανάσιε, έτσι όπως τα περιγράφεις τα πράγματα, αυτοί που δεν πιστεύουν στην Αθανασία της Ψυχής τους, κατά τη γνώμη σου, θα πρέπει να είναι πολύ απελπισμένοι και τελείως δυστυχισμένοι άνθρωποι. -Κοίτα, Θανάση. Ο κάθε άνθρωπος πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, κάνοντας χρήση του αυτεξουσίου του, της ατομικής του επιλογής, καθώς επίσης και της προσωπικής του ελευθερίας, είναι δυνατόν να διαμορφώσει αυστηρά από μόνος του τις συνθήκες για την εξέλιξη και την όποια μορφή ή τροπικότητα του βίου του. Να ! Τώρα δα θυμήθηκα αυτό που κάποτε έλεγε κι ο Δανός υπαρξιστής Σέρεν Κίρκεγκωρ ότι δηλαδή … το πιο τρομακτικό πράγμα που παραχωρήθηκε στα ανθρώπινα πρόσωπα είναι η ε π ι λ ο γ ή, η ε λ ε υ θ ε ρ ί α. Κι αν το καλοσκεφτείς, δεν είχε άδικο ο Δανός, διότι χωρίς την ελευθερία της επιλογής, δεν μπορεί να καταγραφεί στις πνευματικές λίστες της ανθρωπότητας, η ιδιοπροσωπία του κάθε ξεχωριστού ατόμου. Γιατί από τα πιο κρίσιμα σημεία της προσωπικής και πνευματικής μας πορείας - ίσως και το πιο κρίσιμο κατά την ταπεινή μου γνώμη - είναι η διαλεύκανση και το ξεκαθάρισμα των προσωπικών μας επιλογών, όπως επίσης και η σοφή διαχείριση του αυτεξουσίου μας. Καίριες και καθοριστικότατες καταστάσεις, των οποίων τα νοητά νήματα καθοδηγούνται αναμφισβήτητα από τις μεταφυσικές δυνάμεις της ελευθερίας και της προαίρεσης, δυνάμεις που διαθέτουν στα εσώψυχά τους, τη φοβερή δυνατότητα δημιουργίας καθεστώτος σεισμού ή παραδείσου στο πνευματικό σώμα της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Διότι ισομερή ροπή διεκδίκησης για πλήρη κατάληψη του ανθρώπινου αυτεξουσίου, μπορούν να έχουν ταυτοχρόνως τόσο τα αποκρουστικά και δυσειδή φαντάσματα των κακιών του ανθρώπου, όσο επίσης και οι κατάφωτοι και πάναγνοι άγγελοι των αρετών του. Ο εξαγνισμός, λοιπόν, της προαίρεσής μας, ο φωτισμός του αυτεξουσίου μας, και η κατάκτηση του πληρώματος της αυτογνωσίας, της αυτοαντίληψης, και της αυτοσυνειδητότητας, χρειάζεται όπως είναι αυτονόητο, Τη δική μας συνεργασία ! Το δικό μας άπλωμα του χεριού ! Το δικό μας πνευματικό ΟΚ ! Από’ κει και πέρα, ο κάθε άνθρωπος, έχει την ευθύνη των πράξεών του. Κατά συνέπεια, γίνεται κάτι παραπάνω από αυτονόητο Θανάση μου, πως αυτό που για μένα, μπορεί να φαίνεται στον προσωπικό μου κόσμο ως η απόλυτη ευτυχία, για τον άλλον άνθρωπο που βλέπει τη ζωή και τις προοπτικές αυτής από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, μπορεί να κριθεί η δική μου ευτυχία, ως η απόλυτη δυστυχία ! Και μάλιστα, από τις πιο φοβερές, απ’ τις πιο ολέθριες, απ’ τις πιο θανάσιμες που μπορούν να υπάρξουν ! Κοιτώντας, όμως τα πράγματα τελείως εμπειρικά, έχω φτάσει στη θλιβερή διαπίστωση, πως η άρση της πίστης στην Αθανασίας της Ψυχής από την κοσμοθεωρία της ανθρώπινης συνείδησης, οδηγεί πολλές φορές τον άνθρωπο σε μία σθεναρή άρνηση και απαξίωση των πάντων. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας τέτοιος αφιλοσόφητος άνθρωπος, θεοποιεί σε τέτοιο βαθμό τον παρόν της ζωής του, ώστε το αιώνιο μέλλον για εκείνον, να φαντάζει σαν φευγαλέο όνειρο καλοκαιρινής νυκτός. Συνεπώς, ένας τέτοιος άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να σκέφτεται τίποτε άλλο, παρά μόνο την τέρψη, την τρυφή και την αυστηρή προσήλωση στον ν ν καιρό, αφού το ε ε ν α ι για εκείνον, αποκαλύπτεται στην απνευμάτιστη κι ανοημάτιστη ζωή του, ως μία ψευδοκατάσταση που χαρακτηρίζει άτομα, χαμηλής νοητικής και πνευματικής στάθμης. Θεμελιώδης νόμος για έναν τέτοιον άνθρωπο, είναι ο νόμος της αυτοσυντήρησης, της αυτοπραγμάτωσης, της αυστηρής αυτοδικαίωσης, της αυτοκατάφασης. Ο νους ενός τέτοιου ανθρώπου υφίσταται και ενεργοποιείται, μόνο για τις υλιστικού τύπου ανάγκες, ενώ όποτε παραστεί αναγκαία η σχεδόν απίθανη περίπτωση να τοποθετήσει τον εαυτό του πάνω από τις ανάγκες του, δε είναι σε θέση να συναντήσει τίποτε άλλο, παρά ινδάλματα νοσούσης φαντασίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ζει, σα να μην υπάρχει θάνατος, γιατί πολύ απλά όταν τον αντικρίζει, τρομάζει και απελπίζεται από το φρικτό πρόσωπο του μηδενισμού του. Ρίξε μια ματιά γύρω σου Θανάση μου, και δες τί γίνεται στον κόσμο μας. Όπου κι αν ρίξεις τη ματιά σου, θα συναντήσεις την ασέβεια, την ανελεημοσύνη, τη μωρία, την αλαζονεία, την αδικία, την ασυνεσία, την αναλγησία, την κακία, την ειρωνεία, τη φιληδονία, την ανοησία, την απερισκεψία, την πλεονεξία, την πονηρία, την αυθάδεια, το φθόνο, την έριδα, τη ματαιότητα, την κουφότητα, το μίσος, την έχθρα, την υπερηφάνεια, τη διαφθορά, την περιφρόνηση, την υποτίμηση τον ωχαδερφισμό. Δε σου κρύβω, πως μου φαίνεται κάπως δύσκολο Θανάση, ο επιδιδόμενος στις παραπάνω ενέργειες άνθρωπος, να πιστεύει ταυτόχρονα και στην Αθανασία της Ψυχής του. Γιατί εκείνος που φιλοσοφεί σοβαρά με το ζήτημα της Αθανασίας της Ψυχής, θα φιλοσοφήσει εξίσου σοβαρά, κι επάνω στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Ο ίδιος επίσης άνθρωπος, θα ζει τη ζωή του πιο βαθιά, πιο συνειδητοποιημένα, πιο συγκροτημένα. Εν τέλει, στον άνθρωπο που πιστεύει στην Αθανασία της Ψυχής του, τα πάθη εκείνου, δραπετεύουν σαν να είναι αυτά άγρια ζώα. Αλλά αρκετά σε κούρασα Θανάση μου. Και σαν να μου φαίνεται πως πέρασε για τα καλά η ώρα. Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να σ’ αφήσω για να ξεκουραστείς. - Όχι Αθανάσιε. Δε με κούρασες καθόλου. Ίσα - ίσα, που σ’ ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή. Συνέχισε την πορεία των σκέψεών σου, και πες μου. Πού αλλού μπορεί να οδηγήσει κάποιον η απιστία στην Αθανασία της Ψυχής του. -Η Απιστία στην Αθανασία της Ψυχής, θεωρείται από ορισμένους και ως ηθικο- πνευματική βλάβη, αγαπητέ μου Θανάση. Επίτρεψέ μου σ’ αυτό το σημείο τον ακόλουθο σχηματικό συλλογισμό, ο οποίος θαρρώ πως μπορεί να φωτίσει πιο έντονα το δυσεξιχνίαστο των ποικίλων αποριών σου. Εάν μία οποιαδήποτε συσκευή, παρά τη βλάβη της, συνεχίζει να δουλεύει, τότε δεν είναι λίγες οι φορές, που αναβάλλουμε διαρκώς την πρόσκληση του αρμόδιου τεχνικού για την επισκευή της. Μετά, όμως, παθαίνει και δεύτερη και τρίτη βλάβη, και στο τέλος, αυτή η διαδοχή των βλαβών, καθιστά πολύ δύσκολη έως και ακατόρθωτη την αποκατάσταση αυτής της συσκευής. Το συγκεκριμένο παράδειγμα που σου εξέθεσα, είναι σε θέση ν’ αποκαλύψει κατ’ αναλογία, τα πολυπρισματικά σκοτεινά πρόσωπα της ψυχής των ανθρώπων, τα οποία και σου απαρίθμησα επωνύμως πριν από λίγο. Γιατί είναι ανάγκη να κατανοήσουμε Θανάση, πως μπορεί η απιστία του ανθρώπου σε σχέση με την Αθανασία της Ψυχής του, αρχικά να εκδηλώνεται εκ μέρους του, ως μία αμετάκλητη και εκφραστική της προσωπικότητάς του ιδεολογία, αργότερα, όμως, η εν λόγω ιδεολογία, αέναα θα πολλαπλασιάζει σαν πνευματική αμοιβάδα, τα ηθικά τέλματα στη ζωή αυτού του ανθρώπου και κατ’ επέκταση, στη ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εκεί οδηγεί Θανάση μου, η απιστία στην Αθανασία της Ψυχής. Αρχικά, παρουσιάζεται στον άνθρωπο, σαν κάτι τελείως ανεπαίσθητο. Σαν ένα μικρό απόστημα δηλαδή. Εκείνος τότε από αμέλεια , κι ακολούθως από αδιαφορία, θα αρνηθεί να ενδιαφερθεί για κάτι τόσο τελείως μικρό. Κατά συνέπεια, θα αρνηθεί και την ιατρική του παρακολούθηση. Το απόστημα, όμως, στη συνέχεια, θα οδηγήσει σε μετάσταση και τελικώς, σε καρκίνο. Τη συνέχεια όλων αυτών των καταστάσεων, τη γνωρίζουμε όλοι μας. Ο θάνατος σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, παρουσιάζεται ως γεγονός τελείως αναπόφευκτο! -Συνεπώς για σένα Αθανάσιε, όλα τα προβλήματα θα λυθούν, όταν ο άνθρωπος αρχίσει να πιστεύει στην Αθανασία της Ψυχής του. -Με με υποτιμάς έτσι Θανάση. Δεν είπα κάτι τέτοιο. Άλλωστε σού είναι και’ σένα πολύ γνωστό το απόφθεγμα “ συν Αθηνά και χείρα κίνει ”. Αλλά δε θα ήθελα να σου κρύψω πως η δική μου υπομονή, η συγχωρητικότητα, η ανεκτικότητα και η αγαπητική ορμή, αρχίζουν εκεί που κορυφώνονται και εξαντλούνται οι αρετές και τα πλεονεκτήματα όλων εκείνων των ανθρώπων που δείχνουν δυσπιστία ως προς την Αθανασία της Ψυχής τους. Κοίτα Θανάση μου ! Το δέντρο της πίστης στην Αθανασία της Ψυχής, μπορεί να έχει τις ρίζες του στο “ κοκκινόχωμα” της καρδιάς του ανθρώπου, αλλά όσο μικρές κι αν φαίνονται πως είναι, τα κλαδιά αυτού του δέντρου, είναι δυνατόν ν’ αγγίξουν μέχρι και τα κρόσια των πολύχρωμων φορεμάτων τ’ ουρανού. Με την πίστη στην Αθανασία της Ψυχής Θανάση, ο άνθρωπος, μπορεί να κατεργάζεται την ελπίδα του άκοπα, κι έτσι,
ούτε στα εφήμερα και στα παροδικά να σπαταλά τις ζωτικές του δυνάμεις  σαν να είναι αυτά αιώνια, ούτε τα αιώνια να περιγελά  και να καταφρονεί  σα να είναι αυτά πρόσκαιρα.
 Γι’ αυτό Θανάση, είναι ανάγκη ο κάθε άνθρωπος, να μην ασελγεί ούτε να παίζει ζάρια πάνω στο άυλο κορμί της ίδιας του της Ψυχής. Γιατί με το σώμα και την Ψυχή, συμβαίνει ό, τι και με μία ζυγαριά. Αν παραφορτώσεις τον ένα της δίσκο, οπωσδήποτε, θα κάνεις ελαφρότερο τον άλλο. -Όμως Αθανάσιε, το ζήτημα της Αθανασίας της Ψυχής, είναι ένα δύσκολο ζήτημα και πολύ φοβάμαι πως δεν είναι για όλους τους ανθρώπους. -Σ’ αυτό το σημείο έχεις απόλυτο δίκιο Θανάση φίλε μου. Είναι αλήθεια πως εντάσσεται στα πιο απαιτητικά αντικείμενα της ζωής του ανθρώπου. Ενώ δεν είναι και λίγοι αυτοί οι άνθρωποι, που δε σταματούν να ταυτίζουν το “ παράδοξο” του υπερφυσικού με το “ δυσπαράδεκτο” της λογικής τους . Αλλά αν εννοείς, ότι το θέμα αυτό, θα πρέπει ν’ απασχολεί μόνο τους μορφωμένους ανθρώπους, εδώ θα διαφωνήσουμε. Γιατί πώς εξηγείται το ότι άνθρωποι που δε πήγαν ποτέ στο σχολείο, παρουσιάζουν μία ακράδαντη πίστη στην Αθανασία της Ψυχής τους ; Βλέπεις Θανάση μου, η πνευματική γνώση, καμία απολύτως σχέση δεν παρουσιάζει με τη θύραθεν και κοσμική γνώση. -Αθανάσιε, σ’ ευχαριστώ για τις όμορφες σκέψεις σου. Αλλά θα ήθελα να σου θέσω κι ένα άλλο ερώτημα. -Πολύ ευχαρίστως Θανάση. -Πώς θα φανταζόσουν τη ζωή σου, χωρίς την προοπτική της Αθανασίας της Ψυχής σου; -Θα σου απαντήσω ως εξής Θανάση μου. Σε καλώ να φανταστείς, τις φοβερές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για ένα καράβι, η απότομη λήξη του αναβοσβήματος ενός πελώριου φάρου, στα καταφαγωμένα από το χρόνο έρημα βράχια. Σε καλώ να φανταστείς, τις φοβερές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για το κυοφορούμενο βρέφος, η βίαιη αποκοπή του από τον ομφάλιο λώρο. Τέλος, σε καλώ να φανταστείς, με ποιο τρόπο η μυθολογική “ Αργώ ” του Ιάσωνα, θα μπορούσε τελικά να καταφέρει τον ασφαλή διάπλου της από τις Συμπληγάδες Πέτρες, χωρίς τη βοήθεια εκείνου του γλυκού περιστεριού, που επέτυχε τελικώς να εισχωρήσει στους αδιάβατους κι απροσπέλαστους πελώριους βράχους της θάλασσας -Θέλεις να πεις Αθανάσιε, πως η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής σου, είναι για σένα, ο νοούμενος φάρος, ο νοούμενος ομφάλιος λώρος, το νοούμενο και συμβολικό γλυκό περιστέρι του Ιάσωνα ;
