main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

12 Ιουλ 2013

Το πετραχηλάκι ( Η Θεία Καλλιοπίτσα) μικρό διήγημα





Κοιτάζει το σκοροφαγωμένο ύφασμα στο μικρό προσκυνητάρι πίσω απ την πόρτα …Θυμάται και στενάζει χαμογελώντας   για τη μορφή  που το φτιαξε αυτό το …παιδικό  πετραχήλι όταν ήτανε τόσος δα  και έλεγε σε όλους τους μεγάλους   που καλόγνωμα τον ρωτούσανε  , οτι όταν μεγαλώσω θα γίνω Δεσπότης  ! Και εκείνη η ευλογημένη  βάλθηκε να το ράψει  στη μηχανή της την ακούραστη που ο ήχος της  δεν έμοιαζε με καμιάς άλλης… Και του το δωσε  για να χαρεί  στα 8 του , ένα καλοκαίρι στις αρχές του Ιούλη , μαζί με  μια στολή πορφυρή ,  με χρυσοκέντητους Σταυρούς να την έχει μαζί του και να την  φορά όπου τον έπαιρνε ο παπά –Μιχάλης για Παπαδάκι , στα μικρά ιερά με τις Πλατυτέρες στο σμίλευμα της μανιάτικης πέτρας να αγκαλιάζουν τον κόσμο του  ολόκληρο …
Η Καλλιοπίτσα , η γλυκιά και πάντα χαμογελαστή αυτή γυναίκα με την λεπτή φωνή και την Αγγελική  ψυχούλα . Την έλεγε Θεία και ποτέ δεν χρειάστηκε να απομνημονεύσει το είδος της συγγένειας που τους έδενε …μια δυο φορές την είχε ρωτήσει , μα τι σημασία είχε, αφού την ένιωθε τόσο αγαπητή σαν την μάνα του την ίδια …Και όλα τα παιδιά στο χωριό έτσι την αγαπούσαν  
Ήταν αυτό το βάλσαμο στην ευρύχωρη καρδιά της ,  που δεν αξιώθηκε εκείνη να φέρει στον κόσμο δικά της βλαστάρια , το ότι ένιωθε δικά της όλα τα παιδιά του Θεού . 
Γι αυτό και όταν η μηχανή της ξαπόσταινε για λίγο από αυτά που έφτιαχνε αχρήματα , Θεός φυλάξοι,  όλο για τους άλλους  , εκείνη πάντα έβαζε μπροστά να φτιάξει ένα γλυκό ή μια πίτα με αγριόχορτα και μυζήθρα  για να χει να φιλέψει όποιο παιδί θα περνούσε έξω απ τις … αυλές της … Στα πρώτα χρόνια δεν είχε δικό της σπίτι στο χωριό …Και έτσι είχε αλλάξει αρκετά , ερειπωμένα σχεδόν  …Όλα  τα συμμάζεψε  όμορφα και ήταν τόσο δροσερά , με περήφανες  μουριές να ρίχνουν της σκιάς τους το παράστημα  στα μικρά δωματιάκια , που μοσχομύριζαν συνέχεια από  τα μαγειρέματά της και το λιβάνισμα το άπαυστο …
Οι τοίχοι τους γεμάτοι από μικρές  εικονίτσες με τους λατρευτούς της τους  Αγίους και κυρίως τον Άγιο Νεκτάριο τον προστάτη της . Μαζί με τον άντρα της , τον Πετράκη της , δεν σταμάτησε ποτέ να τον επισκέπτεται στην Αίγινα και κάθε φορά που επέστρεφε όλο και γέμιζε περισσότερο τον τοίχο με φωτογραφίες από την οσιακή του κοίμηση , και αυξάνονταν τα μπουκαλάκια με τον Αγιασμό και το λαδάκι  του ,  αμέτρητα πλέον  σε κάθε γωνιά του φτωχικού  της …Αμέτρητοι και οι Νοέμβρηδες όταν σημάδευαν την μνήμη του,  που η Καλλιοπίτσα έφτιαχνε η ίδια μεγάλους  άρτους αφράτους με γλυκάνισου  άρωμα και έκανε λειτουργία στον Ταξιάρχη να τιμήσει της Σηλυβρίας τον γόνον και της Αιγίνης τον έφορον , ψέλνοντας  κι αυτή απ τις πίσω θέσεις που πάντα καθότανε , το απολυτίκιό του που τόσο πολύ την δάκρυζε…
Μα δεν άφηνε παραπονεμένους και τους άλλους Αγίους …Όλοι την θυμούνται , τα καλοκαίρια ιδίως , να φέρνει σε κάθε μικρό ξωκκλήσι ,  το μικρό ταψάκι της με τα σπερνά ,όπως  λένε οι Μανιάτες τα κόλυβα   και εκείνες τις υπέροχες τις Φανουρόπιτες να διαβαστούν όλα και έπειτα  να μοιραστούν στους ανθρώπους  κι αυτά ως ευλογία κι έλεος  .
Πέρασανε τα χρόνια και έχτισαν το   δικό τους  σπίτι , στου Νικόβου το κάτω καλντερίμι.  Δεν είχε αυλή μπροστά στο δρόμο  όπως τα άλλα μα έβγαινε πίσω  σε μια ρούγα που κατοικούσε εδώ και αιώνες ολάκερους η Αγιά- Μαρίνα .Και έτσι την έκανε γειτόνισσά της η Καλλιοπίτσα και δεν παρέλειψε ποτέ της την ιερή επίσκεψη κάθε απόγευμα χειμώνα –καλοκαίρι  …Και στου  Ιούλη τη γιορτή  Της Αγίας που πάτησε τον Σατανά ,  μαζί με τους υπόλοιπους τους γείτονες , στρώνανε πολύχρωμες κουρελούδες σε όλες τις μεγάλες φρεσκο ασβεστωμένες τις πεζούλες  και τις κάνανε καθίσματα έμορφα να γεμίσουνε από γέρους και παιδιά στου πρωινού το πανηγύρι , λίγο πριν όλοι μαζί ψάλλουν  το Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν …χορταίνοντας τις ψυχές τους με Παραδείσου ελπίδα .


