(Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρους με αφηγητή τον μακαριστό Πατέρα Αρσένιο Μπόκα – τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος ονόματι Μπόκα Ζιάν)
....Δουλεύαμε αρκετές ημέρες για να ανακατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από την Σκήτη του Πρόδρομου προς το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμουν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του Αγίου Υπατίου [Βατοπαιδινό κελί], αλλά ήμασταν στην υπακοή του Πατρός Αρσενίου Μάντρεα, Ηγούμενου της Σκήτης Προδρόμου. Η συμμετοχή σ’ αυτό το έργο ήταν για μένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των Πατέρων της Φιλοκαλίας, από τη πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο μου ανατέθηκε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Μπαλάν και από τον καθηγητή π. Δημήτριο Στανιλόαε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία, που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια. Πεινούσα και διψούσα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους Αγίους του Σινά, που ανέβαιναν βήμα βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχτηκε το Νόμο. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια είχε ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο Λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου τριακόσια… [...]
- Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.
- Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στην γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας.
- Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
- Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.
- Άκουσα και εγώ για τον Αρσένιο, αλλά δεν τον είδα, είπε και ο Πορφύριος. Λέγεται ότι τον Αρσένιο τον πήρε η Παναγία πάνω στην κορυφή του Άθωνα, για να συμπληρώσει τον αριθμό των 7 αναχωρητών που προσεύχονται για την ειρήνη του κόσμου και ζουν χωρίς φαγητό και νερό, μόνο με το λόγο του Θεού.
- Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί. [...]
- Νηστέψαμε όλη την ημέρα, είπε ο Δομέτιος. Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα… Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τοίχο σ’ εκείνο το κελί, που νόμιζα ότι είναι εγκαταλειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλοτε έχει μορφή λιονταριού, άλλοτε ανθρώπου, εσείς δεν βλέπετε;
- Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
- Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό. Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.
Και ο Δομέτιος παρατήρησε ότι κάτι γίνεται και έλεγε: «Παναγία μου, ήρθε ο Άγιος!» Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε: «Άξιόν εστι ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…» Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιόν εστι». Η φωνή μου που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλει πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους τους οποίους ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με την βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όλους. Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου, και έβλεπα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά την εικόνα της Παναγίας πως προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε: «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
- Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
- Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.
Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία, να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε, του πάγκαλου πατρός. Δεν ήξερα πως τον λένε αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φώς, σαν ηλεκτρικού τόξου, το φως που ερχόταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θάμνο που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας. Ο άγιος μας φώτιζε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στο γκρεμό. Ο Πορφύριος είπε: «Έχω δέκα χρόνια στο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού δια του Αγίου αυτού. Μείνε, πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανεβούμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στο γκρεμό!
- Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.
Εγώ δεν έλεγα τίποτε. Ένοιωθα μια ιερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Ήταν πολύ καλά, σε σχέση με το κρύο στην παραλία που ήμουν παγωμένος. Φτάσαμε στην άκρη του βουνού, στο σταυρό. Ο άγιός μας απομακρυνόταν αλλά ακόμα μας φώτιζε με τη θεία μορφή του. Βλέπαμε το μονοπάτι προς την Σκήτη του Προδρόμου. Ο άγιος ήταν μπροστά μας, αλλά σαν να πηδούσε ένας πύρινος τροχός, ένα καιόμενο πουλί. Πίσω μου ο πάτερ Πορφύριος έκανε σταυρούς και έλεγε ρυθμικά: «Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο Δομέτιος έψαλε: «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη καί ηττάσθε». Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της μονής, και εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε, μας ξύπνησε η ανδρική φωνή του Ηγουμένου Αρσενίου Μάνδρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη:
- Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
- Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
- Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.


Ό άββάς Ποιμήν είπε:
Αν ο άνθρωπος θυμηθεί το ρητό πού είναι γραμμένο (στο Ευαγγέλιο), "εκ των λόγων σον δικαίωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση" (Ματθ. 12:37), θα προτιμήσει μάλλον τη σιωπή.
Ό ίδιος (άββάς) είπε:
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Παμβώ, αν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον. Και του είπε: Καλύτερα είναι να σωπαίνουμε".
Ό άββάς Σισώης είπε:
- Έχω τριάντα χρόνια τώρα, πού δεν παρακαλώ το Θεό για αμαρτία, δηλαδή για οποιαδήποτε άλλη, παρά για τούτο μόνο προσεύχομαι: "Κύριε Ιησού", λέω, "φύλαξε με από τη γλώσσα μου". Και όμως, μέχρι σήμερα, καθημερινά πέφτω και αμαρτάνω με τη γλώσσα.