-Ακριβώς αγαπητέ μου Θανάση. Ίσως και κάτι παραπάνω ακόμα. Γιατί παρόλο που το ζήτημα της Αθανασίας της Ψυχής, χαρακτηρίζεται από άπειρο βάθος που με δυσκολία βλέπουν σ’ αυτό ακόμα και οι οφθαλμοί των Αγγέλων, εκείνο δε σταματά ποτέ να “ εκχερσώνει” την Ψυχή από τα νοητά απόβλητα που δημιουργεί η φυσιολογικοποιημένη απνευμάτιστη ζωή, να καταυγάζει σαν αστραπή το νου των ανθρώπων, να φωτίζει τα αισθητήρια όργανα της Ψυχής, να καταφλέγει την ύλη της παράνοιας, να “ ξεπλένει ” σαν σε λουτρό τη συνείδηση, και να λαμβάνει ουκ ολίγες φορές τη μορφή ενός στιβαρού και παχύσκιου δέντρου, το οποίο καρποφορεί λαμπρό καρπό, χαρίζοντας έτσι τη δροσιστική του σκιά σ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους που καταφεύγουν σ’ αυτό, αφού πρώτα έχουν επικίνδυνα καεί από τις βλαβερές ηλιαχτίδες του παραπλανητικού ήλιου του προστάγματος “ φάγωμεν, πίωμεν, αριον γρ ποθνσκομεν. ” Πρόκειται για εκείνον τον ήλιο που παράγει το χλωμό και πλανερό κίτρινο φως, κι όχι το παντάλευκο φως, του μόνου ικανού να θερμαίνει αληθινά τις ψυχές των ανθρώπων, στα χειμωνιάσματα των καιρών μας. -Κι ο σύγχρονος άνθρωπος Αθανάσιε, πώς πιστεύεις ότι θα μπορούσε να βοηθηθεί από την πίστη στην Αθανασία της Ψυχής ; -Θα σου πω αμέσως Θανάση μου. Στη δύσκολη περίοδο που διανύει η πατρίδα μας, όλοι προτείνουν διάφορες μεθόδους για το πώς θα ξεφύγουμε από την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας. Σχεδόν, όμως, κανένας, δεν αναφέρεται στην κρίση που περνάν οι ανθρώπινες ψυχές από τα πάσης φύσεως ψυχικά αδιέξοδα, και που σαν τις Φαραωνικές πληγές, δεν παύουν να κατακρεουργούν τον σύγχρονο άνθρωπο, κάνοντας έτσι την Ψυχή του, να κυλά σαν κυλιόμενη πέτρα, “ ντου - γρού ” στον γκρεμό του ορυμαγδού. Συνεπώς, η πίστη στην Αθανασία της Ψυχής, με το παρακίνημά της για φιλοσοφημένη ζωή κι όχι ανοημάτιστης, καθώς και με την υπερεπείγουσα προτροπή της για άμεση διάκριση ανάμεσα στο φθαρτό και το άφθαρτο κι ανάμεσα στο χρονικό και το άχρονο, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν “ έμπλα -στρο ” στην αιμορροούσα συνείδησή μας.
Η γνήσια πίστη στην Αθανασία της Ψυχής Θανάση μου, είναι μία πνευματική μάχαιρα, που αποκόπτει όλες τις ορδές του κακού • κι αυτό το όπλο, μάς χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ, μιας κι από τα χείλη όλων μας, βγαίνει η αναπνοή κουρασμένη, ασθμαίνουσα, και κεντημένη συνέχεια από τον ανατριχιαστικό ήχο του π ι κ ρ ο ύ σ α β α χ θ α ν ί . Και μιας και είμαστε κάτω από την Ακρόπολη, Θανάση τον Σωκράτη τον θυμάσαι καθόλου ; -Άκου λέει αν τον θυμάμαι. Μα τί ερώτηση είναι αυτή ; -O Σωκράτης, λοιπόν, Θανάση, λίγο πριν πεθάνει, μιλούσε στους ανθρώπους για την Αθανασία της Ψυχής. Κι αυτή ακριβώς η πίστη του, τού χάρισε το γαλήνιο και πράο ύφος στο πρόσωπό του κατά την ώρα του θανάτου του. Και δε θα ήταν υπερβολικό να πούμε, πως η Αθανασία που η διδασκαλία του Σωκράτη κομίζει, όταν βιώνεται κατά το δικό του παράδειγμα Θανάση, μπορεί να τοποθετήσει πνευματικά φτερά στους κουρασμένους - από το κουβάλημα των ασήκωτων καιρών - ώμους των σύγχρονων ανθρώπων , καθιστώντας αυτούς τους ανθρώπους από την πρώτη κι όλας στιγμή που θα πιστέψουν σ’ αυτήν, αναστημένους ανθρώπους. Για πρώτη φορά ο Θανάσης, έδειχνε τόσο συγκινημένος από τις απαντήσεις του φίλου του. Κι άλλες φορές, τού είχε μιλήσει γι’ αυτά τα θέματα, αλλά πρώτη φορά τα λόγια του κατάφεραν να τον αγγίξουν τόσο πολύ. Τόσο πολύ, που σε μια στιγμή, ο Θανάσης, λέει στον Αθανάσιο. -Με την κουβέντα, ξημέρωσε Αθανάσιε. -Ναι! Το πρόσεξα Θανάση μου. Ευτυχώς που σήμερα είναι Σάββατο, και δεν έχουμε δουλειά. Συγγνώμη αν σε κούρασα. -Μα τί είναι αυτά που λες τώρα Αθανάσιε. Τόσο πολύ μού άρεσαν αυτά που μου έλεγες όλη αυτή την ώρα, που σκέφτομαι από σήμερα κι όλας, να προσθέσω και΄ γω το κεφαλαίο ΆΛΦΑ που συνειδητά έχω βγάλει τόσα χρόνια απ’ το όνομά μου. Από σήμερα, θέλω να με λένε και’ μένα Α – θανάσιο. Το χειρότερο, όμως, Αθανάσιε, ξέρεις ποιο είναι ; Eίναι ότι δεν είναι έχω βγάλει αυτό το ΑΛΦΑ, μόνο απ’ τ’ όνομά μου. Το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι αυτό το ΑΛΦΑ, το έχω βγάλει συνειδητά τόσα χρόνια απ’ την Ψυχή μου, τα λόγια μου, τις σκέψεις μου, τη συνείδησή μου, τα αισθήματά μου, τις σχέσεις μου με τους συνανθρώπους μου. Με αποτέλεσμα, όλα τους να είναι θ α ν ά σ ι μ α. Όπως και τ’ όνομά μου. Δηλαδή κάλπικα, μάταια, ανούσια, προσποιητά, ψεύτικα. -Χαίρομαι Θανάση. Εεεεεε …εεε συγγνώμη! Αθανάσιε ήθελα να πω. -Δεν πειράζει Αθανάσιε. Η αρχή είναι πάντα δύσκολη για όλους. Μα αυτό που μου κάνει περισσότερη εντύπωση ξέρεις ποιο είναι Αθανάσιε ; Ρώτησε ο πρώην Θανάσης. -Ποιο Αθανάσιε ; -Ότι όλη αυτή η κουβέντα, ξεκίνησε από ένα τραγούδι του Γκάτσου και του Χατζιδάκη. Τότε ο Αθανάσιος, πάλι χαμογελώντας, και όντας πολύ ενθουσιασμένος για τη ριζική μεταστροφή των απόψεων του φίλου του, γυρνάει και λέει στον πρώην Θανάση. -Αθανάσιε, το τραγούδι της Αθανασίας είναι όντως ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Ξέρω όμως κι ένα άλλο, που νομίζω πως θα σου αρέσει καλύτερα. -Ποιο είναι αυτό αδερφέ μου ; -Είναι αυτό που λέει : « Η σ ω τ η ρ ί α τ η ς Ψ υ χ ή ς, ε ί ν α ι π ο λ ύ μ ε γ ά λ ο π ρ ά γ μ α … »
Στη συνέχεια, τα βλέμματα και των δύο, ανταμώθηκαν χαμογελαστά. Είχε πρώτα προηγηθεί με την κουβέντα τους, όμως, το γλυκό αντάμωμα των ψυχών τους. Ο ένας είπε στον άλλο καλημέρα. Αποχαιρετίστηκαν. Αφού απομακρύνθηκαν, ο “πρώην ” Θανάσης, θέλησε ψιθυριστά, να καλημερίσει και την Ψυχή του ! Και το τόλμησε ! Τότε άρχισε να φωνάζει δυνατά στη μέση του δρόμου. Καλημέρα Ψυχή μου ! Και ξανά. Καλημέρα Ψυχή μου ! Μόλις είχε αρχίσει σιγά - σιγά, να ΄ ρχεται το γλυκό ξημέρωμα, εκτός από τη μισή υδρόγειο, και στη δική του Ψυχή ! Την πρώην αφώτιστη ! Την πρώην αξημέρωτη ! Την πρώην αμετανόητη του πρώην Θανάση και νυν Α - θ α ν ά σ ι ο υ !
Του Φιλολόγου Παναγιώτη Δ.Σκοπετέα .

