main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

17 Ιουλ 2009

Π.Δανιήλ Γούβαλης ....-Παππούλη μου…



Το πρωί της 11ης Ιουλίου, έφυγε από κοντά μας, ο σεβαστός και γλυκός μας πνευματικός πατέρας, Δανιήλ Γούβαλης. Ένας γνήσιος φορέας του ορθόδοξου φρονήματος και της ορθόδοξης πνευματικής Παραδόσεως. Ένας πιστός και ακάματος υπηρέτης του Θεού και των Αναγκών του ανθρώπου.
Αλήθεια, πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν τόσα χρόνια τώρα από τη Μαλακάσα, στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που ήταν λειτουργός, Αγία που υπεραγαπούσε και υπερευγνωμονούσε, μιας και τη θεωρούσε προστάτιδά του.
Πόσοι, λοιπόν, μικροί, έφηβοι, μεγάλοι, ηλικιωμένοι, ατροφικοί στην πίστη, ψυχικά και σωματικά ανάπηροι, πλανεμένοι από αιρέσεις, δαιμονοφορούμενοι, δαιμονοκίνητοι , παθομανείς, εξαρτομανείς, άνθρωποι μετεωρισμένοι στο αβέβαιο, στο ασίγουρο και στο πουθενά, απροσανατόλιστοι, απροστάτευτοι, αταπείνωτοι, βγαλμένοι βιαίως από τον αληθινό δρόμο της ζωής, τον μόνο οδηγούντα σε σταθμούς πλήρους φωτοχυσίας και αγιασμού, δε βρήκαν στο πράο και ανεξίκακο πρόσωπο του πατρός Δανιήλ, παραμυθία, ευγενή κατανόηση και ζωτικής σημασίας δραστική και αποφασιστική παρέμβαση στα πάσης φύσεως σταυροφορούμενα προβλήματά τους.

Και όλοι τους, ανεξαιρέτως, έφευγαν από το φτωχό εκείνο εκκλησάκι, με σκιρτήματα πνευματικής αναθέρμανσης και αναγαλλιάσεως στην καρδία τους, τρέφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο διηνεκώς στα μύχια της παρηγορημένης και επουλωμένης ψυχής τους, βαθύτατα αισθήματα σεβασμού, εκτίμησης και ακλόνητης αγάπης για τον πνευματικό τους πατέρα o οποίος τόσο συνέπασχε και συσσταυρωνόταν με τον καθένα ξεχωριστά, έτσι ώστε, κανείς να μη νιώθει μόνος στον πόνο και στη δοκιμασία.
Κάθε εξομολόγηση με τον πατέρα Δανιήλ, μεταχαλκευόταν σε μία καινούργια γέννηση, η οποία άφηνε ευρύχωρα περιθώρια για Ανάταση και Ανάσταση μα ταυτοχρόνως ορθάνοικτες τις πόρτες για τη δημιουργία όχι μιας ελπίδας ‘‘ βιαστικής ’’ και περαστικής, αλλά μιας ελπίδας στέρεης, δυναμικής και ικανής να ψηλαφά από τώρα, έστω και δειλά-δειλά, το προορισμένο και προετοιμασμένο από καταβολής του κόσμου για τον άνθρωπο, Αιώνιο και Άπειρο.

Ο πατήρ Δανιήλ, χωρίς απολύτως καμία δόση υπερβολής που την ενδυναμώνει πότε-πότε το γνωστό απόφθεγμα, “ ο θανών δεδικαίωται ”, ήταν πάνω απ’ όλα ένας ευγενής. Ένας αρχοντικός άνθρωπος. Ένας δημοκράτης !
Τόσο αθόρυβος, μα και γι’ αυτό τόσο θορυβώδης !
Τόσο απροσάρμοστος και ασυμβίβαστος στα παντός είδους θεοκτόνα και ψυχοκτόνα κελεύσματα της παράξενης εποχής μας, μα και γι’ αυτό τόσο αξιέραστος και αξιοπαρατηρήσιμος !

Τόσο αδιαπραγμάτευτος και αδιάλλακτος στην τήρηση των μοναχικών και αποστολικών του καθηκόντων, μα και γι’ αυτό τόσο αξιοπρόσεκτος και αξιομίμητος !
Εντέλει, τόσο αγωνιστής και αληθινός, μα και γι’ αυτό τόσο αγαπητός !

Γεννήθηκε το 1940, στο χωριό ‘‘ Πανουργιά ’’ της Λαμίας. Συνηθισμένος από πολύ νωρίς στη δοκιμασία και στην ταλαιπωρία, παιδί ακόμα, άρχισε να μεγαλώνει χωρίς πατέρα. Από παιδάκι, το έβλεπες να μην έχει σχέσεις με όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν συνήθως την παιδική ηλικία. Έτσι, αντί για παιχνίδια και σκανδαλιές, προτιμούσε να απομακρύνεται για αρκετές ώρες, στα διάφορα απόμακρα μέρη της περιοχής του, ώστε να απομονώνεται και να μπορεί εύκολα να ασχολείται με το διάβασμα που τόσο αγαπούσε.

Η κλίση του, είχε αρχίσει κι όλας να φαίνεται. Μικρούλης ακόμα, το φιλάρετο και φιλομαθές του πνεύμα, έβρισκε ανάπαυση στη σιγουριά και στην ακαταμάχητη ασφάλεια την οποία ανέδυε η εντρύφηση στα κάθε είδους αναγνώσματα.
Το λάτρευε το βιβλίο ο παππούλης. Λάτρευε τη μελέτη, την ανάγνωση, την έρευνα, ασχολία στην οποία άλλωστε θα επιδιδόταν με επιστημοσύνη και μεράκι, χρόνια αργότερα ως μοναχός στη Μονή Παρακλήτου.
Συνιστά μεγίστη ανάγκη να μη λησμονηθούν οι ολονύκτιες αφιερώσεις του ψυχή τε και σώματι για τη μετάφραση της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου του Σιναίτου αλλά και η συγγραφή του καλυτέρου του βιβλίου ‘‘ Περίπατοι στην Αγία Γραφή ’’ που αναρίθμητο κόσμο προστάτευε και προστατεύει με την ανάγνωσή του. Είναι το βιβλίο μέσα στο οποίο εντάσσεται το υπέροχο και λαμπροφόρο εκείνο κεφάλαιο για την Άνω Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτή την πόλη βρισκόταν σταθερά και μόνιμα προσανατολισμένη η πνευματική πυξίδα του παππούλη μας. Κι αυτόν τον υψίστης σημασίας και πλήρους ουσιαστικού νοήματος προσανατολισμό, προσπαθούσε ο πατήρ Δανιήλ να ενσταλάξει σιγά-σιγά και με διάκριση σε όλα τα πνευματικά του τέκνα, γιατί όπως χαρακτηριστικά έλεγε :
“ Δεν ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο απλώς για να περάσουμε καλά. Μας περιμένει ένας κόσμος απερινόητος και απερίγραπτος στα κάλλη. ”
Έλεγε επίσης :
‘‘ Όταν κάποιος είναι καλεσμένος σ’ ένα σπίτι για κάποιο δείπνο, φτάνοντας στο μικρό χoλ του συγκεκριμένου σπιτιού κι αφού κρεμάσει το παλτό του, Δε θα περιμένει υπομονετικά, όση ώρα κι αν χρειαστεί, για να περάσει στο μεγάλο δωμάτιο του δείπνου ; ”
Έτσι μιλούσε ο γέροντας. Απλά, κατανοητά, ευκολοεξήγητα. Μ’ αυτή τη φιλοσοφία ήταν άλλωστε διανθισμένο και το περιεχόμενο των ραδιοφονικών του εκπομπών, εκπομπές που λειτουργούσαν σαν πνευματικά αγκίστρια τα οποία ‘‘ τσιμπούσαν ’’ ψυχές απ’ όλο τον κόσμο. Τα θέματά του, ποικίλα. Από τις εν λόγω εκπομπές, όλα αυτά τα χρόνια, δε σταματούσαν να παρελαύνουν εξακολουθητικά Άγιοι, Όσιοι, Μάρτυρες, Νεομάρτυρες, Προφήτες, Ασκητές, Ησυχαστές, Αγιορείτες, Μοναχοί, αλλά και λαϊκοί που η ζωή τους στιγματίστηκε από την ενεργό παρέμβαση του Θεού μέσω κάποιου θαύματος. Από το παράδειγμα αυτών, όλοι μας, αντλούσαμε περισσή δύναμη και τονωτικό κουράγιο προς ενίσχυση κάθε αγώνος.
Ξεχωριστή θέση στις εκπομπές του, κατελάμβανε ‘‘ το θαύμα ’’ το οποίο και υπεράσπιζε ο παππούλης μας με νύχια και με δόντια. Σαν τα μάτια του το πρόσεχε και το προστάτευε. Μπορεί και περισσότερο. Κι αυτό γιατί πίστευε ακράδαντα πως το θαύμα λειτουργεί για την Πίστη, όπως λειτουργεί για τη φωτιά το ενισχυτικό εκείνο ξύλο που μπαίνει μέσα της με σκοπό να τη διατηρήσει και να την κρατήσει άσβεστη.
Φωτογραφία απο το Άγιο Όρος τραβηγμένη γύρω στα 1910 ...κατά την εμφάνισή του φιλμ στην άκρη αριστερά φαίνεται η μορφή μιας μαυροφορεμένης γυναίκας ...είναι η Γερόντισσα του Όρους....Ο π.Δανιήλ έλεγε για αυτήν την φωτογραφία οτι είναι αληθινή και θαυμαστή ...πολλές φορές όμως ο ίδιος είχε ξεσκεπάσει με το χάρισμά του άλλες πλανεμένες όπως τις έλεγε τέτοιου είδους φωτογραφίες ....
Παράλληλα, επιμελούνταν και μια δεύτερη εκπομπή όλα αυτά τα χρόνια, με κεντρικό της θέμα τις παντός είδους αιρέσεις. Και σ’ αυτή την εκπομπή, ο πατήρ Δανιήλ, προσέφερε σώμα μα προπαντός ψυχή. Χρόνια στον αντιαιρετικό αγώνα, είναι τοις πάσι γνωστό πόσοι πρώην αιρετικοί τού οφείλουν την αναγέννησή τους καθώς επίσης και την αναθεωρητική τους στροφή στο καθαρό και στο ανόθευτο. Στο αμόλυντο και στο ατραυμάτιστο. Στο τελείως αψεγάδιαστο. Στο τέλειο, στο οποίο στόχευε κι ο πατήρ Δανιήλ όλα αυτά τα χρόνια κατά το ρηθέν από στόματος του Χριστού μας :
Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν. (Κατά Ματθαίον 5.48)

