main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

28 Δεκ 2010

Άγιος Βασίλης... δάκρυσε


O γιος Βασίλης, σν περάσανε τ Χριστούγεννα, πρε τ ραβδί του κα γύρισε σ᾿ λα τ χωριά, ν δε ποις θ τόνε γιορτάσει μ καθαρ καρδιά. Πέρασε π λογιν-λογιν πολιτεες κι π κεφαλοχώρια, μ σ᾿ ποια πόρτα κι ν χτύπησε δν τ᾿ νοίξανε, πειδ τν πήρανε γι διακονιάρη. Κ᾿ φευγε πικραμένος, γιατ διος δν εχε νάγκη π τος νθρώπους, μ νοιωθε τ πόσο θ πονοσε καρδι κανενς φτωχο π τν πονι πο το δείξανε κενοι ο νθρωποι.


Μι μέρα φευγε π να τέτοιο σπλαχνο χωριό, κα πέρασε π τ νεκροταφεο, κ᾿ εδε τ κιβούρια πς τανε ρημαγμένα, ο ταφόπετρες σπασμένες κι ναποδογυρισμένες,κα τ νιόσκαφτα μνήματα ετανε σκαλισμένα π τ τσακάλια. Σν γιος πο ετανε κουσε πς μιλούσανε ο πεθαμένοι κα λέγανε: «Τν καιρ πο εμαστε στν πάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι φήσαμε πίσω μας παιδι κ᾿ γγόνια ν μς νάβουνε κανένα κερί, ν μς καίγουνε λίγο λιβάνι μ δν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπ στ κεφάλι μας ν μς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρ σν ν μν φήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι γιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ επε: «Τοτοι ο χωριάτες οτε σ ζωνταν δ δίνουνε βοήθεια, οτε σ πεθαμένον», κα βγκε π τ νεκροταφεο, κα περπατοσε λομόναχος μέσα στ παγωμένα χιόνια.