7 Σεπ 2012

Στην Βαϊδενίτσα στα γενέθλια της Παναγιάς...


Ήταν πάντα η …τελευταία μας μέρα στο χωριό …η τελευταία μέρα καλοκαιριού ..Γι αυτό φρόντιζα πάντα να μην χάσω ούτε μια στιγμή της ..
Η παρέα των νέων θα ξεκινούσε με τα πόδια για την Βαϊδενίτσα πρωί-πρωί γύρω στις εφτά … ενώ άλλοι οι του όρθρου εραστές …είχαν ξεκινήσει από χαράματα ξυπόλυτοι οι περισσότεροι στην …χάρη της …στα γενέθλιά της... Ο δρόμος δύσκολος ανηφορικός και κακοτράχαλος τότε ,γεμάτος από μυρωδιές Ταϋγέτου και χρώματα του πρώτου Φθινοπώρου …
Στάση για ξεϊδρωμα στον πύργο των Κιτρινιαρέων …και από κει άλλα είκοσι λεπτά ως την αγιασμένη αυλή του μοναστηριού …
Σίγουρα μες στο καλοκαίρι η παρέα θα ρχόταν ακόμα μια φορά τουλάχιστον στην πιο ζεστή του μέρα να δροσιστεί με τα κρυστάλλινα νερά της πηγής …να φάει καρπούζι παγωμένο στην λιμνούλα πάνω απ την δεξαμενή…. να θαυμάσει τα καβούρια με το Β χαραγμένο απ τον Θεό πάνω τους …Να ανάψει κερί μπροστά στο υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού….να αφουγκραστεί τους πύρινους λόγους του Παπουλάκη που πέρασε κάποτε από εκεί….
Ο Σεπτέμβρης σημαδεύει την όγδοη μέρα του και τα γεννητούρια της Κυρίας Θεοτόκου …Έχω χρόνια πολλά να βρεθώ εκεί ανήμερα του γενεσίου Της …।μα η ψυχή μου δεν θα λείψει ποτέ ,απ το μισογκρεμισμένο μα πανέμορφο , ερειπωμένο μοναστηράκι μας … ψάλλοντας την χαρά που εμήνυσε η γέννηση της Παναγιάς μας σε όλη την οικουμένη….
νώντας σκοπετέας /Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φώς
(Πηγή:http://www।mani.org.gr/ekklisies/vaiden/vaid.htm)
Μεταξύ των βουνοκορφών της «Μαυροβούνας» και του «Ταξιάρχη» του Ταϋγέτου, στην ανατολική πλευρά μιας ρεματιάς βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγίας της Βαϊδενίτσας ή Βοϊδενίτσας. Η πρόσβαση γίνεται είτε από τη Σαϊδώνα, είτε από το Εξωχώρι, περίπου στη μέση της απόστασης των δύο χωριών.