Πολλοί είναι αυτοί που μιλούσαν, μιλούν και θα μιλούν ακόμα περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, για τα πνευματικά χαρίσματα αυτού του ανθρώπου. Πρόκειται για τους κυρίως ευεργετηθέντες και για όλους εκείνους που ένιωσαν βαθιά μέσα τους πως μέσα από τον παππούλη μιλούσε και ενεργούσε η Χάρις του Θεού. Αυτό δηλαδή που εκατοντάδες ανθρώπων αισθάνονταν και για τον Γέροντα του πατρός Δανιήλ, Γ. Πορφύριο.
Πράγματι, ο πατήρ Δανιήλ, ήταν διαφορετικός, ξεχωριστός, χαρισματικός!
Μα την χαρισματικότητα αυτή, δεν την ώφειλε αποκλειστικά στα ακριβά δώρα του Θεού μας.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε το ταπεινό και χαμηλό κοίταγμά του κάτω στη γη, το οποίο ισοδυναμούσε και ισοσκελιζόταν με το πιο μεστό και τρανταχτό κήρυγμα.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η άνευ προηγουμένου διάκρισή του, η οποία του έδινε τη δυνατότητα και το προνόμιο να φέρνει τον εκάστοτε εξομολογούμενο σε πλήρη συναίσθηση και αυτοαντίληψη και γι’ αυτό σε άμεση αυτοθεραπεία. Χωρίς αυστηρότητα, ποινές ή επιπλήξεις. Χωρίς περιττές κουβέντες και λόγια παρηγορητικού τύπου. Αν επιτρέπεται η έκφραση, ‘‘ το πράγμα ερχόταν από μόνο του με τον πατέρα Δανιήλ ’’.
Χαρισματικότητα εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η ευγενική μεταχείριση κάθε περίστασης ανεξαιρέτως. Η αλύγιστη προθυμία του, η ολοκληρωτική μέθεξη στον πόνο του Άλλου, η οντολογική του ταπείνωση, ο χαμηλός τόνος της φωνής του, το χιούμορ του, η ευαισθησία του, το φιλότιμό του που αν του έδινες κάτι, έστω και το ελάχιστο, στο ανταπέδιδε διπλάσια στα φανερά, και ποιος ξέρει το πόσο στα κρυφά, στα μυστικά με την προσευχή και τη νηστεία του.
Χαρισματικότητα τέλος, εξέπεμπε και ακτινοβολούσε η ‘‘ σκανδαλιστική ’’ συμπαράστασή του, το χωρίς διάκριση ενδιαφέρον του, ακόμα και εκείνη η χαριτωμένη προσποίηση ότι δε θυμόταν, έτσι ώστε να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τον άνθρωπο που βρισκόταν δίπλα του στην εξομολόγηση.
Η συνείδησή του μυροβολούσε, μοσχοβολούσε και δάκρυζε από αγάπη, ακριβώς επειδή ήταν σμιλευμένη και διαμορφωμένη με βάση τις ανάγκες και τις επιταγές του κάθε άλλου ανθρώπου, του κάθε πονεμένου, του κάθε στερημένου…
Χατίρι προσπαθούσε να μη χαλάει σε κανέναν. Υπερπηδούσε κάθε εμπόδιο, ακόμα και την εύθραυστη υγεία του, για να ικανοποιεί πάντα και να μη δυσαρεστεί κανέναν και για τίποτε. Δύσκολα θα ξεχαστούν οι εκδρομές που οργάνωνε προς πνευματική τροφοδότηση και ωφέλεια αλλά και οι περίφημες εκείνες συγκεντρώσεις οι οποίες γινόντουσαν πάντα αφορμή για ανταλλαγή απόψεων και διαφόρων τοποθετήσεων, συζητήσεων αλλά και χιούμορ. Εκεί έβλεπες τον παππούλη να χαμογελάει από καρδιάς και να χαίρεται αληθινά για όλα του τα πνευματικοπαίδια. Στη γεωγραφία του προσώπου του, διέκρινες τη γεωγραφία της ψυχής του.
Το τέλος ήρθε ξαφνικά, απρόσμενα. Το γεγονός αιφνιδίασε και βύθισε στη θλίψη χιλιάδες κόσμου που κατέκλυσαν στην κυριολεξία το Ησυχαστήριο του Γέροντος Πορφυρίου στο Μήλεσι. Τα δάκρυα και η έκφραση αυτού του κόσμου κάθε ηλικίας, απεκάλυπταν με τον πιο περίτρανο και αποδεικτικό τρόπο την ευεργετική διάθεση του πατρός Δανιήλ και τις σωτήριες ενέργειές του προς ευνοϊκή διευθέτηση κάθε ζητήματος.
Στην εξόδιο ακολουθία, δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητο και άκαμπτο, ακόμα και τον πιο ψύχραιμο, τα κλάματα των μικρών παιδιών που φιλούσαν χωρίς δισταγμό ξανά και ξανά το ‘‘ ζεστό ’’ χεράκι του παππούλη τους . Στο τέλος ψάλλαμε όλοι το Χριστός Ανέστη κι όλων μας ο λογισμός διέσχιζε νοερά όλον εκείνο το χρόνο ο οποίος θα μεσολαβήσει για να έρθει η στιγμή του κοινού ξεσηκώματος, της κοινής Αναστάσεως.
Αμήν.

Σε έζησα λίγο. Σου χρωστώ πολλά !
Καλό ταξίδι. Καλή αντάμωση !
Καλό Παράδεισο !
Χάθηκες και έσβησες σαν την αστραπή κι η ψυχή μου έρημη δακρυσμένη γη.
Χάθηκες ανοίγοντας τ’ άσπρα σου πανιά , γι’ άλλους κόσμους ταξιδεύεις , γι’ άλλη
Αγκαλιά .
Ευχαριστούμε πολύ τον Παναγιώτη Σκοπετέα , πνευματικό τέκνο του μακαριστού π.Δανιήλ για το τόσο μεστό και έμπλεο αγάπης και ευγνωμοσύνης κείμενό του .

