.....Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα:
-Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια!
Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στήν μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους.
Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε.
Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν.
Γιατί σε κυνηγούν;
Άνοιξε και θα σου μολογήσω.
Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε.
Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι.
- Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά.
- Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν;
- Σκότωσα…
Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν.
- Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν;
- Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο.
Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι.
Πάμε, πρόφεραν τα χείλη.
Πού;
Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι.
Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά.
Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα.
Λυπήσου με, μούγκρισε. Κι άρχισε να κλαίει.
- Ο Θεός να σε λυπηθεί, δυστυχισμένε. Από λόγου μου σε λυπάμαι. Και πολύ μάλιστα. Αλλά φέρνει πίσω την ζωή;… Κλάψε και μοιρολόγισε. Ζήτα του σπλαχνιά.
Ο άνθρωπος έκλαιγε με λυγμούς.
- Μετανοιώνεις; Αντήχησαν μία – μία οι συλλαβές.
- Χίλιες βολές. Άς όψονται οι Μονδίνοι. Το κρίμα στο λαιμό τους. Μούταξαν να με καταστήσουν από ρέμπελο και μπράβο μπιστεμένο τους.
Ο ιεράρχης στη λέξη ανατρίχιασε. Αλλά παρευθύς θυμήθηκε την επικείμενη καταδίωξη… Άνοιξε κάποιο συρτάρι και ανατράβηξε το πετραχείλι. Το φίλησε, το φόρεσε, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού και είπε:
- Για τα όβολα λοιπόν δέχτηκες δυστυχισμένε, να διαπράξεις φόνο;
- Ναίσκε άγιε ηγούμενε, που να μην έσωνα ο ξελογιασμένος. Μ’ έβαλε ο εξαποδώς. Τι γύρευα να παραφουσκώνω στσι παλληκαροσύνες; Για να βγεί παναπεί στην Κοινότητα Κήνσορας, κακόροικος ο άλλος ο αφέντης, ο Σιγούρος…
- Ποιόν από τους σέμπρους του Σιγούρου σκότωσες;
- Σέμπρο, άγιε ηγούμενε; Τον ίδιο τον αφέντη. Τον κόντε- Κωνσταντή παραφύλαξα και μαχαίρωσα αριστερά στο καντούνι του Κάστρου. Τον άφηκα σέκο. Παρακάλα τον Θεό για την ψυχή. Για μια ψυχή που θα παραδώσω.
- Αχχ!
- Σαν τι αγροικάς ηγούμενε; Λυπήσουμε, τον μετανοιωμένο. Σου ήτανε φίλος ή γνωστός ο αφέντης;Για ξένα νιτερέσα, ο δόλιος.
- Ήταν…ήταν ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου. Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…
Ένα σμάρι δάκρυα πέσανε κατακόρυφα στο κεφάλι του φονιά.
Έχουνε άραγε τα δάκρυα βάρος; Βράχια πέσανε στην αναμαλιασμένη κεφαλή. Μοναστραπίς έπεσε μπρούμιτα. Σπάραζε σαν ψάρι. Και με τα θολόνερα των ματιών του, σερνόταν, φιλούσε ένα ζευγάρι παντόφλες.
Είσαι…είσαι ο δέσποτας…ο πανιερώτατος, το καύχημα τση χώρας; Συμφορά που με βρήκε…Αλλοί…Χτύπα με. Να, πάρε το μαχαίρι, σκότωσέ με.
Ακολούθησε σιγή. Μια σιγή όλο μυστήριο. Καταγεμάτη δέος. Άραγε ποιό τάγμα των Ασωμάτων να παρακολουθούσε το δράμα;
Ο ηγούμενος με το βλέμμα ψηλά και με τα δάκρυα αρμυρές σταγόνες- βράχια- να κυλάνε και να κυλάνε, προσευχόταν.
- Θεέ και Κύριε… Θεέ και Κύριε…τραύλιζαν κάθε τόσο τα χείλη του.
- Χτύπα με, χτύπα με, ούρλιαζε χάμου στα πόδια του ο αναπάντεχος τούτος επισκέπτης.
Πόσο κράτησε η τραγική στιγμή, κανείς πια δεν θυμάται. Μονάχα ο Εσταυρωμένος. Ο παντογνώστης.
- Σήκω… αντήχησε η λαλιά του εξομολόγου. Θαρρώ ακούγεται σαματάς. Σκαρφαλώνουν θαρρώ, άλογα.