Η ονομασία μάλλον προέρχεται από τη σλάβικη λέξη «Βόδα» που σημαίνει νερό ή «βοδονίτσα» που σημαίνει μύλος, νερόμυλος. Άλλωστε κοντά στο Μοναστήρι βρίσκονται έξη παμπάλαιοι νερόμυλοι που εξυπηρετούσαν τα χωριά της περιοχής μέχρι τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Το συγκρότημα ήταν περιφραγμένο από μαντρότοιχο για την απόκρουση επιδρομέων. Η χρονολόγηση της ανέγερσής του δεν έχει γίνει. Πιθανόν να κτίσθηκε για άμυνα και φύλαξη των χωριών της Καρδαμύλης και της Ανδρούβιστας από τυχόν επιδρομές Τούρκων, από τη πλευρά της Σπάρτης μέσω του δάσους της Βασιλικής. Τα Μοναστήρια της Βαϊδενίτσας, του Σαμουήλ και ο πολεμόπυργος του καπετάν Κιτρινιάρη, πάνω στο ξερόβραχο της «κουδούνας», πράγματι αποτελούν ένα ισχυρό οχυρό τρίγωνο άμυνας.
Η εκκλησία βρίσκεται εκτός περιβόλου και πρέπει να είναι νεώτερη. Πιθανόν εντός περιβόλου να υπήρχε παλαιότερη. Δεν είναι τοιχογραφημένη, αλλά διατηρεί αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στην πέτρινη παραστάδα της αριστερής πλευράς της εισόδου διακρίνουμε επιγραφή με χαραγμένο σταυρό και χρονολογία 1807.

Παλιότερα υπήρξε καταφύγιο κλεφταρματωλών ενώ σ’ αυτό κατέφυγε ο αντιοθωνικός κήρυκας Παπουλάκης που αναστάτωσε τη περιοχή με τα κηρύγματά του και συνελήφθη το 1852.

Σ’ αυτό φιλοξενήθηκαν κατά τη κατοχή Κύπριοι και Άγγλοι στρατιώτες και αυτό αποτέλεσε την αιτία επιδρομής των Ιταλών το 1942, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν τα περισσότερα κτίρια του Μοναστηριού.

Σήμερα διασώζεται πολεμόπυργος, με θολωτή στέγη και πολεμίστρες ενώ υπάρχει ορατότητα με το πύργο του καπετάν Κιτρινιάρη, χαμηλότερα στη πλαγιά.
Παλιότερα και μέχρι τον Μεσοπόλεμο υπήρχαν καλόγεροι στο Μοναστήρι, που αποτελούσε μετόχι του Μεγάλου Σπηλαίου. Το ερειπωμένο Μοναστήρι στέκεται περήφανο ανάμεσα στις καρυδιές και στις κερασιές της πανέμορφης ρεματιάς, ενώ το λιγοστό νερό από την υπερχείλιση της κοντινής δεξαμενής κυλάει ανάμεσα στα βράχια και σε ορισμένα σημεία σχηματίζει μικρές λιμνούλες.
Εκεί κατά καιρούς βρίσκονται και καβούρια, που στο καύκαλό τους λέγεται ότι διακρίνεται το γράμμα «Β». Ο επισκέπτης δροσίζεται από στάλες νερού που αναβλύζουν από τα τοιχώματα της πλούσιας σε βλάστηση ρεματιάς, η οποία φιλοξενεί τη πανίδα και ορνιθοπανίδα της περιοχής. Από εδώ αρχίζει το Φαράγγι της Νούπαντης το οποίο καταλήγει στη παραλία «του Φονέα», ανατολικά της Καρδαμύλης.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, εορτή των γενεθλίων της Παναγίας, εορτάζεται η ομώνυμη εκκλησία που βρίσκεται στο περίβολο του Μοναστηριού, από τους προσκυνητές των κοντινών χωριών.

3 Σεπ 2012

Ένα σπίτι δίπλα στο καμπαναριό...


