main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

19 Σεπ 2011

Να φύγει Χριστιανός και σωσμένος …


Είχε ήδη τέσσερα μικρά αγγελούδια …Στα εικοσιοκτώ της μάνα πολύτεκνη και πάντα χαρούμενη …Ποτέ δεν άκουγες από το στόμα της να βγαίνει παράπονο ...μόνο Δόξα τω Θεώ την άκουγες να λέει …Πόσο έλαμπε το πρόσωπό της κάθε Κυριακή μετά το δι ευχών του παπά Μιχάλη , και πόσο περήφανη καμάρωνε τα κοινωνημένα βλαστάρια της που με λαχτάρα πλησίασαν ξανά τον ζώντα Θεό …- Α τώρα Δέσποινα τέρμα τα παιδιά ..αρκετά είναι τα τέσσερα της είπε μια από τις γειτόνισσές της , Κυριακή ήταν και γυρίζανε μαζί από την Εκκλησιά…και εκείνη η ευλογημένη δεν την παρεξήγησε ..ούτε την έβαλε στην θέση της όπως θα περίμενε κανένας …-Ό,τι πει ο Θεός είπε με γαλήνια φωνή και δεν έδωσε συνέχεια …. Λίγους μήνες μετά περιμένοντας το επόμενο παιδί του Θεού ,για λίγο σάστισε μόλις ο Γιατρός της είπε ότι το παιδί που χε στα σπλάχνα της δεν θα προλάβαινε να ζήσει παρά λίγες ώρες αφού θα γεννιόταν …του έλειπαν ζωτικά όργανα και δεν θα τα κατάφερνε …-γι αυτό καλό θα ήταν να το αποβάλλετε …της είπε μουδιασμένα …-Ό,τι πει ο Θεός , ξανάπε ... Καρτερικά περίμενε να γεννήσει ..τέσσερις ολόκληρους μήνες γνωρίζοντας την αλήθεια …θα το γεννήσω έλεγε να βαπτισθεί αμέσως έστω με το ράντισμα και να φύγει Χριστιανός και σωσμένος …. Μεγαλείο ψυχής και πίστης για μια μάνα με επτά παιδιά σήμερα , το ένα στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα !!! / Νώντας Σκοπετέας . Απόσπασμα από το βιβλίο ''Δάκρυ στο Εγώ"Αληθινή Ιστορία

16 Σεπ 2011

-Ποιός είναι ;- Η Ευφημία ...


Ηταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια».
-Ποιός, Γέροντα; -Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω. -Τί συμβαίνει, Γέροντα; -Θα σου πω, αλλά μην το πής σε κανέναν. Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγή για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελλί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέη: «Δι΄ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα: «Πως βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα: -Ποιος είναι; -Η Ευφημία, απαντά. »Σκεφτόμουν, «ποιά Ευφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά πού χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, πού είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι· -Η μάρτυς Ευφημία, άπαντα. -Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, ελα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και σύ. Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υϊού». «Και του Υϊού», είπε με ψιλή φωνή. -Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατώτερα. »Ένώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στην άρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά -«Και του Αγίου Πνεύματος»- μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ. »Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στό εκκλησιαστικό θέμα). »Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πά, πά, πά! -Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα. -Αν ήξερα τί δόξα έχουν οί Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια. »Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία». Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…». Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ενα θέμα πού είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους». Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πής ήταν καμμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν». Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ήνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χρίστου η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν». Και ενα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», πού άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως). Παρά την συνήθεια του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθεια του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε. Ό Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά είκονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη». Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228 Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος πηγή: http://ekdoseisxrysopigi.blogspot.com

12 Σεπ 2011

Χάρισε μου έναν Σταυρό ...