Κι έτσι ξοδεύτηκαν  τα χρόνια της και μεγάλωσε η Καλλιοπίτσα και την επισκέφθηκε αλλιώτικα τούτη τη φορά  ο Θεός . Στα τελευταία της αρρώστησε η μνήμη της και  δεν θυμότανε πολλά . Δεν ήτανε ανώδυνα τα τέλη της μα ήτανε Χριστιανά και ανεπαίσχυντα και Ειρηνικά …Το τελευταίο της καλοκαίρι κίνησε με τις μικρές τις  κόρες του  να πάρουν την ευχή της …Το νιωθε πως δεν θα την ξανάβλεπε …Θεία  με θυμάσαι ; Δεν μίλησε εκείνη  …Πήρε το χέρι της λοιπόν  το τόσο δουλεμένο στου Χριστού τα έργα και το φίλησε να την αποχαιρετήσει …Κύριε Ελέησον …η Παναγιά μαζί σας ..την άκουσε να λέει και να επαναλαμβάνει συνέχεια μέχρι που βγήκε έξω απ το σπίτι …Βάλθηκε τότε να ψάξει σε όλα τα μπαούλα στο κατώι για να βρει εκείνα τα παιδικά του, τα πορφυρά του,  τα αθώα τα χρόνια … Βρήκε κείνο το πετραχηλάκι της , σκονισμένο και φαγωμένο στο μέσο του , από του χρόνου το αδυσώπητο το πέρασμα …Είπε στην γυναίκα  του να το πλύνει και να το συνεφέρει όσο μπορούσε  …Μόνο που την παρακάλεσε  να του αφήσει εκείνο το τρύπημα για να θυμάται όλα τα πάθη του ,  που σαν παράσιτα ζήτησαν   την ψυχή του  να γυμνώσουν …Έτσι το κρέμασε σαν εικόνισμα κι αυτό στο μικρό προσκυνητάρι πίσω απ την πόρτα του δωματίου του  



Ξημέρωνε 9 του Νοέμβρη …Νεκταρίου Αιγίνης …Πενταπόλεως του Θαυματουργού …Γιορτάζει και η Θεία Καλλιοπίτσα σκέφτηκε μόλις άνοιξε τα μάτια του… θα χει χαρά σήμερα ! Και όντως είχε αφού τα ξημερώματα της πιο  σπουδαίας και χαρμόσυνης  για όλη τη ζήση της μέρας , διάλεξε ο Χριστός μας να την καλέσει κοντά του . Στην αγκαλιά του Αγίου Νεκταρίου της  ταξίδεψε του λατρεμένου . Σκίρτησε  από λύπη αναδεμένη με χαρά μόλις το έμαθε , έτρεξε πίσω από την πόρτα του  και φίλησε   το πετραχηλάκι της να πάρει την ευχή της …

 
Νώντας Σκοπετέας/Αληθινή Ιστορία

Αφιερωμένο στην μνήμη της πιο ταπεινής και γλυκιάς Θείας που γνώρισα στον κόσμο …που αναπαύεται πλέον στου Ταξιάρχη μας το κοιμητήρι…

Καλό Παράδεισο μετά των Αγίων …

ΥΓ: Όταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την κοίμησή της , μετά το μνημόσυνό της στον Ταξιάρχη , ο Πετράκης  πήγε στο μνήμα της και της είπε : Πάρε με και εμένα καρδούλα μου να είμαστε μαζί ...Το ίδιο απόγευμα ξεκίνησε  και αυτός για το μεγάλο ταξίδι ...στα μέρη των Αγίων... ... 

4 Ιουλ 2013

Ευλογημένη η Βασιλεία... ( η Κυρά-Αγγελική )





