main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

28 Ιαν 2011

Για να πάει κανείς στον γλυκό Παράδεισο, πρέπει να φάει πολλά πικρά εδώ, να έχει το διαβατήριο των δοκιμασιών στο χέρι...

Γέροντα, το σταυρουδάκι που μου δώσατε το φορώ συνέχεια και με βοηθάει στις δυσκολίες.
- Να, τέτοια σταυρουδάκια είναι οι δικοί μας σταυροί, σαν αυτά που κρεμούμε στον λαιμό μας και μας προστατεύουν στην ζωή μας. Τι νομίζεις, έχουμε μεγάλο σταυρό εμείς; Μόνον ο Σταυρός του Χριστού μας ήταν πολύ βαρύς, γιατί ο Χριστός από αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους δεν θέλησε να χρησιμοποιήση για τον εαυτό Του την θεϊκή Του δύναμη. Και στην συνέχεια σηκώνει το βάρος των σταυρών όλου του κόσμου και μας ελαφρώνει από τους πόνους των δοκιμασιών με την θεία Του βοήθεια και με την γλυκειά Του παρηγοριά.
Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστή, αλλά για να ανεβή από τον σταυρό στον Ουρανό – γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό. Αν καταλάβουμε τι θησαυρό αποταμιεύουμε από τον πόνο των δοκιμασιών, δεν θα γογγύζουμε, αλλά θα δοξολογούμε τον Θεό σηκώνοντας το σταυρουδάκι που μας χάρισε, οπότε και σε τούτη την ζωή θα χαιρόμαστε, και στην άλλη θα έχουμε να λάβουμε και σύνταξη και «εφάπαξ». Ο Θεός μας έχει εξασφαλισμένα κτήματα εκεί στον Ουρανό. Όταν όμως ζητούμε να μας απαλλάξη από μια δοκιμασία, δίνει αυτά τα κτήματα σε άλλους και τα χάνουμε. Ενώ, αν κάνουμε υπομονή, θα μας δώση και τόκο.
Είναι μακάριος αυτός που βασανίζεται εδώ, γιατί, όσο πιο πολύ παιδεύεται σ’ αυτήν την ζωή, τόσο περισσότερο βοηθιέται για την άλλη, επειδή εξοφλά αμαρτίες. Οι σταυροί των δοκιμασιών είναι ανώτεροι από τα «τάλαντα», από τα χαρίσματα, που μας δίνει ο Θεός. Είναι μακάριος εκείνος που έχει όχι έναν σταυρό αλλά πέντε. Μια ταλαιπωρία ή ένας θάνατος μαρτυρικός είναι και καθαρός μισθός. Γι’ αυτό σε κάθε δοκιμασία να λέμε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί αυτό χρειαζόταν για την σωτηρία μου».

- Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;
- Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό. Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας. Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι. Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι. Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου, μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν ή δεν τον καταλαβαίνουν. Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε oρισμένα άλλα σπίτια, ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;». Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.
- Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
- Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν, γι’ αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία. Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο, στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζη, τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.
Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη· λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα. Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο, γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό. Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.

Άνθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάη, να ταλαιπωρήται, που δεν θέλει να τον στεναχωρούν ή να του κάνουν μια παρατήρηση, αλλά θέλει να καλοπερνάη, είναι εκτός πραγματικότητος. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν», λέει ο Ψαλμωδός.
Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοί μας πόνεσαν, γι’ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε. Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή, ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γη. Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.
Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός. Ενώ, όταν δεν περνάη ο άνθρωπος καμμιά δοκιμασία, είναι σαν μία εγκατάλειψη του Θεού. Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα...», και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός». Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζη όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού, κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πη, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος, γι’ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου. Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε να είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη. «Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω, ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Άγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια να φύγουμε γρήγορα από 'δω, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!». Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη .
πηγή :http://www.oodegr.com

23 Ιαν 2011

Στο Πανεπιστήμιο της καρδιάς ...στο Άγιον Όρος...