......Η κουβέντα μας ένα βράδυ, μετά την καρδιολογική εξέταση και το τυπικό ηλεκτροκαρδιογράφημα, με συνεκλόνισε. Ούτε φαντάσθηκα ποτέ ότι θα μπορούσε ένας άνθρωπος να αντιμετωπίση έτσι την αρρώστια του. Μου είπε: “Θα σου εξομολογηθώ κάτι, αλλά να μείνη μυστικό. Έχω καρκίνο στην υπόφυση. Ήδη αισθάνομαι τη γλώσσα μου μεγαλωμένη και δεν γυρίζει καλά μέσα στη στοματική κοιλότητα”. Ύστερα μου ανέλυσε ιατρικά και σωστά τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και κατέληξε: “Πρέπει να ξέρης ότι, όταν ήμουν καλογεράκος -ίσως 16 χρονών- στο Άγιο Όρος αισθανόμουνα τόσο ευτυχισμένος, ιδίως μετά τη Θεία Κοινωνία, ώστε έβγαινα στο δάσος και με δάκρυα φώναζα: Δόξα Σοι, Κύριε! Ήρθες ολόκληρος μέσα μου’ σε μένα τον αμαρτωλό’ Εσύ ο Χριστός μου, που σταυρώθηκες και πόνεσες για μένα και σήκωσες τις αμαρτίες μου. Κι εγώ τι κάνω για σένα; Ποιόν πόνο υποφέρω για σένα; Κύριε, στείλε μου έναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου έναν καρκίνο, να υποφέρω και γω μαζί Σου! Αυτή την προσευχή την έκανα συνέχεια και μετά το εξομολογήθηκα στους Γεροντάδες μου. Εκείνοι μου σύστησαν να μην την επαναλάβω, γιατί εκπειράζω τον Θεό. Ξέρει εκείνος τι θα κάνη. Δεν την ξανάκανα αυτή την προσευχή. Αλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μου τον έστειλε τον καρκίνο! Καταλαβαίνεις την ευεργεσία; Έστω και αργά, θα υποφέρω λίγο μαζί Του”. Έμεινα ενεός. Πρώτη φορά στην ιατρική σταδιοδρομία μου άκουγα τη φράση: “Δόξα τω Θεώ, έχω καρκίνο!”. Είχα ξεχάσει ότι μπροστά μου δεν βρισκόταν άνθρωπος κοινός’ ήταν ο Γέροντας Πορφύριος.
του Γεωργίου Παπαζάχου

(Επίκ. Καθηγητή Καρδιολογίας )
πηγή :www.porphyrios.net/

6 Σεπ 2011

Στα γενέθλια της Παναγιάς μας ... (Στην Βαϊδενίτσα)


Ήταν πάντα η …τελευταία μας μέρα στο χωριό …η τελευταία μέρα καλοκαιριού ..Γι αυτό φρόντιζα πάντα να μην χάσω ούτε μια στιγμή της ..
Η παρέα των νέων θα ξεκινούσε με τα πόδια για την Βαϊδενίτσα πρωί-πρωί γύρω στις εφτά …ενώ άλλοι οι του όρθρου εραστές …είχαν ξεκινήσει από χαράματα ξυπόλυτοι στην …χάρη της …στα γενέθλιά της .ο δρόμος δύσκολος ανηφορικός και κακοτράχαλος τότε ,..γεμάτος από μυρωδιές Ταϋγέτου και χρώματα του πρώτου Φθινοπώρου …Στάση για ξεϊδρωμα στον πύργο των Κιτρινιαρέων …και από κει άλλα είκοσι λεπτά ως την αγιασμένη αυλή του μοναστηριού …

Σίγουρα μες στο καλοκαίρι η παρέα θα ρχόταν ακόμα μια φορά τουλάχιστον στην πιο ζεστή του μέρα να δροσιστεί με τα κρυστάλλινα νερά της πηγής …να φάει καρπούζι παγωμένο στην λιμνούλα πάνω απ την δεξαμενή…. να θαυμάσει τα καβούρια με το Β (Βαίδενίτσα )χαραγμένο απ τον Θεό πάνω τους …να ανάψει κερί μπροστά στο υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού….να αφουγκραστεί τους πύρινους λόγους του Παπουλάκη που πέρασε κάποτε από εκεί….
Ο Σεπτέμβρης σημαδεύει την όγδοη μέρα του και τα γεννέθλια της Κυρίας Θεοτόκου …Έχω χρόνια πολλά να βρεθώ εκεί ανήμερα του γενεσίου Της ….μα η ψυχή μου δεν θα λείψει ποτέ ,απ το μισογκρεμισμένο μα πανέμορφο , ερειπωμένο μοναστηράκι μας … ψάλλοντας την χαρά που εμήνυσε η γέννηση της Παναγιάς μας σε όλη την οικουμένη….