Του αγίου Έφραίμ.
Εκείνος πού λέει πολλά λόγια, (όταν βρίσκεται) ανάμεσα σε αδελφούς, θα προκαλέσει πολλές φιλονικίες και πολλή αντιπάθεια εναντίον του. "Αν όμως δύσκολα ανοίγει τα χείλη του, θα γίνει αγαπητός.
Αδελφέ, όταν ο αθλητής αγωνίζεται, κρατάει σφιχτό το στόμα του. Σφίγγε κι εσύ το στόμα σου, (συγκρατώντας το) από τα περιττά (λόγια), και θα έχεις (ψυχική) ανάπαυση.
Όποιος λέει πολλά λόγια, γίνεται αντιπαθητικός. "Όποιος όμως προσέχει το στόμα του, γίνεται αγαπητός.
Όποιος φυλάει το στόμα του, φυλάει Και την ψυχή του. Απεναντίας, ο αυθάδης αυτοκαταστρέφεται ή (πάντως) "εγγίζει συντριβή", όπως είναι κάπου γραμμένο (Παροιμ. 10:14).
Ό κήπος πού δεν έχει φράχτη, ποδοπατιέται Και ερημώνεται.
Κι αυτός πού δεν φράζει το στόμα του, χάνει τους (πνευματικούς) καρπούς του.
Του αββα Ισαάκ.
Αν φυλάξεις τη γλώσσα σου, θα λάβεις από το Θεό τη χάρη της καρδιακής κατανύξεως, μέσα στην οποία θ' αντικρίσεις την ψυχή σου• δηλαδή θα λάβεις το φωτισμό του νου και θα γεμίσεις με τη χαρά του Πνεύματος. "Αν όμως σε νικά ή γλώσσα σου, ποτέ δεν θα μπορέσεις να βγεις από το σκοτάδι (του νου). "Αν δεν έχεις καθαρή καρδιά, έχε τουλάχιστον καθαρό στόμα, όπως είπε κάποιος άγιος.
Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10).
Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16).
Όποιος πορεύεται αδιάκοπα με θλίψη, αυτός γιορτάζει ακατάπαυστα· κι’ όποιος ολοένα διασκεδάζει, αυτός μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια». «Εγώ λογιάζοντας το λογής είναι τούτη η θλιμένη κατάνυξη, απορώ· πώς γίνεται, κάποιο πράγμα που λέγεται κλάψιμο και λύπη, να έχει μέσα του τη χαρά και την ευφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σαν το μέλι με το κερί .» Αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή ξαλάφρωση που παρηγορά την πονεμένη και λυπημένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από τον Θεό για τις αμαρτίες της. Αυτή η βοήθεια είναι μια θεϊκή ενέργεια που ξανανηώνει και καινουργιεύει τις δυνάμεις της ψυχής οπού κατάπεσε στην πίκρα και στη σκληρή λύπη, και στέκεται καταφαρμακωμένη από την αμέτρητη πίκρα της, απελπισμένη από τις αμαρτίες της. Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυά της σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή κι’ ανακουφιστική». «Κανένα πράγμα δεν ταιριάζει με την ταπεινοφροσύνη, όσο αυτό το χριστιανικό πένθος». « Όποια ενάρετη ζωή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμένη και πονεμένη, για μάταιη κι’ αδιαφόρετη λογαριάζεται}. Τούτο το βλογημένο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πονεμένη της καρδιάς, που ζητά με δάκρυα και με μεγάλον πόθο τον Θεό».
«Σε τούτο οι χριστιανοί είναι διαφορετικοί από όλο το γένος των ανθρώπων, και μεγάλη απόσταση υπάρχει ανάμεσά τους, γιατί έχουνε τον νου τους και τη διάνοιά τους στο ουράνιο φρόνημα, και καθρεφτίζουνε μέσα τους τα αιώνια αγαθά, επειδής έχουνε το άγιον Πνεύμα· γιατί γεννηθήκανε άνωθεν κι’ αξιωθήκανε να γίνουνε τέκνα του Θεού με αλήθεια και με δύναμη, και κατασταθήκανε σταθεροί και στέρεοι κι’ ασάλευτοι κι’ αναπαυμένοι ύστερα από πολλούς αγώνες και κόπους, χωρίς να ταράζονται πια από άστατους και μάταιους λογισμούς. Σ’ αυτό είναι πιο μεγάλοι και πιο καλοί από τον κόασμο, επειδής έχουνε το νου τους και το φρόνημα της ψυχής τους στην ειρήνη του Χριστού και στην αγάπη του αγίου Πνεύματος».
