Ο άγιος Παναγής γεννήθηκε το 1801 στην Κεφαλληνία από ευγενή οικογένεια, ενώ από μικρό παιδί φανέρωσε ζωηρή ευφυΐα και μεγάλη αγάπη για την ανάγνωση των ιερών βιβλίων. Όταν πέθανε ο πατέρας του υποχρεώθηκε να αναλάβει την προστασία της μητέρας του και της αδελφής του και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Σύντομα όμως παραιτήθηκε για να αποφύγει συμβιβασμούς υπό την πίεση των Αρχών της αγγλικής κατοχής , ως προς την πίστη του και τα πατριωτικά του αισθήματα, και άσκησε το επάγγελμά του ιδιωτικά, μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο εγκαταλείποντας την οικογένειά του και την σταδιοδρομία του και γινόμενος μοναχός στην Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στην νήσο Δίο. Μετά από τις επίμονες παρακλήσεις της μητέρας του επέστρεψε στο Ληξούρι, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί την ασκητική βιοτή που διήγε σε όλη του την ζωή, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία τριάντα πέντε ετών και έκτοτε αφιερώθηκε ολόκληρος στην υπηρεσία της Εκκλησίας, με την καθημερινή σχεδόν τέλεση της θείας Λειτουργίας, με το κήρυγμα και κυρίως με το παράδειγμα των ευαγγελικών αρετών του. Στεκόταν στην εκκλησία ως στύλος προσευχής, και όταν έβγαινε το έκανε για να μοιράσει ελεημοσύνες, να επισκεφθεί δεινοπαθούντες ή να φέρει πίσω στο ποίμνιο παραστρατημένες ψυχές. Αρνήθηκε πάντα να διορισθεί σε κάποια ενορία, προκειμένου να αποφύγει τους βιοτικούς περισπασμούς και τις πιέσεις των κατακτητών, και εγκαταστάθηκε στο μονύδριο του Αγίου Σπυρίδωνος, απ’ όπου για πενήντα χρόνια μοίραζε σε όλο τον λαό της Κεφαλληνίας τους θησαυρούς που έκρυβε στην καρδιά του.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του αγίου Γερασίμου και του αγίου Άνθιμου του Τυφλού , ο παπα-Μπασιάς δίδασκε και διέδιδε την χάρη του Θεού στον λαό, δίχως ωστόσο να εγκαταλείπει το ερημητήριό του. Πήγαινε επίσης να λειτουργήσει σε όλα τα εξωκκλήσια που ήσαν διεσπαρμένα γύρω από το Ληξούρι, όπου μόλις γινόταν γνωστή η έλευσή του συναζόταν πλήθος πιστών.
Είχε πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειάς του και μοίραζε όλους τους πόρους του στους πτωχούς που θεωρούσε παιδιά του. Όταν ερχόταν στην πόλη, τον ακολουθούσε πάντα ένα σμάρι φτωχών γυναικών στις όποιες έδινε ό,τι είχε και δεν είχε, σε σημείο που να στερείται ο ίδιος τροφής. Ως νέος άγιος Νικόλαος, γνώριζε ποιά οικογένεια είχε ιδιαίτερη ανάγκη και παρενέβαινε για να την στηρίξει ή να στερεώσει την πίστη της στον Θεό. Η αγάπη του για τον πλησίον ήταν ανάμεικτη μάλιστα με τόλμη και συχνά έμπαινε σε ένα μαγαζί, άνοιγε το ταμείο και έπαιρνε ό,τι έκρινε αναγκαίο για τις ελεημοσύνες του. Μία ήμερα, ένας φούρναρης αρνήθηκε να τού δώσει αυτό που ζητούσε και η ζύμη του έμενε λιπανάβατη.
Ο άγιος Παναγής είχε αποκτήσει το χάρισμα της προορατικότητος και της προφητείας, το οποίο χρησιμοποιούσε για να διορθώνει ψυχές. Σε εκείνους που επρόκειτο να πεθάνουν σύντομα με βίαιο τρόπο συνέστηνε να πάνε να εξομολογηθούν ή προειδοποιούσε με υπαινιγμούς όσους έμελλαν να διαπράξουν κάποιο σοβαρό αμάρτημα. Μία βροχερή νύχτα, συναντώντας στον δρόμο κάποιον που πήγαινε να αμαρτήσει, τού φώναξε: «Αμαρτία, αμαρτία, γύρισε σπίτι σου!»