Ο Σταύρος ο χαμάλης …Στην όψη θηριώδης και στην ψυχή παιδί .Τα λάτρευε όλα του τα βλαστάρια …Επτά γέννησε η γυναίκα του …Τα δυο δεν άντεξαν και πέταξαν μικρά για τον ουρανό .Βλέπεις εκείνα τα χρόνια ήτανε συνηθισμένο , με την πείνα και τις στερήσεις . Ο Σταύρος όμως πάντα τα θυμότανε και τα μνημόνευε στα ψυχοχάρτια που έγραφε αναστενάζοντας βαθιά …και όποτε τον ρωτάγανε πόσα παιδιά είχε εκείνος απαντούσε :-Επτά !!!Πέντε στην γη και 2 κει πάνω… και σήκωνε το κεφάλι του να τα ψάξει τα αγγελούδια του …την Λευτερίτσα και τον Πολυχρόνη του .
Ο Σταύρος ο χαμάλης …έτσι τον ξέρανε όλοι ..θαρρείς και αυτό ήτανε το επώνυμό του μα εκείνος το χε για παράσημο …Ό,τι δουλειά υπήρχε την έκανε χαρούμενα . Κυρίως αυτή του αχθοφόρου με το μικρό του καροτσάκι στο λιμάνι …Χρόνια ολάκερα χωρίς σταματημό σήκωνε τα βάρη των άλλων δίχως βαρυγκόμια αγιάζοντας έτσι τον ιδρώτα του … Το μόνο του παράπονο ήτανε που το μικρό σπιτάκι με τα τρία δωμάτια και την αυλή ήταν πολύ μακριά από την εκκλησιά του Άγιου Σπυρίδωνα που τόσο τον ευλαβούνταν. Έπρεπε να περπατήσει μισή ώρα και βάλε για να φτάσει στον Άγιο …Αξημέρωτα έπρεπε να ξεκινήσει για να ακούσει τον αγαπημένο του εξάψαλμο …Σπάνια τα κατάφερνε , όχι γιατί αργούσε να ξυπνήσει …κάθε άλλο …από τις τέσσερις ξυπνούσε και μετάνοιζε μπροστά στο εικονοστάσι , μα ήτανε βλέπεις και πέντε παιδιά που όλο και αρρώσταιναν , ήτανε και η γυναίκα του η Αργυρώ που ήθελε τις Κυριακές και τις Γιορτές να πηγαίνουν όλοι μαζί στην Εκκλησιά και δεν ήθελε να της χαλά το χατίρι .
Έτσι λιγοστές ήτανε οι φορές που ο Σταύρος τα κατάφερνε να ακούσει τον εξάψαλμο στον Άγιο Σπυρίδωνα ή και στην Ενορία τους.
Μα και όταν έτσι ήταν τα πράγματα πριν φτάσουν τον είχε πει μπροστά στις εικόνες τους …Και πάντα κοιτάζοντας μια χάρτινη του Αγίου Σπυρίδωνος που χε ψηλά με παράπονο του έλεγε : Άγιε μου Σπυρίδωνα ούτε σήμερα τα κατάφερα ,μα ξέρεις εσύ πόσο σε αγαπώ ξέρεις πόσο σε δίψασε η ψυχή μουΑξίωσε μας Άγιε κάποτε ν αποκτήσουμε μια κάμαρη έστω, δίπλα στο καμπαναριό σου!
Τον εξάψαλμο με τα χρόνια τον έμαθε απ έξω …Και έτσι ο Σταύρος τον ζούσε στην κάθε δύσκολη μέρα του και την αγαπούσε πολύ αυτήν την προσευχή ..Θες γιατί είχε ακούσει πως όσο κρατά ο εξάψαλμος θα κρατήσει και η τελική κρίση ..Θες γιατί έβρισκε πάντα μέσα στα λόγια εκείνα τα άγια , παρηγοριά σε ό,τι του σφιγγε την ψυχή …Λες και είχε γραφτεί γι αυτόν ..τι κι αν δεν ήξερε πολλές από τις λέξεις του …κάθε φορά που έφτανε να πει το : να τ Κριε πωθες τν ψυχν μου, ποστρφεις τ πρσωπν σου π' μο; πτωχός εμι γ κα ν κποις κ νετητς μου, ψωθες δ ταπεινθην κα ξηπορθην γέμιζαν τα μεγάλα του μάτια δάκρυα που κύλαγαν ασταμάτητα όπως τα χρόνια …
Ο Σταύρος έμεινε μόνος με την Αργυρώ του το στήριγμά του … …Τα παιδιά τους πήραν δρόμους όμορφους κάναν οικογένειες και ξενιτεύτηκαν …Τον πατέρα και την μάνα τους φρόντιζαν και τίποτα δεν τους έλειπε μα δεν τα κατάφεραν να τους πάρουνε και μαζί τους . Έμεινε ο Σταύρος εκεί στο σπίτι τους , μεγάλος πια μα όχι λυπημένος …τα κατάφερνε άλλωστε ακόμα καλά στα πόδια …Έτσι σχεδόν κάθε μέρα ξεκίναγε αχάραγα για τον Άγιο …και έφτανε πολλές φορές πριν απ τον Παπά και τον περίμενε στα σκαλοπάτια …Πως τον χαιρότανε αυτόν τον ζήλο του ο Παππούλης …- Άντε Κυρ Σταύρο του έλεγε τα κατάφερες και σήμερα πρώτος να ρθεις ! και έλεγε στον ψάλτη να του δίνει καμιά φορά να διαβάζει τον εξάψαλμο …μα τις περισσότερες ο Σταύρος κρυβόταν σε καμιά γωνιά του μεγάλου ναού και δεν τον έβρισκαν …ήθελε ν ακούσει ακίνητος με τα μάτια κλειστά τα λόγια που τόσο είχε αγαπήσει…
Ανήμερα του Σταυρού αρχές του 90 με γλυκό σταφύλι και δροσερό νερό υποδέχτηκαν παιδιά και εγγόνια στην ασβεστωμένη τους αυλή …Πόσο ευτυχισμένος ένιωθε και έλεγε από μέσα του συνέχεια αυτό που από τον Εξάψαλμο ένοιωθε πως ταίριαζε στην περίσταση : Ελγει, ψυχ μου, τν Κριον, κα πντα τ ντς μου τ νομα τ γιον ατο. Ελγει, ψυχ μου, τν Κριον, κα μ πιλανθνου πσας τς νταποδσεις ατο. -Πλημμύρισε η αυλή από αγγελούδια ! έλεγε και ξανάλεγε αντικρύζοντας τα εγγόνια του …Τρία από αυτά είχαν πάρει τα όνομά του μα δεν τα ξεχώριζε από τα άλλα ούτε καν τον Σπυράκο τον πιο μικρό απ όλα που χε πάρει τα όνομα του αγαπημένου του Αγίου …Γι αυτό και κείνη την ημέρα με την γυναίκα του είχαν αγοράσει και στα πέντε του παιδιά από μια όμορφη εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος . Τις είχε παραγγείλει από καιρό να αγιογραφηθούν και τώρα ήρθε ο καιρός να πάρουν τις θέσεις τους στα σπιτικά των παιδιών του , που καμάρωνε γιατί το καθένα τους είχε προκόψει στα γράμματα και γίνανε όλοι τους μεγάλοι και τρανοί …Ένα μικρό κουτάκι με κορδέλα βάλανε μπροστά του…-Δεν σας έχω πει πως δεν θέλω δώρα; Μου φτάνει που σας έχω όλους εδώ …-Άνοιξέ το παππού φώναξαν με μια φωνή τα εγγόνια του …Ένα κλειδί και μια κάρτα ήτανε μέσα …Την πήρε με χέρια που έτρεμαν και διάβασε δυνατά : Στον πατέρα και στην μάνα ! Οδός Σωτήρος !Δίπλα στο καμπαναριό !
-Ένα μικρό διαμέρισμα δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα για σένα και την μάνα Πατέρα! …Για να μην κουράζεσαι …ν ακούς τον εξάψαλμο κάθε μέρα και τις καμπάνες που τόσο αγαπάς …ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε μιας και δεν θέλετε να ρθείτε μαζί μας … Περίμεναν όλοι την αντίδρασή του …Έσκυψε το κεφάλι και έμεινε έτσι για λίγο ανέκφραστος …Έκανε έπειτα τον Σταυρό του αργά και είπε με σπασμένη φωνή :
εσελθέτω νπιν σου προσευχ μου κλνον τ ος σου ες τν δησν μου…Αυτό νόμιζε ότι ήταν το μόνο ταιριαστό εκείνη την άγια ώρα …ο Σταύρος ο χαμάλης …που λάτρευε να λέει τον εξάψαλμο ...
νώντας σκοπετέας/Φιλαγιορείτης
απόσπασμα απο ραδιοφωνική εκπομπή του εν τω φωτί Σου οψόμεθα φώς με τίτλο : " αυτοί που αγαπούν να λένε τον εξάψαλμο "