Παραμον τς πρωτοχρονις φταξε σ κάτι χωρι πο ετανε τ πι φτωχ νάμεσα στ φτωχοχώρια, στ μέρη τς λλάδας. παγωμένος γέρας βογκοσε νάμεσα στ χαμόδεντρα κα στ βράχια, ψυχ ζωνταν δν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εδε μπροστά του μι ραχούλα, κι π κάτω της ετανε μι στρούγκα τρυπωμένη. γιος Βασίλης μπκε στ στάνη κα χτύπησε μ τ ραβδί του τν πόρτα τς καλύβας κα φώναξε: «λεστε με, τν φτωχό,
γι τν ψυχ τν ποθαμένων σας κι Χριστός μας διακόνεψε σ τοτον τν κόσμο!».
Τ σκυλι ξυπνήσανε κα χυθήκανε πάνω του, μ σν πήγανε κοντά του κα τν μυριστήκανε, πιάσανε κα κουνούσανε τς ορές τους κα πλαγιάζανε στ ποδάρια του κα γρούζανε παρακαλεστικ κα χαρούμενα. πάνω σ᾿ ατά, νοιξε πόρτα κα βγκε νας τσοπάνης, ς εκοσιπέντε χρονν παλληκάρι, μ μαρα στριφτ γένεια, Γιάννης Μπαρμπάκος, νθρωπος θος κι πελέκητος, προβατάνθρωπος, κα πρν ν καλοϊδε ποις χτύπησε, επε: «λα, λα μέσα. Καλ μέρα, καλ χρονιά!».
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΥΠΟ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Μέσα στ καλύβι φεγγε να λυχνάρι, κρεμασμένο π πάνω π μία κούνια, πο ετανε δεμένη σ δυ παλούκια. Δίπλα στ τζάκι ετανε τ στρωσίδια τους κα κοιμότανε γυναίκα το Γιάννη. ατός, σν μπκε μέσα γιος Βασίλης, κ᾿ εδε πς ετανε γέρος σεβάσμιος, πρε τ χέρι του κα τ᾿ νεσπάσθηκε κ᾿ επε: «Νά χω τν εχή σου, γέροντα», κα τό λεγε σν ν τν γνώριζε κι π πρωτύτερα, σ νά τανε πατέρας του. Κα κενος το επε: «Βλογημένος νά σαι, σ κι λο τ σπιτικό σου, κα τ πρόβατά σου ερήνη το Θεο νά ναι πάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ γυναίκα κα πγε κα προσκύνησε κα κείνη τν γέροντα κα φίλησε τ χέρι του κα τ βλόγησε. Κι γιος Βασίλης ετανε σν καλόγερος ζητιάνος, μ μι σκούφια παλι στ κεφάλί του, κα τ ράσα του ετανε τριμμένα κα μπαλωμένα κα τ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εχε κ᾿ να παλιοτάγαρο δειανό. Γιάννης Βλογημένος βαλε ξύλα στ τζάκι. Κα παρευθύς, φεγγοβόλησε τ καλύβι κα φάνηκε σν παλάτι. Κα φανήκανε τ δοκάρια, σ νά τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ ο πητις πο ετανε κρεμασμένες φανήκανε σν καντήλια, κ᾿ ο καρδάρες κα τ τυροβόλια κα τ᾿ λλα τ σύνεργα πο τυροκομοσε Γιάννης, γινήκανε σν σημένια, κα σν πλουμισμένα μ διαμαντόπετρες φανήκανε, κα τ᾿ λλα, τ φτωχ τ πράγματα πού χε μέσα στ καλύβι του Γιάννης Βλογημένος. Κα τ ξύλα πο καιγόντανε στ τζάκι τρίζανε κα λαλούσανε σν τ πουλι πο λαλονε στν παράδεισο, κα βγάζανε κάποια εωδι πάντερπνη. Τν γιο Βασίλη τν βάλανε κ᾿ κατσε κοντ στ φωτι κ᾿ γυναίκα το θεσε μαξιλάρια ν κουμπήσει. Κι γέροντας ξεπέρασε τ ταγάρι του π τ λαιμό του κα τό βαλε κοντά του, κ᾿ βγαλε κα τ παλιόρασό του κι πόμεινε μ τ ζωστικό του.
Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κι ρμεξε τ πρόβατα μαζ μ τν παραγυιό του, κ᾿ βαλε μέσα στν κοφινέδα τ νιογέννητα τ᾿ ρνιά, κι στερα χώρισε τς τοιμόγεννες προβατίνες κα τς κράτησε στ μαντρί, κι παραγυις τά βγαλε τ᾿ λλα στ βοσκή. Λιγοστ ετανε τ ζωντανά του, φτωχς ετανε Γιάννης, μ ετανε Βλογημένος. Κ᾿ εχε μία χαρ μεγάλη, σ κάθε ρα, μέρα κα νύχτα, γιατ ετανε καλς νθρωπος κ᾿ εχε κα καλ γυναίκα, κι ποιος λάχαινε ν περάσει π τν καλύβα τους, σν νά τανε δελφός τους, τν περιποιόντανε. Γι τοτο κι γιος Βασίλης κόνεψε στ σπίτι τους, κα κάθησε μέσα, σ νά τανε δικό του σπίτι, κα βλογηθήκανε τ θεμέλιά του. Κείνη τ νύχτα τν περιμένανε λες ο πολιτεες κα τ χωρι τς Οκουμένης, ο ρχόντοι, ο δεσποτάδες κ᾿ ο πίσημοι νθρποι μ κενος δν πγε σ κανέναν, παρ πγε κα κόνεψε στ καλύβι το Γιάννη το Βλογημένου.
Τ λοιπόν, σν σκαρίσανε τ πρόβατα, μπκε μέσα Γιάννης κα λέγει στν γιο: «Γέροντα, χω χαρ μεγάλη. Θέλω ν μς διαβάσεις τ γράμματα τ᾿ η-Βασίλη. γ εμαι νθρωπος γράμματος, μ γαπ τ γράμματα τς θρησκείας μας. χω κα μία φυλλάδα π ναν γούμενο γιονορίτη, κι ποτε τύχει ν περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τν βάζω κα μο διαβάζει π μέσα τν φυλλάδα, γιατ δν χουμε κοντά μας κκλησία».