Μιαν άλλη φορά, μία μάνα που μόλις είχε χάσει τους δυο γιους της τον ένα πίσω άπό τον άλλο, έπεσε σε απόγνωση και εξεγέρθηκε κατά του Θεού. Ο άγιος ιερέας έτρεξε στο σπίτι της και καθώς εκείνη αρνιόταν να τού ανοίξει βρίζοντας τον, άνοιξε την πόρτα κάνοντας το σημείο του σταυρού. Όταν μπήκε στην σάλα, όπου βρίσκονταν τα πορτραίτα των δυο πεθαμένων, τα πρόσωπα ζωντάνεψαν και βγάζοντας πιστόλι αλληλοσκοτώθηκαν. Ο άγιος Παναγής αποκάλυψε τότε στην μητέρα τους ότι είχαν ερωτευθεί την ίδια γυναίκα και θα πέθαιναν με τον τρόπο αυτό αν δεν παρενέβαινε ο Θεός να αποτρέψει ένα μεγαλύτερο κακό. Μιαν άλλη φορά πάλι, μπήκε σε ένα σπίτι όπου έβραζε το τσουκάλι γιατί περίμεναν επισκέψεις και το αναποδογύρισε, επειδή είχε προηγουμένως προσέλθει ένας φτωχός και τον είχαν διώξει με άδεια χέρια.
Αυτά όμως τα άφθονα χαρίσματα του Θεού δεν δόθηκαν στον παπα-Μπασιά δίχως να τον ταλαιπωρεί «σκόλοψ τη σαρκί» (Β’ Κορ. 12, 7). Δέκα περίπου χρόνια μετά την χειροτονία του προσβλήθηκε από νευρασθένεια η οποία τον έκανε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του: έβγαζε κραυγές, ξύριζε τα γένια και τα μαλλιά του, πετούσε έξω ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν συνήλθε μετά από έξι μήνες, απέδωσε την ασθένεια στην αμαρτωλότητά του. Εν συνεχεία παρόμοιες κρίσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και προς το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο. Τελικά έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Δεν στερήθηκε ωστόσο τα χαρίσματα της προορατικότητος και παραμυθίας των ψυχών, ενώ ο λαός δεν έχασε επ’ ουδενί την αγάπη και την αφοσίωση του σ’ αυτόν. Απεναντίας, όλοι όσοι υπέφεραν από τα βάσανα και τις θλίψεις της ζωής ή βρίσκονταν σε δυσκολίες γνώριζαν πως η πόρτα του δωματίου του ήταν πάντα ανοικτή και ο άγιος ιερέας δεν έπαυσε να είναι ο πόλος έλξης και το κέντρο του εκκλησιαστικού βίου της Κεφαλληνίας. Είχε αποκτήσει τόσο κύρος, ώστε συχνά παρενέβαινε δραστήρια για να διορθώσει τις αδικίες ή να επιτιμήσει τους υπεύθυνους για ανήθικες πράξεις και πάντα εισακουόταν ως η φωνή Θεού.
Αφού σήκωσε με υπομονή και ευχαριστίες στον Θεό τον σταυρό της μακράς και ταπεινωτικής του ασθένειας —την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ένα είδος «δια Χριστόν σαλότητος»— ο άγιος Παναγής εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Ιουνίου 1888. Για δύο ημέρες και δύο νύχτες οι πιστοί προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμα του και η τιμή του δεν έπαυσε να αυξάνει αυθόρμητα, όχι μόνο στην Κεφαλληνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μετά την ανακομιδή των λειψάνων του το 1976 .
