ΠΙΣΤΕΨΕ ΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΚΑΛΑ !
Ο Δημήτρης Αντ. Βακαλόπουλος (Πολύκαστρο, 23430–22310) τό Φεβρουάριο τού 1995 σέ ποδοσφαιρικό παιχνίδι δέχθηκε κλωτσιά αντίπαλου καί έπαθε κάταγμα κνήμης καί περόνης στό δεξί πόδι. Στό Νοσοκομείο “'Αγιος Δημήτριος” τού έγινε ενδομυϊκή ήλωση. Βγήκε μέ ανάρρωση στό σπίτι. Σέ τρείς εβδομάδες άρχισε νά πρήζεται τό υγιές αριστερό του πόδι καί παρουσίαζε πυρετό 39–40 μέ σπασμούς. Τοπικός γιατρός χορήγησε φαρμακευτική αγωγή γιά πνευμονία, έπειτα όμως υπέδειξε τήν εισαγωγή σέ Νοσοκομείο. Στό Κιλκίς ο γιατρός υπέθεσε πώς είχε θλάση καί τούς έστειλε πίσω. 'Ομως είχε πόνους στό στήθος, δυσκολία αναπνοής, τό ένα πόδι ενηλωμένο, τό άλλο πρησμένο, καί υψηλό πυρετό. Ο γιατρός Παντ. Μαϊδάνογλου διέγνωσε κατά 99,5 % θρομβοφλεβίτιδα καί συνέστησε κατεπειγόντως Νοσοκομείο! Επί 10–15 μέρες στό Κιλκίς δέν έδιναν βάση στή διάγνωση Μαϊδάνογλου, ο άρρωστος είχε μείνει στά μισά του κιλά (42 κιλά)! Είχε χάσει τήν επαφή μέ τόν κόσμο! 'Εβλεπε Αγίους νά τόν φωνάζουν, δάση, λιβάδια, λουλούδια, Αγγέλους στά λευκά μέ φτερά, σέ κύμα γαλήνης, ρυάκια, ποταμάκια. 'Επαθε κρίση, δέν ανέπνεε, μελάνιασε!
Ο αδελφός του Παγώνης Βακαλόπουλος (γνωστός ποδοσφαιριστής στήν “Εθνική” Ελλάδος καί τόν “Ηρακλή” ) έφερε
τόν αγγειολόγο κ. Φιλίππου 3 τά χαράματα. Ο νέος γιατρός διέγνωσε θρόμβωση καί πνευμονική εμβολή! Μέ υπογραφή τού πατέρα του τόν μετέφεραν αμέσως στό Παπανικολάου. Τό σπινθηρογράφημα καί τό αγγειογράφημα έδειξαν 100% βουλωμένη αρτηρία στούς πνεύμονες! Ο καθηγητής κ. Σπύρου είπε στόν πατέρα: “Είναι ετοιμοθάνατος. Βάλτε υπογραφή. Εγώ θά τού κάνω τομή από πάνω μέχρι κάτω. Εκεί πού θά εντοπίσουμε τό θρόμβο ή τούς θρόμβους, θά τούς εκροφούμε· αλλά στά πρώτα 5΄ θά μείνει στό χειρουργείο. Πάτε νά τόν δείτε από ένα λεπτό στήν Εντατική, αλλά νά μήν κλάψει κανείς, καί μάς μείνει τό παιδί από τώρα”!
Η μητέρα μέσα στό κλάμα της συνομιλώντας μέ συνοδούς άλλων ασθενών έμαθε γιά τή Μυτιλήνη καί τηλεφώνησε γιά Παράκληση· μιλούσε πολλή ώρα μέ τό καρτοτηλέφωνο, καί η κάρτα της δέν έγραψε ούτε μιά μονάδα (ένδειξη ότι κάτι εξαιρετικό άρχισε νά συμβαίνει, όπως κατανόησαν αργότερα). Εισερχόμενη στή ΜΕΘ τού έδωσε τό βιβλιαράκι τού Αγίου, τού είπε ότι είναι σοβαρά καί νά προσευχηθεί καί ο ίδιος στόν 'Αγιο νά τόν γιατρέψει. Μόλις έμεινε μόνος, προσευχήθηκε: “άγιε Ραφαήλ, άν υπάρχεις πραγματικά, έλα καί σέ μένα νά μέ κάνεις καλά”. Καί η μητέρα του παρακαλούσε συνεχώς μέ πίστη καί δάκρυα: “άγιε Ραφαήλ, εγώ είμαι αμαρτωλή. Σέ παρακαλώ, άς σέ δεί τό παιδί μου”!
