main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

20 Οκτ 2022

Το φαρμακείο της ψυχής...

Ήταν πολύ περήφανος για τον μοναχογιό του ο κ. Μιχάλης ο φαρμακοποιός. Καλός στα γράμματα από μικρός, φιλομαθής, φιλόδοξος και υπάκουος. Γι αυτό και δεν τα λυπήθηκε τα τόσα χρήματα που ξόδεψε για να τον σπουδάσει έξω. Βλέπετε, εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα να σπουδάσει κανείς στο εξωτερικό, γι αυτό και δεν νοιάστηκε. Με όλη του την καρδιά κάθε μήνα του έστελνε τα χρειαζούμενα. Και δεν λάθεψε. Ο γιος του τέλειωσε τις σπουδές του στη φαρμακευτική και επέστρεψε στην πατρίδα με το πτυχίο στο χέρι.
Χαρά, δάκρυα ευτυχίας και ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κύριο.
Αυτό το ευχαριστώ ήταν αλλιώτικο.
Κάθε μέρα έστρεφε τα μάτια του έστω και για λίγες στιγμές στην εικόνα του αγκαθοστεφανωμένου Χριστού, αυτή που 30 χρόνια τώρα έστεκε πάνω από τον πάγκο του, μα τώρα το ένοιωθε πιότερο από κάθε άλλη φορά αυτό το ευχαριστώ.
Μπορούσε τώρα να αποσυρθεί ο κ. Μιχάλης και να περιμένει και άλλες χαρές. Ίσως και κανένα εγγονάκι.
Το φαρμακείο του, αυτό που έφτιαξε με πολύ μόχθο και λαχτάρα για προσφορά στους συνανθρώπους του, θα το αναλάμβανε πλέον ο γιος του.
-Μόνο μην ξεχάσεις τούτο παιδί μου, να νοιάζεσαι τον άλλον σαν τον εαυτό σου και τον φτωχό πάντα να τον διευκολύνεις.
-Εντάξει πατέρα μόνο που θα κάνω κάποιες αλλαγές στο φαρμακείο. Έχω κάποιες ιδέες να το κάνουμε πιο σύγχρονο.
-Ό,τι εσύ κρίνεις σωστό, γιε μου, αυτό να κάνεις. Δικό σου είναι τώρα, εσύ αποφασίζεις.
Έτσι κι έγινε.
Μιά καινούρια φωτεινή επιγραφή παραγγέλθηκε, καινούρια ράφια, καινούριο γραφείο και μιά αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα για τις διανυκτερεύσεις.
Μιά χαρούμενη αναστάτωση επικρατούσε στο φαρμακείο.
Πολύτιμος βοηθός του νέου της ιστορίας μας, ο Ανέστης. Από μικρό παιδί τον είχε πάρει ο πατέρας του βοηθό στο φαρμακείο. Είχε μάθει καλά τη δουλειά και πολλές φορές τον άφηνε στο πόδι του, αλλά και πόσο τον ξεκούραζε έχοντας αναλάβει όλες τις εξωτερικές δουλειές, αποθήκες, ταμεία, φάρμακα σε ηλικιωμένους κατ’ οίκον. Πάντα χαμογελαστός και πρόθυμος.
-Ανέστη, μόλις τελειώσεις με τα ράφια, θέλω να κάνεις ακόμα μιά δουλειά.
Αυτήν την εικόνα του Χριστού, σε παρακαλώ, ξεκρέμασε την και βάλε στη θέση της αυτόν εκεί τον πίνακα που έφερα απ τη Ρώμη.
Σάστισε ο βοηθός.
-Μα, κύριε Δημήτρη, αυτήν την εικόνα ο πατέρας σας την έχει εκεί 30 χρόνια...
Θα στενοχωρηθεί.
-Ο πατέρας δεν έχει πρόβλημα.
Άλλωστε τον άκουσες, είπε να κάνω ό,τι εγώ κρίνω σωστό.
Λοιπόν, αυτά είναι ξεπερασμένα, Ανέστη.