Είναι χαρούμενος άνθρωπος η Κυρά- Αγγελική . Δεν γνωρίζει το παράπονο μα ξέρει τον πόνο . Δεν έκλαψε ποτέ της για τα τόσα  δύσκολα που την απάντησαν , μα τα μάτια της όλο δάκρυα είχαν να προσφέρουν , σε όποιον διπλανό της τα χε ανάγκη για στήριγμα και κυρίως στους Αγγέλους της τους λατρευτούς τους …συνονόματους , έτσι τους φώναζε  , που τους ένιωθε συνέχεια σιμά της  , να τα πάρουν και σαν διαμάντια  βαρύτιμα να τα ταξιδέψουν  ως τον θρόνο του  Θεού Πατέρα μαζί με όλα της τα  αμέτρητα τα ελέησον  ….
Χαίρεται με τα μικρά και ασήμαντα για άλλους , μα τόσο σπουδαία γι αυτήν την μικροκαμωμένη Γερόντισσα πλέον . Κάθε μέρα που ξημερώνει είναι γι αυτήν μοναδική . Κάποιος Άγιος που η αθάνατη η μνήμη του γιορτάζει , κάποια Αγία που μαρτύρησε εκουσίως για την αγάπη του Χριστού ,  της θυμίζουν  της πίστης το χρέος το πάντοτε οφειλόμενο . Δεν λείπει ποτέ από Εσπερινό Εκκλησιάς που πανηγυρίζει για  τον Προστάτη της μα ούτε από τις καθημερινές τις πιο ταπεινές , τότε που μετρημένες ψυχές διάσπαρτες μες στον Ναό της Παναγιάς θωρούν την ανοιχτή αγκαλιά του Εσταυρωμένου πίσω απ του παππούλη τους  την αγαπημένη μορφή που τους ευλογεί . Τώρα που οι μέριμνές της  οι βιοτικές γίναν ελάχιστες , τώρα μπορεί να γεύεται και να γνωρίζει όλο και πιότερο ότι… Χρηστός ο Κύριος .
Εκεί στην σταθερή της θέση στου ιερού την μισάνοιχτη  πόρτα  μπροστά στου τέμπλου τη Μετάσταση  της Παναγιάς προς την Αληθινή Ζωή , στέκεται η χαριτωμένη γραία . Όχι πως με τον χρόνο γίνηκε δική της , ή της την έχουν κρατημένη όπως κάνουν μερικοί , μα φτάνει τόσο πρωί στης Κοίμησης την Εκκλησιά , σχεδόν μαζί με τους ιερείς απ το σπίτι της λίγα μέτρα πιο πάνω στην ανηφοριά , που πάντα την βρίσκει αδειανή να την προσμένει . Μα  εκείνη  ελάχιστες φορές θα την χρησιμοποιήσει για να ξαποστάσει . Όρθια έστω κι αν άλλα η δύναμή της  προστάζει , με τα μάτια της καρφωμένα στην Γαλήνια Κυρά-Παναγιά και τον γλυκασμό των Αγγέλων της των λατρεμένων , των συνονόματών της      
Κυριακή πρωί . Ο ναός σιγά –σιγά γεμίζει . Οι ψάλτες τελειώνουν την Μεγάλη Δοξολογία …Το Άγιος Αθάνατος , αργόσυρτο , κρατά τώρα περισσότερο και η ηχώ του , σαν να ανεβαίνει ,αιώνια  ασίγητη , στου τρούλου τις φωτεινές τις δέσμες , δορυφορούμενη κι αυτή απ τις αόρατες τάξεις των Αγγέλων της των λατρεμένων , των συνονόματων  … Αρχίζει το Αναστάσιμο τροπάρι :
Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν, ᾄσωμεν τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου καὶ ἀρχηγῷ τῆς ζωῆς ἡμῶν· καθελὼν γὰρ τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον, τὸ νῖκος ἔδωκεν ἡμῖν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος. Σήμερα που είναι Κυριακή …Σήμερα που γιορτάζουμε την αιώνια νίκη …Τα στασίδια τρίζουν . Είναι αλλιώτικος τούτος ο θόρυβος …Δεν ενοχλεί κανέναν αυτή η χαρμόσυνη αναστάτωση. Είναι που όλοι σηκώνονται για να σταθούν ορθοί . Οι ψάλτες κατεβαίνουν για λίγο απ το αναλόγι τους . Η Κυρά-Αγγελική είναι έτοιμη με κάθε της αίσθηση να αδημονεί   . Τα δάχτυλά της ενωμένα σφιχτά  έτοιμα να κάνουν το σημείο της πίστης , του Σταυρού το σημάδι …Τρείς φορές . Κάθε μια με μια βαθειά υπόκλιση όσο αντέχει το κουρασμένο της σώμα . Η δυνατή φωνή του Παπά δίνει το πιο χαρμόσυνο έναυσμα . Το αιώνιο μήνυμα για κάθε Ορθόδοξη Χριστιανική ψυχή , που το λαχταρά πάντα σαν να τ ακούει πρώτη και αξέχαστη φορά , όπως αυτή η πάλλευκη  Αγγελική μορφή .   
Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ....
νώντας σκοπετέας
Απόσπασμα από την εκπομπή του Εν τω φωτί Σου οψόμεθα Φως με τίτλο: Ευλογημένη η Βασιλεία

27 Ιουν 2013

Οι Άγιοι Πάντες ...Του Κυρίου οι φίλοι ...





Χιλιάδες χρόνους ξεχασμένοι σε οπές μαρτυρικές …Όλο και πιο βαριά η ουράνια η γη που τους σκεπάζει…Έτσι το θέλησε, ν’  αργήσει η μυροβόλος η αποκάλυψη.



Κι είναι μαζί τους αρίφνητοι και άλλοι , άγνωστοι σε ανθρώπους χοϊκούς, με αιμάτινες στολές που λάμπουν Άγιο Φως της Ανάστασης…



Χορεία  αγγελική , ένθεο νέφος που ύψωσε η ταπείνωση και του Χριστού η λαχτάρα, σαν σε απόκρημνο σκοτάδι βυθίστηκε το τάγμα του εωσφόρου…


Και καρτερούν στις αγκαλιές τους , να δεχτούν και σήμερα έναν Καινούριο, του Ουρανού Άγιο Μέτοικο…


Φτάνουν δυο αντρειωμένοι νικητές, σφιχτά κρατούν τα χέρια…


Ο ένας στεφάνι μάρτυρα φοράει  στο κεφάλι…και έναν σταυρό στο στήθος του που αρνήθηκε να βγάλει…



Κι ο άλλος το φωτοστέφανο ντυμένος  των Αγίων, της Αφρικής τα χώματα τα πότισε με τους κρουνούς της πίστης του,  ψελλίζοντας μια προσευχή  στα χέρια των δημίων…

 

Κι όλοι μαζί δοξάζουνε Χριστό τον Θεό τον Αρχηγό και Τελειωτή Ιησού…

Κι η Παναγιά η Κυρά Τους πάει μπροστά, νεφέλη φωταυγής αεί Πρεσβεύουσα…

Κι ακολουθούν Εκείνοι…του Κυρίου οι Φίλοι…


οι Άγιοι Πάντες. 