Κι’ αλλού γράφει: «Καλότυχοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί δεν περνά ώρα που δεν νοιώθουνε τούτη τη χαρά των δακρύων, και μέσα σ’ αυτή βλέπουνε τον Κύριο. Κ’ ενώ ακόμα τα δάκρυα είναι στα μάτια τους, αξιώνουνται να θωρούνε τα μυστήριά του με το ύψος της προσευχής τους, και δεν κάνουνε ποτέ προσευχή που να μην είναι βρεγμένη με δάκρυα. Κι’ αυτό είναι που λέγει ο Κύριος «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται.» Γιατί από το πένθος έρχεται κανένας στην καθαρότητα της ψυχής, για τούτο είπε μεν ο Κύριος πως αυτοί θα παρηγορηθούνε, μα δεν εξήγησε ποια παρηγοριά θα πάρουνε· γιατί σαν αξιωθεί ο χριστιανός με τα δάκρυα να περάσει τη χώρα των παθών και να φτάξει στον κάμπο της καθαρότητας της ψυχής, τότε τον βρίσκει αυτή η παρηγοριά που δεν βρίσκεται σε τούτον τον κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποια παρηγοριά βρίσκει στο τέλος της λύπης, που την δίνει ο Θεός με την καθαρότητα σ’ όσους θλίβουνται· γιατί δεν γίνεται να θλίβεται κανένας αδιάκοπα και να πειράζεται κι’ από τα πάθη, επειδή αυτό το χάρισμα δίνεται σε κείνους που δεν έχουνε πάθη, το να κλαίνε και να θλίβουνται. Τη βοήθεια που γίνεται από το κλάψιμο, κανένας δεν τη γνωρίζει, παρά μονάχα εκείνοι που παραδώσανε τις ψυχές τους σ’ αυτό το έργο.» Κι’ αλλού λέγει: «Ο πλούτος του χριστιανού είναι παρηγοριά που γίνεται από το πένθος, και η χαρά που βγαίνει από την πίστη και που λάμπει στα κατάβαθα της διανοίας.» Και σε άλλο μέρος γράφει: «Οι καλές πράξεις που γίνουνται χωρίς τη λύπη της διάνοιας, είναι σαν ένα σώμα άψυχο».
Και σ’ άλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα από το πένθος για τον Θεό, είναι η ταπείνωση, κ’ ύστερα απ’ αυτό ακολουθεί χαρά και ευφροσύνη ανέκφραστη. Κι’ ολόγυρα στην ταπείνωση που γίνεται για τον Θεό φυτρώνει η ελπίδα της σωτηρίας· γιατί όσο νομίζει κανένας με όλη την ψυχή του τον εαυτό του πιο αμαρτωλόν απ’ όλους τους ανθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζί με την ταπείνωση η ελπίδα, κι’ ανθίζει μέσα στην καρδιά του, και την πληροφορεί πως μέλλει να σωθεί με την ταπείνωση. Όσο κατεβαίνει κανένας σε βάθος ταπείνωσης και καταδικάζει και κατακρίνει τον εαυτό του για ανάξιο να σωθεί, τόσο πικραίνεται και βγάζει πηγές από δάκρυα, και κατ’ αναλογία με τά δάκρυα και με τη θλίψη του αναβρύζει στην καρδιά του η πνευματική χαρά, και μαζί μ’ αυτή αναβρύζει η ελπίδα και μεγαλώνει μαζί της και δίνει την πληροφορία βεβαιότερη.» Κι’ αλλού γράφει: «Πρέπει κάθε ένας να στοχάζεται τον εαυτό του και να προσέχει με φρονιμάδα, ώστε να έχει τό θάρρος σε μονάχη την ελπίδα, χωρίς τη λύπη για τον Θεό και την ταπείνωση, ούτε πάλι να θαρεύεται στην ταπεινοφροσύνη και στα δάκρυα, χωρίς την πνευματική ελπίδα και χαρά που έρχονται μαζί με τ’ άλλα.» Κι’ αλλού πάλι γράφει: «Γινεται και λύπη χωρίς πνευματική ταπείνωση, κι’ εκείνοι που θλίβονται έτσι, νομίζουνε πως αυτό το πένθος καθαρίζει τις αμαρτίες, αλλά μάταια πλανιούνται, επειδής είναι στερημένοι από τη γλυκύτητα του πνεύματος που γίνεται μυστικά