Είπαμε, θα το κάνουμε σύγχρονο το φαρμακείο, αυτά ήταν για πριν 30 χρόνια, αστεία θα λέμε;
Τώρα ο κόσμος έχει προχωρήσει.
Καλά, εσύ που ζεις; Δεν το βλέπεις πώς αλλάξαμε;
Δεν είπε τίποτα ο βοηθός. Ανέβηκε στη σκάλα και με τρεμάμενα χέρια έκανε αυτό που πρόσταξε το νέο αφεντικό.
-Που να τη βάλω, ψέλλισε.
-Βάλ την εκεί, στο κάτω συρτάρι, που δεν το χρησιμοποιούμε.
Έτσι κι έγινε.
Όλα λοιπόν άλλαξαν, έγιναν μοντέρνα.
-Λοιπόν, πατέρα, πως σου φαίνεται; Αγνώριστο δεν έγινε;
-Ναι, γιε μου, είπε ευτυχισμένος ο πατέρας μπαίνοντας στο φαρμακείο, και θέλησε πάλι να ευχαριστήσει «Εκείνον» για όλα, όπως πάντα το συνήθιζε.
Μα δεν Τον βρήκε στη θέση του...
Ένα μελαγχολικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, μα μόνο ο Ανέστης το κατάλαβε. Δεν μίλησε, δεν είπε κουβέντα.
Βρήκε μια καλή πρόφαση κι έφυγε πικραμένος για το σπίτι. Εκεί τουλάχιστον, το εικονοστάσι του θα του απάλυνε για λίγο τον πόνο...
Κύλησε ο καιρός. Το φαρμακείο δούλευε καλά και η πελατεία είχε αυξηθεί αρκετά.
Μόνο κάτι τον στενοχωρούσε τον Δημήτρη. Ο πατέρας του σπάνια ερχόταν, όλο κάποια δικαιολογία έβρισκε και δεν ερχόταν.
-Σε ζητούν οι παλιοί σου πελάτες πατέρα, του έλεγε ο Δημήτρης, προσπαθώντας να τον κάνει να έρχεται.
-Έχουν εσένα τώρα, απαντούσε ο κυρ-Μιχάλης με εκείνο το γνωστό πικρό χαμόγελο, που μόνο ο Ανέστης μπορούσε να καταλάβει το τι το γεννούσε.
-Διανυκτέρευση σήμερα Ανέστη, πήγαινε σπίτι σου, θα μείνω εγώ, είπε ο Δημήτρης και κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα, αφού πρώτα κλείδωσε την πόρτα.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια και προσπάθησε να ξεκουραστεί από τον φόρτο της ημέρας. Αποκοιμήθηκε και μόνο ένας παρατεταμένος χτύπος τον ξύπνησε κάπως απότομα.
Ήταν ένα μικρό κορίτσι, δεν θα ταν πάνω από 12 χρόνων. Ήταν αναστατωμένη, τα μάτια της κλαμένα και μιλούσε βιαστικά.
-Γρήγορα κύριε, η μητέρα μου είναι άρρωστη, πρέπει να της φτιάξετε αυτό το φάρμακο! Να η συνταγή. Μόνο βιαστείτε!
-Ηρέμησε κορίτσι μου, θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Να ορίστε, έτοιμο!
-Αφήνω τα χρήματα και τρέχω, είπε το κορίτσι.
-Τα ρέστα σου, μόλις που πρόλαβε να πει ο Δημήτρης, μα το κορίτσι είχε εξαφανιστεί. Τι ήταν κι αυτό, σκέφτηκε κλειδώνοντας την πόρτα. Ευτυχώς που δεν ήταν ο Ανέστης, ήταν δύσκολη η συνταγή.
Στη σκέψη αύτη πάγωσε, και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο εργαστήριο.
Η αναπνοή του κόπηκε, μόλις συνειδητοποίησε το λάθος του...
Δεν είχε χρησιμοποιήσει το σωστό μπουκάλι και είχε ρίξει... αλίμονο... δηλητήριο στο φάρμακο!