πιασε κα θαμπόφεγγε κατ τ μέρος τς νατολς. γιος Βασίλης σηκώθηκε κα στάθηκε κατ τν νατολ κ᾿ κανε τ σταυρό του, στερα σκυψε κα πρε μία φυλλάδα π τ ταγάρι του, κ᾿ επε: «Ελογητς Θες μν πάντοτε,νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων». Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κα στάθηκε π πίσω του, κ᾿ γυναίκα βύζαξε τ μωρ κα πγε κα κείνη κα στάθηκε κοντά του, μ σταυρωμένα χέρια. Κι γιος Βασίλης επε τ «Θες Κύριος» κα τ᾿ πολυτίκιο τς Περιτομς «Μορφν ναλλοιώτως νθρωπίνην προσέλαβες», δίχως ν πε κα τ δικό του τ πολυτίκιο πο λέγει «Ες πάσαν τν γν ξλθεν φθόγγος σου». φωνή του ετανε γλυκει κα ταπεινή, κι Γιάννης κ᾿ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ς μν καταλαβαίνανε τ γράμματα. Κ᾿ επε γιος Βασίλης λον τν ρθρο κα τν Κανόνα τς ορτς: «Δετε λαο σωμεν σμα Χριστ τ Θε, χωρς ν πε τ δικό του τν Κανόνα, πο λέγει «Σο τν φωνν δει παρεναι, Βασίλειε». Κ᾿ στερα επε λη τ λειτουργία κ᾿ κανε πόλυση κα τος βλόγησε.
Κα σν καθήσανε στ τραπέζι κα φάγανε κι ποφάγανε, φερε γυναίκα τ βασιλόπητα κα τν βαλε πάνω στ σοφρ. Κι γιος Βασίλης πρε τ μαχαίρι κα σταύρωσε τ βασιλόπητα, κ᾿ επε: «Ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος κ᾿ κοψε τ πρτο τ κομμάτι κ᾿ επε «το Χριστο» κ᾿ στερα επε «τς Παναγίας», κ᾿ στερα επε «το νοικοκύρη Γιάννη το Βλογημένου». Το λέγει Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τν η- Βασίλη!». Το λέγει γιος: «Ναί, καλά! κ᾿ στερα λέγει: «Το δούλου το Θεο Βασιλείου». Κ᾿ στερα λέγει πάλι: «Το νοικοκύρη, «τς νοικοκυρς», «το παιδιο», «το παραγυιο», «τν ζωντανν», «τν φτωχν». Τότε λέγει στν γιο Γιάννης Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δν κοψες γι τν γιωσύνη σου; Το λέγει γιος: «κοψα, Βλογημένε!» μά, Γιάννης δν κατάλαβε τίποτα, μακάριος. Κ᾿ στερα, σηκώθηκε ρθιος γιος Βασίλειος κ᾿ επε τν εχή του «Κύριε Θεός μου, οδα τι οκ εμ ξιος, οδ κανός, να π τν στέγην εσέλθς το οκου τς ψυχς μου».
Κ᾿ επε Γιάννης Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, πο ξέρεις τ γράμματα, σ ποι παλάτια ραγες πγε σν πόψε γιος Βασίλης; ο ρχόντοι κ᾿ ο βασιληάδες τί μαρτίες νά χουνε; μες ο φτωχο εμαστε μαρτωλοί, πειδς φτώχεια μς κάνει ν κολαζόμαστε». Κι γιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ επε πάλι τν εχή, λλοιώτικα: «Κύριε, Θεός μου, οδα τι δολος σου ωάννης πλος στν ξιος κα κανς να π τν στέγην του εσέλθς. τι νήπιος πάρχει κα τ μυστήριά Σου τος νηπίοις ποκαλύπτεται». Κα πάλι δν κατάλαβε τίποτα Γιάννης μακάριος, Γιάννης Βλογημένος...

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ :ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ

20 Δεκ 2010

Ξημερώνει Χριστούγεννα ...με τον Παπαδιαμάντη ...