16 Ιουλ 2009

Το τάλαντο της ψυχής ...να σημάνει καλοκαίρι

Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο …μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού ..την αύρα των διακοπών …Και εδώ στην πόλη την πολύβουη όμως ,δεν χρειάζεσαι πολλά ..αρκεί μια γραφή του Κόντογλου και ο ήχος μιας καμπάνας να σημαίνει τον εσπερινό για της ...αυριανής ημέρας τον Άγιο πρεσβευτή …. Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω απὸ δυὸ μήνες κ' έκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καὶ αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζήδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ είναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα μὲ τρείς Αϊβαλιώτες καὶ περάσαμε πολὺ έμορφα. Απὸ κεί πήγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στὸ μοναστήρι τῶν Ιβήρων μαζὶ μὲ ένα γέροντα ποὺ πουλούσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ’ αυτὸ τὸ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα της ψαρικής.

Άφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα όλα καὶ γίνηκα ψαράς.Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ απὸ τὰ μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ' είχε καλογερέψει απὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαρὰς απὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχὸς τω πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σὰν τὸν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα.

Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σὲ άλλα είχε στὸ κελλί του καὶ δυὸ τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ' αυτὸν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μου έδειχνε πώς νὰ τὰ ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο ποὺ τὸν αποσκέπαζε ένας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστὰ είχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι απὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε άγριο χαμόδεντρό. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες καὶ μπροστὰ είχε ένα χαγιάτι ποὺ ακουμπούσε σὲ κάτι δοκάρια απὸ αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Απὸ κάτω είχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ απλώνανε απάνω στὰ μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί ποὺ κοιμόμαστε ακούγαμε απὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ έμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλούσε τὰ χαλίκια καὶ μας νανούριζε. Παλιὰ εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στὸν αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.

Άφησα υγεία στοὺς Ιβηρίτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πήγα στὸ μοναστήρι του Καρακάλου. Κ' εκεί πέρασα πολὺ καλά• οι πατέρες μὲ είχανε σὰν δικό τους. Αυτὸ τὸ μοναστήρι είναι κοινόβιο καὶ τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τὸν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του απὸ τὰ Αλάτσατα. Ο αρσανάς του Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος απάνω σ’ έναν βράχο. Κάθησα κ' εκειπέρα κάμποσες μέρες. Απὸ κεί πήγα στὸ Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ' οι θαυμαστὲς αγιογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. «Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν, περιπατείς καὶ έρχεσαι εις τὴν αγίαν Λαύραν. Καὶ αναπαύεσαι, εκεί, όσον καιρὸν θελήσεις, όσον νὰ εύρεις συντροφιὰν καὶ πλοίον νὰ κινήσεις». Απὸ κεί λοιπὸν επήρα κ' εγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ' ένας απλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι αδύνατος μ' όλο ποὺ ήτανε ψωμάς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνά απὸ άγια κ’ έμορφα μέρη, ως ποὺ φτάνει απάνω απὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ανοιχτὸ πέλαγο. Απὸ τὸ μέρος της στεριάς στέκεται απάνω απὸ τὸ κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ' ένα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ του βουνού ποὺ στέκεται κοφτὴ απάνω απὸ τὴ θάλασσα, σὰν να ναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνὸ κ' έπεσε στὴ θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μου είπανε πιὸ ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ' έπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ο σεισμὸς κούνησε όλη τη Μακεδονία. Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ απὸ τ’ άλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ είχανε οι πατέρες, ποὺ όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νὰ καθήσω κ' ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ της σκήτεως». Μ' έχουνε γράψει καὶ στοὺς ιδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ της συμβίας καὶ των τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τὸν πάτερ Ισίδωρο, ποὺ μ' είχε στὸ κελλί του. Άλλη φορὰ έγραψα πολλὰ γιὰ δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ' είχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο απὸ τὸ Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, ποὺ έζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ίσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ της Κίνας.

«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά – οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα΄ αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του! Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο».

Φώτης Κόντογλου Καλοκαίρι στὸ Ὄρος Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.

15 Ιουλ 2009

Θέλεις θαύμα για να πιστέψεις; δές πως χαμογελάει ο ....Θεός


Ναί ...δυνάμωσε η πίστη μου μόλις το είδα ...συγκλονίστηκα ..παρηγορήθηκα...και σκέφτηκα πως με ένα χαμόγελό του ο Θεός μπορεί να μας κάνει να ..έχουμε πάντα ...μάτια δακρυσμένα...
Ξέρω οτι πολλοί δεν θα το πιστέψουν ...θα μιλήσουν για φωτομοντάζ...ευφάνταστα σενάρια σκηνοθεσίας .....για το πώς είναι δυνατόν σε τέτοιες στιγμές κάποιος να έχει το μυαλό του στην φωτογράφιση και άλλα τέτοια ...Κατανόητή αυτή η στάση ..Ίσως γιατί ο καθένας επιζητεί να... ψηλαφίσει ο ίδιος ...τον τύπον των ήλων...Ίσως γιατί θεωρεί οτι είναι αφύσικο να ...χαμογελά ο Θεός σε μια ..δυσώδη και αλιβάνιστη εποχή ..Ίσως γιατί αυτή του η καχυποψία είναι μια εσωτερική άμυνα ,προκειμένου να μην προβληματιστεί για το τί υπάρχει μετά και να συνεχίσει αμέριμνος τον δρόμο του ,εισερχόμενος πάντα ...απο την πλατιά και ευρύχωρο πύλη...

Η φωτογραφία του κεκοιμημένου Γέροντος Ιωσήφ , χαμογελαστός όχι μόνο με τα χείλη αλλά με όλη την έκφραση του προσώπου του, έκανε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και το βλέπουμε από τα άρθρα και σχόλια σε πολλές ιστοσελίδες. Και όντως συναντά κανείς νεκρούς με φωτεινό πρόσωπο, με ειρηνική έκφραση, με βαθειά ανάπαυση, αλλά πού το χαμόγελο; Αφ’ ενός όλοι οι πνευματικοί Πατέρες λένε ότι η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για τον άνθρωπο, αφ’ ετέρου διαβάζουμε στα Γεροντικά ότι και οι πιο προχωρημένοι στην πνευματική ζωή, από ταπείνωση, δεν ξεθάρρευαν πριν περάσουν στην άλλη ζωή όπου δεν υπάρχει πια κίνδυνος. Επί πλέον ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν καρδιοπαθής και πολύ ταλαιπωρημένος από την αρρώστια. Πώς λοιπόν κοιμήθηκε χαμογελώντας; Η απάντηση είναι: ΟΧΙ, δεν κοιμήθηκε χαμογελώντας, αλλά ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. Μετά συζήτηση με μερικούς πατέρες της Μονής, σας μεταφέρουμε την διήγηση του γεγονότος. Οι δύο μοναχοί που ήταν μαζί του μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Γέροντα Εφραίμ και τους υπόλοιπους πατέρες και δεν πρόσεξαν τον κεκοιμημένο, ο οποίος έμεινε μάλιστα με το στόμα μισάνοιχτο. Ήρθαν λοιπόν να τον ετοιμάσουν σύμφωνα με το μοναχικό τυπικό. Ο Γέροντας Εφραίμ έδωσε εντολή να του αφήσουν το πρόσωπο ακάλυπτο. Οι πατέρες προσπάθησαν να του κλείσουν το στόμα, αλλά ήταν αργά, το στόμα παρέμενε ανοιχτό. Έδεσαν μάλιστα μία γάζα γύρω να του κρατήσει το στόμα κλειστό, αλλά μετά που το έβγαλαν το στόμα άνοιξε πάλι. Είχαν περάσει περίπου 45 λεπτά από την κοίμησή του. - Γέροντα, θα φαίνεται άσχημο έτσι με το στόμα, τί να κάνουμε; - Όπως είναι, μην του καλύψετε το πρόσωπο! Τον έραψαν στον μοναχικό μανδύα όπως συνήθως. Όλη η διαδικασία να τοποθετηθεί στον μανδύα και να ραφεί διάρκεσε άλλα περίπου 45 λεπτά. Στην συνέχεια έκοψαν το ύφασμα γύρω από το πρόσωπό του, κατά την εντολή, και βρήκαν τον Γέροντα όπως τον βλέπουν πλέον όλοι, χαμογελαστός. Τους άκουσε και τους έκανε και αυτό το μικρό χατήρι, για να μην τους λυπήσει; Ή ήθελε να μας δώσει μια ιδέα για αυτό που είδε; Το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι το πρώτο υπερφυσικό γεγονός μετά την κοίμησή του και έγινε μεγάλη παρηγοριά για όλους. http://vatopaidi.wordpress.com/