24 Αυγ 2012

Τ΄όνειρο ...του Αγίου Φανουρίου


Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι πως σχεδόν όλα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια …το σκαγα απ το σπίτι στο χωριό και συναντιόμουν με όλα τα άλλα τα παιδιά στην …καμάρα που χε δροσιά ,και καταστρώναμε το σχέδιο …οι άλλοι οι μεγάλοι από νωρίς μέσα στη λάβα του μεσημεριού ήταν ήδη σε ένα απ τα αναρίθμητα μικρά μανιάτικα ξωκκλήσια και ξεχορτάριαζαν τις μικρές αυλές και ασβέστωναν με την ψυχή τους να μοσχοβολήσει η γειτονιά γιορτή …Εμείς με τα κοφίνια για τους άρτους έπρεπε να τραβήξουμε για τις απάνω ρούγες εκεί που τα βασιλικά σταυρολούλουδα και οι καλοκαιρινοί κατηφέδες περίμεναν καρτερικά την δική τους σειρά να γίνουν αγιασμένοι , πλέκοντας ευωδιαστό στεφάνι στον Άγιο της ημέρας …Είχαμε και ένα εκκλησάκι στο χωριό που οι μεγάλοι το λέγανε :Αη Χαραλάμπη μα εγώ πάντα το έλεγα Άγιο Φανούριο …και οι μεγάλοι με διόρθωναν …μα εγώ πάντα έτσι θα το λέω και ας με συγχωρέσει του Φλεβάρη ο αγαπημένος Άγιος …γιατί όσα χρόνια και αν περάσουν πάντα θα θυμάμαι αυτό το πανηγύρι των ψυχών που στήνονταν εκεί κάθε χρόνο στα τέλη του Αυγούστου …και μείς τα παιδιά που ήδη είχαμε κάπως αδιόρατα αρχίσει να μελαγχολούμε με το φευγιό της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς ευχαριστούσαμε ενδόμυχα τον Άη Φανούρη που έκανε το θαύμα του μαζεύοντας στη χάρη του ένα χωριό ολάκερο και τόσα μοσχομύριστα ταψιά σκεπασμένα με τα πιο λευκά δαντελωτά …κι ας μην είχε… δικό του εκκλησάκι και ας τον …φιλοξενούσε χρόνια τώρα κάποιος άλλος … Τώρα στα 40 μου έχω ένα όνειρο που κάθε χρόνο στις 27του μήνα της Παναγιάς ,θερμαίνεται όλο και πιότερο αντικρύζοντας τα βλέμματα των θυγατέρων μου όταν καμαρώνουν μπρος την πίττα που φτιάξανε στον Άγιο ,όταν ξαναατενίζω τις δώδεκα παραστάσεις του μαρτυρίου του μια-μια με τον Άγιο να αναδύει πίστη ακλόνητη φρόνημα μαρτυρικό και Αγάπη για τον Χριστό και όλα τα παιδιά Του .Να φτιάξουμε ένα μικρό εκκλησάκι στην χάρη του Αγίου , με αυλή που να χωρά όλα τα γλυκά τάματα των πιστών και υπέροχα απλοϊκών ανθρώπων που του ζητούν να τους φανερώσει απο το πιο μικρό και ασήμαντο αντικείμενο μέχρι το πιό πολύτιμο αγαθό της ζωής μας , την ελπίδα της σωτηρίας ,την σιγουριά της αιωνιότητας ...
Νώντας Σκοπετέας .Απόσπασμα απο ραδιοφωνική εκπομπή του εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως με τίτλο:Ο Φιλοξενούμενος Άγιος Φανούριος )

12 Αυγ 2012

Νύχτα παραμονής στην Παναγιά την Πρέκλα ...



Θέλει να ταξιδέψει ο νους τούτες τις ώρες τις άγια καρτερικές ..Να σε πάει ως τα σκαλιά της Μεγαλόχαρης να δεις πως ο πόνος και η ελπίδα που χαρίζει η Μάνα του κόσμου , αναδεύονται ευλογημένα με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης ..Nα σε οδηγήσει στο πιο ταπεινό προσκυνητάρι Της το φρεσκοασβεστωμένο με μια χάρτινη εικόνα της Κοίμησής Της και ένα διαμαντένιο φως καντηλιού να μερώνει το σκοτάδι της πιο γλυκιάς παραμονής γιορτής …
Να νοσταλγείς κάτι που ποτέ σου δεν έζησες , λίγοι μπορούν να σε κάνουν …
Ο Κυρ Αλέξανδρος είναι ένας απ αυτούς …Πάμε αμέτρητους καιρούς αγνούς και ευλαβικούς πριν στον χρόνο να αγρυπνήσουμε στην Παναγιά την Πρέκλα νύχτα παραμονής Δεκαπενταυγούστου …
(ν.σ)
……Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:
- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην…..
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου ( Απόσπασμα )

7 Αυγ 2012

Καλή Παναγιά !


Στο μισοσκόταδο της γωνιάς δίπλα στο προσκυνητάρι της Αγίας του Θεού στέκεται όρθιος και σιγοψέλνει την μικρή παράκληση και θρηνεί και στενάζει …με τα μάτια κλειστά και την ζέστη του Αυγούστου να αγκαλιάζει την ελπίδα την άσβεστη πως αυτή η ψιθυριστή φωνή θα φτάσει στον Φιλάνθρωπο Θεό. Και έπειτα θα γονατίσει να νοιώσει την Αναστημένη χαρά των θλιβομένων να περνά σαν δροσερό αεράκι απ το πλάι ,ταχυνή βοήθεια …να αισθανθεί εκείνο το νεύμα το ποθούμενο, να σιγουρευτεί πως δεν θα παραβλεφθούν οι μέσα του κλαυθμοί και τα δάκρυα κι οι στεναγμοί …
Και έπειτα θα σηκωθεί . Θα προσκυνήσει με αγάπη εύλαλη Αυτήν που γέννησε το προαιώνιο το Φως και αμέτρητες φορές θα πει σε όποιον συναντήσουν τα υγρά του μάτια , αυτήν την ευχή που δεν την χορταίνει η ψυχή του : Καλή Παναγιά ! Σε λίγο ξημερώνει το δικό Της Πάσχα...
(νώντας σκοπετέας /Εν τω φωτί Σου οψόμεθα Φως)

30 Ιουλ 2012

Πέρασε απο εδώ η Παναγία ...