Στο τηλέφωνο ήταν ο Φ. Με έπαιρνε απο ένα ταπεινό μα τόσο αγαπημένο κελλάκι στις Καρυές ...Αδερφέ μου προχθές των Θεοφανείων (20-01-2011)πήγαμε στην Ιβήρων...Αυτό που ζήσαμε ήταν συνταρακτικό ...θα στο πω αδερφέ μου να πάρεις κουράγιο όπως πήραμε όλοι μας ...Το καντηλάκι της Πορταϊτισσας άρχισε να κουνιέται αργά και σταυροειδώς στην ώρα της Θείας Λειτουργίας ...για μια ώρα ασταμάτητα μπροστά στα δακρυσμένα μάτια όλων μας ...Οι Γέροντες λένε πως όταν αυτό συμβαίνει σε ώρα Θείας λατρείας είναι πολύ καλό και η Παναγιά μας δείχνει το πόσο μας αγαπά και πόσο μας σκεπάζει .... Κάτι τόσο ελπιδοφόρο για τις ψυχές μας τούτες τις σκοτεινές ώρες ...Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι....Ένα θαύμα βάλσαμο για την βουρκωμένη ψυχή μας ...Αδερφέ μου σ ευχαριστώ για το ευλογημένο μαντάτο... Ας μεταφερθούμε στο περιβόλι της και ας ανταμώσουμε για ακόμη μια φορά όλα τα ευωδιαστά παιδιά της Παναγιάς μας ...αυτά που με την προσευχητική τους δύναμη καταφέρνουν ακόμη να μας κρατούν αληθινά ζωντανούς ...
Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς, τόσο, όπως μας λένε οι επιστήμονες, η βαρύτητα αδυνατίζει, τόσο λιγότερο αισθάνεται κανείς την έλξη της γης, τόσο χαλαρώνουν οι δεσμοί μαζί της, τόσο πιο εύκολα μπορεί να αποχωρισθεί από την απαιτητική και διεκδικητική παρουσία της. Τόσο πιο ανάλαφρος γίνεται.
Άλλα και τόσο πιο κοντά αισθάνεται προς τον ουρανό που είναι μεν ασαφής, αλλά είναι τόσο υπαρκτός και τόσο ποθητός. Αν και λιγότερο ψηλαφητός, μοιάζει πιο αληθινός από την γη. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει, τόσο ο αέρας καθαρίζει, οι ακοές εκλεπτύνονται, ο ορίζοντας διευρύνεται, η σχέση με το αληθινό εντείνεται.
Η αλήθεια είναι πιο πειστική από την πραγματικότητα.
Το Άγιον Όρος είναι ο κατ' εξοχήν τόπος στην Ορθοδοξία όπου ο μοναχισμός για χίλια και πλέον χρόνια βιούται στην πλέον απόλυτη μορφή του. Μπορεί οι αιώνες να προσθέτουν και το κοσμικό αποτύπωμά τους πάνω στο σώμα του, μπορεί -και είναι φυσικό- οι άνθρωποι να εκφράζουν και εκεί τα ελαττώματα η ακόμη και τα πάθη τους, μπορεί και ο σημερινός πολιτισμός να έχει κάνει την ζημιά του, όμως το Όρος διατηρεί κατά έναν ανεξήγητο μυστικό τρόπο το ευλογημένο ήθος του, τις συνεχείς και μοναδικές αποδείξεις της χάριτος του, την σπάνια και ιδιότυπη πνευματική δύναμή του, την ολοζώντανη σχέση του με τον τόπο της βασιλείας του Θεού και τον καιρό του Κυρίου. Το φρόνημα του δεν κινδυνεύει από τις λάθος επιλογές, δεν βλάπτεται από τον κακό εκσυγχρονισμό, δεν φθείρεται από τις εποχές και από τους ανθρώπους, τους όποιους ανθρώπους. Η αλήθεια του αντέχει.
Μοιάζει με βράχο που τα κύματα των πολιτικών επιρροών, της αλόγιστης χρήσης της τεχνολογίας, του τουρισμού, των ενδομοναχικών διενέξεων, αντιζηλειών, ακόμη και εμπαθειών, των τοπικιστικών αντιλήψεων, των πάσης φύσεως εχθρών, το μόνο που καταφέρνουν είναι ή προς καιρόν να τον σκεπάζουν ή απλά να γλείφουν την εξωτερική του επιφάνεια, αφήνοντας το περιεχόμενο του κυριολεκτικά ανέπαφο.
Κάτι υπάρχει που πραγματικά το προφυλάσσει. Ίσως να είναι η μοναχική πολυμορφία του, ίσως η διαχρονική αντοχή του, ίσως η φυσικότητα της μοναχικής έκφρασής του, ίσως οι θησαυροί, τα κειμήλια και η αίγλη του, ίσως το άβατο και το αυτοδιοίκητο του, ίσως ο οικουμενικός χαρακτήρας του, ίσως η θεομητορική σκέπη και προστασία του, ίσως η ειδική χάρη του. Το Βυζάντιο, παρά την θεοκρατικότητά του, ύστερα από 11 αιώνες δόξης έπεσε. Το Όρος διανύει τον 14ο αιώνα της ζωής του, αλλά βαδίζει με τον βηματισμό του μέλλοντος αιώνος και σού δίνει την αίσθηση ότι είναι ένας τόπος ουκ εκ του κόσμου τούτου (Ιω. 18, 36) που η σχέση του με τον χρόνο είναι όση και η επαφή της επιφάνειας του με τον αέρα, το δε πολίτευμα του εν ουρανοίς υπάρχει (Φιλιπ. 3, 20).
Όρος πίον, όρος τετυρωμένον (Ψαλμ. 67.15)
Έχοντας χαλαρή σχέση με την εγκοσμιότητα και εφημερότητα, όντας συνεχώς εστραμμένο προς τα έσχατα και τα υψηλά, μοιάζει με μια αγκαλιά που χωρεί όλους και ένα βλέμμα που διακρίνει και τα επέκεινα και του χρόνου και της λογικής. το Όρος έχει γεωγραφικές συντεταγμένες στην Ελλάδα, αλλά δεν ανήκει σε αυτήν.
Ίσως να είναι το κατεξοχήν κομμάτι της ορθόδοξης ζωής που υπογραμμίζει την καθολικότητα και οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα μοναστήρια του, έχει ένα Ρωσικό, ένα Σερβικό και ένα Βουλγαρικό. Διαθέτει δύο Ρουμανικές σκήτες και φιλοξενεί μοναχούς από χώρες και πολιτισμούς μακρυνούς, όπως το Περού και η Κολομβία. Μέσα στα γεωγραφικά του πλαίσια τελείται η θεία λατρεία σε πλείστες όσες γλώσσες, εκφράζονται ποικίλοι πολιτισμοί, αποτυπώνονται πολλές παραδόσεις, υπάρχει μια θαυμάσια και ισόρροπη ποικιλομορφία. Τίποτε από όλα αυτά δεν παρεμποδίζει την ενότητα της πίστεως, την καθολικότητα του ορθοδόξου πνεύματος, την οικουμενικότητα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Αντίθετα, όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο λόγος του Θεού δεν περιορίζεται από γλώσσες, δεν περισφίγγεται από σύνορα, δεν ασφυκτιά από πολιτισμικές εκφράσεις, ίσως ούτε και από θρησκείες. Είναι ενδιαφέρον ότι από τα μέλη του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους» στην Αγγλία, μόνον το ένα τρίτο είναι Ορθόδοξοι. Οι μη Ορθόδοξοι συγγραφείς που καταθέτουν τον εντυπωσιασμό τους και την υποψία της μυστικής δυνάμεως του όλο και πληθαίνουν. Το Όρος συγκινεί κάθε καρδιά.
Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν άλλη διάσταση και προοπτική. Η σχέση με τα γήινα, τα εφήμερα, τα φθαρτά είναι εντελώς συμβατική. Έννοιες όπως χρήμα, ιδιοκτησία, περιουσία, επένδυση, διασκέδαση, ανταγωνισμός, συμφέρον, εκφυλίζονται σε εντελώς δευτερεύοντες όρους. Από τα γήινα εδώ επιλέγονται τα εντελώς αναγκαία. Η ψυχή ξανοίγεται στα ουράνια. Εδώ κυριαρχεί το ενδιαφέρον για τα αιώνια, για την βασιλεία του Θεού. Η ιστορία δεν υπάρχει για να λατρεύεται, άλλα για να θεμελιώνει το παρόν. Το μέλλον δεν παρουσιάζεται για να εκτονώνει τα πιεσμένα συναισθήματα, άλλα για να μεταμορφώνει το παρόν. Όλος ο χρόνος συμπυκνώνεται στην αγκαλιά του. Το Όρος ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο με την συνείδηση ότι είναι λάθος, χωρίς αυτό να ενοχλεί, και με τον λογισμό ότι είναι για τον τόπο το δοκιμασμένο. Άλλο. Και ο βυζαντινός χρονικός κύκλος της ημέρας, που είναι τόσο άβολος στην πράξη, φαίνεται πως εδώ έχει τον λόγο του. Το Όρος ζει στον δικό του χρόνο. Έχει ξεφύγει από τους πιο σφιχτούς κλοιούς και έχει νικήσει και τις πιο παντοδύναμες κυριαρχίες.
Ο χρόνος δεν δεσμεύει. Η παράδοση δεν περιορίζει. Το λειτουργικό τυπικό δεν φυλακίζει. Η εθνική ταυτότητα και η γλώσσα δεν απολυτοποιούνται. Η μόρφωση δεν αποτελεί προνόμιο. Διακρίσεις δεν υπάρχουν. Οι συγκρίσεις αποφεύγονται. Αυτό που κυριαρχεί είναι η αδιάλειπτη παράσταση ενώπιον του Θεού και το αγκάλιασμα του σύμπαντος κόσμου.
Εις τα όρη ψυχή αρθώμεν όθεν η βοήθεια ήκει (Ψαλμ. 120,1)
Το πρώτο ιδίωμα του Άθωνα είναι ότι είναι Όρος, και μάλιστα νοητόν. Είναι σημείο υψηλόν. Αντιπροσωπεύει μία ζωή που προσεγγγίζεται ως ανάβασις, απολαμβάνεται ταις υψηλαίς φρεσί, αναφέρεται στην τα άνω ατενίζουσαν καρδίαν, που επιζητεί τον εν υψηλοίς κατοικούντα, τον Ύψιστον. Είναι ενδιαφέρον ότι στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχουν τέσσερις αγιογραφικές αναφορές σε όρη στα όποια συνέβησαν αποκαλυπτικά γεγονότα.
Στο Όρος Σινά, ο Μωυσής παραλαμβάνει τις δέκα εντολές, την έκφραση της θείας βουλήσεως. Συνομιλεί μαζί Του, ακούει την φωνή Του και αντικρύζει τα οπίσω Του (Έξοδος κεφ. 19 και 20).
Στο Καρμήλιον Όρος, ο προφήτης Ηλίας προσεύχεται, εισακούεται η φωνή του, λαμβάνει την απάντηση του Θεού και αισθάνεται την παρουσία Του. Γεύεται τα σημεία της δυνάμεως Του (Γ' Βασ. κεφ. 18,19 και 20).
Στο Όρος των Ελαιών, λαμβάνει χώραν το γεγονός της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου, ο όποιος θεώνει το πρόσλημμα και επί των ώμων την πλανηθείσα άρας ανθρωπείαν φύσιν τω Θεώ και Πατρί προσήγαγε. Εδώ υπεμφαίνεται η δόξα και τιμή της ανθρωπινής φύσεως (Πράξ. 1,12).
Τέλος, στο Όρος Θαβώρ, ο Κύριος φανερώνει την δόξαν Του στο μέτρο που αντέχει να την αναγνωρίσει η ανθρώπινη φύση και εκπέμπει το Θείο Φως Του (Ματθ. 17,1-8).
Το Όρος είναι όρος των θείων εντολών, είναι τόπος του πρακτικού βίου, τόπος υπομονής, ταπείνωσης, αγάπης, τόπος θείων επενδύσεων. Είναι τόπος διηνεκούς βίας της φύσεως, και ανελλιπούς φυλακής των αισθήσεων, είναι τόπος άκρας, αδιάλειπτου και ανυποχώρητου ασκήσεως και αποταγής.
Είναι τόπος προσευχής και σημείων. Η προσευχή είναι αδιάκοπη, από πολλούς, εκτενής και μακρά. Οι ασκητές ξεκινούν με την δύση του ήλιου την ολονυκτία τους, οι κοινοβιάτες παίρνουν την σκυτάλη το μεσονύκτιο, το πρωί τελείται η Θεία Λειτουργία, κατά την διάρκεια της ημέρας οι ακολουθίες των Ωρών, στο διακόνημα, στο κελλί, στον χρόνο της ησυχίας και της φιλόθεης αδολεσχίας ακούγεται διαρκώς και από πολλούς η επανάληψις των θείων νοημάτων της ευχής. Οι γλώσσες προσεύχονται, η αρχιτεκτονική των ναών υπογραμμίζει την ένταση της προσευχής, το πρόγραμμα, οι μακρές ακολουθίες, οι καρδιές των μοναχών όλα διακατέχονται από το άρωμα της προσευχητικής μελωδίας.
Το Όρος φανερώνει την ακρότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων. Έχει την μεσότητα του διακριτικού ήθους, αλλά και την δίχως άκριτες ακρότητες θεία ακρότητα του απόλυτου και ασυμβίβαστου βίου και φρονήματος. Η καθημερινή αγρυπνία, η απουσία της γυναικείας παρηγοριάς έστω και ως εικόνος, η δεδομένη υπακοή, η χωρίς προσωπικές επιλογές ζωή, υπογραμμίζουν την φυσικότητα της υπέρ φύσιν καταστάσεως. Στο Όρος αναδεικνύεται το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσεως. Ο τόπος λειτουργεί ως εργαστήριο θεώσεως. Την εν σαρκί ζωήν σου κατεπλάγησαν αγγέλων τάγματα, ψάλλει ο αθωνικός κόσμος, τιμώντας τον πατέρα του άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Τα ανθρώπινα μέτρα εκτείνονται στα έσχατα όρια τους. Εδώ, άγιοι, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γίνονται επόπται της Θεότητος. Άγιοι, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, αποτινάσσουν την γήινη βαρύτητα ώστε και να ίπτανται. Άγιοι, όπως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εκφράζουν την ευφυΐα τους ως φωτισμό και μεταμορφώνουν την γνώση τους σε αποκαλυπτικό λόγο. Άγιοι, όπως οι σύγχρονοί μας π. Παΐσιος, π. Εφραίμ, γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, συνδυάζουν την βία στην ζωή τους με την Χάρη, όπως οι παλαιοί γέροντες της ασκητικής γραμματείας. Άγιοι όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή οι επίσης σύγχρονοί μας π. Σωφρόνιος και π. Πορφύριος αντλούν δυνάμεις από το αθωνικό φρέαρ για λίγα χρόνια και μεταμορφώνονται σε παγκόσμιους αναμορφωτές και ιεροκήρυκες και θεολόγους διά βίου. Το Όρος όμως δεν είναι μόνον τόπος της ανθρώπινης πνευματικής δόξας. Και στα τέσσερα προαναφερθέντα όρη, η παρουσία του Θεού υποδηλώνεται από την εμφάνιση κάποιας νεφέλης. στο Σινά ως νεφέλη γνοφώδης, εντός της όποιας εισέρχεται ο Μωυσής, αισθανόμενος αλλά μη ορών τον Κύριο (Έξοδος 19, 16 και 24). Στο Καρμήλιον όρος η νεφέλη λύει την σιγή του ουρανού και φέρνει υετόν κατά θαυμαστόν τρόπον (Γ' Βασ. 18, 44). στο Όρος της Θείας Αναλήψεως νεφέλη υπέλαβε τον Κύριο και τον αναφέρει στον ουρανό (Πραξ. 1, 9). Τέλος, στο Θαβώρ νεφέλη φωτεινή επεσκίασε τους μαθητές και φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα ούτος έστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα, αυτού ακούετε καταδεικνύει την συμπαρουσία του Θεού Πατρός (Ματθ. 17. 5).