'Υστερα από κάποια ώρα (5 λεπτά; 5 ώρες; δέ θυμάται) ο Δημήτρης ένιωσε νά τόν χτυπά στά μάτια ένα πολύ εκτυφλωτικό φώς σάν από 1000 προβολείς. Παρακαλούσε επίμονα τή νοσοκόμα νά τό σβήσει, καί εκείνη τόν διαβεβαίωνε ότι όλα ήταν σβηστά. Σιγά σιγά τό εκτυφλωτικό φώς απομακρυνόταν καί στή θέση του φάνησε ένας Ιερέας, όπως στό εξώφυλλο τού βιβλίου τής Παρακλήσεως, όρθιος στόν αέρα! Μέ τά μάτια του ανοικτά τόν ρώτησε: “Πώς εμφανίστηκες εδώ; Ποιός είσαι;”
“Είμαι ο άγιος Ραφαήλ καί ήρθα νά σέ κάνω καλά”. “Πώς μπήκες μέσα; Καί πώς θά μέ κάνεις καλά;” “Πίστεψέ με, καί αύριο θά είσαι καλά”. Εξαφανίστηκε.Συλλογιζόταν, πώς θά τόν γιάτρευε, ποιός είναι… Εμφανίζεται ο Ιερωμένος πάλι, μέ αυστηρή όμως όψη, καί τόν επιτιμά: “Τολμάς νά αμφιβάλλεις ότι μπορώ νά σέ θεραπεύσω;”. 'Εμεινε κατάπληκτος ο άρρωστος μέ τήν ιδέα τού πώς μπορούσε νά γνωρίζει τή σκέψη του ο Κληρικός εκείνος. “Δέν αμφιβάλλω, αλλά πώς θά μέ γιατρέψεις;” “Πίστεψέ με, Δημήτρη, καί αύριο θά είσαι καλά. Πρέπει όμως νά πιστέψεις”.
Σημειωτέον ότι, όση ώρα συνομιλούσε μέ τόν 'Αγιο, η νοσοκόμα προσπαθούσε νά τόν ηρεμήσει: “Δημήτρη, ηρέμησε. Γιατί παραμιλάς; Δέν είναι κανένας εδώ μέσα; Μόνο εγώ κι εσύ”. Τότε ο 'Αγιος τού λέει: “Αυτή δέ μέ βλέπει ούτε μέ ακούει. Μόνον εσύ”. Ωστόσο πάλι σκέψεις αμφιβολίας στό μυαλό τού αρρώστου: “Μάς δουλεύει ο πάτερ αυτός; Μήπως έχω τρελαθεί καί δέ βλέπω καλά; Τί μού συμβαίνει; Είναι δυνατόν;”
Γιά τρίτη φορά εμφανίζεται ο 'Αγιος μαζί μέ ένα κοριτσάκι μέ πλεξούδες, βαδίζοντας όμως τώρα. Πλησιάζοντάς τον τού λέει" “Κακομοίρη μου, δέν μέ πιστεύεις καθόλου. Δυό φορές ήρθα γιά χάρη τής μάνας σου, πού κλαίει απέξω καί μέ παρακαλάει, καί μιά γιά χάρη σου. 'Αλλη φορά δέν θά σού ξαναπαρουσιαστώ. Τρίτη καί τελευταία. Πίστεψέ με καί αύριο θά είσαι καλά”. Καί γυρίζοντας πρός τό κοριτσάκι: “Ρηνούλα, φέρε τήν τσάντα μου” (όπως τών ιατρών). 'Εβγαλε μιά άσπρη ιατρική ποδιά καί, βγάζοντας τά μώβ ράσα του, τή φόρεσε. “Δημητράκη, αύριο θά είσαι καλά, άν μέ πιστέψεις μόνο. Τώρα φεύγω, γιατί μέ χρειάζονται στό Λονδίνο. Πάμε, Ρηνούλα, τό παλικάρι αυτό θά γίνει καλά. Καί τό πόδι του καί τά πνευμόνια του είναι γερά”. Ο ασθενής κάλεσε τή μητέρα του, τής τά διηγήθηκε, κι εκείνη σταυροκοπήθηκε κλαίγοντας από συγκίνηση.