Μεταξύ των βουνοκορφών της «Μαυροβούνας» και του «Ταξιάρχη» του Ταϋγέτου, στην ανατολική πλευρά μιας ρεματιάς βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγίας της Βαϊδενίτσας ή Βοϊδενίτσας. Η πρόσβαση γίνεται είτε από τη Σαϊδώνα, είτε από το Εξωχώρι, περίπου στη μέση της απόστασης των δύο χωριών.
Η ονομασία μάλλον προέρχεται από τη σλάβικη λέξη «Βόδα» που σημαίνει νερό ή «βοδονίτσα» που σημαίνει μύλος, νερόμυλος. Άλλωστε κοντά στο Μοναστήρι βρίσκονται έξη παμπάλαιοι νερόμυλοι που εξυπηρετούσαν τα χωριά της περιοχής μέχρι τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Το συγκρότημα ήταν περιφραγμένο από μαντρότοιχο για την απόκρουση επιδρομέων. Η χρονολόγηση της ανέγερσής του δεν έχει γίνει. Πιθανόν να κτίσθηκε για άμυνα και φύλαξη των χωριών της Καρδαμύλης και της Ανδρούβιστας από τυχόν επιδρομές Τούρκων, από τη πλευρά της Σπάρτης μέσω του δάσους της Βασιλικής. Τα Μοναστήρια της Βαϊδενίτσας, του Σαμουήλ και ο πολεμόπυργος του καπετάν Κιτρινιάρη, πάνω στο ξερόβραχο της «κουδούνας», πράγματι αποτελούν ένα ισχυρό οχυρό τρίγωνο άμυνας.
Η εκκλησία βρίσκεται εκτός περιβόλου και πρέπει να είναι νεώτερη. Πιθανόν εντός περιβόλου να υπήρχε παλαιότερη. Δεν είναι τοιχογραφημένη, αλλά διατηρεί αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στην πέτρινη παραστάδα της αριστερής πλευράς της εισόδου διακρίνουμε επιγραφή με χαραγμένο σταυρό και χρονολογία 1807.

Παλιότερα υπήρξε καταφύγιο κλεφταρματωλών ενώ σ’ αυτό κατέφυγε ο αντιοθωνικός κήρυκας Παπουλάκης που αναστάτωσε τη περιοχή με τα κηρύγματά του και συνελήφθη το 1852.
Σ’ αυτό φιλοξενήθηκαν κατά τη κατοχή Κύπριοι και Άγγλοι στρατιώτες και αυτό αποτέλεσε την αιτία επιδρομής των Ιταλών το 1942, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν τα περισσότερα κτίρια του Μοναστηριού.
Σήμερα διασώζεται πολεμόπυργος, με θολωτή στέγη και πολεμίστρες ενώ υπάρχει ορατότητα με το πύργο του καπετάν Κιτρινιάρη, χαμηλότερα στη πλαγιά.
Παλιότερα και μέχρι τον Μεσοπόλεμο υπήρχαν καλόγεροι στο Μοναστήρι, που αποτελούσε μετόχι του Μεγάλου Σπηλαίου. Το ερειπωμένο Μοναστήρι στέκεται περήφανο ανάμεσα στις καρυδιές και στις κερασιές της πανέμορφης ρεματιάς, ενώ το λιγοστό νερό από την υπερχείλιση της κοντινής δεξαμενής κυλάει ανάμεσα στα βράχια και σε ορισμένα σημεία σχηματίζει μικρές λιμνούλες.
Εκεί κατά καιρούς βρίσκονται και καβούρια, που στο καύκαλό τους λέγεται ότι διακρίνεται το γράμμα «Β». Ο επισκέπτης δροσίζεται από στάλες νερού που αναβλύζουν από τα τοιχώματα της πλούσιας σε βλάστηση ρεματιάς, η οποία φιλοξενεί τη πανίδα και ορνιθοπανίδα της περιοχής. Από εδώ αρχίζει το Φαράγγι της Νούπαντης το οποίο καταλήγει στη παραλία «του Φονέα», ανατολικά της Καρδαμύλης.

Στις 8 Σεπτεμβρίου, εορτή των γενεθλίων της Παναγίας, εορτάζεται η ομώνυμη εκκλησία που βρίσκεται στο περίβολο του Μοναστηριού, από τους προσκυνητές των κοντινών χωριών, ενώ τα παλιότερα κυρίως χρόνια στήνονταν μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι στην ρεματιά του μοναστηριού το οποίο άρχιζε πάντα μετά την απόλυση εκ του ιερέως .

31 Αυγ 2011

Βόλτα στον Άϊ Γιάννη του Εξωχωρίου ...