                      Νώντας Σκοπετέας Απόσπασμα από το βιβλίο: Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν;                                    ( Εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας 2019)

   



18 Ιουν 2013

Στον Εσπερινό του Σαββάτου


Στην μεγάλη πόλη την Αθήνα . Ένα όνειρο , μια πόλη …Μαγική άκουσε να την λένε κάποτε …Κι έτσι του φάνηκε μόλις ήρθε , πρώτη φορά στα δεκαπέντε του ,με τους γονείς  και τα αδέρφια του απ το χωριό  …Το χωριό του που το λάτρευε κι ήθελε κάποτε να επιστρέψει , για να του προσφέρει όλην την αγάπη που του χε απλόχερα χαρίσει κάθε σπιθαμή της γνώριμης γης του , της ξερικής μα τόσο ευλογημένης  , στ ανέμελα και μπολιασμένα με αθωότητα χρόνια , που  η μνήμη του συνέχεια αποζητούσε σε ολάκερη τη ζωή του . Ήθελε να γίνει ο δάσκαλος του . Όνειρο και αυτό μαζί με την μεγάλη πόλη με το Πανεπιστήμιο …Tα κατάφερε λοιπόν  …Αρχές δεκαετίας του 80 …Φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Παιδαγωγικό τμήμα. Ναι θα γινόταν δάσκαλος ! Θα τον φιλοξενούσε η αδερφή της μητέρας του. -Ένα στόμα παραπάνω δεν χάθηκε και ο κόσμος είχε πει στο τηλέφωνο μόλις μαθεύτηκαν τα νέα …
-Άλλωστε τον Αντωνάκη μας  τον έχω σαν παιδί μου …Θα έχω τρία τώρα . Μην νοιάζεσαι καθόλου αδερφή !
 Κι ήταν όμορφη η συνοικία  πλάι στα προσφυγικά της Πανόρμου . Δίπλα σε μεγάλες λεωφόρους , που τότε μπορούσες να τις διαβαίνεις άφοβα μέρα και νύχτα . Αυτήν την Αθήνα αγάπησε ο Αντώνης , με τους μεγάλους δρόμους και τις ήσυχες κελαηδιστές  γειτονιές , που ακόμα ανάδυαν αρώματα   και έκρυβαν  μέσα τους αυλές με  χώμα ευωδιαστό και  παιδιά με της νιότης τους  το αμέριμνο ,  να πηγαινοέρχονται ολοένα τα απογεύματα τα καλοκαιρινά , στις χαρούμενα  πολύβουες αλάνες πριν τις σκεπάσει το πελώριο το  γκρίζο.
Κι άρχισε η πρώτη του χρονιά …Δεν άργησε να αγαπήσει το κάθε τι που συντρόφευε εκείνα τα αξέχαστα χρόνια …Όλη την Εβδομάδα τα πρωινά στο Πανεπιστήμιο και έπειτα στο φιλόξενο  σπίτι των θειών του .  Στην δική του γωνιά στο καθιστικό  με τον μικρό  καναπέ που άνοιγε και γινότανε κρεβάτι και ένα σπαστό  τραπεζάκι  για γραφείο . Πως την θυμόταν πάντα εκείνη την γωνιά …σαν άκλειστη αγκαλιά που έζησε μέσα της χαρές και αγωνίες ….εκείνα τα αξέχαστα χρόνια …Πως λαχταρούσε να ‘  ρθει   το Σαββατο-Κύριακο ! Όχι για να ξεκουραστεί , ούτε για να ξεφαντώσει , μαζί με τις φοιτητοπαρέες στα στέκια του κέντρου της Αθήνας ως το ξημέρωμα . Τίποτα από αυτά δεν του  ανάπαυε την ψυχή την πάντα διψασμένη σαν τα χώματα του χωριού του . Κι όσες φορές προσκλήθηκε εκείνος ευγενικά το αρνήθηκε …-Γιατί βρε Αντώνη , έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις ;του λέγαν με νόημα οι υπόλοιποι .. –Κάτι έχω να κάνω τους έλεγε χαμογελαστός …Κι όντως είχε ! Τα δικά του τα απογεύματα του Σαββάτου ήταν τόσο  ξεχωριστά ! Ξεκινούσε , πολλές φορές  με τα πόδια και πήγαινε στον Εσπερινό . Πότε στο καθολικό της Μονής Πετράκη πίσω απ τον Ευαγγελισμό . Πότε στον Άγιο Λουκά δίπλα στο Ιπποκράτειο . Πότε στον Άγιο Σάββα της Αλεξάνδρας σιμά στου στεναγμού  το καταλάγιασμα . Του άρεσε να έχει ποικιλία στον Εσπερινό,  μα το θελε κιόλας πολύ να προσφέρει μια …ελάχιστη θυσία εσπερινή ,   κοντά εκεί που φώλιαζε η ελπίδα η πονεμένη  … Τις Κυριακές ήταν ενορίτης στην Αγία Τριάδα στη Λεωφόρο Κηφισίας .