Τό πρωί ήρθαν, γιά νά τού κάνουν τή σοβαρή επέμβαση, αλλά διαπίστωσαν μέ τό σπινθηρογράφημα ότι οι θρόμβοι από πηχτό αίμα είχαν εξαφανιστεί από τά πνευμόνια καί τίς φλέβες του. Τού τοποθέτησαν μόνο φίλτρα στήν κάτω κοίλη φλέβα.
Σέ 4 μέρες πήρε εξιτήριο. Ο κ. Σπύρου είπε στή μητέρα του: “'Η κάποιον άγιο είχατε στήν οικογένειά σας ή κάποιος ήταν τυχερός”. Καί ο κ. Φιλίππου είπε στόν αδελφό του: “Σάν επιστήμονας δέν μπορώ νά τό εξηγήσω. Κάποιον έχετε εκεί πάνω”. Οι γονείς του ήρθαν καί έκαναν Παράκληση στό Μοναστήρι μας. Αργότερα έφεραν καί τόν ίδιο. Αναγνώρισε τόν 'Αγιο Ραφαήλ τών τριών θαυμαστών εμφανίσεων στό μεγάλο προσκυνητάρι, μόνο πού τόν είχε δεί μέ μώβ (ηγουμενικό) μανδύα καί έλαμπε τό στήθος του.
( πηγή)
“Είμαι ο άγιος Ραφαήλ καί ήρθα νά σέ κάνω καλά”. “Πώς μπήκες μέσα; Καί πώς θά μέ κάνεις καλά;” “Πίστεψέ με, καί αύριο θά είσαι καλά”. Εξαφανίστηκε.Συλλογιζόταν, πώς θά τόν γιάτρευε, ποιός είναι… Εμφανίζεται ο Ιερωμένος πάλι, μέ αυστηρή όμως όψη, καί τόν επιτιμά: “Τολμάς νά αμφιβάλλεις ότι μπορώ νά σέ θεραπεύσω;”. 'Εμεινε κατάπληκτος ο άρρωστος μέ τήν ιδέα τού πώς μπορούσε νά γνωρίζει τή σκέψη του ο Κληρικός εκείνος. “Δέν αμφιβάλλω, αλλά πώς θά μέ γιατρέψεις;” “Πίστεψέ με, Δημήτρη, καί αύριο θά είσαι καλά. Πρέπει όμως νά πιστέψεις”.