Ξημερώνει Χριστούγεννα …Η βελέντζα βαριά θερμαίνει όσο γίνεται τα παιδικά ονείρατά μας .Το τρίξιμο της πόρτας ακούστηκε απ τις τέσσερις.Ήταν η μάνα με το μαγκάλι …Τ ΄άφησε πλάι στο παράθυρο να σπάσει λίγο το κρύο του μικρού μας δωματίου .Τα κεφάλια μας χωμένα, ούτε που τολμάνε να συναντηθούν με την παγωμένη ατμόσφαιρα ...
Ξημερώνει Χριστούγεννα …Σε λίγο η καμπάνα θα χτυπήσει πέντε .Κι αυτό ήταν το πιο καρτερικό μας σύνθημα …Από μικροί το προσμέναμε να μας πάρει ο πατέρας αχάραγα στην εκκλησιά .Και κείνη τη χρονιά θα πηγαίναμε μαζί του μέσα στη βαθιά νύχτα ,φορώντας τα κυριακάτικά μας ,τους μάλλινους σκούφους και τα γάντια .- -Άσε με λίγο ακόμα καλέ μάνα !!! Βγάλανε γάλα τα πόδια μου χθες βράδυ με τα κάλαντα !!!Τέσσερα χωριά γυρίσαμε !!! Ρούγα για ρούγα δεν αφήσαμε ατραγούδιστη …Και αυτή όλο καλοσύνη και χαρά γιορτινή αρχίνισε να λέει μια ιστορία .Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο της ….Για τον παπά Φραγκούλη έναν παπά νησιώτη που χρόνια πρίν με χιονοθύελλα και κύματα άγρια παραμονή Χριστουγέννων αψήφισε κινδύνους και τον χειμώνα τον βαρύ και πήρε την παπαδιά του και τον Σπύρο το παιδάκι του -12 χρονών σαν και σένα αγόρι μου!!! και άλλους αντρειωμένους δεκαπέντε νοματέους …την θειά το Μαλαμώ και τον Κυρ Αλεξανδρή τον ψάλτη …και πήγαν να λειτουργήσουν ένα εκκλησάκι του Χριστού πάνω σ ένα ψηλό κάστρο .-Και τα κατάφεραν και το λειτούργησαν την ημέρα της γιορτής του και ευχαρίστησαν τον Θεό !!! Σήκω και συ τώρα ακριβέ μου ..εσύ λίγα μέτρα έχεις να κάνεις ως την εκκλησιά …Άντε να πάρεις και συ τον μισθό σου !!! -Τι μισθό καλέ μάνα θα με πληρώσουν κιόλας ; -Αμή !!! και θα ναι διπλός ο μισθός σου άμα πάς και ακούσεις από τον Παπά μας το : Δετε δωμεν πιστοί, πο γεννήθη Χριστός …Άντε να τον δεις και συ εφέτος παληκάρι μου …Άντε και έρχομαι και γω ξωπίσω σας…
…………………………………………………………………………………………..
Έχουν περάσει χρόνια πολλά από τότε ..
Ξημερώνει Χριστούγεννα …και εγώ σε αυτήν την όντως άγια νύχτα τους , θυμάμαι και αποζητώ τον Κυρ Αλεξανδρή τον ψάλτη ,τον περιθωριακό αυτόν εραστή του παραδείσου …τον γλυκύτατο και ταπεινό σαν τον Χριστό κοσμοκαλόγερο .Και ανεβαίνω με όλους τους περήφανους φτωχούς και ταλαιπωρημένους απ την ζωή ήρωές του στον Χριστό στο κάστρο …Κι ανάβω μαζί τους τα καντηλάκια να φωτιστούν οι …παραπονεμένοι Άγιοι των τοίχων και του περίτεχνου τέμπλου . Και σιγοψιθυρίζω τις κατανυκτικές καταβασίες …Εκεί δίπλα του …
Ξημερώνει Χριστούγεννα … Ο Κυρ Αλέξανδρος με περιμένει και φέτος .Σε λίγο θα βρεθεί σε κάθε μικρό ξεχασμένο και αλειτούργητο για καιρό εκκλησάκι του βλογημένου τούτου τόπου …Και θα ψάλλει σαν την πρώτη του φορά τότε που ήτανε παιδί και στο ιερό βρισκόταν ο παπάς πατέρας του ,ο Αδαμάντιος Εμμανουήλ ,για το πιο ξένο και παράδοξο μυστήριο της αγίας μας πίστης …Και όσο ο Θεός θα με αξιώνει να ξημερώνομαι στην γέννησή Του ,νύχτα βαθιά θα βγαίνω να συναντήσω τον…αλαφροϊσκιωτο Άγιο των Γραμμάτων μας. Χριστούγεννα χωρίς αυτόν μοιάζουν Χριστούγεννα δίχως Χριστό !!!
νώντας σκοπετέας /Απόσπασμα απο Ραδιοφωνική Εκπομπή αφιερωμένη στον 
Κυρ -Αλέξανδρο...
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους !

15 Δεκ 2010

Ο Άγιος της συγχώρεσης ...

.....Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα: -Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια! Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στήν μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους. Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε. Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν. Γιατί σε κυνηγούν; Άνοιξε και θα σου μολογήσω. Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε. Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι. - Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά. - Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν; - Σκότωσα… Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν. - Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν; - Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο. Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι. Πάμε, πρόφεραν τα χείλη. Πού; Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι. Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά. Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα. Λυπήσου με, μούγκρισε. Κι άρχισε να κλαίει. - Ο Θεός να σε λυπηθεί, δυστυχισμένε. Από λόγου μου σε λυπάμαι. Και πολύ μάλιστα. Αλλά φέρνει πίσω την ζωή;… Κλάψε και μοιρολόγισε. Ζήτα του σπλαχνιά. Ο άνθρωπος έκλαιγε με λυγμούς. - Μετανοιώνεις; Αντήχησαν μία – μία οι συλλαβές. - Χίλιες βολές. Άς όψονται οι Μονδίνοι. Το κρίμα στο λαιμό τους. Μούταξαν να με καταστήσουν από ρέμπελο και μπράβο μπιστεμένο τους. Ο ιεράρχης στη λέξη ανατρίχιασε. Αλλά παρευθύς θυμήθηκε την επικείμενη καταδίωξη… Άνοιξε κάποιο συρτάρι και ανατράβηξε το πετραχείλι. Το φίλησε, το φόρεσε, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού και είπε: - Για τα όβολα λοιπόν δέχτηκες δυστυχισμένε, να διαπράξεις φόνο; - Ναίσκε άγιε ηγούμενε, που να μην έσωνα ο ξελογιασμένος. Μ’ έβαλε ο εξαποδώς. Τι γύρευα να παραφουσκώνω στσι παλληκαροσύνες; Για να βγεί παναπεί στην Κοινότητα Κήνσορας, κακόροικος ο άλλος ο αφέντης, ο Σιγούρος… - Ποιόν από τους σέμπρους του Σιγούρου σκότωσες; - Σέμπρο, άγιε ηγούμενε; Τον ίδιο τον αφέντη. Τον κόντε- Κωνσταντή παραφύλαξα και μαχαίρωσα αριστερά στο καντούνι του Κάστρου. Τον άφηκα σέκο. Παρακάλα τον Θεό για την ψυχή. Για μια ψυχή που θα παραδώσω. - Αχχ! - Σαν τι αγροικάς ηγούμενε; Λυπήσουμε, τον μετανοιωμένο. Σου ήτανε φίλος ή γνωστός ο αφέντης;Για ξένα νιτερέσα, ο δόλιος. - Ήταν…ήταν ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου. Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε… Ένα σμάρι δάκρυα πέσανε κατακόρυφα στο κεφάλι του φονιά. Έχουνε άραγε τα δάκρυα βάρος; Βράχια πέσανε στην αναμαλιασμένη κεφαλή. Μοναστραπίς έπεσε μπρούμιτα. Σπάραζε σαν ψάρι. Και με τα θολόνερα των ματιών του, σερνόταν, φιλούσε ένα ζευγάρι παντόφλες. Είσαι…είσαι ο δέσποτας…ο πανιερώτατος, το καύχημα τση χώρας; Συμφορά που με βρήκε…Αλλοί…Χτύπα με. Να, πάρε το μαχαίρι, σκότωσέ με. Ακολούθησε σιγή. Μια σιγή όλο μυστήριο. Καταγεμάτη δέος. Άραγε ποιό τάγμα των Ασωμάτων να παρακολουθούσε το δράμα; Ο ηγούμενος με