Ο άνθρωπος πετάχτηκε σαν μοσχάρι που του βυθίζουν το στιλέτο στο λαιμό.
- Θα με παραδώσεις;
- Όχι.
- Ω… Και τι αποφασίζεις να πράξω;
- Φύγε. Πάρε τις ρεματιές.
- Μπορώ;
- Δεν ξέρω. Σύρε απέναντι, όπου σε φωτίσει ο Αναστημένος.
- Θα… θα με δούν.
- Σύρε απέναντι, στο πατητήρι. Κρύψου στο σύδεντρο, στο τσαρδάκι του πορτάρη. Αυτού μέσα υπάρχει άχερο. Και σανός. Και λίγα μέτρα πιο πέρα, βυθίζεται στ’ αγκάθια ο πρασινόβραχος.
Η στιγμή ήταν κρίσμη, δεν έπαιρνε χασομέρι. Τα πάντα έγιναν μέσα σε πέντε ή έξι λεπτά. Ίσως και σε δυο.
Και να, σε λίγο έξω στην ερημιά, καταμεσίς στον χιοναγέρα που εξακολουθούσε να σφυρίζει, αντήχησε ποδοβολητό αλόγων. Και από κοντά φωνές, βλαστήμιες.
Τα χέρια καθώς τοποθετούσαν στην θέση του το πετραχείλι, έτρεμαν. Και τα δόντια γοργοκτυπούσαν. Αν δεν προλάβαινε να σφογκίσει τα δάκρυα, αλλοίμονο θα συντελούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις.
Καταμπροστά του βρέθηκαν πέντε ζευγάρια μάτια. Γυάλιζαν σαν της ύαινας.
- Πέρασε από δω γέροντα, κάποιος ξεσκούφωτος με γένεια; Ανάκραξε φιλεύρενα κάποιος πανύψηλος με φαβορίτες που έδειχνε νάναι επικεφαλής.
- Ναί, πέρασε.
Και πούναιτος τώρα;
Έφυγε.
Κατά πού τράβηξε;
Δεν πρόσεξα.
Πώς;
- Έπιασα να ετοιμάζομαι για παρακλητική. Δεν καλοπρόσεξα. Μα… να. Θαρρώ κάπου από δώ.
Δηλαδή;
Από τη λαγκαδιά, ίσως. Κι έκανε αόριστη χειρονομία.
- Γρήγορα να τον προλάβουμε, φώναξε ο ψηλός με τις φαβορίτες. Κατάλαβα. Τραβάει δυτικά για να πέσει στην κατηφόρα, στα πουρνάρια. Προσοχή μη σβήσουνε τα φανάρια.
…………………………………………………………………………………………………………………………
Οι Ζακύνθιοι ποιητές αργότερα γράψανε ότι είχε τάχα πεί ένα ιερό ψέμα ο άγιος. Για χάρη τάχα της συγγνώμης. Δεν βγαίνει όμως τέτοιο συμπέρασμα από μια προσεκτική έρευνα. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με το «μαύρο» ποτέ. Μήτε δέχεται, μήτε «παραθεωρεί» το ψέμα. Σαν Πνεύμα και σάν αλήθεια είναι και παραμένει Φως. Απλούστατα η απόκρυψη του κακούργου επιβάλλονταν και από το «απόρρητον της εξομολογήσεως», αλλά και από το ψυχικό μεγαλείο του πράου και ανεξίκακου ιεράρχη. Ο στόχος του ήταν να μήν πέσει στα νύχια του δαίμονα, να μη κατρακυλήσει στο χάος, στην απώλεια, το κυνηγημένο εκείνο γεράκι. Αλλά με την μετάνοια, να αλλάζει χρώμα. Να μεταβληθεί σε περιστέρι. Καμιά ώσαμε τότε ψυχή δεν χάθηκε από τόσες και τόσες που σέρνονταν στα πόδια του και του ζητούσαν βοήθεια. Ορθόδοξος μέχρι το μεδούλι ο Όσιος της Αναφωνήτρας, αδύνατο να έπεφτε σε αντικανονική παράβαση.
(Απόσπασμα απο το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου, Ο Άφθορος Άγιος Διονύσιος), Αφηγηματική βιογραφία). πηγή : vatopaidi.wordpress.com
main menu
Απενεργοποιημένη Λειτουργία
15 Δεκ 2010
8 Δεκ 2010
Αγία μου Άννα κάνε με μάνα ...