13 Ιουλ 2009

Ο π.Δανιήλ ...στις γειτονιές της πόλης του Θεού



Κοιμήθηκε ο Γέροντας π.Δανιήλ Γούβαλης ….Έτσι ήσυχα και αθόρυβα ..όπως έζησε …όπως μιλούσε ….Στην αγκαλιά του Χριστού μας πλέον συντροφιά με τον πνευματικό του πατέρα γέροντα Πορφύριο που τόσο αγάπησε …και τόσο πιστά ακολούθησε τα δικά του βήματα αγιότητας ….Προγνώριζε το τέλος της επίγειας βιωτής του …αλλά και την απαρχή της αιώνιας ….δεν το κράτησε για τον εαυτό του ..το μεταλαμπάδευσε σε όλους μας μέσα από ένα συγκλονιστικό κείμενο που ακολουθεί από τους περιπάτους του στην Αγία γραφή (προσέξτε, το πώς τελειώνει το κείμενο, και θα καταλάβετε που βρίσκεται αυτήν την στιγμή …και το πόσο ευτυχισμένος νιώθει …) Καλό παράδεισο Γέροντα ….σου υποσχόμαστε πως θα προσπαθήσουμε πολύ κάποτε να σε συναντήσουμε …ντυμένο με ένδυμα ηλιοειδές …. στις γειτονιές της άνω πόλεως ….Πρέσβευε υπέρ ημών ….
Η ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του θεού» (Ψαλμ. 86ος) Θα επισκεφθούμε μία πόλη. Μία ασύγκριτη και υπερθαύμαστη πόλη. Αν συνεργάζονταν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες και μηχανικοί της γης και αν χρησιμοποιούνταν τα εκλεκτότερα οικοδομικά υλικά και αν διατίθενταν κολοσσιαία χρηματικά ποσά, τέτοια πόλις δεν θα χτιζόταν. Αν την γέμιζαν με τα πιο ωραία οικοδομήματα, τους πιο όμορφους κήπους, με θαυμαστά πάρκα και άλση, με ονομαστά μουσεία, με βιβλιοθήκες, με αγορές, με τόπους ψυχαγωγίας— δεν θα έλεγε τίποτε μπροστά στην πάλι πού εμείς θα επισκεφθούμε. Πώς ονομάζεται αυτή η απαράμιλλη πόλις; Έχει διάφορες ονομασίες: Πόλις αγία, πόλις του θεού, μέλλουσα πόλις, σκηνή του θεού, νέα Σιών, νέα Ιερουσαλήμ, «καινή» (καινούργια) Ιερουσαλήμ. Ονομάζεται και άνω πόλις, άνω μητρόπολις, άνω Ιερουσαλήμ. Ξεχωρίζει από κάθε γνωστή μας πόλη, γιατί δεν σχεδιάσθηκε και δεν χτίσθηκε από ανθρώπους, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Τι ωραία πού το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή! «Εξεδέχετο γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πάλιν ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός»...πού σημαίνει: «Περίμενε ο Αβραάμ να κατοίκηση κάποτε στην πόλη με τα γερά θεμέλια, την οποία τεχνούργησε και δημιούργησε ο Θεός», (11,10). Συγκλονιστικό και να το σκεφθεί κανείς. Ο αιώνιος Θεός με την ανεξιχνίαστη σοφία του, την απεριόριστη δύναμί του και τον άπειρο πλούτο του κατασκεύασε μια πόλη. Πώς να συλλαβή ανθρώπινο μυαλό το μεγαλείο, τον πλούτο, την δόξα της, τα κάλλη της. Το χρυσό στόμα της Εκκλησίας μας, Ο Ιερός Χρυσόστομος στην 25η ομιλία του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο νουθετεί: «Ας φροντίσουμε να γίνουμε πολίτες της «άνω πόλεως». Μέχρι πότε θα μένουμε στην εξορία»; Και ερμηνεύοντας των 47ο ψαλμό σημειώνει; «Συνεχώς και πάντοτε να στρέφουμε το νου μας προς την πόλι μας, την Ιερουσαλήμ και να φανταζόμαστε πάντα τις ομορφιές της — «αυτής τα κάλλη διαπαντός φανταζόμενοι». Είναι η μητρόπολις του βασιλέως των αιώνων. Σ' αυτήν υπάρχουν τα πνεύματα των δικαίων, οι χοροί των Πατριαρχών, των Αποστόλων και όλων των αγίων. Σ' αυτήν όλα είναι σταθερά και αμετακίνητα. Σ' αυτήν υπάρχουν οι ομορφιές πού δεν φθείρονται και πού δεν φαίνονται — «τα άφθαρτα και αθέατα κάλλη». Πόλις πανέμορφη, πόλις με άφθαρτα και αθέατα κάλλη. Η ωραιότερη πόλις των αιώνων, των εθνών, του σύμπαντος. Εμπρός λοιπόν να την γνωρίσουμε. Με ξεναγούς πρώτα τους Αγίους της Π. Διαθήκης και στην συνέχεια της Κ. Διαθήκης. Με την βοήθεια των πρώτων θα την αντικρίσουμε θαμπά, «σκιωδώς», ενώ με των δεύτερων καθαρώτερα. Αρχίζουμε με τον μεγάλο Αβραάμ. Στην χώρα της Παλαιστίνης όπου μετώκησε με εντολή του θεού δεν ήθελε να εγκατασταθεί κάπου μόνιμα. Περιφρονούσε κώμες και πόλεις. Γυρνούσε πότε εδώ και πότε εκεί μαζί με τους πολυάριθμους δούλους του και τα ποίμνια του. Κάθε τόσο έλεγε «πάροικος και παρεπίδημος εγώ ειμί». Το ίδιο ισχύει και για τους διαδόχους του Πατριάρχες Ισαάκ και Ιακώβ. Όταν έλεγε ο Αβραάμ στους Χαναναίους ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος νόμιζαν ότι οφειλόταν αυτά στην απομάκρυνση από την πατρίδα του. Άλλα εκείνος εννοούσε το ότι βρισκόταν μακριά από την πόλη του θεού. Ό Αβραάμ δεν σκεφτόταν την επίγεια πατρίδα του, αλλά την επουράνια. Οπωσδήποτε ο θεός του την είχε δείξει σε όραμα. Μαγεύτηκε ο νους του και δεν έβλεπε τον καιρό να εγκατάλειψη την γη για να κληρονομήσει την ουρανιά πόλη. «Ομολόγησαν — γράφει ο Απόστολος Παύλος — ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι πάνω στην γη. Με αυτά τα λόγια δείχνουν ότι επιζητούν πατρίδα. Και αν βέβαια είχαν στον νου τους εκείνη από οπού έφυγαν, είχαν τον χρόνο να ξαναγυρίσουν. Άλλα τώρα λαχταρούν καλύτερη πατρίδα, δηλαδή επουράνια. Γι' αυτό και ο θεός δεν ντρέπεται να ονομάζεται δικός τους θεός. Και τους έχει ετοιμάσει πόλη» (Έβρ. 11,13-16). Οι Πατριάρχες λοιπόν της Π. Διαθήκης το γνώριζαν πολύ καλά πώς υπάρχει στον ουρανό μία θεοκατασκεύαστη πόλη, πού τους περιμένει. Ή ομορφιά της Ουρανίας αυτής πατρίδας έσβηνε κάθε πόθο προς την επίγεια. Και ο Δαβίδ επίσης είδε την άνω Ιερουσαλήμ. Και μάλιστα αντίκρισε κι ένα ποτάμι να κυλάει ανάμεσα της. Άκουσε και τον ευχάριστο ήχο των ζωηρών υδάτων του: «Του πόταμου τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του θεού» (ψαλμ, 45ος) Ας μη νομίσει κανείς ότι πρόκειται για την κάτω Ιερουσαλήμ, γιατί απ’ αυτήν δεν περνάει κανένας ποταμός με ορμητικά ύδατα. Σχετικά παρατηρεί ο αδελφός του Μ. Βασιλείου άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Τα ορμητικά νερά του θεϊκού ποταμού, δηλαδή τα διάφορα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος ευφραίνουν την επουράνια πόλη του θεού...». Αλλά και ο Δαβίδ και η πόλις του έχουν να μας μιλήσουν για την άνω Ιερουσαλήμ. Μετέβαλε μία άσημη πόλη την Ιεβούς σε Ιερουσαλήμ, σε πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του Ισραηλιτικού λάου. Την έκανε πρωτεύουσα πού ένωσε το δωδεκάφυλο. Εβασίλευσε σ' αυτήν με δικαιοσύνη, «ποιών κρίμα και δικαιοσύνην επί πάντα τον λαόν αυτού» (Β' Βασ. 8,15). Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη και ισχυρές πύλες. Και η τοποθεσία, άκρως κατάλληλη. Μέρος υψηλό και απόρθητο. Ό δρόμος προς αυτήν, ανηφορικός. Πορεία ανοδική. Όλα αυτά με μυστικό τρόπο μιλούν για την άνω Ιερουσαλήμ. Μυστικές προεικονίσεις. Το ύψος της κάτω Ιερουσαλήμ εικονίζει το ουράνιο ύψος της άνω πόλεως. Η ανάβασις προς αυτήν, την ιερή άνοδο προς τις αρετές, τον Θεό, την Ουρανία πατρίδα. Τα Ισχυρά τείχη της μίας, τα αντίστοιχα απόρθητα τείχη της άλλης. Η δίκαιη βασιλεία του Δαβίδ, τον βασιλέα της άνω Ιερουσαλήμ πού «αγάπησε την δικαιοσύνη και εμίσησε την ανομία». Τι ωραίο πού ήταν στο χρόνια του Δαβίδ να βλέπεις να συρρέουν στην Ιερουσαλήμ όλες οι φυλές του Ισραήλ, και μάλιστα στις ωραίες θρησκευτικές τελετές. Αυτό αινιγματικά προτυπώνει την μελλοντική συγκέντρωση όλων των κατά πνεύμα Ισραηλιτών από όλα τα έθνη στην ουράνια πόλη. Υπέροχα λόγια για την άνω Ιερουσαλήμ σημειώνει ο προφητάναξ στον 86ο ψαλμό. Την αντιδιαστέλλει από την κάτω Ιερουσαλήμ, την αποκλειστική κατοικία των Εβραίων. Σ' αυτήν θα συγκεντρωθούν σεσωσμένοι από όλα τα έθνη. Χαναναίοι πού αντιπροσωπεύονται από την Ραάβ. Ανατολικοί λαοί πού εκπροσωπούνται από τους Βαβυλωνίους. Λαοί των περιοχών της Μεσογείου πού υποδηλώνονται από την φοινικική Τύρο. Φυλές της Αφρικής πού επισημαίνονται με τους Αιθίοπες. Για όλους αυτούς η πόλις του Θεού θα είναι μητέρα. Ο καθένας, θα αναφωνεί: «Μητέρα μου, Σιών»! («Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος» - στ. 51.) Γίνεται λόγος σ' αυτόν τον Ψαλμό για την υψηλή θέση της πόλεως και για τα Ισχυρά θεμέλια της πού κατασκευάσθηκαν από τον ίδιο τον Θεό: «Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις... Αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο Ύψιστος» (στ. 1 και 5). Όλοι οι κάτοικοι της θα πλέουν σε πέλαγος ευτυχίας. «Ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοί» (στ. 7). Ορισμένες έννοιες αυτού του Ψαλμού αναφέρονται στην Εκκλησία. Μεταξύ όμως της Εκκλησίας και της άνω Ιερουσαλήμ δεν υπάρχουν διαφορές, αφού η δεύτερη αποτελεί την φυσική κατάληξη της πρώτης. Πόλις του θεού είναι η Εκκλησία και «δεδοξασμένα ελαλήθη περί αυτής». Όμοια και η άνω Ιερουσαλήμ είναι Εκκλησία, «Εκκλησία πρωτοτόκων» όπως το λέει ο Απόστολος Παύλος. Αλλά και ο Τωβίτ μας ομιλεί για την ένδοξη πόλη. Βρέθηκε αιχμάλωτος των Ασσυρίων στην Νινευή, μετά την καταστροφή του βορείου βασιλείου των Εβραίων. Πόσο εντυπωσιακά είναι τα λόγια του στην δοξολογητική του προσευχή! Πόσο περίλαμπρη οραματίζεται την πόλη του Θεού! «Ας δοξάζη η ψυχή μου των Θεό τον μεγάλο βασιλέα, διότι θα οικοδομηθή Η Ιερουσαλήμ με ζαφείρι και σμαράγδι· τα τείχη σου με πολύτιμα πετράδια· και οι πύργοι και οι προμαχώνες με καθαρό χρυσάφι. Και οι πλατείες της Ιερουσαλήμ θα κατασκευασθούν με πολύτιμα πετράδια, βήρυλλο, άνθρακα και λίθο από το Σουφείρ». (Τωβίτ, 13,15-18) Αυτά δείχνουν την μελλοντική δόξα, όχι της επίγειας αλλά της άνω Ιερουσαλήμ και μας φέρνουν στο νου τα οράματα του θεολόγου, στην Πάτμο. Ακόμη στα μάτια του Τωβίτ η Ιερουσαλήμ προβάλλει σαν ένας απέραντος ναός πού αντηχεί από δοξαστικές υμνωδίες: «Και θ' αναφωνούν όλοι οι δρόμοι της, αλληλούια, και θ' ακούγωνται τα δοξολογικά λόγια: Ευλογητός ο Θεός πού ύψωσε όλους τους αιώνες». (13,18) Πιο ενθουσιαστικά μας ομιλεί για την Θεοκατασκεύαστη πόλη ο προφήτης Ησαΐας: «Να φωτίζεσαι, να φωτίζεσαι, ω Ιερουσαλήμ, διότι ήρθε το φως σου. και ή δόξα του Κυρίου ανέτειλε σε σένα». (60,1) Ποιος δεν θα ζήλευε τα μάτια του μεγάλου προφήτη πού αντίκρισαν το υπέρλαμπρο φως της αχειροποίητης πόλεως! Την αντίκρισαν μέσα σε αστραφτερή θεϊκή δόξα, μέσα σε Ιερή φωτοπλημμύρα. Τέτοια υπερβολή φωτός αχρηστεύει κάθε ανάγκη υλικού φωτισμού: «Και δεν θα έχεις τον ήλιο για να σε φωτίζει την ήμερο ούτε το φεγγάρι για να σε φωτίζει τη νύκτα, αλλά θα είναι για σένα ο Κύριος φως αιώνιον». (60,19) Γεμάτη φως, αλλά και γεμάτη πλούτη. Χάνεται το μυαλό του ανθρώπου από τον πλούτο και την πολυτέλεια της ουράνιας πόλεως. Τα πλούτη της Νινευή ή της Βαβυλώνας δεν δέχονται την παραμικρή σύγκριση. Αυτή είναι η πλουσιότερη πόλη του σύμπαντος. Σ' αυτήν θα συρρέουν όλα τα πλούτη της οικουμένης, οι στίχοι του προφήτου είναι πολύ εκφραστικοί: «θα θηλάζεις από τα έθνη γάλα, και θα τρως τον πλούτο των βασιλέων» (60,16). «Ο πλούτος της θάλασσας θα έρθει σε σένα, και ο πλούτος των εθνών και των λαών... θα κουβαλήσουν χρυσάφι και λιβάνι και πολύτιμους λίθους» (60,5-6). Αντί για χαλκό θα σου φέρω χρυσάφι, και αντί για σίδερο ασήμι» (60,17). «θα κάνω τα θεμέλια σου με ζαφείρι. θα κάνω τις επάλξεις σου με ίασπι (διαμάντι πού κρυσταλλίζει, συνήθως κόκκινο), τις πύλες σου με κρυστάλλινες πέτρες και το τείχος σου με εκλεκτά πετράδια (54, 1 1-12). Οι εχθροί της θα έχουν νικηθεί και θα υπάρχει τέτοια ασφάλεια πού οι πύλες της θα παραμένουν συνεχώς ανοιχτές: «Και θα ανοιχθούν οι πύλες σου για πάντα. Ημέρα και νύχτα δεν θα κλείνουν» (60,11). Απερίγραπτη χαρά θα βασιλεύει εκεί, «Θα έρθουν στην Σιών με ευφροσύνη και με αιωνία αγαλλίαση. Πάνω στο κεφάλι τους θα υπάρχει μεγάλη χαρά και δοξολογία, θα τους καταλάβει ευφροσύνη. Έφυγαν η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (51,11). «θα σε καταστήσω γεμάτη αιωνία αγαλλίαση και γεμάτη ευφροσύνη σ' όλες τις γενεές (60,15). «θα είσαι στεφάνι ομορφιάς στο χέρι του Κυρίου και βασιλικό στέμμα στο χέρι του θεού σου» (62,3). «Όπως ακριβώς ευφραίνεται ο νυμφίος με τη νύφη, έτσι θα ευφρανθεί ο Κύριος με σένα» (62,5). Θα είναι η πόλις του Θεού παγκοσμία μητέρα. Απ' όλα τα μέρη της οικουμένης θα ξεκινήσουν γι' αυτήν τα παιδιά της. Θα πετάνε προς αυτή όπως τα περιστέρια και θα τρέχουν όπως τα σύννεφα. «Σήκωσε γύρω τα μάτια σου και δες συγκεντρωμένα τα παιδιά σου. Να, έφθασαν όλοι οι γιοι σου από μακριά» (60,4). Ας έρθουμε στην Καινή Διαθήκη. Ο Κύριος έμμεσα ομιλεί για την άνω Ιερουσαλήμ όταν λέει το βράδυ του Μυστικού Δείπνου: «Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής. Αν δεν υπήρχαν θα σας το έλεγα. Πηγαίνω να συς ετοιμάσω τόπο. Και αφού θα πάω και θα σας ετοιμάσω τόπο, θα έρθω πάλι για να σας παραλάβω κοντά μου, ώστε να βρισκόσαστε και σεις οπού βρίσκομαι εγώ. (Ίωάν.14,2-3). Μ' αυτά τα λόγια η άνω Ιερουσαλήμ χαρακτηρίζεται σαν «οικία του Πατρός». Εκεί θα κατοικεί ο μόνος φυσικός Υιός αλλά και οι μυριάδες κατά χάριν υιοί. Όλα τα παιδιά του θεού στο σπίτι του Πατέρα. Το πατρικό σπίτι βρίσκεται στην πατρίδα. Και ή πατρίδα είναι για τον καθένα μια άλλη μητέρα. Αυτήν την αλήθεια την τονίζει ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Γαλατάς, όταν συγκρίνει τις δύο διαθήκες και τις δύο Ιερουσαλήμ: «Η δε άνω Ιερουσαλήμ ελευθέρα εστίν, ήτις εστί μήτηρ πάντων ημών». (Γαλάτ. 4.26) Μητέρα όλων των Χριστιανών, όλων των ευσεβών. Μητέρα πού προεικονίζεται όχι από την Άγαρ, αλλά από την Σάρρα, όχι δηλαδή από την δούλη αλλά από την ελεύθερη. Η δούλη Άγαρ εικονίζει την επίγεια Ιερουσαλήμ. Κι αυτό σημαίνει ότι εκεί στην ουρανιά πατρίδα θα απελευθερωθούμε από κάθε κακό, κάθε πειρασμό, κάθε εχθρό κάθε στεναγμό. Όλα τα δεσμά, της αμαρτίας, της φθοράς, του θανάτου θα σπάσουν. Ελεύθεροι στην αγκαλιά της μητέρας μας. Σαν τον Ισαάκ στην αγκαλιά της Σάρρας κάτω από την σκέπη του μεγάλου Αβραάμ. Σάρρα η άνω Ιερουσαλήμ και Αβραάμ ο οικοδεσπότης και πατέρας Θεός. Έτσι παρουσιάζει τα πράγματα ο ουρανοβάμων Παύλος στην προς Γαλατάς επιστολή. Στην προς Εβραίους κάνει εκτενέστερο λόγο, καθώς αναφέρεται στους Πατριάρχες της Π. Διαθήκης πού είχαν στραμμένο το βλέμμα τους προς την επουράνια πόλη και πατρίδα. Πολύ ενθουσιαστικά ομιλεί γι' αυτήν όταν παραλληλίζει τα δύο όρη (11,18-22). Το ένα, το Σινά, και το άλλο, την ουράνια Σιών: «Προσήλθατε στην Σιών, στο όρος και στην πόλη του ζωντανού θεού στην επουράνια Ιερουσαλήμ και στους αναρίθμητους αγγέλους, στο πανηγύρι και στην εκκλησία των πρωτοτόκων πού είναι γραμμένοι στους ουρανούς, και στον θεό τον κριτή όλων, και στα αγιασμένα πνεύματα των δικαίων». (12, 22-23) Στην ίδια επιστολή ξεπροβάλλει και άλλη αλήθεια. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να συνδέεται με κάποια επίγεια πάλι και πατρίδα. Ο Εβραίος σκέπτεται την Ιερουσαλήμ στην Παλαιστίνη. Ο Χριστιανός όμως στρέφεται προς την πόλη πού θα εμφανιστεί σε χρόνο μελλοντικό. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». «Δεν έχουμε εδώ πόλη πού μένει, αλλά λαχταρούμε την μελλοντική πόλη» (13,14) Και τώρα ταξιδεύουμε στην Πάτμο, για να πληροφορηθούμε από ένα γέροντα Απόστολο με μεγαλύτερη ακρίβεια για την πόλη των επιθυμιών μας. Δύο φορές την αντίκρισε ο άγιος Ιωάννης. Την πρώτη —πράγμα παράδοξο — σαν πόλη και συγχρόνως σαν νύμφη. Πόλις - νύμφη! Τέτοια παράδοξα μόνο στην Αγία Γραφή υπάρχουν. «Είδα την πόλι την αγία, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνη από τον ουρανό από τον θεό ετοιμασμένη σαν νύμφη, στολισμένη για τον άνδρα της» (21,2). Θαυμαστό το όραμα. Μεγαλειώδες και το άκουσμα: «Και άκουσα δυνατή φωνή από τον ουρανό να λέει: Ιδού η σκηνή του θεού κα) των ανθρώπων. Θα σκηνώση μαζί τους. Αυτοί θα είναι ο λαός του. Και αυτός ο θεός θα είναι μαζί τους» (21,3), Νύμφη η αγία Ιερουσαλήμ. Νυμφίος ο Χριστός. Και η νύμφη «κεκοσμημένη». Με τι στολίδια; Με καθαρότητα, με πραότητα, με εγκράτεια, με ταπείνωση, με αγάπη, με κάθε αρετή, με αγώνες, με νίκες, με αίματα, με θυσίες. Ή ώρα του Ιερού γάμου πλησιάζει. Μας έρχονται στον νου τα λόγια κάποιας παραβολής: «Παρομοιάσθηκε Η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπο βασιλέα πού έκανε γάμους στον γιο του» (Ματθ. 22,2». Ο Θεός και οι άνθρωποι στην ίδια σκηνή! Ο Θεός ομόσκηνος μ' εμάς! Πλήρης Θεοκοινωνία. Θεία και θεοποιός μέθεξις. Στο δεύτερο όραμα της Νέας Ιερουσαλήμ διευκρινίζονται καλύτερα τα πράγματα. Παρέχονται λεπτομέρειες, και πολλά σημεία θυμίζουν τον προφήτη Ησαΐα. Ένας άγγελος παίρνει τον Ηγαπημένο μαθητή και τον ανεβάζει ψηλά για να του δείξη την γυναίκα του Αρνίου — «δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του Αρνίου» (21,9). Ανέβασμα σε μεγάλο καί ψηλό βουνό. Και να! Από τα βάθη του ουρανού ξεπροβάλλει η αγία πόλις και κατεβαίνει. Και όλο και καθαρότερα φαίνεται. Ολόκληρη αστράφτει από θεϊκή δόξα. Ή λάμψις της μοιάζει με διαμαντιού πού κρυσταλλίζει. Περιβάλλεται με ψηλό και με μεγάλο τείχος. Οι πύλες της, δώδεκα, τρεις σε