Το μόνο που τον πίκραινε κάπως ήταν πως στον Εσπερινό σπάνια συναντούσε αρκετό κόσμο . Μα δεν τον παραξένευε τόσο αυτό αφού και στο χωριό του στη Μάνη το ίδιο συνέβαινε . Ο πατέρας του που έψελνε , ο παπά- Παναγιώτης , η μάνα , άντε και δυο τρεις γυναίκες ακόμα . Μα εκεί πες ότι ήταν  και λιγοστοί οι χωριανοί …Εδώ στην Αθήνα με τα μιλιούνια του κόσμου δεν μπορούσε να το δεχτεί  με τίποτα κι όλο το είχε στο μυαλό του ανεξήγητο . Έβαλε λοιπόν σκοπό του σ έναν εσπερινό εκεί στην Μονή των Ασωμάτων να γεμίσει το καθολικό από νέους ανθρώπους σαν κι αυτόν .
-Παιδιά!  είπε  με δυνατή και ενθουσιώδη φωνή που τους παραξένεψε όλους μια Παρασκευή σε ένα διάλειμμα από τις παραδόσεις , Αύριο το βράδυ θα σας ακολουθήσω  ! Υπό μια προϋπόθεση όμως ! Θα συναντηθούμε νωρίς το απόγευμα , στις 5 του Σαββάτου στο άγαλμα του Βενιζέλου ,  για έναν ωραίο  περίπατο και έναν Εσπερινό κάπου που θα σας φανεί σαν τον Παράδεισο ! Τι λέτε; ρώτησε την μεγάλη ομήγυρη των συμφοιτητών του … 
Τον ακολούθησαν περίπου στα είκοσι νέα παιδιά αγόρια και κορίτσια που έσφυζαν από ζωή εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα . Μ έναν υπέροχο ασυννέφιαστο ήλιο και τις νερατζιές της μεγάλης λεωφόρου ανθισμένες …Χάρηκαν οι καλόγεροι και ο ψάλτης με την ασυνήθιστη αυτή παρουσία , την απρόσμενη έκπληξη που έκανε τα πρόσωπά τους να λάμπουν αναστάσιμα ,  πιότερο από ποτέ άλλοτε που ο Αντώνης τα παρατηρούσε , πάντα γαληνεμένος . Η επόμενη μέρα θα ξημέρωνε Κυριακή των Μυροφόρων , με ήχο δεύτερο και Β΄εωθινό . Ξεκίνησε ο εσπερινός …Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον …και έπειτα ο ψάλτης άρχισε το Κύριε εκέκραξα , τους λυχνικούς ψαλμούς …. Το θυμιατήρι , το κατσί  περνά μπροστά απ τον καθένα λούζοντάς τους με αρώματα βυζαντινά τριαντάφυλλου σμιγμένου με μύρου στάλες …Δόξα και Σε τον αναβαλλόμενον σε πλάγιο του πρώτου να θυμίζει της Αποκαθήλωσης τα δάκρυα … Νυν απολύεις τον Δούλο Σου Δέσποτα κι Απολυτίκιο Αναστάσιμο ..Ότε κατήλθες προς τον Θάνατον η ζωή η αθάνατος …Και έπειτα ο ευσχήμων Ιωσήφ και οι τολμηρές οι Μυροφόρες που συναντούν τον Άγγελο . Ένας απ τους πιο όμορφους Εσπερινούς ήταν εκείνος όπως και να τον θυμόταν τα κατοπινά τα χρόνια ο Αντώνης . Ο ναός σχεδόν γεμάτος ! Τα είχε καταφέρει …Το μόνο που δεν θυμόταν ο δάσκαλος μετά από τόσα χρόνια ήταν αν το βράδυ είχε ξενυχτήσει με εκείνη την όμορφη και αγνή παρέα … Θυμόταν όμως καλά ότι το επόμενο πρωινό δεν πήγε όπως συνήθιζε  στην Ενορία του στην Αγία Τριάδα , μα ξαναβρέθηκε μαζί τους στα ίδια στασίδια στην Μονή των Ασωμάτων . Δεν θυμόταν επίσης  και κάτι άλλο ο Αντώνης  …να έλειψε ποτέ στη ζωή του  από Εσπερινό Σαββάτου…
Προετοιμαζόμενος για την Ημέρα του Κυρίου , την Αναστάσιμη και Πανευφρόσυνη…την όλο  ηλιόχαρη , την Ευλογημένη Κυριακή …
Ξεκίνησε ο Εσπερινός …Άρχισε ο προοιμιακός …Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο !   