μέσα στο νοερό θησαυροφυλάκιο της ψυχής και δεν γεύουνται από τη χρηστότητα του Κυρίου. Για τούτο οι τέτοιοι άνθρωποι ανάβουνε γλήγορα και θυμώνουνε και δεν μπορούνε να καταφρονήσουνε ολότελα τον κόσμο και τα τού κόσμου. Μα όποιος δεν τα καταφρονέσει ολότελα τούτα, και δεν αποχτήσει μίσος μ’ όλη την ψυχή του γι’ αυτά, δεν είναι δυνατό ν’ αποχτήσει ποτέ βέβαιη κι’ αδίσταχτη ελπίδα πως θα σωθεί, αλλά τριγυρίζει παντοτινά με αμφιβολία εδώ κ’ εκεί, επειδή δεν έβαλε θεμέλιο απάνω σε πέτρα.» Κι’ αλλού λέγει αυτός ο άγιος: «Το πένθος είναι διπλό κατά τις ενέργειες: σαν νερό σβύνει με τα δάκρυα όλη τη φλόγα των παθών, και ξεπλύνει την ψυχή από τον μολυσμό που προξενούσε στην ψυχή· και πάλι σαν φωτιά ζωοποιεί με την παρουσία του αγίου Πνεύματος κι’ ανάβει και πυρώνει και ζεσταίνει την καρδιά και την ανάβει στον έρωτα και στον πόθο του Θεού.» Και σε άλλο μέρος πάλι γράφει: Όποιος συλλογίζεται με αίσθηση της ψυχής πως είναι ανάξιος να δεχτεί τον Θεό και πως η πολιτεία του, όσο καλή κι’ αν είναι, είναι τιποτένια μπροστά στην πολιτεία των αγίων, χωρίς άλλο θα πενθήσει με κείνο το πένθος που είναι αληθινά μακαριώτατο, από το οποίο έρχεται κι’ η παρηγοριά, και κάνει την ψυχή πραεία· γιατί η χαρά που έρχεται από τη θλίψη είναι ο αραβώνας της βασιλείας των ουρανών.» Κι’ αλλού λέγει: «Όπου είναι ταπεινοφροσύνη, εκεί είναι κι’ η φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Κι’ όπου είναι φώτιση του αγίου Πνεύματος, εκεί είναι και φωτοχυσία του Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Κι’ όπου είναι αυτά, εκεί είναι κ’ η βασιλεία των ουρανών, κ’ η γνώση της βασιλείας, κ’ οι κρυφοί θησαυροί της γνώσης του Θεού, που μέσα τους είναι και το φανέρωμα της πνευματικής φτώχιας. Κι’ όπου είναι αίσθηση πνευματικής φτώχιας, εκεί είναι και το χαρούμενο πένθος, εκεί είναι και τα παντοτινά δάκρυα, που καθαρίζουνε εκείνη την ψυχή που τα αγαπά και την κάνουνε ολόκληρη φωτεινή. Ω, δάκρυα που αναβλύζετε από θεϊκόν φωτισμό κι’ ανοίγετε τον ουρανό και μου προξενάτε θεϊκή παρηγοριά! Γιατί από τη χαρά κι’ από τον πόθο που έχω, λέγω πάλι και πολλές φορές τα ίδια; Γιατί όπου είναι πλήθος δάκρυα με γνώση αληθινή, εκεί είναι και λάμψη θείου φωτός, κι’ όπου είναι λάμψη θείου φωτός, εκεί είναι κι’ όλα τα καλά, κ’ εκεί είναι τυπωμένη μέσα στη καρδιά κ’ η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος, απ’ όπου προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής. Από τα δάκρυα για τον Χριστό βγαίνουνε τούτοι οι καρποί, η πραότητα, η ειρήνη, η ελεημοσύνη, η ευσπλαχνία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η εγκράτεια. Από τα δάκρυα βγαίνει το να αγαπά κανένας τους εχθρούς του και να παρακαλεί τον Θεό γι αυτούς, το να χαίρεται στους πειρασμούς, το να καυχιέται στις θλίψεις, το να στοχάζεται σαν δικές του τις αμαρτίες των αλλουνών και να κλαίγει γι’ αυτές, το να βάζει τη ζωή του σε θάνατο για τους αδελφούς του με προθυμία».
Καλή και ευλογημένη πορεία αγαπητοί αδερφοί μου...κάπου στο βάθος ο Γολγοθάς φωτίζεται απο ακτίνες Αναστάσεως...