Σημειωτέον ότι, όση ώρα συνομιλούσε μέ τόν 'Αγιο, η νοσοκόμα προσπαθούσε νά τόν ηρεμήσει: “Δημήτρη, ηρέμησε. Γιατί παραμιλάς; Δέν είναι κανένας εδώ μέσα; Μόνο εγώ κι εσύ”. Τότε ο 'Αγιος τού λέει: “Αυτή δέ μέ βλέπει ούτε μέ ακούει. Μόνον εσύ”. Ωστόσο πάλι σκέψεις αμφιβολίας στό μυαλό τού αρρώστου: “Μάς δουλεύει ο πάτερ αυτός; Μήπως έχω τρελαθεί καί δέ βλέπω καλά; Τί μού συμβαίνει; Είναι δυνατόν;”
Γιά τρίτη φορά εμφανίζεται ο 'Αγιος μαζί μέ ένα κοριτσάκι μέ πλεξούδες, βαδίζοντας όμως τώρα. Πλησιάζοντάς τον τού λέει" “Κακομοίρη μου, δέν μέ πιστεύεις καθόλου. Δυό φορές ήρθα γιά χάρη τής μάνας σου, πού κλαίει απέξω καί μέ παρακαλάει, καί μιά γιά χάρη σου. 'Αλλη φορά δέν θά σού ξαναπαρουσιαστώ. Τρίτη καί τελευταία. Πίστεψέ με καί αύριο θά είσαι καλά”. Καί γυρίζοντας πρός τό κοριτσάκι: “Ρηνούλα, φέρε τήν τσάντα μου” (όπως τών ιατρών). 'Εβγαλε μιά άσπρη ιατρική ποδιά καί, βγάζοντας τά μώβ ράσα του, τή φόρεσε. “Δημητράκη, αύριο θά είσαι καλά, άν μέ πιστέψεις μόνο. Τώρα φεύγω, γιατί μέ χρειάζονται στό Λονδίνο. Πάμε, Ρηνούλα, τό παλικάρι αυτό θά γίνει καλά. Καί τό πόδι του καί τά πνευμόνια του είναι γερά”. Ο ασθενής κάλεσε τή μητέρα του, τής τά διηγήθηκε, κι εκείνη σταυροκοπήθηκε κλαίγοντας από συγκίνηση.
Τό πρωί ήρθαν, γιά νά τού κάνουν τή σοβαρή επέμβαση, αλλά διαπίστωσαν μέ τό σπινθηρογράφημα ότι οι θρόμβοι από πηχτό αίμα είχαν εξαφανιστεί από τά πνευμόνια καί τίς φλέβες του. Τού τοποθέτησαν μόνο φίλτρα στήν κάτω κοίλη φλέβα.
Σέ 4 μέρες πήρε εξιτήριο. Ο κ. Σπύρου είπε στή μητέρα του: “'Η κάποιον άγιο είχατε στήν οικογένειά σας ή κάποιος ήταν τυχερός”. Καί ο κ. Φιλίππου είπε στόν αδελφό του: “Σάν επιστήμονας δέν μπορώ νά τό εξηγήσω. Κάποιον έχετε εκεί πάνω”. Οι γονείς του ήρθαν καί έκαναν Παράκληση στό Μοναστήρι μας. Αργότερα έφεραν καί τόν ίδιο. Αναγνώρισε τόν 'Αγιο Ραφαήλ τών τριών θαυμαστών εμφανίσεων στό μεγάλο προσκυνητάρι, μόνο πού τόν είχε δεί μέ μώβ (ηγουμενικό) μανδύα καί έλαμπε τό στήθος του.( πηγή)


Χριστός Ανέστη εκ νεκρών
Θανάτω θάνατον πατήσας
Και τοις εν τοις μνήμασι
Ζωήν χαρισαμένος.





Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν,
μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί
το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι’ αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός;
Μην απελπίζεσαι»
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Αποφυγή της απογνώσεως
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης:
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου: 

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα.








Δεν μπορούσα να εξηγήσω το φαινόμενο αυτό ,και δειλά –δειλά γύρισα στο αναλόγιο .Αλλά είδα ότι την ίδια εντύπωση μου έδωσε και ο αείμνηστος πατέρας μου ,όταν κι εκείνος με την σειρά του κοινώνησε και επέστρεψε στο αναλόγιο .
Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλο το εκκλησίασμα ,όσοι τουλάχιστον πήραν μέρος σε αυτό το Θείο δείπνο ,ένιωθαν τα ίδια συναισθήματα και κοίταζαν ο ένας τον άλλο σιωπηρά .Δεν ξέραμε που να το αποδώσουμε ,μέχρις ότου ,αφού κοινώνησε ο κόσμος και ήρθε η ώρα να καταλύσει ο ιερέας τον Αμνό και το Αίμα του Χριστού ,βγήκε στην Ωραία Πύλη και μας είπε :
--Απόψε αγαπητοί μου Χριστιανοί έγινε θαύμα θαυμάτων !Ο Άρτος ,ο Αμνός έγινε Σάρκα !Σάρκα !!Πραγματική Σάρκα!!!,ο δε οίνος έγινε Αίμα !...Προσευχηθείτε σας παρακαλώ ,για το μεγάλο αυτό θαύμα !!...