νώντας σκοπετέας 
Απόσπασμα από το βιβλίο ¨Δάκρυ στο Εγώ" και την εκπομπή του  Εν τω φωτί Σου οψόμεθα Φως με τίτλο "Φως Εσπερινό"











11 Ιουν 2013

Παραμονή Αναλήψεως ( Ο άγρυπνος )



 Στις γειτονιές της Παραλίας λίγο μετά τον μεγάλο πόλεμο και τις ανήλιαγες μέρες του αδερφικού μίσους  , τα χώματα  άρχισαν ξανά να μοσχοβολάνε τους ανθούς των δέντρων και να τους μπερδεύουνε με την αλμύρα της θάλασσας , που κάποτε έφτανε ως τις ρίζες τους . Ο μπάρμπα Λύσαντρος , Παραλιώτης από τα γεννοφάσκια του δεν σταμάτησε ποτέ του να περιδιαβαίνει ολημερίς στους δρόμους  της όμορφης πόλης τους και να μεριμνά για όλες τις Εκκλησιές και τα απόμερα   ξωκκλήσια . Ακόμα και στον πόλεμο δεν άφησε αφώτιστη Εκκλησιά ούτε μια νύχτα .

Δεν απόχτησε φαμίλια δικιά του . Από παιδάκι μικρό ορφάνεψε από τους Άγιους  γονιούς του  , τότες πεθαίνανε απ το τίποτα οι ανθρώποι ,  και έμενε μαζί με την αδερφή του και έπειτα με την δική της οικογένεια στο σπίτι  με το μεγάλο περιβόλι, με τις ελιές , τις  πορτοκαλιές ,  τις λεμονιές και τις ροδιές , τα ζωντανά και όλου του Θεού τα καλά. Αγρότες και οι δυο τους τα καταφέρανε καλά με την γη που τους άφησαν πίσω οι γονήδες τους . Τη σεβάστηκαν και εκείνη  τους σεβάστηκε χαρίζοντάς  τους  γενναία τον επιούσιο και την  μακαρία ελεημοσύνη που δεν την λησμόνησαν  ποτές τους.    Όλοι τον αγαπάγανε για την καλοσύνη του , την γαλήνια όψη του προσώπου του και την σιγανή του φωνή που δεν την ύψωσε ποτέ , ακόμα και όταν κάποιοι τον κοροϊδεύανε φωναχτά ένα απόγευμα στο καφενείο αλλοπαρμένο και αλλαφροΐσκιωτο . Ίσα- ίσα που αυτούς συνέχεια τους χαιρέτιζε με αγάπη απροσποίητη ,  όποτε κι όπου κι αν τους έβλεπε , που κάποια στιγμή σταματήσανε και δεν τον ξαναπειράξανε . Αυτό που χαιρότανε πολύ να το ακούει ο  μπάρμπα Λύσαντρος  ήτανε όμως  ένα προσωνύμι που του είχανε ταιριάξει  τα ανήψια του , της αδερφής του τα παιδιά που τον αγαπάγανε σαν τον Πατέρα τους , που τον χάσανε τα καψερά  άδικα από χέρι αδερφικό στα τρισκατάρατα του εμφυλίου τα χρόνια  . Τον φωνάζανε  Άγρυπνο , γιατί όσα χρόνια τον θυμόντουσαν δεν τον είχανε δει ποτέ του να κοιμάται . Στο κελάκι του , όπως το έλεγε , ένα δωμάτιο που έχτισε πίσω απο την Εκκλησία της Αναστάσεως, σε μια γωνιά στη βορεινή μεριά του κτήματος  ,  πάντα βλέπανε φως τη νύχτα . Ξέρανε πως όποτε και να πηγαίνανε εκεί θα τον βρίσκανε ξυπνητό να διαβάζει για τους Αγίους του και να καίει λιβάνι Αγιονορείτικο. Τα είχε καταφέρει  και ταξίδεψε από τον Πειραιά με το καράβι μια φορά και έμεινε για μέρες πολλές στο Άγιο Όρος στη Μονή του Γρηγορίου , που πήγαιναν πολύ οι Πελοποννήσιοι εκείνα τα χρόνια. Και από τότε που γύρισε , μια ήταν η λαχτάρα του και η ευχαρίστησή του . Να βρίσκει παπάδες φιλακόλουθους , και να πηγαίνει σε αγρυπνίες όπου και να γίνονταν . Και γίνονταν πολλές τότε , μιας και ο κόσμος είχε αληθινό φόβο Θεού και ευλάβεια πονεμένη . Ακόμα και στην πιο μακρινή μεριά  της πόλης έφτανε από νωρίς το απόγευμα στα πόδια πάντα , για να βοηθήσει όπως μπορούσε στις ετοιμασίες . Να βάλει στους άρτους τα κεριά  , να ανάψει όλα τα καντήλια , να αφήσει λαδάκι , νάμα , πρόσφορο και όλα τα απαραίτητα για του Θεού τη λατρεία . Κι άμα έβρισκε και κανέναν Ιερέα γραμματιζούμενο και ψάλτη που ήξεραν από τυπικό Μοναστηριού  και μεγάλωναν τις Αγρυπνίες ως το ξημέρωμα , πως το ευχαριστιότανε …. Εκείνος όρθιος για όλες τις ώρες,  βοήθαγε όπως μπορούσε στο ψαλτήρι , είτε διαβάζοντας ,είτε ψέλνοντας κανένα γνωστό  προσόμοιο του εσπερινού και του όρθρου . Και όλο με χαμηλωμένο το κεφάλι μπαινόβγαινε στο ιερό να διακονήσει τον Παπά …Πολλές φορές στο τελείωμα , αν με δική του παρότρυνση γινόταν η αγρύπνια κάποιου πιο «άγνωστου» Αγίου , θα έδινε και λίγα χρήματα στον Ιερέα να τα μοιραστεί με τον ψάλτη … -για την ψυχή των πεθαμένων μου … έλεγε και απομακρυνόταν βιαστικά ...
Και έπειτα πολύ του άρεσε  να επιστρέφει στο σπίτι περπατώντας αργά  , δίπλα απ τη   Θάλασσα και να οσφραίνεται του χαράματος τις μυρωδιές και να ακούει τους πρώτους ήχους του Θεού …Κι αυτός πάντα να έχει στα χείλη του έναν ύμνο γι Αυτόν που αγάπησε τόσο και Του αφιέρωσε τη ζωή του , ζώντας   σαν καλόγερος μες στον κόσμο  με τις μέριμνές του και  το μεγάλωμα των τριών ανεψιών του .Τί είναι αυτό που ψέλνεις συνέχεια Θείε Λύσαντρε  ; τον  ρώτησε ο Πότης ο μικρότερος μια μέρα που ήταν οι δυο τους στο κελάκι του . Και εκείνος βάλθηκε να του ψάλει όσο καλύτερα μπορούσε ένα κάθισμα από της Εβδομάδας τα  πρωινά του Πλαγίου του πρώτου στην Παρακλητική :   Πάντες αγρυπνήσωμεν, καί Χριστώ υπαντήσωμεν, μετά πλήθους ελέους και λαμπάδων φαεινών, όπως τού νυμφώνος ένδον αξιωθώμεν, ο γάρ τής θύρας έξω φθεγγόμενος, άπρακτα τώ Θεώ κέκραγεν, Ελέησόν με…. Έψαλλε μπρος στο εικονοστάσι  και έπειτα γύρισε στον μικρό :  