Το Όρος ζει μέσα στην νεφέλη των χαρίτων του θεού. Άγια λείψανα ευωδιάζουν. ιερές εικόνες μυροβλύζουν, τα αναμενόμενα ανατρέπονται, τα προσδοκώμενα υπερβαίνονται, οι εκπλήξεις ξεπερνούν τα συνηθισμένα γεγονότα, ο Θεός ενεργεί πιο δυνατά από τους φυσικούς νόμους και την λογική. Μέσα στην Αγιορείτικη νεφέλη εισέρχεσαι ως επισκέπτης και διαπιστώνεις, όπως ο Μωυσής, ότι στα χέρια σου βρίσκονται οι πλάκες των θείων εντολών. Διευκολύνεσαι στην τήρηση τους. Σε ξαφνιάζει η παρουσία της και αιφνιδιάζεσαι από το σημείον του υετού της χάριτος του Θεού. Την αισθάνεσαι ως μυστήριο και πίπτεις επί πρόσωπον φοβούμενος σφόδρα, όπως οι μαθητές στο Θαβώρ. την αντικρίζεις και ακούς την φωνή του Θεού Πατρός μέσα σου. Την νιώθεις ως αψηλάφητο θεϊκό μεγαλείο και ατενίζεις εις τον ουρανόν, όπως οι απόστολοι στο Όρος των Ελαιών και επιστρέφεις μετά μεγάλης μυστικής χαράς.
Αν το Όρος της θεϊκής παρουσίας φωτίζει με την θέα των αποκαλύψεων, η νεφέλη του θείου μυστηρίου πληροί την καρδία με την ταπείνωση της άχτιστου χάριτος. Στο Άγιον Όρος ζεις το θαύμα, αντιλαμβάνεσαι την αγιότητα, φωτίζεσαι από όσα μπορείς να δεις, τρέφεσαι από όσα αδυνατείς να προσεγγίσεις, φρονείς εν εαυτώ ο και εν Χριστώ Ιησού (Φιλιπ. 2, 5).
Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, που όμως θα ήθελε πολύ να πιστέψει, άλλα δεν μπορούσε. Χρόνια προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους. Άλλα δεν ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι της Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα και κάπου σιώπησε για λίγο. Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη που σε πείραξα λιγάκι. Άλλα ο Θεός δεν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα τον πίστευαν. Να ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα. πολλά.. Αν μού πείτε, μπορώ να πάω και αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;
-Τι προτιμάς; Μορφωμένο που μπορεί να σε ζαλίσει ή άγιο που μπορεί να σε ξυπνήσει;
-Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.
-Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μου άπαντα.
Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θα πας, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω. Θέλω μια απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου άπαντα. Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και φοβάσαι έμενα; ρωτώ. Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.
Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά και η συνομιλία του Γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.
Τι γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιει λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική ευγένεια. Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας τον από τους υπόλοιπους. θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το κουτί αυτό με τα λουκούμια. και έλα πιο κοντά να σού πω ένα μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, άλλα να έχει όνομα αγγέλου και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του αποκάλυψε το πρόβλημα του; Τι, τελικά, ήθελε να του πει ο γέροντας;
-Πάτερ, μπορώ να σας μιλήσω λίγο; Μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε το λουκούμι, πιες και λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να διανυκτερεύσεις. Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται; Τι να πούμε, ρε παλληκάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;
Στο ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα αν, τα γιατί, τα μήπως και έμεινε μόνον το πώς και το Τι από δω κι εμπρός.
Ό,τι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός άγιου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την μεταμόσχευση χωρίς να σού ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σού κουράσουν το μυαλό.
Άβατον και Θεοβάδιστον
Το Άγιον Όρος είναι το πανεπιστήμιο της καρδιάς, είναι το θεραπευτήριο του έσω ανθρώπου. Σε φιλοξενεί σε πνευματικές κορυφές που δεν τις προσεγγίζεις ούτε με το πιο σύγχρονο αερόστατο της κοσμικής συλλογιστικής. Η Χάρις εδώ δίνει ασυνήθεις εκφράσεις στην αλήθεια.
Το βασικό ερώτημα στο Όρος δεν είναι αν υπάρ­χει Θεός. Αυτό φαίνεται σαν να έχει λάβει προ πολ­λού την οριστική απάντηση του. Ούτε το αν ο Θεός μας είναι καλύτερος από των άλλων. Αυτό το μάς δεν νοείται κτητικά - ο Θεός είναι δικός μου- αλλά διατυπώνεται υιϊκά, κενωτικά -εγώ αγωνίζομαι να γίνομαι δικός Του. Το ζητούμενο είναι ο αγώνας μετοχής στην θεία φύση Του (Β' Πέτρ. 1, 4), η αξιοποίηση της συγγένειας μαζί Του, η απόκτηση της αίσθησης της παρουσίας Του, το πως και το υγιές της εμπειρίας Του.
Η αξία του δεν έγκειται στους επιμέρους χαρισματικούς μοναχούς του, όσο πολλοί, όσο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί. Το μεγαλείο του κρύβεται στο ότι αποτελεί τόπο αναπαύσεως του Θεού. Όπως για άγνωστους σε μάς λόγους, σε μερικές εικόνες, που ιστορούν το ίδιο πρόσωπο με άλλες, συγκαταβαίνει διαφορετικά, και δίνει ειδική χάρη σε αυτές που δεν δίνει στις υπόλοιπες, όπως μεταξύ των δώδεκα αγαπημένων μαθητών Του είχε και τον ηγαπημένον, όπως ανάμεσα στους λαούς του επιλέγει και τον περιούσιον, όπως μόνον σε συγκεκριμένα σημεία, την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ή του Σιλωάμ, επιτελεί τα θαύματα της φανερώσεώς Του, έτσι επιλέγει και τόπους μέσα στη δημιουργία Του που εκφράζει ιδιαίτερα την Χάρη Του. Το Άγιον Όρος είναι το Όρος του Θεού.
*Εισήγηση Σεβ.Μητρ.Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.κ.Νικολάου στο Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο «Ρωσία, και Άθως. Χιλιετία πνευματικής ενότητος» που έγινε στην Μόσχα 1-4 Οκτωβρίου2006.
Πηγή: Περιοδικό Πεμπτουσία, τ. 22 Δεκέμβριος 2006 – Μάρτιος2007.
http://www.oodegr.com