Η καριέρα της πάνω από όλους και όλα …κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για παιδιά και σκοτούρες …έχουμε χρόνο έλεγε ,και δυσφορούσε εμφανώς όποτε κανείς ..τολμούσε να της απευθύνει ευχή για τεκνογονία …όποτε ο καλός της όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί χάζευε με παραπονεμένο βλέμμα μικρά αγγελούδια στους σπάνιους περιπάτους τους …είπαμε ….όποτε θέλω Εγώ εσύ δεν θα γεννήσεις …. Λίγο πριν τα σαράντα της του το ανακοίνωσε …θα κάνω παιδί!!! έτσι του είπε …Λίγο μετά τα σαράντα της τα μάτια της ήταν πάντα κοκκινισμένα …οι κουβέντες της πλέον μετρημένες και το βλέμμα της όπως …του καλού της … Πόσο αφελής ήμουν που νόμιζα ότι όλα τα κανονίζω εγώ ….Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε μόλις συνάντησε για πρώτη φορά στην ζωή της τον γιατρό της ψυχής …δεν φορούσε λευκή μπλούζα όπως οι τόσοι που συνάντησε για το …πρόβλημά της μα στολή αγιασμένη με χρυσοκέντητους σταυρούς …ποτισμένη απο λιβάνι και δάκρυα διαμαντένια .Και αυτός της έδωσε την καλύτερη συνταγή …μια μικρή ευχούλα που από κείνη την ημέρα αντηχούσε συνέχεια μέσα της …Την άκουσα και εγώ κάποτε να την ψιθυρίζει με φωνή τρεμάμενη ,γλυκιά και ικετευτική …Αγία μου Άννα κάνε με μάνα …. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Την άκουσα και προχθές στην βάπτιση των διδύμων της να την επαναλαμβάνει μα ήταν κάπως αλλιώτικη τούτη τη φορά η ευχή : Αγία μου Άννα κάνε με καλή μάνα….
(Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία) Νώντας Σκοπετέας Απόσπασμα από το βιβλίο : Δάκρυ στο Εγώ 6 Δεκ 2010
Μα ο Άγιος Νικόλας έκανε το τιμόνι του ...
...."Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει κι έβαλε το Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός."
"Ο Άη Νικόλας είναι και καπετάνιος στο τιμόνι. Σε μια φουρτούνα τον είδε σε ένα φορτηγάκι πλοίο (έτσι μου λέγανε κάτι καπεταναίοι) ένα παιδί 15 χρονών. Τον είδε το παιδί αυτό το καμαρωτάκι πίσω στο τιμόνι και τσου λέει "Ένας καλόγηρος βαστάει τη ρόδα", μα εκείνοι δεν το βλέπανε. Το παιδί ήτανε αθώο."
Και η υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας για τον Άη Νικόλα και το τιμόνι:
"Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."
Στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" του Δημήτριου Λουκάτου, σώζεται η παραπάνω παράδοση, που προδίδει την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας.
Πηγή: Το εξαιρετικό ιστολόγιο
http://firiki.pblogs.gr/
30 Νοε 2010
Δεν μπορώ μόνος Κύριε ...
.....Κάποιος νέος κάποτε, ζώντας ακόλαστη ζωή, θέλησε κάποια Κυριακή να πάει στην εκκλησία, από περιέργεια. Στο κήρυγμά του ο λειτουργός ιερέας μίλησε για τη μετάνοια. Ο νέος συγκλονίστηκε τόσο πολύ, τόσο βαθειά, ώστε αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ζήτησε να εξομολογηθεί.
Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του:
- Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα.
«Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος.
- Ε, τότε σήκω.
- Δεν μπορώ μόνος Κύριε…
Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει…
Και τον ρωτάει ο Κύριος.
- Τώρα γιατί κλαίς;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα.
- Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα.
Αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά.
Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό.
Μετάνοια σημαίνει, ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας.
Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος».
Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια.
«Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα.
Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι.
Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις!
Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων.
Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας.
Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει.
Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια.
Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά.
Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους.
Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό.
Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού.
Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες. Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα.
Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη.
Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις.
Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού.
Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες.
Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά.
Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα.
Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας.
Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν
ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας.
Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό.
Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας....