-Έχω πει στον Παπα- Δημήτρη , αυτό που άκουσες να το λέμε στην αρχή της Αγρυπνίας και αυτός να λιβανίζει …Το θυμάμαι απ το Άγιον Όρος …τι όμορφα που ήτανε τότε μάνα μου !!  Πάντες αγρυπνήσωμεν  ! -Είδες γιατί  σε λέμε Άγρυπνο Θείε ;  Και εκείνος γέλασε απ την ψυχή του και τον αγκάλιασε όλο στοργή …
Κυλήσανε ευλογημένα τα χρόνια... Αρχές καλοκαιριού ήτανε  κι  ο Μπάρμπα-Λύσαντρος στα πρώτα του γεράματα ετοιμαζότανε από βραδύς για την μεγάλη μέρα που ξημέρωνε στον κόσμο . Δεν τα χε καταφέρει να βρει καμιά αγρυπνία να γίνεται για της Αναλήψεως. Άλλωστε η  παλιά Εκκλησιά στην μεγάλη πλατεία πανηγύριζε με μεγαλοπρέπεια . Ο Δεσπότης έκανε τον Εσπερινό και θα ήτανε και την επόμενη μέρα από  πρωί να ψάλει τις καταβασίες …Θεω καλυφθες ο βραδγλωσσος γνφ….αλλά και την ενάτη της μεγάλης εορτής που τόσο συγκινούσε τον Μπαρμπα –Λύσαντρο  :  γγελοι, τν νοδον το Δεσπτου, ρντες ξεπλττοντο, πς μετ δξης πρθη, π τς γς ες τ νω….
Παραξενεύτηκε η αδερφή του μόλις τον άκουσε  έξω  τόσο αργά …
Βγήκε στην αυλή την μπροστινή και γλυκά του μίλησε όπως πάντα :
 -Για πού με το καλό τόσο αργά αδερφέ ; δεν έχει αγρυπνία πουθενά αποσπερού  …ρώτησα εγώ και έμαθα από τον κυρ- Θεοφάνη τον επίτροπο …
-Ναι δεν έχει αγρυπνία απόψε Παρασκευούλα μου , μα εγώ θα πάω στην Ανάληψη … - Από τώρα ; Άσε τουλάχιστον να ξημερώσει και πας…πέσε και λιγάκι να ξεκουραστείς …καλά σε λένε τα ανήψια σου Άγρυπνο  του είπε χαμογελώντας …Πλησίασε στο κεφαλόσκαλο και με ψιθυριστή φωνή μίλησε στην αδερφή του : -Η Μάνα μας  κάποτε , δεν στο χω πει ποτέ , μου χε διηγηθεί  , σαν σε όνειρο το θυμάμαι , πως πολλοί άνθρωποι πιστοί , την νύχτα πριν ξημερώσει  της Αναλήψεως  καρτερούν ξάγρυπνοι … και ξέρεις δεν πρέπει να κλείσουν μάτι …γιατί μόνο έτσι …- Πες μου γιατί σταμάτησες ; του είπε εκείνη συγκινημένη … Δεν τα κατάφερε κείνος να κρύψει τα δάκρυά του που κύλησαν απ τα μάτια του …γιατί μόνο έτσι Παρασκευούλα μου αν είναι και καθαροί  θα δουν το Χριστό να αναλήφεται στον ουρανό …Ένα φως που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο μας , ανεβαίνει στα ψηλά και έπειτα χάνεται ….- Και εσύ το χεις δει ποτέ σου αδερφέ μου σαν την μανούλα μας  ; Εγώ ..εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοια Θεία οράματα .. Αλλά που ξέρεις μπορεί φέτος να με λυπηθεί ο Θεός και να μου δώσει λιγάκι απ τα θαυμάσιά του , να βρω και εγώ λίγη πίστη και να ελπίσω στον Παράδεισο ……Δεν του πε τίποτα …τον κοίταξε κατάματα  σαν να τον έβλεπε  για πρώτη της  φορά και έπειτα έκανε κάτι που τον άφησε άναυδο …χωρίς εκείνος  να προλάβει να κάνει κίνηση ,του  πήρε το χέρι και το φίλησε και άφησε και εκείνη δάκρυα να κυλήσουν απ τα δικά της τα μάτια… -Να πας στην ευχή του Χριστού μας αδερφέ μου και εύχομαι απόψε να Τον δεις να αναλήφεται …ξανά!
Πήρε εκείνος ο μακάριος αργά- αργά τον δρόμο για την Ανάληψη …Χάθηκε μέσα στης νοσταλγίας το όνειρο που τον ακολουθούσε σε ολάκερή  του τη ζωή και προχωρώντας πλάι στη θάλασσα , σκεφτόταν την μανούλα  του τη μακαρίτισσα που έφυγε νέα , μα τόσα άγια λόγια πρόλαβε και του είπε να τον συντροφεύουνε παντοτινά , τον πατέρα του που δεν τον πρόλαβε να τον χαρεί ,μα θυμότανε  πάντα το λεβέντικο παράστημά του και ότι έκανε ολοένα τον σταυρό του  , την αδερφή του την πονεμένη που όλο  του αγαλλίαζε  το μέσα του …Θυμήθηκε τότε κι όλες τις φορές που είχε αξιωθεί  στ αληθινά και όχι σ όνειρο  να αντικρύσει  εκείνη την υπέροχη λάμψη  δίχως ποτέ του να ξεστομίσει τίποτα  σε κανέναν μη και χάσει τη χάρη … 
Και ξημέρωσε το πρώτο φως της μεγάλης της Γιορτής …και ο μπαρμπα –Λύσαντρος καθισμένος στο ασβεστωμένο  πεζούλι στην  αυλή της Αναλήψεως αισθανόταν την χαρά των πρώτων Μαθητών όταν γεμίσανε οι ψυχές τους με Πνεύμα Άγιο και ένοιωσε ξανά την βεβαιότητά τους  για τον Υιό του Θεού , τον λυτρωτή του κόσμου….
  Δξα τ καταβσει σου Σωτρ, δξα τ βασιλείᾳ σου, δξα τ ναλψει σου, μνε φιλνθρωπε….
Χρόνια πολλά μπάρμπα Λύσαντρε …και του χρόνου άξιος !
Καλό και ολόφωτο Παράδεισο !