H τελευταία γιορτή του καλοκαιριού…εκεί, που όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι μας έφταναν τα νυχτερινά βήματά μας…η περίφημη βόλτα ως τον Αϊ Γιάννη…κάθε βράδυ όλα τα παιδιά του χωριού ξεκινούσαμε με προορισμό τον…ουρανό του μικρού ξωκκλησιού στην άκρη του δρόμου λίγο πρίν τα αλώνια…εκεί δίπλα στην ξακουστή του βρύση με την μεγάλη γούρνα για να ποτίζονται τα ζα, σημείο αναφοράς και συνάντησης για ατέλειωτες γενιές μανιατών . Αμέτρητες και οι φορές που όλοι μας …ασεβείς κι αθώοι καθόμασταν στην σκεπή του κοιτάζοντας τον μανιάτικο ουρανό περιμένοντας αυτός να… ξεκρεμάσει ένα από τα άπειρα μικρά του φώτα και εμείς έπειτα να ευχηθούμε μυστικά για να πιάσει η ευχή…Κάθε που τέλειωνε το πανηγύρι της ανεμελιάς...της παιδικής μας αγαθοσύνης, το πανηγύρι του λατρεμένου μας Αυγούστου στην ανάλαδη εικοστή εννάτη του, η βόλτα γινόταν πλέον επίσημη ..Φορώντας τα καλά μας κατεβαίναμε στην μικρή του αυλή να προσκυνήσουμε την Τίμια κεφαλή Του επίγειου Αγγέλου και να ακούσουμε εκείνο το συγκλονιστικό μικρό δοξαστικό που τότε ελάχιστα καταλαβαίναμε, μα η ένταση της φωνής του ψάλτη μας έκανε να συλλογιζόμαστε το μαρτύριο του σεβασμιώτερου των προφητών: Πλιν ρδις μανεται, πλιν ταρττεται, ρχημα δλιον, κα πτος μετ δλου! Βαπτιστς πετμνετο, κα ρδης ταρττετο….



Πέρασαν πολλά καλοκαίρια από τότε…Αυτά μίκρυναν αναγκαστικά, οι βόλτες και αυτές λιγόστεψαν ..η ανεμελιά και κυρίως η παιδική αθωότητα έγιναν μνήμες πολύτιμες να κρατηθείς ζωντανός στις σκοτεινές και ανίερες μέρες μας ..και ο Άϊ Γιάννης μας με τις υπέροχες βυζαντινές αγιογραφίες και το πάντα κατανυκτικό του ημίφως…έγινε ακόμη πιο…έμορφος που λένε κι οι μανιάτες…Η οικογένεια που πολλές δεκαετίες τον ευλαβείται ιδιαιτέρως, φρόντισε ώστε το αγαπημένο εκκλησάκι να αναστηλωθεί εντυπωσιακά και να αποκτήσει μια ακόμη πιο μεγάλη και άνετη αυλή με πολλά πετρόχτιστα καθίσματα για τους προσκυνητές. Η αρτοκλασία μου θύμισε παλιές εποχές με πολλούς, πλέον κεκοιμημένους εξωχωρίτες...τον μπάρμπα Μίμη τον ψάλτη, τον θρυλικό Χρήστακα τον μπάρμπα Νώντα τον λεβεντάνθρωπο και τόσους άλλους που μόλις πέρυσι συνάντησα για τελευταία φορά στην αυλή του αέναου κήρυκα της Μετανοίας …Μια τελευταία ματιά στην εικόνα Του για δύναμη… και ένα καλή αντάμωση ….που όλο και πιο απροσποίητα βγαίνει από τα χείλη όλων των …ξενιτεμένων , όταν η τελευταία καλοκαιρινή τους βόλτα έφτασε και φέτος στο τέλος της, μελαγχολούν γλυκά τα μάτια μας και τις ψυχές μας… Και του χρόνου! Και του χρόνου εδώ στην χάρη Του Προδρόμου και Προφήτη του Σωτήρος Χριστού....Ξεχωρίτες! ζωντανοί και ταξιδιώτες:Καλό Παράδεισο!

Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από το βιβλίο: Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν(Εκδ Πρόμαχος Ορθοδοξίας 2019)

13 Αυγ 2011

Η αγκαλιά της Παναγιάς θα μας χωρά πάντα...


Αυτή που ανάβλυσε την αληθινή ζωή και έγινε σκάλα που οδηγεί στον ποθητό ουρανό ….Αυτή που κάνει αμέτρητα επιφωνήματα εκστάσεως να βγαίνουν ανεπιτήδευτα από τα εύλαλα χείλη των απανταχού ευσεβών, στην εκλαμπρότατη άνοδό της στα απλησίαστα ύψη του Δημιουργού…. Αυτή που δεν υπάρχει κτίσμα ορατό και αόρατο που να μην κλίνει ευλαβικά το γόνυ στην υπεράγια αύρα της … Αυτή που δεν θα εγκαταλείψει τον κόσμο ,που δεν θα παύσει ούτε για μια στιγμή να παρηγορεί ,να μεσιτεύει , να διασώζει να είναι των πάντων η χαρά …. Αυτή ...από τα άνω βασίλεια στην πιο ταπεινή γωνιά αυτής της γης παίρνοντας στην αγκαλιά της τον πιο φτωχό τον πιο αδικημένο τον πιο πονεμένο ,τον ορφανό τον απελπισμένο… Η ίδια αγκαλιά που χώρεσε Εκείνον ,θα μας χωρά πάντα όλους , λυτρώνοντάς μας από τον αιώνιο χαμό … Αυτή η Μητέρα του Θεού …η Μάνα κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού ….
ΦΙΛΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ/ν.σκ.