Απόσπασμα απο κήρυγμα του πρωτοπ. π.Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
πηγή :http://agia-varvara.blogspot.com
26 Νοε 2010
Του Αγίου Νίκωνος του μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης ....
Κυριακή στην μανιάτικη εκκλησία του Νικόβου...στον Ταξιάρχη της Μάνης στα πόδια του περήφανου Ταϋγέτου...Ο ιερέας κάνει απόλυση...Γυναίκες με κατάνυξη και το βλέμμα πάντα στραμμένο στο τέμπλο, στις εικόνες της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας και του οικήτορα Αρχαγγέλου να ξεθηκαρώνει το σπαθί, επαναλαμβάνουν και αυτές μαζί με τον παπά τα λόγια στην απόλυση...Δεν γνωρίζουν οτι αυτό κανονικά δεν επιτρέπεται…Μα το θεωρούν μια δική τους προσευχή, μια γλυκιά συνήθεια, μια ευλαβή ανεκτίμητη κληρονομιά, μια δική τους μυσταγωγία...Τα ξέρουν όλα απ’ έξω! Δεν κάνουν επίδειξη! Τα λόγια τούτα κουβαλούν πάνω τους αμέτρητες Κυριακές και γιορτάδες, που τις συνάντησαν ακριβώς στο ίδιο σημείο να στέκουν...Ασταμάτητα σταυροκοπιούνται στο άκουσμα κάθε Αγίου που εξαιρέτως μνημονεύει ο παπάς μαζί με της αυτής ημέρας τους τιμημένους...Μικρό παιδί, στέκομαι και παρατηρώ τα πρόσωπά τους!Σαν να φωτίζονται ιδιάιτερα μόλις ακούγεται το: Του Αγίου Νίκωνος του Μετανοείτε , προστάτου και φωτιστού της Μάνης...Σήμερα λοιπόν, που την μνήμην επιτελούμεν του προστάτης της αδούλωτης αυτής γης, τον ξαναανακαλύπτουμε ως Ταπεινό Γίγαντα, στις σελίδες του βλογημένου κυρ-Φώτη του Κόντογλου ...
....Στὶς 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος "τοῦ Μετανοεῖτε". Τὸν εἴπανε "Μετανοεῖτε", ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Πατρίδα του ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοὶ του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε "ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου". Καὶ ἐνῷ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι του ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ' ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾷ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος.
Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ' αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα του κ' ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποῦ πηγαίνει, ἀφοῦ γι' αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς". Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ' ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ' ἕνα μοναστῆρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστῆρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι' ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκαλίασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τόνομά του. O Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τόνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τόνομα Νίκων.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι' ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί της μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατί ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾶος καὶ καλοκάγαθος.
Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστῆρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψ νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, ὅπως κ' ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ' εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ' ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατί εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι' ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ' ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του.
Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ' ἕνα σταυρό.
Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν λῃστῶν, κ' ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τους ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι' αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο.
Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ' ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ' ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ' ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ' ἔσωσε ψυχές.
Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθῆνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ' ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθῆνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. O ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα, γιατί θὰ πάθουνε. O ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ' ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθῆνα.
Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ' αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ' ἔφερε πολὺν καρπό, γιατί οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ' ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ' ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ' οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: "Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε". Κι' ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι' οἱ γονιοί του κι' ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε "Μετανοεῖτε" νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι' ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ' ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ' ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστῆρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι' αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι' ἀπ' ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ' ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους.
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μωριά, κ' ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ' ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ' ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε "Μῶρον" καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον.
Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ' ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ' εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει.
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾷ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι' ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια.
Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ' ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στόνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι' αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πρᾶον κ' ἤμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ' αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι' αὐτός, τὸ "κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου", κι' ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι' ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου" καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχὴ του σ' Ἐκεῖνον ποὺ γι' αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν.
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τάχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβῆ κι' ἀναβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι' ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει:
"Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων
καὶ διασῴζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος".
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστῆρι του κ' ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. K' ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι' ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ' ἕνα κουρελιασμένο παλιοράσο καὶ νὰ βαστᾷ ἕνα ραβδὶ μ' ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: "Κοίταξε μέ, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατί αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα". Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε "Κύριε ἐλέησον", καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα.
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστῆρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Περπαινή, κι' ἀλλοῦ.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι' ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι' ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν "Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων": "Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας". Λέγοντας "νέος" θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)