Μετά από αρκετή ώρα και όταν βρισκόταν σχεδόν στην απόλυση ξαναβγήκε και μας είπε ότι μέσα στο άγιο Ποτήριο το σώμα του Χριστού είχε αρχίσει να παίρνει πάλι την εξωτερική εμφάνιση του άρτου ,αλλά το αίμα παρέμενε αίμα και επειδή δεν μπορούσε να το καταλύσει ,έβαλε μέσα στο άγιο Ποτήριο την αγία Μούσα ,δηλαδή τον σπόγγο ,που απορρόφησε αυτό το αίμα ,και το τοποθέτησε μέσα στο άγιο Αρτοφόριο .
Εκεί βρίσκεται ακόμη και σήμερα ,μετά από τόσα χρόνια ,σαν ανάμνηση του θαύματος και σαν ιερό αντικείμενο …
Για το γεγονός έγραψαν οι εφημερίδες τότε (καθημερινές και επαρχιακές )και πολλοί επισκέπτες που ησαν στην Αμοργό και το αντιλήφθηκαν, το διέδωσαν παντού …
Εάν δεν είχα αυτήν την συνταρακτική προσωπική εμπειρία ,αμφιβάλλω εάν θα πίστευα τα όσα οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι θα μου έλεγαν …




Η χαρά του ήταν ανέκφραστη, γιατί σ' όλο εκείνο το χρονικό διάστημα, δεν είδε κανένα άνθρωπο, ούτε ζώο η πτηνό η φάντασμα ακόμα. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν ελπίζοντας ότι θα γινόταν αιτία για να γνωρίσει σπουδαία πράγματα.
Όταν δε εκείνος είδε το Ζωσιμά να έρχεται από μακρυά , άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο δε Ζωσιμάς ξεχνώντας την προχωρημένη ηλικία του και δίχως να λογαριάσει τη κούραση από το περπάτημα, έτρεξε αμέσως για να συναντήσει εκείνον που έφευγε. Αυτός μεν καταδίωκε, εκείνος δε έφευγε.
Επειδή ο Ζωσιμάς έτρεχε πιο γρήγορα, σιγά - σιγά πλησίαζε εκείνον που έφευγε. Όταν δε πλησίασε σε σημείο που μπορούσε να ακουστεί η φωνή του, άρχισε ο Ζωσιμάς να φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί με αποφεύγεις, τον αμαρτωλό Γέροντα, ω δούλε του Θεού; Μείνε μαζί μου, όποιος και νάσαι, για την αγάπη του Θεού, για τον Οποίο ήλθες και κατοίκησες σ' αυτή την έρημο, στάσου κι' ευλόγησέ με».
Ενώ ο Ζωσιμάς έλεγε αυτά με δάκρυα στα μάτια, έφτασαν και οι δυο τρέχοντας σε κάποιο τόπο, όπου σχηματιζόταν ένας χείμαρρος ξηρός. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί, εκείνος που έφευγε κατέβηκε και πάλιν ανέβηκε στο άλλο μέρος, ο δε Ζωσιμάς κουρασμένος και μη μπορώντας άλλο να τρέχει, στάθηκε στο άλλο μέρος του χειμάρρου και έκλαψε τόσο πολύ, ώστε τα κλάματά του ακούονταν καθαρά. Τότε εκείνος που έφευγε, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Αββά Ζωσιμά, συγχώρησέ με για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν μπορώ να γυρίσω και να σε δω στο πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα, γυμνή. Αλλά αν θέλεις να δώσεις ευχή σε αμαρτωλή γυναίκα, ρίξε το ράσο που φοράς για να σκεπάσω το σώμα μου και να στραφώ προς εσένα για να πάρω τις ευχές σου». Τότε ο Ζωσιμάς απόρησε γιατί τον φώναζε με τ' όνομά του και σοφός καθώς ήταν αντελήφθηκε ότι ο άγνωστος δεν μπορούσε να τον φωνάζει με τα' όνομά του, εκτός αν είχε υπερφυσικό χάρισμα.