8 Αυγ 2011

Δικό μας το ρόδον το αμάραντον ...


.....Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανι­σμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρ­τυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθα­νασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάν­νης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και
ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνο­μα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέ­ρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σή­μερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύ­ριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχο­βολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελ­πίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυ­φλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμέ­να βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοι­μήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βα­λανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυ­κύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τού­τος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γα­βριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικό­νισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθέ­νε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύ­μπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται». Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγου­στου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων». Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κό­ρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών,ο τύμπα­νον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Πα­ναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
Απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο :Η Παναγία και ο Λαός Του Φώτη Κόντογλου Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

1 Αυγ 2011

Για την Γεωργία που ταξιδεύει ....

Σε ένα δωμάτιο με μυρωδιές πόνου και αγωνίας σε σκέφτομαι , με έναν μικρό Εσταυρωμένο κάτω από τα σκεπάσματα, σφιγμένο δυνατά στις αδύναμες γροθιές σου
Παλεύεις με τον ίδιο τον Θεό και προσεύχεσαι να σε νικήσει
Πονάς στα βουβά και αποζητάς μόνο έναν άνθρωπο να κουβαλήσει έστω μια κραυγή σου στον έξω κόσμο
Δεν σου ξέφυγε ποτέ η λέξη «γιατί» μέσα από τα στεγνά σου χείλημόνο το Δόξα τω Θεώ σε ακούω να λες πιότερο αληθινά από τον καθένα , και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι υποκριτικά να συμφωνώ μαζί σουνα συμφωνώ και να ξορκίζω εκείνο το γιατί που κάποια στιγμή στα σίγουρα θα με συναντήσει
Αποζητάς έναν άνθρωπο να έχεις να μοιράζεσαι το φορτίο
Δεν αντέχω να νοιώθω ότι και σήμερα δεν βρέθηκε ούτε ένας να σε ξεκουράσει ….Εσύ όμως γνωρίζεις καλά ότι δίπλα στην προβατική κολυμβήθρα του ελέους στέκεται Εκείνος...
που θα σου γιατρέψει κάθε πληγή έστω και αν δεν σηκωθείς ποτέ από του πόνου το κρεβάτι
Νώντας Σκοπετέας
Αφιερωμένο στην μνήμη της αδερφής μας Γεωργίας που έφυγε πριν λίγες μέρες απο κοντά μας στα εικοσιεπτά της χρόνια... Πριν απο καιρό (τέλη Μαρτίου) δημοσιεύσαμε ένα υπέροχο κείμενό της ( ο δικός μου Σταυρός το δικό μου Θαύμα) όταν νικούσε τον πόνο για πρώτη φορά ...ο Θεός τελικά θέλησε να την πάρει κοντά του ...Τώρα που η ψυχή της ταξιδεύει για να συναντήσει Εκείνον που αγάπησε τόσο ,όσο έζησε επι γης , αλλά και τον προστάτη της Άγιο Γεώργιο εξ Ιωαννίνων , ας προσευχηθούμε να μας δυναμώνει ο Κύριος όσο δυνάμωσε και εκείνην που δοξολογικά υπέμεινε ως την τελευταία της πνοή ...Καλό ταξίδι Γεωργία ...Καλό παράδεισο αδερφή μας...

26 Ιουλ 2011

Σ έχασα παιδί μου ...( ο μύθος του χταποδιού )