Νώντας Σκοπετέας

(απόσπασμα από το βιβλίο : Δάκρυ στο Εγώ που κυκλοφορεί από την Ιεραποστολική συναλληλία Πρόμαχος Ορθοδοξίας  
Αφιερωμένο στην μνήμη των απλών και πτωχών τω πνεύματι απανταχού αγρυπνησάντων την παραμονή της μεγάλης Γιορτής …

5 Ιουν 2013

Και άκουσαν ξανά τη φωνή Του...πριν Αναληφθεί



Τους συναντά  ο Χριστός μας συναγμένους στ όνομά του.Δυο χιλιάδες χρόνους τώρα με το πρώτο φίλημα της Άνοιξης στου Καλοκαιριού τις Κυριακές, αθροίζονται  στη σκιά της πρώτης  Εκκλησιάς τους  που την λούζει αιώνιο  Φως ανέσπερο…Πίσω απ' του ιερού της το μικρό παραθύρι με πρόσωπα πασίχαρα προσμένουν…Δυο χιλιάδες χρόνους τώρα, όρθρου βαθέως, με τα πουλιά να υμνολογούν και τα λουλούδια να μεθάνε το δροσερό φυσολόημα το εωθινό, τους  συναντά ο Χριστός και τους χαιρετά μ εκείνα τα λόγια που πιο γλυκά δε θ' ακουστούν ξανά…Ειρήνη υμίν! Κι έπειτα εκείνοι,  όλο λαχτάρα τρέχουν ν΄ αγκαλιάσουν τα άχραντα πόδια Του. Πρώτος ο δύσπιστος μαθητής που ποτέ του δεν χρειάστηκε να ξαναψηλαφίσει την  ματωμένη αλήθεια…Κι οι Μυροφόρες, με το μύρο το θεσπέσιο, που δεν το ξεθύμανε ο χρόνος…Κι ήταν εκεί κι ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος κι ο πρώην Παράλυτος που δεν ξαναξεστόμισε ποτέ του  απελπισιάς οιμωγή…Κι η Σαμαρείτισσα με τα παιδιά της, τον Φωτεινό που σκόρπιζε δικαιοσύνης τον ήλιο, τον Ιωσή και τις πέντε αδερφάδες της, πλησίασαν να ξαποστάσουν από τους μακρινούς δρόμους  τόσων αιώνων, που ξεδίψασαν αμέτρητες ψυχές…Και αγκάλιασαν όλοι τους ξανά τα άχραντα πόδια Του…Και στάλαζαν πάνω τους μύρο και τα καταφιλούσαν και στάλαζαν και δάκρυα…Και τα πιο πολλά έσταζαν από τα ορθάνοιχτα μεγάλα μάτια του πρώην τυφλού εκ γενετής…
Και άκουσαν ξανά τη φωνή Του να τους ρωτά :
- Πιστεύουν οι άνθρωποι εις τον Υιόν του Θεού;

-Πιστεύουν Κύριε, μα θέλουν πρώτα να δουν, είπε ο Θωμάς,  όπως εγώ θυμάσαι;

-Πιστεύουν Κύριε, μα δεν τολμούν να το φωνάξουν, όπως κάναμε εμείς θυμάσαι; είπαν οι   γυναίκες…αι περί της Μαριάμ.       

-Πιστεύουν Κύριε, μα απελπίζονται συχνά, όπως  εγώ θυμάσαι; είπε ο τεθεραπευμένος μηκέτι αμαρτάνων... 
-Πιστεύουν Κύριε, μα σκορπάνε το ζωντανό νερό και όλο διψούν και ψάχνουν παντού για την πηγή, όπως εγώ θυμάσαι;  είπε η Ισαπόστολος .
-Πιστεύουν Κύριε, μα υπάρχουν πάντα εκείνοι οι εχθροί Σου να τους λοιδορούν και να τους εκβάλουν συνέχεια έξω όπως εμένα…θυμάσαι ;  είπε ο Τυφλός το πρότερον...
Και έπειτα ακούστηκε η γλυκύτατη φωνή Του ξανά να λαλεί ρήματα αιώνια…Και έκλεισαν όλοι τα δακρυσμένα από χαρά μάτια τους και τον άκουγαν να λέγει αυτά που ασίγαστα τους δίδασκε δυο χιλιάδες χρόνους τώρα
Πορευθέντες σε όλον τον κόσμο, κηρύξτε την αλήθεια μου σε όλη την κτίση…Αυτός που πίστεψε και βαπτίσθηκε θα σωθεί…Αυτός που θα μείνει αμετανόητα άπιστος θα κατακριθεί….Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες …Και αυτός που θερίζει, μισθό λαμβάνει και συνάγει καρπό εις ζωή αιώνιον ,έτσι ώστε και  ο σποριάς   το ίδιο να χαίρεται με εκείνον…

Και έλαβαν χάρη ξανά και χαρά μεγάλη και όταν άνοιξαν πάλι τα μάτια τους, Εκείνος είχε αναληφθεί στους Ουρανούς…
Και έμειναν εκεί για λίγο ακόμα, συναγμένοι στο όνομά Του, οι πιστοί  φίλοι Του και αδερφοί Του, που μέχρι τερμάτων αιώνων, πάντα τούτες τις μέρες μετά τον πρώτο θριαμβευτικό παιάνα,  θα συνάζονται στο όνομά Του, μακριά απ όλους τους εχθρούς Του, που διασκορπίζονται και φεύγουν μακριά απ του προσώπου Του τον Παράδεισο…   
  
Νώντας Σκοπετέας

απόσπασμα από το βιβλίο:"Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν;"( εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας 2019)
 και από εκπομπή του Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως με τίτλο :

Ιχνηλατώντας το χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο ( μέρος 4ο )

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~