18 Ιαν 2011

Μάρκος ουχ υπέγραψεν...


Μια επιστολή που καταδεικνύει το ύψος της πνευματικής αρετής ενός Αγίου Μαχητή …του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού …Αναζητώντας στις μέρες μας έναν παρόμοιο Θεοφώτιστο πατέρα που θα φωτίσει τα σκοτάδια και θα απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που κάποια στιγμή πρέπει να απαντηθούν από χείλη Αρχιποιμένος ….διαβάζουμε με ευλάβεια στις μέρες που εορτάζεται η μνήμη του μια επιστολή αλήθειας και ομολογίας της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης …
«Μάρκος ουχ υπέγραψεν, λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν» ακούστηκε τότε ....Θα βρεθεί σήμερα κάποιος να προκαλέσει μια παρόμοια παροιμιώδη αντίδραση σε αυτούς που ασίγητα προσπαθούν να μας απο Χριστοποιήσουν ;;;
«Αλλ' ο λόγος του Θεού και η δύναμις της αληθείας δεν περιορίζεται, μάλλον τρέχει και καρποφορεί»
Στόν οσιώτατο μεταξύ των ιερομονάχων και πνευματικών, και σε μένα, εν Χριστώ, πολύ ποθεινό και σεβασμιώτατο δεσπότη και αδελφό κύριο Θεοφάνη στον Εύριπο.
Οσιώτατε μεταξύ των ιερομονάχων και πνευματικών και σε μένα πολυπόθητε και σεβαστέ μου δέσποτα και αδελφέ, παρακαλώ τον Θεό να δίνη υγεία και σωματικώς στην αγιωσύνη σου, με τις άγιες ευχές της οποίας, και με το έλεος του Θεού, και εγώ υγιαίνω μέτρια στο σώμα. Να ξέρης ότι μετά την επιστροφή μας στην Κωνσταντινούπολη, επειδή ανέβηκε στο πατριαρχείο κάποιος από τους λατινόφρονες που υπέγραψαν, και μας ενοχλούσε, έφυγα από ανάγκη στην εκκλησία μου.
Αλλά και εκεί δεν βρήκα καμία ανάπαυσι, και επειδή αρρώστησα βαρειά, και πάθαινα ζημία και πειραζόμουνα από τους ασεβείς, διότι δεν είχα εντολή επίσημη, έφυγα και από εκεί με σκοπό να φύγω για το Άγιον Όρος.
Αφού πέρασα λοιπόν την Καλλίπολη και ενώ βρισκόμουν στην Λήμνο, εκεί κρατήθηκα και περιορίσθηκα από τον βασιλέα. Αλλ' ο λόγος του Θεού και η δύναμις της αληθείας δεν περιορίζεται, μάλλον τρέχει και καρποφορεί. Έτσι οι περισσότεροι από τους αδελφούς παίρνοντας θάρρος από την δική μου εξορία, βάζουν κάτω από τον έλεγχο τους αλιτηρίους και παραβάτες της ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών, και τους διώχνουν αυτούς από παντού ως καθάρματα, και ούτε τους ανέχονται να συλλειτουργούν, ούτε να τους μνημονεύουν τελείως ως Χριστιανούς.
Μαθαίνω δε ότι χειροτονήθηκε από τους λατινόφρονες ως μητροπολίτης Αθηνών κάποιο νεαρό άτομο του Μονεμβασίας, το οποίο μένοντας εκεί συλλειτουργεί αδιάκριτα με τους λατίνους και χειροτονεί παράνομα όσους και όποιους βρεί.
Ζητώ λοιπόν από την αγιωσύνη σου, όπως, αφού αναλάβει τον ζήλο για τον Θεό, ως φίλος και άνθρωπος του Θεού και της αληθείας, αλλά και του Αγίου Ισιδώρου γνήσιος μαθητής, να συμβουλεύεις τους ιερείς του Θεού να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την επικοινωνία μαζί του, και ούτε να συλλειτουργούν μαζί του, και τελείως να μην τον μνημονεύουν, όχι αρχιερέα μόνον αυτόν, αλλά λύκο μισθωτό να τον θεωρούν. Καθόλου να μην λειτουργούν σε λατινικές εκκλησίες, για να μην έρθη πάνω μας η οργή του Θεού, όπως ήρθε πάνω στην Κωνσταντινούπολι, για τις εκεί παρανομίες που έγιναν.
Να ξέρης δε καλά ότι η ψευδοένωσις με την χάρι και την δύναμι του Θεού πολύ σύντομα θα διαλυθή και το δόγμα των Λατίνων, αντί να καθιερωθή με την ψευδοσύνοδο, κάτι που πολύ το επεδίωκαν, ακόμη περισσότερο ανατράπηκε και ελέγχθηκε και παντού καταγγέλλεται ως βλάσφημο και δυσσεβές. Και αυτοί οι ίδιοι οι οποίοι το επικύρωσαν, δεν τολμούν να ανοίξουν το στόμα τους και να το υποστηρίξουν. Ο δε καλόγερος του δικού σου μισθωτού και όχι ποιμένος, ο πιο πάνω αναφερθείς Μονεμβασίας, αν και πήρε από τον βασιλέα το Ηγουμενείο του Προδρόμου, οι καλόγηροί του ούτε τον μνημονεύουν, ούτε τον θυμιάζουν καθόλου ως χριστιανό, αλλά τον έχουν μόνον για τον τύπο, σαν κάτι παραπεταμένο.
Και ο βασιλεύς, αν και τα μαθαίνει αυτά, δεν λέγει τίποτε, αλλά και φανερά ομολογεί ότι μετανοεί για όσα έγιναν, και ρίχνει την ευθύνη σε όσους συμφώνησαν και υπέγραψαν. Φεύγετε και σείς, αδελφοί, την κοινωνία με τους ακοινώνητους, και την μνημόνευσι των αμνημόνευτων. Να, εγώ ο Μάρκος ο αμαρτωλός σας λέγω ότι εκείνος που μνημονεύει τον Πάπα ως ορθόδοξο αρχιερέα, είναι υποχρεωμένος να εφαρμόση στο σύνολό του όλον τον παπισμό μέχρι και αυτό το ξύρισμα της γενειάδος.
Και όποιος έχει φρόνημα λατινικό, θα κριθή με τους Λατίνους και θα θεωρείται παραβάτης της πίστεως. Οι άγιες σου ευχές να μας συνοδεύουν. Στον ευλογημένο άρχοντα κύριο Κωνσταντίνο Κοντοπετρή και στους λοιπούς άρχοντες που μας φιλοξένησαν την μετάνοιά μου και ευλογία από τον Θεό.
Ο Εφέσου Μάρκος
Απο το : «Γνωρίζετε το αληθινό πρόσωπο του Παπισμου;» (Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