Πηγή του εξαιρετικού κειμένου που ακολουθεί : http://varalis.blogspot.com/
Πώς να μιλήσεις για ήρωες στην εποχή της δόξας του τίποτα;
Πριν λίγες μέρες θυμηθήκαμε τον παπά Παναγή τον Μπασιά, τον άγιο Παϊσιο τον Κεφαλλονίτη. Ήταν στα 1801 που γεννήθηκε από ευγενή οικογένεια, ενώ από μικρό παιδί φανέρωσε ζωηρή ευφυΐα και μεγάλη αγάπη για την ανάγνωση Όταν πέθανε ο πατέρας του υποχρεώθηκε να αναλάβει την προστασία της μητέρας του και της αδελφής του και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου. Σύντομα όμως παραιτήθηκε για να αποφύγει συμβιβασμούς υπό την πίεση των Αρχών της αγγλικής κατοχής , ως προς την πίστη του και τα πατριωτικά του αισθήματα, και άσκησε το επάγγελμά του ιδιωτικά, μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο εγκαταλείποντας την οικογένειά του και την σταδιοδρομία του και γινόμενος μοναχός στην Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στην νήσο Δίο. Μετά από τις επίμονες παρακλήσεις της μητέρας του επέστρεψε στο Ληξούρι, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί τον δρόμο της άσκησης που διήγε σε όλη του την ζωή, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία τριάντα πέντε ετών και έκτοτε αφιερώθηκε ολόκληρος στην υπηρεσία της Εκκλησίας, με την καθημερινή σχεδόν τέλεση της θείας Λειτουργίας, . Στεκόταν στην εκκλησία ως στύλος προσευχής, και όταν έβγαινε το έκανε για να μοιράσει ελεημοσύνες, να επισκεφθεί αυτούς που είχαν ανάγκη . Αρνήθηκε πάντα να διορισθεί σε κάποια ενορία, προκειμένου να αποφύγει τους περισπασμούς που θα γεννούσε μια τέτοια θέση αλλά και τις πιέσεις των κατακτητών. Εγκαταστάθηκε στο μονύδριο του Αγίου Σπυρίδωνος, απ’ όπου για πενήντα χρόνια μοίραζε σε όλο τον λαό της Κεφαλληνίας τους θησαυρούς που έκρυβε στην καρδιά του. Πήγαινε επίσης να λειτουργήσει σε όλα τα εξωκκλήσια που ήσαν διεσπαρμένα γύρω από το Ληξούρι, όπου μόλις γινόταν γνωστή η έλευσή του συναζόταν πλήθος πιστών.
Είχε πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειάς του και μοίραζε όλους τους πόρους του στους πτωχούς που θεωρούσε παιδιά του. Όταν ερχόταν στην πόλη, τον ακολουθούσε πάντα ένα σμάρι φτωχών γυναικών στις όποιες έδινε ό,τι είχε και δεν είχε, σε σημείο που να στερείται ο ίδιος τροφής. Γνώριζε ποιά οικογένεια είχε ιδιαίτερη ανάγκη και παρενέβαινε για να την στηρίξει ή να στερεώσει την πίστη της στον Θεό. Η αγάπη του για τον πλησίον ήταν ανάμεικτη μάλιστα με τόλμη και συχνά έμπαινε σε ένα μαγαζί, άνοιγε το ταμείο και έπαιρνε ό,τι έκρινε αναγκαίο για τις ελεημοσύνες του.
Ο άγιος Παναγής είχε αποκτήσει το χάρισμα της προορατικότητος και της προφητείας, το οποίο χρησιμοποιούσε για να διορθώνει ψυχές.
Δέκα περίπου χρόνια μετά την χειροτονία του προσβλήθηκε από νευρασθένεια η οποία τον έκανε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του: έβγαζε κραυγές, ξύριζε τα γένια και τα μαλλιά του, πετούσε έξω ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν συνήλθε μετά από έξι μήνες, απέδωσε την ασθένεια στις αμαρτίες του. Εν συνεχεία παρόμοιες κρίσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και προς το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο. Τελικά έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Δεν στερήθηκε ωστόσο τα χαρίσματα της προορατικότητος και ανακούφισης των ψυχών, ενώ ο λαός δεν έχασε επ’ ουδενί την αγάπη και την αφοσίωση του σ’ αυτόν. Απεναντίας, όλοι όσοι υπέφεραν από τα βάσανα και τις θλίψεις της ζωής ή βρίσκονταν σε δυσκολίες γνώριζαν πως η πόρτα του δωματίου του ήταν πάντα ανοικτή και ο άγιος ιερέας δεν έπαυσε να είναι ο πόλος έλξης και το κέντρο του εκκλησιαστικού βίου της Κεφαλληνίας. Είχε αποκτήσει τόσο κύρος, ώστε συχνά παρενέβαινε δραστήρια για να διορθώσει τις αδικίες ή να επιτιμήσει τους υπεύθυνους για ανήθικες πράξεις και πάντα εισακουόταν ως η φωνή Θεού.
Αφού σήκωσε με υπομονή και ευχαριστίες στον Θεό τον σταυρό της μακράς και ταπεινωτικής του ασθένειας —την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ένα είδος «δια Χριστόν σαλότητος»— ο άγιος Παναγής ¨κοιμήθηκε" στις 7 Ιουνίου 1888. Για δύο ημέρες και δύο νύχτες οι πιστοί προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμα του και η τιμή του δεν έπαυσε να αυξάνει αυθόρμητα, όχι μόνο στην Κεφαλληνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μετά την ανακομιδή των λειψάνων του το 1976.