.....Οἱ σημερινοὶ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς παλιούς, γιατὶ μᾶς παραπλανοῦνε μὲ τὴν ἥμερη ὄψη τους καὶ μᾶς φαίνουνται ἄβλαβοι, ἀκίνδυνοι. Τέτοια εἶναι τὰ λεγόμενα «ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ», οἱ εὐκολίες τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι παγίδες φαρμακωμένες, τὰ θεάματα, οἱ ψυχαγωγίες, οἱ τουρισμοὶ κ.τ.ἄ. Τοῦτοι οἱ ἐχθροὶ φαίνουνται ἄκακοι κι ἀνίκανοι νὰ μᾶς κάνουνε κακό, γιατὶ δὲν εἶναι ἄγριοι καὶ φανεροί, ἀλλὰ ὕπουλοι καὶ κρυφοδαγκανιάρηδες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους προφυλάγεσαι, μὰ ἀπὸ τοὺς δεύτερους ὄχι, ὥς που νὰ σὲ καταπιοῦνε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἕναν θαλασσινῶν μύθο ποὺ θὰ σᾶς πῶ:
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». - «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ καταπίνουνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Πίνουνε κρασί, μάνα!» - «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μύθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
Ἔτσι καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ᾿ ἄρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμανοί, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατὶ μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς.
Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνουνται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβολοι.....

Φώτης Κόντογλου - Ὁ μύθος τοῦ χταποδιοῦ. Χαμογελαστοὶ ἐχθροί.(απόσπασμα)
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου
πηγή : nektarios.gr

25 Ιουλ 2011

Ζωήν την κυήσασαν εκυοφόρησας...

Αγία μου Άννα κάνε με μάνα ...


Η καριέρα της πάνω από όλους και όλα …κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για παιδιά και σκοτούρες …έχουμε χρόνο έλεγε ,και δυσφορούσε εμφανώς όποτε κανείς ..τολμούσε να της απευθύνει ευχή για τεκνογονία …όποτε ο καλός της όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ατένιζε με παραπονεμένο βλέμμα μικρά αγγελούδια στους σπάνιους περιπάτους τους …είπαμε ….όποτε θέλω Εγώ εσύ δεν θα γεννήσεις …. Λίγο πριν τα σαράντα της του το ανακοίνωσε …θα κάνω παιδί!!! έτσι του είπε …Λίγο μετά τα σαράντα της τα μάτια της ήταν πάντα κοκκινισμένα …οι κουβέντες της πλέον μετρημένες και το βλέμμα της όπως …του καλού της … Πόσο αφελής ήμουν που νόμιζα ότι όλα τα κανονίζω εγώ ….Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε μόλις συνάντησε για πρώτη φορά στην ζωή της τον γιατρό της ψυχής …δεν φορούσε λευκή μπλούζα όπως οι τόσοι που συνάντησε για το …πρόβλημά της μα στολή αγιασμένη με χρυσοκέντητους σταυρούς …ποτισμένη απο λιβάνι και δάκρυα διαμαντένια .Και αυτός της έδωσε την καλύτερη συνταγή …μια μικρή ευχούλα που από κείνη την ημέρα αντηχούσε συνέχεια μέσα της …Την άκουσα και εγώ κάποτε να την ψιθυρίζει με φωνή τρεμάμενη ,γλυκιά και ικετευτική …Αγία μου Άννα κάνε με μάνα …. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Αγία μου Άννα κάνε με μάνα…. Την άκουσα και προχθές στην βάπτιση των διδύμων της να την επαναλαμβάνει μα ήταν κάπως αλλιώτικη τούτη τη φορά η ευχή : Αγία μου Άννα κάνε με καλή μάνα….
(Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία) Φιλαγιορείτης

14 Ιουλ 2011

Εσύ μόνο ξέρεις Παναγιά μου ...

Ὁ Πέτρος Γκουερὲν ἦταν σπουδαῖος κλόουν. Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν, γέρασε καὶ δὲν ἔβρισκε πιὰ δουλειά. Ἀπελπισμένος καὶ γιὰ νὰ μὴ πεθάνει τῆς πείνας, πῆρε τὸ δρόμο γιὰ ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Παναγία