11 Ιαν 2011

Ο Χριστός μέσα μου πάντα ....


Ο Γέροντας 'Ιάκωβος Τσαλίκης εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα νά μην κοινωνήσει για τρία χρόνια. Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της. Μου έβαλε κανόνα ο π. 'Ιάκωβος, απάντησε Εκείνη, και του είπε την αιτία. Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος. Εγώ είμαι μορφωμένος και σόι λύνω τον κανόνα. Νά έρθεις την Κυριακή νά σε κοινωνήσω. Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά νά μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την άγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της-θείας Κοινωνίας. Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα 'Ιάκωβο. Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει νά κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα. Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε νά κοινωνήσει. Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη. Όταν όμως πλησίασε νά κοινωνήσει, ή άγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της. Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, όπότε ή κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγαινα εξομολογηθεί πάλι στον π. 'Ιάκωβο.

ΟΤΑΝ κοινωνώ τούς ανθρώπους, διηγιόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος, ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός νά τα κοιτάξω. Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα νά έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων. Είναι φοβερή ή μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά πού μετά τη θεία μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο. μία φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του: Μ' έκαψε ή θεία Κοινωνία!... Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα νά με καίει. Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά. Σήμερα πού κοινώνησες, είπε σ' ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ό Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.
Θαύματα και αποκαλύψεις απο τη Θ.Λειτουργία (έκδοση Ι.Μ.Παρακλήτου )

7 Ιαν 2011

Η φωνή που δεν θα πάψει ποτέ να ηχεί...


Τριάντα χρόνια νηστείας και σιωπής….ούτε τα θηρία του δρυμού δεν μπορούν να το αντέξουν !Το λιοντάρι ξεγελάει την πείνα του με τους ήχους του βρυχηθμού του , το δέντρο θροϊζει , όταν ο άνεμος πλησιάζει τα φύλλα του .
Εσύ όμως ούτε θροϊζεις ,ούτε βρυχάσαι ,ούτε βογγάς.
Ούτε θρηνείς , ούτε το τραγούδι σου ηχεί μέσα στην ερημιά!
Πές μου είσαι άνθρωπος; Ποιό είναι το όνομά σου ; Θα θελήσεις ποτέ με κάποιον να μιλήσεις ;
«Η φωνή , η φωνή , η φωνή :Εγώ είμαι η φωνή ….
Όμως Εκείνος είναι ο λόγος του Θεού . Απεσταλμένος είμαι στα παιδιά του Ισραήλ για να τους φωνάξω: μετανοείτε ω άνθρωποι. Δείτε , έρχεται Εκείνος !
Καλούς καρπούς ποιείτε , ο καθένας κατά τη δύναμή του .
Ιδού ,ιδού :Έρχεται –ω θαύμα θαυμάτων- καταμεσής των υδάτων κρύβεται το πυρ εξ ουρανού !Ιδού ο Αμνός του Θεού βαδίζει εν μέσω λύκων. Λύκοι ξεπλύνετε στο νερό τη θηριώδη φύση σας ! Τριάντα χρόνια σιωπής και νηστείας :τι απομένει από το σώμα σου , εκτός από τη φωνή σου ; Το ξεραμένο σώμα σου δεν είναι παρά μια σκιά της φωνής σου , η οποία κηρύσσει το νέο :δείτε , ο Θεός ήρθε σ εμάς!
Το ξεραμένο σώμα σου ήταν ένα καλάμι που το έσπασε ο Ηρώδης . Όμως η φωνή εξακολουθεί , έτι και έτι, και κανένας δεν μπορεί να τη φιμώσει .Τίνος φωνή είναι αυτή , που στο άκουσμά της και οι αιώνες ακόμη ,τρέμουν ; Ενός πεινασμένου λιονταριού ; Όχι , όχι-ενός ανθρώπου της πίστεως.
Ύμνος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο .
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς , από ένα αριστουργηματικό και αποκαλυπτικό ταξίδι...
Το βιβλίο : Ο Πρόλογος της Οχρίδας(Ιανουάριος) ./Εκδόσεις Άθως