κάθε πλευρά. Σε κάθε μία, και το όνομα μιας φυλής του Ισραήλ. Άλλα δώδεκα ονόματα βλέπουμε στα δώδεκα θεμέλια του τείχους. Των δώδεκα Αποστόλων. Ό άγγελος πού συνόδευε τον Ιωάννη κρατούσε ένα χρυσό καλάμι για μέτρο, για να μέτρηση την πόλη και τις πύλες της και το τείχος της. Ή πόλις είναι τετράγωνη, με ίσα το μήκος, το πλάτος. Και το υψηλότερο της σημείο, εκεί πού είναι ο θεϊκός θρόνος έχει πάλι την ίδια διάσταση. Το μέτρο έδειξε ότι κάθε πλευρά της ανερχόταν στα 12.000 στάδια. (Το στάδιο αντιστοιχεί με 185 μέτρα. Έτσι έχουμε 2.220 χιλιόμετρα). Πόλις υπερμεγέθης. Πλούσια σε άνεση χώρου. Να σημειώσουμε ότι της Βαβυλώνας της μεγαλύτερης πόλεως του αρχαίου κόσμου κάθε πλευρά είχε μήκος 120 στάδια. Μετρήθηκε και το ύψος του τείχους και βρέθηκε 144 πήχεις. Σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με το ύψος της πόλεως, αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερο, και γιατί η πόλις δεν θέλει προστασία και για να μη κρύβεται ή θέα της. Και το υλικό του τείχους, ίασπις. Καθώς κατερχόταν η αγία πόλις, ο θεολόγος την διέκρινε πιο καθαρά. Τώρα ξεχώριζε και το υλικό των οικοδομών της. Όχι πλίνθοι, Όχι πέτρες, αλλά χρυσάφι. Τα πάντα Ολόχρυσα. Και το χρυσάφι, εκλεκτής ποιότητος, ανάλαφρο, στιλπνό, διαυγές σαν γυαλί: «Και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ». (21,18) Ώ, τι ανείπωτο μεγαλείο! Μία απέραντη πόλις να πλέει μέσα στο χρυσάφι. Τι θα ένοιωσε ο άγιος Ευαγγελιστής σαν την αντίκρισε. Τώρα διακρίνεται καλύτερα το τείχος της. Και πρώτα απ’ όλα οι πελώριοι θεμέλιοι λίθοι. Ό καθένας έχει μήκος 3.000 στάδια, δηλαδή 555 χιλιόμετρα. Κι' ο καθένας ξεχωριστή λάμψη και ομορφιά. Δώδεκα γιγαντιαία πολύτιμα πετράδια: ίασπις, ζαφείρι, χαλκηδών, σμαράγδι, σαρδόνυχας, σάρδιο, χρυσόλιθος, βήρυλλος, τοπάζιο, χρυσόπρασος, υάκινθος και αμέθυστος. Πω, πω! Τι Ομορφιές, τι χρώματα! Από το ζαφείρι και τον υάκινθο γαλάζιες λάμψεις, από τον βήρυλλο πρασινογάλαζες. από τον χρυσόπρασο χρυσοπράσινες, από τον χαλκηδόνα (=αχάτη) καφετιές και άσπρες και άλλες, από τον ίασπι διαμαντένιες, από τον σαρδόνυχα καστανοκόκκινες, από τον χρυσόλιθο χρυσοκίτρινες, από τον αμέθυστο μενεξεδένιες. Χάρμα Οφθαλμών! Και από το τοπάζιο πάλι, τι λάμψεις! Αυτό το πολύτιμο πετράδι διαθέτει την χάρη του κρυστάλλου, την διαύγεια του νερού και χρώματα άλλοτε κίτρινο, άλλοτε γαλάζιο, υπέρυθρο, κόκκινο. Αλλά και το σάρδιο; Πολύτιμο πετράδι πού έβγαινε στις Σάρδεις, με κοκκινωπό χρωματισμό σαν της φωτιάς και του αίματος — «πυρωπόν και αιματοειδή». Λες και ξεχύθηκαν πανέμορφα ουράνια τόξα. «Οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι» (21,19) Ανεκλάλητα κάλλη. Διαχύσεις και αντανακλάσεις λάμψεων και χρωμάτων. Μαγευτική χρωματοφωτοπλημμύρα. Ξεχείλισμα Ουρανίας ομορφιάς και δόξας. Τα δώδεκα πανέμορφα θεμέλια εικονίζουν τους Αποστόλους. «Επάνω σ' αυτά είναι τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου» (21,14). Αν ήθελε κανείς να περιγραφή την πνευματική χάρη των Αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής, καθώς κι εκείνη πού απέκτησαν αργότερα με την δράση τους και τα παθήματα τους, δεν θα εύρισκε καλύτερη εικόνα απ’ αυτή, θεϊκές λάμψεις από ουράνια πολύτιμα πετράδια είναι οι αρετές, η σοφία, η δύναμις, η αξία, τα χαρίσματα, η δόξα των Αποστόλων. «Έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον μεν αποστόλους» (Α' Κορ. 12.28). Και κάτι για τους ετεροδόξους: Τα δώδεκα θεμέλια όλα ίσα. Δεν ξεχωρίζει κανένα πάνω από τα άλλα. Ισότης μεταξύ των Αποστόλων πού σημαίνει Ισότητα και μεταξύ των διαδόχων των Αποστόλων. Ίση χάρις και εξουσία και δόξα. Διαφορετική πίστις «εκ του πονηρού εστίν». Κύριε, «ρύσαι ημάς από του πονηρού». Και να, τώρα ξεχωρίζουν και οι πύλες της θεοκατασκεύαστης πόλεως. Γεμάτες κάλλος, στιλπνότητα και διαύγεια. Μαργαριταρένιες. «Και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται» (21,21). Κάθε πύλη κι ένα θεόρατο μαργαριτάρι. Σύμβολο πνευματικής καλλονής. Μακάριοι όσοι αξιωθούν να περάσουν τις λαμπρές μαργαριταρένιες πύλες. Τώρα φαίνεται και το κέντρο της πόλεως. Μια πλατειά με παραμυθένια ομορφιά, ολόχρυση, με χρυσάφι καθαρό κα) διαυγές σαν το γυαλί. «Και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής»(21,21). Αλλά περίεργο πράγμα! Εκεί στο κέντρο θα έπρεπε να ανυψώνεται περίλαμπρος Ναός. Πουθενά όμως Ναός. Ούτε σε άλλα σημεία της πόλεως. Παράδοξο! Αντί η πόλις να διαθέτη Ναό, δηλαδή κατοικία του θεού, συμβαίνει το αντίθετο, ο Θεός και ο Χριστός αποτελούν το κατοικητήριο της πόλεως. Όλη η πόλις είναι βουτηγμένη μέσα στον Θεό. Όλη η πόλις, ένας υπερμεγέθης Ναός. «Ό γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί, και το Αρνίον» (21,22). Η πόλις, όπως το σημείωσε και ο προφήτης Ησαΐας, δεν χρειάζεται ήλιο και φεγγάρι για να φωτίζουν. Φωτίζεται από την δόξα του Θεού, και για λάμπα της έχει τον Χριστό — «ο λύχνος αυτής το Αρνίον» (21,23). Το φως πού πάνω στο Θαβώρ ξεχύθηκε από το σώμα του Χριστού και ξεπέρασε σε λάμψη το φως του ήλιου, αυτό το θαβώριο φως σε μεγαλύτερη ένταση καταυγάζει τα μήκη, τα πλάτη και τα ύψη της Ουρανίας πόλεως. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονόμασε το θαβώριο φως «καλλονήν του μέλλοντος αιώνος». Και αυτήν την υπερκαλλή ωραιότητα αντίκρισαν τα μάτια του Ιωάννου σκορπισμένη στην πόλη του θεού. Το υψηλότερο σημείο της πόλεως φθάνει τα δώδεκα χιλιάδες στάδια. Εκεί είναι στημένος ο θρόνος του Κυρίου. Από εκεί ξεπηγάζουν οι χάριτες οι δωρεές και οι ευλογίες του Αγίου Πνεύματος. Σ' αυτήν την πόλη τελείται μια διαρκής Πεντηκοστή. Το πράγμα παρουσιάζεται συμβολικά, με την εικόνα του ποταμού. Για τον ίδιο ποταμό μίλησε, όπως αναφέραμε, και ο Δαβίδ. Τα νερά του πόταμου σκορπίζουν την ζωή, είναι γεμάτα φως, λάμπουν, διασχίζουν χαρούμενα την πόλη και την πλατεία. Ή μέση της πλατείας συμπίπτει με την μέση του πόταμου. Εκεί ακριβώς στο κέντρο του ξεπροβάλλει το μυριοπόθητο, το αξιομακάριστο και πολυύμνητο δένδρο της ζωής. Τα νερά του Ιερού ποταμού το χτυπούν, το χαϊδεύουν και το δροσίζουν απ’ όλες τις πλευρές. Η γονιμότητα του πρωτοφανής και ακατάπαυστος. Όχι μία αλλά δώδεκα φορές το έτος καρποφορεί. Κάθε μήνα. νέα φρουτοπαραγωγή. Και τα φύλλα του θεραπεύουν κάθε αρρώστια. Μακάριος όποιος γευθεί τους γλυκύτατους, τους μυρωδάτους, τους ζωοποιούς και θεοποιούς καρπούς του. Μακάριος κι όποιος τους προγεύθηκε εδώ κάτω στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Υπάρχουν και κάποιες σπάνιες περιπτώσεις πού στο στόμα των πιστών η θεία Κοινωνία πήρε την γλυκύτητα και την ευωδιά ουρανίου καρπού. «Μακάριοι όσοι εφαρμόζουν τις εντολές του θεού. Αυτοί θα έχουν δικαίωμα να γεύωνται το δένδρο της ζωής. Αυτοί θα έχουν δικαίωμα να περάσουν από τις πύλες μέσα στην πόλη» (22,14). Χωρίς τήρηση των θείων εντολών, ας μη περιμένουμε μελλοντική μακαριότητα. Φορτωμένοι με κακίες δεν θα μπορέσουμε να μπούμε στην ουρανιά πόλι. «Δεν πρόκειται να μπει σ' αυτήν τίποτε το μολυσμένο και όποιος πράττει βδελυκτά πράγματα και ακολουθεί το ψεύδος» (21,27). «Έξω τα σκυλιά και οι μάγοι και οι ανήθικοι και οι φονιάδες και οι ειδωλολάτρες» (22,15). Η άνω Ιερουσαλήμ είναι γεμάτη φως και ζωή. Όποιος ζει αμαρτωλά, βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι και τον θάνατο. Πώς να συνταιριάξουν αυτά; Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, στην 30η πνευματική του ομιλία σημειώνει σχετικά: «Όπως ο νεκρός σε μία πόλη είναι εντελώς άχρηστος και τον βγάζουν έξω και τον θάβουν, έτσι και η ψυχή πού δεν έχει επάνω της την επουράνια εικόνα του θεϊκού φωτός, πού είναι η ζωή της, είναι αποτυχημένη και απόβλητη. Δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να χρησιμεύσει στην πόλη εκείνη των άγιων, αφού δεν φορεί την φωτεινή και θεϊκή χάρη του Πνεύματος. Είναι γι' αυτούς νεκρή και άχρηστη». Εκεί όλα είναι φωτεινά και ένδοξα. Καμιά φορά ταξιδεύοντας έτυχε ν' αντικρίσω σε ώρες δειλινού προς την δύση κάποια φαντασμαγορικά ηλιοβασιλέματα με διάχυτες φωτεινόχρωμες ομορφιές. Κι αυτά τα ουράνια κάλλη μου θύμισαν τις ένδοξες φωτοχυσίες της άνω Ιερουσαλήμ. «Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο». Εκεί, αν με ελεήσει ο Θεός, αναλογίζομαι πώς θα συναντήσω τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα ντυμένα με ηλιοειδή ενδύματα. Τους μεγάλους πατριάρχες της Π. Διαθήκης με την αλύγιστη πίστη. Τούς θαυμαστούς προφήτες, κι ανάμεσα τους τον ευλογημένο εκ κοιλίας μητρός Σαμουήλ και τον χαριτωμένο Ελισαίο πού κάποτε είχα αποστηθίσει τα θαύματα του. Τον σοφώτατο Δανιήλ πού αναξίως φέρω το όνομά του. Τον Ηγαπημένο Ιωάννη με τις θεολογίες του και τα συγκλονιστικά του Οράματα. Τον πεφιλημένο Απόστολο Παύλο πού έχει γίνει ένα κομμάτι της ζωής μου. Τον τρισευλογημένο άγιο Ιγνάτιο πού τόσο με γοήτευσαν τα λόγια των θεσπέσιων επιστολών του. Εκεί και τον Γρηγόριο τον θεολόγο, την συμπάθεια μου, πού κάποτε στον επιτάφιο της αδελφής του είχε πει: «Γοργονία, πατρίς μεν η ανω Ιερουσαλήμ, η μη βλεπομένη νοούμενη δε πόλις, εν ή πολιτευόμεθα και προς ην επεινόμεθα» Εκεί και την οσιομάρτυρα Παρασκευή, πού βασανίσθηκε και απετμήθη την κεφαλήν για τον Κύριο, ιδιαιτέρως προστάτιδα μου. Εκεί και την νεαρή μεγαλομάρτυρα Αγία Μαρίνα, πού αξιωθήκαμε να της φτιάξουμε ένα όμορφο εξωκλήσι. Εκεί και τον σεβάσμιο Ρώσο ερημίτη π. Τύχωνα, πού τον γνώρισα σε ηλικία εικοσιέξι ετών σε ερημικό κελί του Αγίου Όρους — εκείνος ήταν ογδόντα, ο πρώτος θεοφόρος πού συνάντησα στην ζωή μου. Δίπλα του στεκόταν ένα μικρό αγρίμι, μία νυφίτσα, πού του συμπεριφερόταν σαν ήμερη γάτα. Σε ερώτηση γιατί όλοι οι χριστιανοί δεν έχουν την ίδια χάρη από το Άγιο Πνεύμα, ενώ αυτό είναι το ίδιο, έδωσε σοφή απάντηση: «Στην Εκκλησία πού πάς ν' ανάψεις κερί, αν δώσεις δέκα δραχμές παίρνεις μικρό, αν δώσεις είκοσι, μεγαλύτερο. Κι αν δώσεις εκατό, παίρνεις λαμπάδα. Έτσι γίνεται και με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, όσο πιο πολλά δίνεις, τόσο πιο πολλά παίρνεις». Εκεί ο κάθε πιστός θ' αντικρίσει τους προσφιλείς αγίους και προστάτες, τους πνευματικούς του πατέρες και καθοδηγητές, σαν λαμπερά αστέρια να περιχορεύουν γύρω από τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Ας οπλιστούμε λοιπόν με θάρρος κι ας αγωνισθούμε να κατακτήσουμε τις άγιες αρετές του Χρίστου, την εγκράτεια, την υπομονή, την ταπείνωση, την αγάπη και μέσα σ' αυτές θα βρούμε τον δρόμο προς τις μαργαριταρένιες πύλες της άνω Ιερουσαλήμ, όπου ο υπέρφωτος θρόνος του θεού και το ύδωρ της αθανάτου ζωής και οι καρποί του Ιερού δένδρου και το ανέσπερο φως της θεϊκής δόξης — «φως Ιλαρόν αγίας δόξης». Ω Ουρανία Πατρίδα, μη μας απόρριψης από τις μητρικές σου αγκάλες. Αξίωσε μας να βαδίσουμε υπομονετικά και αθλητικά την στενή οδό για να καταλήξουμε στην αιθέρια απλοχωριά και απεραντοσύνη σου. Αμήν Και όποιος ακούει ας πει «γένοιτο»! ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ +Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~