το βλέμμα ψηλά και με τα δάκρυα αρμυρές σταγόνες- βράχια- να κυλάνε και να κυλάνε, προσευχόταν. - Θεέ και Κύριε… Θεέ και Κύριε…τραύλιζαν κάθε τόσο τα χείλη του. - Χτύπα με, χτύπα με, ούρλιαζε χάμου στα πόδια του ο αναπάντεχος τούτος επισκέπτης. Πόσο κράτησε η τραγική στιγμή, κανείς πια δεν θυμάται. Μονάχα ο Εσταυρωμένος. Ο παντογνώστης. - Σήκω… αντήχησε η λαλιά του εξομολόγου. Θαρρώ ακούγεται σαματάς. Σκαρφαλώνουν θαρρώ, άλογα. Ο άνθρωπος πετάχτηκε σαν μοσχάρι που του βυθίζουν το στιλέτο στο λαιμό. - Θα με παραδώσεις; - Όχι. - Ω… Και τι αποφασίζεις να πράξω; - Φύγε. Πάρε τις ρεματιές. - Μπορώ; - Δεν ξέρω. Σύρε απέναντι, όπου σε φωτίσει ο Αναστημένος. - Θα… θα με δούν. - Σύρε απέναντι, στο πατητήρι. Κρύψου στο σύδεντρο, στο τσαρδάκι του πορτάρη. Αυτού μέσα υπάρχει άχερο. Και σανός. Και λίγα μέτρα πιο πέρα, βυθίζεται στ’ αγκάθια ο πρασινόβραχος. Η στιγμή ήταν κρίσμη, δεν έπαιρνε χασομέρι. Τα πάντα έγιναν μέσα σε πέντε ή έξι λεπτά. Ίσως και σε δυο. Και να, σε λίγο έξω στην ερημιά, καταμεσίς στον χιοναγέρα που εξακολουθούσε να σφυρίζει, αντήχησε ποδοβολητό αλόγων. Και από κοντά φωνές, βλαστήμιες. Τα χέρια καθώς τοποθετούσαν στην θέση του το πετραχείλι, έτρεμαν. Και τα δόντια γοργοκτυπούσαν. Αν δεν προλάβαινε να σφογκίσει τα δάκρυα, αλλοίμονο θα συντελούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις. Καταμπροστά του βρέθηκαν πέντε ζευγάρια μάτια. Γυάλιζαν σαν της ύαινας. - Πέρασε από δω γέροντα, κάποιος ξεσκούφωτος με γένεια; Ανάκραξε φιλεύρενα κάποιος πανύψηλος με φαβορίτες που έδειχνε νάναι επικεφαλής. - Ναί, πέρασε. Και πούναιτος τώρα; Έφυγε. Κατά πού τράβηξε; Δεν πρόσεξα. Πώς; - Έπιασα να ετοιμάζομαι για παρακλητική. Δεν καλοπρόσεξα. Μα… να. Θαρρώ κάπου από δώ. Δηλαδή; Από τη λαγκαδιά, ίσως. Κι έκανε αόριστη χειρονομία. - Γρήγορα να τον προλάβουμε, φώναξε ο ψηλός με τις φαβορίτες. Κατάλαβα. Τραβάει δυτικά για να πέσει στην κατηφόρα, στα πουρνάρια. Προσοχή μη σβήσουνε τα φανάρια. ………………………………………………………………………………………………………………………… Οι Ζακύνθιοι ποιητές αργότερα γράψανε ότι είχε τάχα πεί ένα ιερό ψέμα ο άγιος. Για χάρη τάχα της συγγνώμης. Δεν βγαίνει όμως τέτοιο συμπέρασμα από μια προσεκτική έρευνα. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με το «μαύρο» ποτέ. Μήτε δέχεται, μήτε «παραθεωρεί» το ψέμα. Σαν Πνεύμα και σάν αλήθεια είναι και παραμένει Φως. Απλούστατα η απόκρυψη του κακούργου επιβάλλονταν και από το «απόρρητον της εξομολογήσεως», αλλά και από το ψυχικό μεγαλείο του πράου και ανεξίκακου ιεράρχη. Ο στόχος του ήταν να μήν πέσει στα νύχια του δαίμονα, να μη κατρακυλήσει στο χάος, στην απώλεια, το κυνηγημένο εκείνο γεράκι. Αλλά με την μετάνοια, να αλλάζει χρώμα. Να μεταβληθεί σε περιστέρι. Καμιά ώσαμε τότε ψυχή δεν χάθηκε από τόσες και τόσες που σέρνονταν στα πόδια του και του ζητούσαν βοήθεια. Ορθόδοξος μέχρι το μεδούλι ο Όσιος της Αναφωνήτρας, αδύνατο να έπεφτε σε αντικανονική παράβαση. (Απόσπασμα απο το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου, Ο Άφθορος Άγιος Διονύσιος), Αφηγηματική βιογραφία). πηγή : vatopaidi.wordpress.com