3 Ιαν 2011

Εν Ιορδάνη ...στο Αϊβαλί


Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Του Φώτη Κόντογλου από το αριστουργηματικό :
«Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»

28 Δεκ 2010

Άγιος Βασίλης... δάκρυσε


O γιος Βασίλης, σν περάσανε τ Χριστούγεννα, πρε τ ραβδί του κα γύρισε σ᾿ λα τ χωριά, ν δε ποις θ τόνε γιορτάσει μ καθαρ καρδιά. Πέρασε π λογιν-λογιν πολιτεες κι π κεφαλοχώρια, μ σ᾿ ποια πόρτα κι ν χτύπησε δν τ᾿ νοίξανε, πειδ τν πήρανε γι διακονιάρη. Κ᾿ φευγε πικραμένος, γιατ διος δν εχε νάγκη π τος νθρώπους, μ νοιωθε τ πόσο θ πονοσε καρδι κανενς φτωχο π τν πονι πο το δείξανε κενοι ο νθρωποι.


Μι μέρα φευγε π να τέτοιο σπλαχνο χωριό, κα πέρασε π τ νεκροταφεο, κ᾿ εδε τ κιβούρια πς τανε ρημαγμένα, ο ταφόπετρες σπασμένες κι ναποδογυρισμένες,κα τ νιόσκαφτα μνήματα ετανε σκαλισμένα π τ τσακάλια. Σν γιος πο ετανε κουσε πς μιλούσανε ο πεθαμένοι κα λέγανε: «Τν καιρ πο εμαστε στν πάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι φήσαμε πίσω μας παιδι κ᾿ γγόνια ν μς νάβουνε κανένα κερί, ν μς καίγουνε λίγο λιβάνι μ δν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπ στ κεφάλι μας ν μς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρ σν ν μν φήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι γιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ επε: «Τοτοι ο χωριάτες οτε σ ζωνταν δ δίνουνε βοήθεια, οτε σ πεθαμένον», κα βγκε π τ νεκροταφεο, κα περπατοσε λομόναχος μέσα στ παγωμένα χιόνια.

Παραμον τς πρωτοχρονις φταξε σ κάτι χωρι πο ετανε τ πι φτωχ νάμεσα στ φτωχοχώρια, στ μέρη τς λλάδας. παγωμένος γέρας βογκοσε νάμεσα στ χαμόδεντρα κα στ βράχια, ψυχ ζωνταν δν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εδε μπροστά του μι ραχούλα, κι π κάτω της ετανε μι στρούγκα τρυπωμένη. γιος Βασίλης μπκε στ στάνη κα χτύπησε μ τ ραβδί του τν πόρτα τς καλύβας κα φώναξε: «λεστε με, τν φτωχό,
γι τν ψυχ τν ποθαμένων σας κι Χριστός μας διακόνεψε σ τοτον τν κόσμο!».
Τ σκυλι ξυπνήσανε κα χυθήκανε πάνω του, μ σν πήγανε κοντά του κα τν μυριστήκανε, πιάσανε κα κουνούσανε τς ορές τους κα πλαγιάζανε στ ποδάρια του κα γρούζανε παρακαλεστικ κα χαρούμενα. πάνω σ᾿ ατά, νοιξε πόρτα κα βγκε νας τσοπάνης, ς εκοσιπέντε χρονν παλληκάρι, μ μαρα στριφτ γένεια, Γιάννης Μπαρμπάκος, νθρωπος θος κι πελέκητος, προβατάνθρωπος, κα πρν ν καλοϊδε ποις χτύπησε, επε: «λα, λα μέσα. Καλ μέρα, καλ χρονιά!».
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΥΠΟ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Μέσα στ καλύβι φεγγε να λυχνάρι, κρεμασμένο π πάνω π μία κούνια, πο ετανε δεμένη σ δυ παλούκια. Δίπλα στ τζάκι ετανε τ στρωσίδια τους κα κοιμότανε γυναίκα το Γιάννη. ατός, σν μπκε μέσα γιος Βασίλης, κ᾿ εδε πς ετανε γέρος σεβάσμιος, πρε τ χέρι του κα τ᾿ νεσπάσθηκε κ᾿ επε: «Νά χω τν εχή σου, γέροντα», κα τό λεγε σν ν τν γνώριζε κι π πρωτύτερα, σ νά τανε πατέρας του. Κα κενος το επε: «Βλογημένος νά σαι, σ κι λο τ σπιτικό σου, κα τ πρόβατά σου ερήνη το Θεο νά ναι πάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ γυναίκα κα πγε κα προσκύνησε κα κείνη τν γέροντα κα φίλησε τ χέρι του κα τ βλόγησε. Κι γιος Βασίλης ετανε σν καλόγερος ζητιάνος, μ μι σκούφια παλι στ κεφάλί του, κα τ ράσα του ετανε τριμμένα κα μπαλωμένα κα τ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εχε κ᾿ να παλιοτάγαρο δειανό. Γιάννης Βλογημένος βαλε ξύλα στ τζάκι. Κα παρευθύς, φεγγοβόλησε τ καλύβι κα φάνηκε σν παλάτι. Κα φανήκανε τ δοκάρια, σ νά τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ ο πητις πο ετανε κρεμασμένες φανήκανε σν καντήλια, κ᾿ ο καρδάρες κα τ τυροβόλια κα τ᾿ λλα τ σύνεργα πο τυροκομοσε Γιάννης, γινήκανε σν σημένια, κα σν πλουμισμένα μ διαμαντόπετρες φανήκανε, κα τ᾿ λλα, τ φτωχ τ πράγματα πού χε μέσα στ καλύβι του Γιάννης Βλογημένος. Κα τ ξύλα πο καιγόντανε στ τζάκι τρίζανε κα λαλούσανε σν τ πουλι πο λαλονε στν παράδεισο, κα βγάζανε κάποια εωδι πάντερπνη. Τν γιο Βασίλη τν βάλανε κ᾿ κατσε κοντ στ φωτι κ᾿ γυναίκα το θεσε μαξιλάρια ν κουμπήσει. Κι γέροντας ξεπέρασε τ ταγάρι του π τ λαιμό του κα τό βαλε κοντά του, κ᾿ βγαλε κα τ παλιόρασό του κι πόμεινε μ τ ζωστικό του.
Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κι ρμεξε τ πρόβατα μαζ μ τν παραγυιό του, κ᾿ βαλε μέσα στν κοφινέδα τ νιογέννητα τ᾿ ρνιά, κι στερα χώρισε τς τοιμόγεννες προβατίνες κα τς κράτησε στ μαντρί, κι παραγυις τά βγαλε τ᾿ λλα στ βοσκή. Λιγοστ ετανε τ ζωντανά του, φτωχς ετανε Γιάννης, μ ετανε Βλογημένος. Κ᾿ εχε μία χαρ μεγάλη, σ κάθε ρα, μέρα κα νύχτα, γιατ ετανε καλς νθρωπος κ᾿ εχε κα καλ γυναίκα, κι ποιος λάχαινε ν περάσει π τν καλύβα τους, σν νά τανε δελφός τους, τν περιποιόντανε. Γι τοτο κι γιος Βασίλης κόνεψε στ σπίτι τους, κα κάθησε μέσα, σ νά τανε δικό του σπίτι, κα βλογηθήκανε τ θεμέλιά του. Κείνη τ νύχτα τν περιμένανε λες ο πολιτεες κα τ χωρι τς Οκουμένης, ο ρχόντοι, ο δεσποτάδες κ᾿ ο πίσημοι νθρποι μ κενος δν πγε σ κανέναν, παρ πγε κα κόνεψε στ καλύβι το Γιάννη το Βλογημένου.
Τ λοιπόν, σν σκαρίσανε τ πρόβατα, μπκε μέσα Γιάννης κα λέγει στν γιο: «Γέροντα, χω χαρ μεγάλη. Θέλω ν μς διαβάσεις τ γράμματα τ᾿ η-Βασίλη. γ εμαι νθρωπος γράμματος, μ γαπ τ γράμματα τς θρησκείας μας. χω κα μία φυλλάδα π ναν γούμενο γιονορίτη, κι ποτε τύχει ν περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τν βάζω κα μο διαβάζει π μέσα τν φυλλάδα, γιατ δν χουμε κοντά μας κκλησία».