Βγήκε έξω φωνάζοντας, έτρεξε απεγνωσμένα, μήπως και έβρισκε το κοριτσάκι μα τίποτα...
Ήταν καταδικασμένος. Πάνε τα όνειρα του για τη ζωή, το φαρμακείο.
Τώρα, μιά εφιαλτική σκέψη κυριαρχούσε. Φόνος εξ αμελείας, φυλακή, απόγνωση...
Χριστέ μου, είπε κι ένιωσε μεγάλη έκπληξη σε αυτή τη φράση. Δεν θυμόταν ποτέ να την είχε ξαναξεστομίσει.
Θυμήθηκε τότε το κάτω συρτάρι...
Σε λίγο αυτός ο σύγχρονος επιστήμων, με τις φρέσκιες ιδέες και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, μιλούσε σε μιά εικόνα...
-Χριστέ μου, κάνε ένα θαύμα, σε παρακαλώ, κι εγώ θα σε πιστέψω. Απόδειξε μου ότι υπάρχεις, σε ικετεύω...
Έμεινε εκεί να κοιτά «Εκείνον» και, προσμένοντας απάντηση, τρόμαξε όταν απότομα η πόρτα άνοιξε.
Ήταν πάλι το κοριτσάκι, πιο αναστατωμένο από πριν και κλαίγοντας ασταμάτητα τώρα.
-Τι, τι συνέβη, ρώτησε τρέμοντας ο Δημήτρης. Το... το... πήρε η μητέρα σου το φάρμακο;...
-Όχι κύριε, δεν το πήρε... Εκεί που έτρεχα να της το πάω, σκόνταψα χωρίς να καταλάβω το πώς κι έπεσα. Το μπουκαλάκι μου έσπασε και άλλα χρήματα δεν έχω... Φτιάξτε μου ένα καινούριο και θα σας τα φέρω αύριο, σας το υπόσχομαι!
-Κορίτσι μου, αν ήξερες τι ήταν αυτό που μου είπες!... Δεν θέλω χρήματα, περίμενε, στο φτιάχνω αμέσως, και στρέφοντας το βλέμμα του σ’ «Εκείνον», είπε κι αυτός νοερά ---για πρώτη φορά--- στη ζωή του ένα ευχαριστώ στην αγαπημένη εικόνα του πατέρα του...
Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο τον πατέρα του και του λέει:
-Πατέρα, σε περιμένω σήμερα, σου έχω μιά έκπληξη, δεν δέχομαι κουβέντα. Να πάρε και τον Ανέστη.
-Ναι κύριε Μιχάλη, πρέπει να ‘ρθείτε σήμερα, σας περιμένουμε, οπωσδήποτε πρέπει να ‘ρθείτε, εγώ σας παρακαλώ!
Μετά από την επίσκεψη αυτή πικρό χαμόγελο δεν ξαναζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του πατέρα. Πλέον δεν περνούσε μέρα χωρίς να περάσει από το φαρμακείο.
Και πάντα μπαίνοντας έλεγε το μεγάλο του ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ κοιτάζοντας με λαχτάρα πάνω από τον αγαπημένο του πάγκο.
Ο γιος του είχε κάνει τόσες αλλαγές- μα άλλη μιά τώρα τελευταία τον έκανε πιο ευτυχισμένο από ποτέ.
Ένα μικρό καντηλάκι φώτιζε πλέον ακοίμητο το άκρως ταπεινό και αγκαθοστεφανωμένο πρόσωπο τού Χριστού.«Εκείνου» που πάντα έχει το φάρμακο για όλες τις ψυχές…


Νώντας Σκοπετέας
Από το βιβλίο "Δάκρυ στο Εγώ" εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας 2018
Διασκευή από διήγηση μακαριστού Μητροπολίτη Νικαίας κ. Γεωργίου.
Εις μνήμην της μακαριστής συγγραφέως Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη στης οποίας τη ραδιοφωνική εκπομπή έγινε πλέον γνωστό αυτό το αληθινό περιστατικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~