Έβγαλε το ράσο του και της το έριξε από πίσω κι εκείνη αφού το πήρε και σκέπασε το σώμα της, στράφηκε προς τον Ζωσιμά και του είπε: «Τι ήθελες να δεις μια αμαρτωλή γυναίκα; Τι ζητάς να μάθεις από μένα και δεν βαρέθηκες να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ο δε Γέροντας αφού γονάτισε στη γη, ζήτησε να πάρει ευλογία, σύμφωνα με τη συνήθεια. Επειδή κι' αυτή έβαλε μετάνοια, ήταν και οι δυο στη γη και περίμενε ο ένας τον άλλο να δώσει ευλογία. Αλλά τίποτα από κανένα δε λεγόταν, εκτός από το: «ευλόγησον». Αφού πέρασε αρκετή ώρα, είπε η γυναίκα προς το Ζωσιμά: «Αββά Ζωσιμά σε σένα αρμόζει να ευλογήσεις και να ευχηθείς, γιατί έχεις τιμηθεί με το αξίωμα του ιερέα και από πολλά χρόνια στέκεσαι μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο». Αυτά προκάλεσαν πολύ φόβο στο Ζωσιμά και ο Γέροντας αφού λούστηκε με ιδρώτα στέναξε και είπε με φωνή που διακοπτόταν:
«Ώ πνευματική Μητέρα, και από το ήθος σου φαίνεται ότι εσύ κατά το μεγαλύτερο μέρος έχεις νεκρωθεί για τον κόσμο, είναι δε φανερό, ότι σου δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα από μένα, αφού μου μίλησες με τα' όνομά μου, και είπες ότι είμαι ιερέας, χωρίς να με γνωρίζεις. Επειδή λοιπόν η χάρη δεν εξαρτάται από τα αξιώματα, αλλά από τη ψυχική υπόσταση, εσύ πρέπει να μ' ευλογήσεις για τον Κύριο και να δώσεις σε μένα ευχή, που έχω ανάγκη από τη δική σου τελειότητα».
Αφού υποχώρησε η γυναίκα στην ένσταση του Γέροντα και υπάκουσε, είπε: «Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών». Όταν δε ο Ζωσιμάς είπε το «Αμήν», σηκώθηκαν και οι δυο από την γονυκλισία και είπε τότε η γυναίκα προς το Γέροντα: «Για χάρη ποιου θέλησες να δεις γυναίκα στερημένη από κάθε αρετήν; Αλλά, επειδή ακριβώς η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε καθοδήγησε να μου προσφέρεις, ανάλογα με τη περίσταση, κάποια εξυπηρέτηση, πες μου, πως ζουν οι χριστιανοί; Πως ζουν οι βασιλιάδες; Πως είναι η Εκκλησία;»
Ο δε Ζωσιμάς είπε σ' αυτή: «Μ' ένα λόγο, Μητέρα Οσία, με τις δικές σου ο Χριστός χάρισε σ' όλους ειρήνη. Δέξου όμως παράκληση ανάξιου Γέροντα και ευχήσου για τον κόσμο όλο και για με τον αμαρτωλό, ώστε αυτό το χρονικό διάστημα, που περνώ στην έρημο, να μην αποβεί άκαρπο». Εκείνη δε του απάντησε: «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να κάνεις δέηση για με, και για όλους γιατί σε σένα έπεσε ο κλήρος γι' αυτό. Αλλά επειδή με προστάζεις, θα το κάνω με προθυμία»