πιασε κα θαμπόφεγγε κατ τ μέρος τς νατολς. γιος Βασίλης σηκώθηκε κα στάθηκε κατ τν νατολ κ᾿ κανε τ σταυρό του, στερα σκυψε κα πρε μία φυλλάδα π τ ταγάρι του, κ᾿ επε: «Ελογητς Θες μν πάντοτε,νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων». Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κα στάθηκε π πίσω του, κ᾿ γυναίκα βύζαξε τ μωρ κα πγε κα κείνη κα στάθηκε κοντά του, μ σταυρωμένα χέρια. Κι γιος Βασίλης επε τ «Θες Κύριος» κα τ᾿ πολυτίκιο τς Περιτομς «Μορφν ναλλοιώτως νθρωπίνην προσέλαβες», δίχως ν πε κα τ δικό του τ πολυτίκιο πο λέγει «Ες πάσαν τν γν ξλθεν φθόγγος σου». φωνή του ετανε γλυκει κα ταπεινή, κι Γιάννης κ᾿ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ς μν καταλαβαίνανε τ γράμματα. Κ᾿ επε γιος Βασίλης λον τν ρθρο κα τν Κανόνα τς ορτς: «Δετε λαο σωμεν σμα Χριστ τ Θε, χωρς ν πε τ δικό του τν Κανόνα, πο λέγει «Σο τν φωνν δει παρεναι, Βασίλειε». Κ᾿ στερα επε λη τ λειτουργία κ᾿ κανε πόλυση κα τος βλόγησε.
Κα σν καθήσανε στ τραπέζι κα φάγανε κι ποφάγανε, φερε γυναίκα τ βασιλόπητα κα τν βαλε πάνω στ σοφρ. Κι γιος Βασίλης πρε τ μαχαίρι κα σταύρωσε τ βασιλόπητα, κ᾿ επε: «Ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος κ᾿ κοψε τ πρτο τ κομμάτι κ᾿ επε «το Χριστο» κ᾿ στερα επε «τς Παναγίας», κ᾿ στερα επε «το νοικοκύρη Γιάννη το Βλογημένου». Το λέγει Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τν η- Βασίλη!». Το λέγει γιος: «Ναί, καλά! κ᾿ στερα λέγει: «Το δούλου το Θεο Βασιλείου». Κ᾿ στερα λέγει πάλι: «Το νοικοκύρη, «τς νοικοκυρς», «το παιδιο», «το παραγυιο», «τν ζωντανν», «τν φτωχν». Τότε λέγει στν γιο Γιάννης Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δν κοψες γι τν γιωσύνη σου; Το λέγει γιος: «κοψα, Βλογημένε!» μά, Γιάννης δν κατάλαβε τίποτα, μακάριος. Κ᾿ στερα, σηκώθηκε ρθιος γιος Βασίλειος κ᾿ επε τν εχή του «Κύριε Θεός μου, οδα τι οκ εμ ξιος, οδ κανός, να π τν στέγην εσέλθς το οκου τς ψυχς μου».
Κ᾿ επε Γιάννης Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, πο ξέρεις τ γράμματα, σ ποι παλάτια ραγες πγε σν πόψε γιος Βασίλης; ο ρχόντοι κ᾿ ο βασιληάδες τί μαρτίες νά χουνε; μες ο φτωχο εμαστε μαρτωλοί, πειδς φτώχεια μς κάνει ν κολαζόμαστε». Κι γιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ επε πάλι τν εχή, λλοιώτικα: «Κύριε, Θεός μου, οδα τι δολος σου ωάννης πλος στν ξιος κα κανς να π τν στέγην του εσέλθς. τι νήπιος πάρχει κα τ μυστήριά Σου τος νηπίοις ποκαλύπτεται». Κα πάλι δν κατάλαβε τίποτα Γιάννης μακάριος, Γιάννης Βλογημένος...

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ :ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~