Ἴσως οἱ καλόγεροι νὰ τὸν φιλοξενοῦσαν γιὰ λίγο. Πραγματικά, ὁ ἡγούμενος τὸν κράτησε ἐκεῖ, γιὰ νὰ κάνει κάποιο θέλημα. Ὁ Πέτρος χάρηκε. Κι ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὴν Παναγία γι' αὐτό. Δὲν ἤξερε ὅμως γράμματα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει στὰ μεγάλα βιβλία καὶ νὰ τῆς ψέλνει ὕμνους, ὅπως οἱ καλόγεροι. Ἀλλὰ κάτι σκέφτηκε νὰ κάνει κι αὐτός... Κι ἕνα μεσημέρι, ποὺ οἱ καλογέροι ἡσύχαζαν στὰ κελιά τους, ὁ Πέτρος χάθηκε. Ὁ ἡγούμενος, θέλοντας νὰ τὸν στείλει σὲ κάποιο θέλημα, ἔψαξε νὰ τὸν βρεῖ. Τὸν γύρεψε παντοῦ μὰ δὲν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμὴ πέρασε καὶ μπροστὰ ἀπ' τὴ δυτικὴ πόρτα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπ' τὸ μεγάλο τζάμι τῆς ἔριξε μία γρήγορη ματιὰ μέσα στὴν ἐκκλησία. Καὶ τί νὰ δεῖ! Ὁ Πέτρος ἦταν μπρὸς στὴ μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἔκανε τοῦμπες καὶ χίλια δύο ἀκροβατικά. Μία περπατοῦσε μὲ τὰ χέρια, μία ἰσορροποῦσε μόνο πάνω στὸ ἕνα χέρι, μία κυλοῦσε στηριγμένος στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν σὰν τροχός. ὁ Πέτρος, ἀκουμπώντας μόνο πάνω στὸ κεφάλι του, ἔπαιζε στὰ πόδια του, τὰ γυρισμένα πρὸς τὰ πάνω, τὸ παλιό του μπαστούνι τῶν κλόουν. Κι εἶχε ἀναψοκοκκινίσει τὸ γέρικο πρόσωπό του κι εἶχαν φουσκώσει οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ του καὶ ποτάμι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του.
Ὁ ἡγούμενος ἀναστατώθηκε ἀπ' αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε. Τὰ πέρασε γιὰ μεγέλη ἀσέβεια κι ἦταν ἕτοιμος νὰ τοῦ βάλει τὶς φωνές. Μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φάνηκε ἡ Παναγία ἐκεῖ ἀπὸ τὴ μεγάλη εἰκόνα ν' ἁπλώνει τὸ χέρι της, νὰ σκύβει καὶ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ μανδύα της νὰ σκουπίζει τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου.
Ἀνατριχίασε ὁ ἡγούμενος. Γονάτισε, σταυροκοπήθηκε καὶ ψιθύρισε τρέμοντας:
" Συγχώρεσε μέ, Παναγία μου. Ἐσὺ ξέρεις ποιὸς σὲ τιμᾶ καὶ σὲ δοξάζει καλύτερα ..."
πηγή: http://proskynitis.blogspot.com

11 Ιουλ 2011

Αγία Ευφημούλα μου και Παναγιά μανούλα μου ...

Διηγήθηκε ο Γέροντας στόν ιερομόναχο Γ.: «Ένιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθώ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν έχω σάν μάννα. Τήν αγία Ευφημία τό ίδιο. Τήν φωνάζω: «αγία Ευφημούλα μου». Στόν Χριστό ένιωθα δύσκολα. Τήν εικόνα Του μέ φόβο τήν φιλούσα. Καί όταν τήν ώρα πού έλεγα τήν ευχή έφευγε καμμιά φορά ο νους μου από τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα. «Ποιός είμαι εγώ, γιά νάχω συνέχεια τόν νού μου στόν Χριστό», σκεπτόμουν. Καί συνέβη αυτό πού θά σού πώ: »Ήταν βράδυ τού Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τού αγίου Κάρπου Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά όρεξη νά κοιμηθώ. Σκέφτομαι: «Άς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς αδελφές». Μέχρι τίς 8.30΄ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν καί δέν νύσταζα, είπα νά ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στά πόδια. » Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν είχα κοιμηθή. Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ο τοίχος τού Κελλιού μου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό εργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φώς, σέ απόσταση έξι έτρα περίπου. Τόν έβλεπα από τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ήταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μού μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. » Δέν έβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν έχει. Έβλεπαν τά μάτια τής ψυχής. » Όταν Τόν είδα σκέφθηκα: Πώς πόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- νά ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ αυτό τό σώμα; Πά! πά! πά! » Απόμεινα! Τί γλυκύτητα ένιωθα! Τί αγαλλίαση! Δέν μπορώ νά εκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό πού λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δέν έχω δει ποτέ τέτοια εΙκόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμάμαι πού- έμοιαζε κάπως. » Θάξιζε νά αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δή αυτή τήν ομορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ανείπωτα είναι δυνατόν νά χαρισθούν στόν άνθρωπο, καί έ τί τιποτένια ασχολούμαστε! » Πιστεύω πώς είναι ένα δφρο πού μού έκανε ο παπα-Τύχων. Νά μήν τό πής σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πώ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ώρα δέν σού μίλησα, τώρα πού φεύγεις» Ύστερα από δύο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν, Γέροντας είπε: «Όλη τή νύχτα έκλαιγα γιατί σού τόπα. Δέν φοβάμαι πώς θά τό πείς. Αλλά εγώ ζημιώθηκα». Τό γεγονός αυτό τό αισθάνθηκε καί μιά αδελφή στήν Σουρωτή καί έγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τού μηνός, τάδε ώρα... Τά υπόλοιπα θά μας τά πείτε εσείς». Καί πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περιέγραψε καί αγιογράφησαν τόν Χριστό, όπως ακριβώς τόν είδε. πηγή :http://blogspotcom-asma.blogspot.com

4 Ιουλ 2011

Ευλογημένο καλοκαίρι ...


Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο …μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού ..την αύρα των διακοπών …Και εδώ στην πόλη την πολύβουη όμως ,δεν χρειάζεσαι πολλά ..αρκεί μια γραφή του Κόντογλου και ο ήχος μιας καμπάνας να σημαίνει τον εσπερινό για της ...αυριανής ημέρας τον Άγιο πρεσβευτή ….
Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω απὸ δυὸ μήνες κ' έκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καὶ αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζήδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ είναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα μὲ τρείς Αϊβαλιώτες καὶ περάσαμε πολὺ έμορφα. Απὸ κεί πήγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στὸ μοναστήρι τῶν Ιβήρων μαζὶ μὲ ένα γέροντα ποὺ πουλούσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ’ αυτὸ τὸ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα της ψαρικής.

Άφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα όλα καὶ γίνηκα ψαράς.Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ απὸ τὰ μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ' είχε καλογερέψει απὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαρὰς απὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχὸς τω πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σὰν τὸν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα.

Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σὲ άλλα είχε στὸ κελλί του καὶ δυὸ τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ' αυτὸν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μου έδειχνε πώς νὰ τὰ ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο ποὺ τὸν αποσκέπαζε ένας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστὰ είχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι απὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε άγριο χαμόδεντρό. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες καὶ μπροστὰ είχε ένα χαγιάτι ποὺ ακουμπούσε σὲ κάτι δοκάρια απὸ αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Απὸ κάτω είχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ απλώνανε απάνω στὰ μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί ποὺ κοιμόμαστε ακούγαμε απὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ έμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλούσε τὰ χαλίκια καὶ μας νανούριζε. Παλιὰ εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στὸν αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.

Άφησα υγεία στοὺς Ιβηρίτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πήγα στὸ μοναστήρι του Καρακάλου. Κ' εκεί πέρασα πολὺ καλά• οι πατέρες μὲ είχανε σὰν δικό τους. Αυτὸ τὸ μοναστήρι είναι κοινόβιο καὶ τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τὸν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του απὸ τὰ Αλάτσατα. Ο αρσανάς του Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος απάνω σ’ έναν βράχο. Κάθησα κ' εκειπέρα κάμποσες μέρες. Απὸ κεί πήγα στὸ Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ' οι θαυμαστὲς αγιογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. «Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν, περιπατείς καὶ έρχεσαι εις τὴν αγίαν Λαύραν. Καὶ αναπαύεσαι, εκεί, όσον καιρὸν θελήσεις, όσον νὰ εύρεις συντροφιὰν καὶ πλοίον νὰ κινήσεις». Απὸ κεί λοιπὸν επήρα κ' εγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ' ένας απλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι αδύνατος μ' όλο ποὺ ήτανε ψωμάς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνά απὸ άγια κ’ έμορφα μέρη, ως ποὺ φτάνει απάνω απὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ανοιχτὸ πέλαγο. Απὸ τὸ μέρος της στεριάς στέκεται απάνω απὸ τὸ κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ' ένα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ του βουνού ποὺ στέκεται κοφτὴ απάνω απὸ τὴ θάλασσα, σὰν να ναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνὸ κ' έπεσε στὴ θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μου είπανε πιὸ ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ' έπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ο σεισμὸς κούνησε όλη τη Μακεδονία. Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ απὸ τ’ άλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ είχανε οι πατέρες, ποὺ όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νὰ καθήσω κ' ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ της σκήτεως». Μ' έχουνε γράψει καὶ στοὺς ιδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ της συμβίας καὶ των τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τὸν πάτερ Ισίδωρο, ποὺ μ' είχε στὸ κελλί του. Άλλη φορὰ έγραψα πολλὰ γιὰ δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ' είχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο απὸ τὸ Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, ποὺ έζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ίσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ της Κίνας.

«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά – οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα΄ αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του! Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο».
Φώτης Κόντογλου Καλοκαίρι στὸ Ὄρος Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~