Πήγα στον Γέροντα τον Σεπτέμβριο του 1977, ήμερα Δευτέρα, παραμονή του Τιμίου Σταυρού. Χτύπησα την πόρτα πολύ πρωΐ, ο Γέροντας μου άνοιξε. Ήταν πολύ χαρούμενος και ευδιάθετος. «Α, ευτυχώς πού ήρθες διάκο», μου λέγει, «και έχω πανήγυρη αύριο. Θάρθουν ψάλτες, παρήγγειλα ροφό και έλειπε ένας διάκος. Ήρθες εσύ, εντάξει η πανήγυρη». «Έλεγε και άλλα τέτοια αστεία. Ύστερα μου είπε: «Θα μείνης εδώ απόψε». Ήξερα ότι ο Γέροντας δεν κρατούσε κανέναν τη νύχτα μαζί του. Μόλις μου το είπε πέταξα από την χαρά μου. Πήγαμε στο Εκκλησάκι, με έβαλε και τακτοποίησα την Αγία Τράπεζα, ξεσκόνισα, σκούπισα τον διάδρομο, έκανα διάφορες δουλειές. Μέσα μου αισθανόμουν πολύ μεγάλη χαρά. Το μεσημέρι πήγαμε να φάμε. Έκανε τσάϊ, έφερε παξιμάδι και έβγαλε άγρια λάχανα από τον κήπο του. Μου έκανε εντύπωση όταν κάναμε την προσευχή. Ο Γέροντας είπε το «Πάτερ ημών…» σήκωσε τα χέρια του και το είπε με τόσο πόθο και τόσην ευλάβεια πού ήταν σαν να μιλούσε πραγματικά με τον Θεό. Μετά με πήγε στο Κελλί και ξεκουράστηκα καμμιά ώρα. Ύστερα κάναμε τον μικρό Εσπερινό με κομποσχοίνι. Όταν τελειώσαμε μου είπε ο Γέροντας: «Κοίταξε, διάκο, τώρα θα κάνουμε αγρυπνία με κομποσχοίνι και το πρωΐ θα΄ρθεί ο παπάς να μας λειτουργήση. Ξέρεις να κάνης κομποσχοίνι; Θα σου πώ τί θα κάνεις», και μου έδωσε ένα πρόγραμμα. Ήταν ένα σοφό πρόγραμμα για να μην νυστάξω την νύχτα. Μου είπε να κάνω ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έπειτα να κάνω ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στήν Παναγία. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Χριστό για τους ζώντες. Ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στην Παναγία για τους ζώντες. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Χριστό για τους κεκοιμημένους. Ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι στην Παναγία για τους κεκοιμημένους. Ένα κομποσχοίνι τριακοσάρι στον Τίμιο Σταυρό και μετά ένα τριακοσάρι «δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι». Πρώτη φορά άκουγα ότι γινόταν αυτό το πράγμα. Μου εξήγησε: «Αυτό το κομποσχοίνι είναι δοξολογία. Θα τα τελειώνεις και θ’ αρχίζεις από την αρχή». Μου είπε, «αν ακούσης κανένα θόρυβο, μην τρομάξης. Κυκλοφορούν εδώ αγριογούρουνα, τσακάλια κ.ά.». Με έβαλε στο μικρό Αρχονταρίκι του και είπε ότι κοντά στα μεσάνυχτα θα με φωνάξει να πάμε στην Εκκλησία να διαβάσουμε την θεία Μετάληψη.»Άκουγα τον Γέροντα κατά διαστήματα ν’ αναστενάζη βαθειά. Κάπου-κάπου χτυπούσε τον τοίχο και ρωτούσε: «Ε, διάκο, κοιμάσαι; Είσαι καλά;» Στις μία παρά, περασμένα μεσάνυχτα πήγαμε στο Εκκλησάκι. Με έβαλε στο μοναδικό στασίδι πού υπήρχε, και μου έδωσε ένα κερί να διαβάσω την Θεία Μετάληψη. Αυτός στεκόταν δίπλα μου, στ’ αριστερά και άρχισε να λέη τους στίχους: «Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι». Κάθε φορά πού έλεγε τον στίχο έκανε τον σταυρό του και έσκυβε μέχρι κάτω. Όταν φθάσαμε στο τροπάριο «Μαρία Μήτηρ Θεού…», θυμάμαι ότι τόσο μόνο διάβασα, μετά το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», πού είπε ο Γέροντας, αισθάνθηκα ένα πράγμα… δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εκφράσω και σταμάτησα. Άρχισε τότε να κουνιέται το καντήλι της Παναγίας, όχι απότομα, αλλά σταθερά διέγραφε μια κίνηση όσο είναι το πλάτος της εικόνος και όλο το Εκκλησάκι πλημμύρισε από φως. “Εβλεπα χωρίς την λαμπάδα και σκέφθηκα προς στιγμήν να την σβήσω. Γύρισα προς τον Γέροντα. Τον είδα να εχη τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και σκυμμένον μέχρι κάτω. Κατάλαβε ότι ήθελα να τον ρωτήσω και μου έκανε νόημα να μην μιλήσω. Έμεινα στο στασίδι και ο Γέροντας σκυφτός δίπλα μου. Αισθανόμουν τόση αγάπη και ευλάβεια προς τον Γέροντα και ένιωθα ότι βρισκόμουν στον παράδεισο. Μείναμε σ΄αυτήν την κατάσταση μισή, μια ώρα, δεν μπόρεσα ακριβώς να καταλάβω. Δεν ήξερα τί να κάνω. Ασυναίσθητα συνέχισα να διαβάζω από μόνος μου την Μετάληψη και όταν έφθασα στην ευχή «Από ρυπαρών χειλέων…», σιγά-σιγά έσβησε το φως πρώτα και μετά σταμάτησε να κουνιέται το καντήλι. Τελειώσαμε την Μετάληψη και βγήκαμε έξω στον διάδρομο. Με έβαλε να καθήσω σ’ ένα σκαμνάκι και αυτός κάθησε σ’ ένα μπαουλάκι σιωπηλός. Μετά από ώρα, τον ρώτησα: -Γέροντα, τί ήταν αυτό το πράγμα; -Ποιό πράγμα; -Το καντήλι. Πώς κουνιόταν το καντήλι τόση ώρα; -Τί είδες; -Κουνιόταν το καντήλι της Παναγίας δεξιά-άριστερά. -Μόνο αυτό είδες; -Και φως. -Άλλο; -Δεν είδα άλλο τίποτε. (Ο Γέροντας για να ρωτάει τί άλλο είδα, φαίνεται ότι είδε κάτι παραπάνω). -Καλά, δεν ήταν τίποτε. -Πώς δεν ήταν τίποτε, Γέροντα; Κουνιόταν το καντήλι και είχε φως! -Ε, δεν άκουσες πού γράφουν τα βιβλία, ότι η Παναγία γυρνάει όλα τα Κελλιά των μοναχών και βλέπει τί κάνουν; Ε, πέρασε και από δώ και είδε δυο παλαβούς και είπε να μας χαιρετίσει και κούνησε το καντήλι της. Ύστερα από μόνος του άρχισε να μου διηγήται διάφορες εμπειρίες του. Μου ανέφερε πώς είδε την αγία Ευφημία, και πολλά άλλα. Είχε αλλάξει όλη η διάθεση του. Μέχρι το πρωί μου μιλούσε πνευματικά. Μου τόνισε: «Σου τα λέω αυτά, διάκο, από αγάπη για να σε βοηθήσω, όχι να νομίσης ότι είμαι κάτι». Στις 5.30′ ήρθε ο παπάς και ο Γέροντας ήθελε να λειτουργήσω, αλλά εγώ δεν είχα διακονικά άμφια. Μου έφερε ένα στιχάρι παλαιό, έφερε ένα πετραχήλι, το έκανε οράριο και το έπιασε με παραμάνα, βρήκε κάτι επιμάνικα, μου τα τύλιξε στα χέρια. Ήμουν σαν παλιάτσος, αλλά ήταν η ωραιότερη Λειτουργία της ζωής μου. Ήμασταν μόνο οί τρεις μας. Με κράτησε μαζί του μέχρι το Σάββατο. Με έστειλε μια φορά στο Μπουραζέρι, να δώ τους πατριώτες μου και να μείνω το μεσημέρι για να φάω. Και άλλη μια φορά με έστειλε στην Σταυρονικήτα πάλι για να φάω, γιατί στο Κελλί του είχε μόνο τσάι και παξιμάδι. Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου Έκδοση Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος, 2004

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~