8 Δεκ 2010

Αγία μου Άννα κάνε με μάνα ...


Η καριέρα της πάνω από όλους και όλα …κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για παιδιά και σκοτούρες …έχουμε χρόνο έλεγε ,και δυσφορούσε εμφανώς όποτε κανείς ..τολμούσε να της απευθύνει ευχή για τεκνογονία …όποτε ο καλός της όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί χάζευε με παραπονεμένο βλέμμα μικρά αγγελούδια στους σπάνιους περιπάτους τους …είπαμε ….όποτε θέλω Εγώ εσύ δεν θα γεννήσεις …. Λίγο πριν τα σαράντα της του το ανακοίνωσε …θα κάνω παιδί!!! έτσι του είπε …Λίγο μετά τα σαράντα της τα μάτια της ήταν πάντα κοκκινισμένα …οι κουβέντες της πλέον μετρημένες και το βλέμμα της όπως …του καλού της … Πόσο αφελής ήμουν που νόμιζα ότι όλα τα κανονίζω εγώ ….Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε μόλις συνάντησε για πρώτη φορά στην ζωή της τον γιατρό της ψυχής …δεν φορούσε λευκή μπλούζα όπως οι τόσοι που συνάντησε για το …πρόβλημά της μα στολή αγιασμένη με χρυσοκέντητους σταυρούς …ποτισμένη απο λιβάνι και δάκρυα διαμαντένια .Και αυτός της έδωσε την καλύτερη συνταγή …μια μικρή ευχούλα που από κείνη την ημέρα αντηχούσε συνέχεια μέσα της …Την άκουσα και εγώ κάποτε να την ψιθυρίζει με φωνή τρεμάμενη ,γλυκιά και ικετευτική …Αγία μου Άννα κάνε με μάνα …. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Την άκουσα και προχθές στην βάπτιση των διδύμων της να την επαναλαμβάνει μα ήταν κάπως αλλιώτικη τούτη τη φορά η ευχή : Αγία μου Άννα κάνε με καλή μάνα….
(Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία) Νώντας Σκοπετέας Απόσπασμα από το βιβλίο : Δάκρυ στο Εγώ 

6 Δεκ 2010

Μα ο Άγιος Νικόλας έκανε το τιμόνι του ...


....Άγιε Νικόλα παρακαλώ σε , στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε....(Ν.Γκάτσος)
...."Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει κι έβαλε το Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός."
"Ο Άη Νικόλας είναι και καπετάνιος στο τιμόνι. Σε μια φουρτούνα τον είδε σε ένα φορτηγάκι πλοίο (έτσι μου λέγανε κάτι καπεταναίοι) ένα παιδί 15 χρονών. Τον είδε το παιδί αυτό το καμαρωτάκι πίσω στο τιμόνι και τσου λέει "Ένας καλόγηρος βαστάει τη ρόδα", μα εκείνοι δεν το βλέπανε. Το παιδί ήτανε αθώο."
Και η υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας για τον Άη Νικόλα και το τιμόνι:
"Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."
Στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" του Δημήτριου Λουκάτου, σώζεται η παραπάνω παράδοση, που προδίδει την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας.
Πηγή: Το εξαιρετικό ιστολόγιο
http://firiki.pblogs.gr/

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~