Γιατί είναι πολύτιμος ο π. Παναγής, ο άγιος; Γιατί ακόμα και τα κόκαλά του μιλάνε για την συνάντηση που είχε, για την χάρη, την ζωή για αυτό που φεύγει μέσα από τα χέρια μας και συμβαίνει όταν εμείς δεν είμαστε… Μας κάνει και σκεφτόμαστε τους λάθους στόχους μας και κυρίως μας έμαθε ότι η πίστη είναι ένας χορός που τον μαθαίνει κανείς χορεύοντας… Αλλοιώς μπορεί να τα συζητά για χρόνια πολλά στις τηλεοράσεις και στα πάνεl την ώρα που η ζωή του χάνεται, ανεπιστρεπτί για πάντα.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του αγίου Γερασίμου και του αγίου Άνθιμου του Τυφλού , ο παπα-Μπασιάς δίδασκε και διέδιδε την χάρη του Θεού στον λαό, δίχως ωστόσο να εγκαταλείπει το ερημητήριό του. Πήγαινε επίσης να λειτουργήσει σε όλα τα εξωκκλήσια που ήσαν διεσπαρμένα γύρω από το Ληξούρι, όπου μόλις γινόταν γνωστή η έλευσή του συναζόταν πλήθος πιστών.
Είχε πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειάς του και μοίραζε όλους τους πόρους του στους πτωχούς που θεωρούσε παιδιά του. Όταν ερχόταν στην πόλη, τον ακολουθούσε πάντα ένα σμάρι φτωχών γυναικών στις όποιες έδινε ό,τι είχε και δεν είχε, σε σημείο που να στερείται ο ίδιος τροφής. Ως νέος άγιος Νικόλαος, γνώριζε ποιά οικογένεια είχε ιδιαίτερη ανάγκη και παρενέβαινε για να την στηρίξει ή να στερεώσει την πίστη της στον Θεό. Η αγάπη του για τον πλησίον ήταν ανάμεικτη μάλιστα με τόλμη και συχνά έμπαινε σε ένα μαγαζί, άνοιγε το ταμείο και έπαιρνε ό,τι έκρινε αναγκαίο για τις ελεημοσύνες του. Μία ήμερα, ένας φούρναρης αρνήθηκε να τού δώσει αυτό που ζητούσε και η ζύμη του έμενε λιπανάβατη.
Ο άγιος Παναγής είχε αποκτήσει το χάρισμα της προορατικότητος και της προφητείας, το οποίο χρησιμοποιούσε για να διορθώνει ψυχές. Σε εκείνους που επρόκειτο να πεθάνουν σύντομα με βίαιο τρόπο συνέστηνε να πάνε να εξομολογηθούν ή προειδοποιούσε με υπαινιγμούς όσους έμελλαν να διαπράξουν κάποιο σοβαρό αμάρτημα. Μία βροχερή νύχτα, συναντώντας στον δρόμο κάποιον που πήγαινε να αμαρτήσει, τού φώναξε: «Αμαρτία, αμαρτία, γύρισε σπίτι σου!»
Μιαν άλλη φορά, μία μάνα που μόλις είχε χάσει τους δυο γιους της τον ένα πίσω άπό τον άλλο, έπεσε σε απόγνωση και εξεγέρθηκε κατά του Θεού. Ο άγιος ιερέας έτρεξε στο σπίτι της και καθώς εκείνη αρνιόταν να τού ανοίξει βρίζοντας τον, άνοιξε την πόρτα κάνοντας το σημείο του σταυρού. Όταν μπήκε στην σάλα, όπου βρίσκονταν τα πορτραίτα των δυο πεθαμένων, τα πρόσωπα ζωντάνεψαν και βγάζοντας πιστόλι αλληλοσκοτώθηκαν. Ο άγιος Παναγής αποκάλυψε τότε στην μητέρα τους ότι είχαν ερωτευθεί την ίδια γυναίκα και θα πέθαιναν με τον τρόπο αυτό αν δεν παρενέβαινε ο Θεός να αποτρέψει ένα μεγαλύτερο κακό. Μιαν άλλη φορά πάλι, μπήκε σε ένα σπίτι όπου έβραζε το τσουκάλι γιατί περίμεναν επισκέψεις και το αναποδογύρισε, επειδή είχε προηγουμένως προσέλθει ένας φτωχός και τον είχαν διώξει με άδεια χέρια.
Αυτά όμως τα άφθονα χαρίσματα του Θεού δεν δόθηκαν στον παπα-Μπασιά δίχως να τον ταλαιπωρεί «σκόλοψ τη σαρκί» (Β’ Κορ. 12, 7). Δέκα περίπου χρόνια μετά την χειροτονία του προσβλήθηκε από νευρασθένεια η οποία τον έκανε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του: έβγαζε κραυγές, ξύριζε τα γένια και τα μαλλιά του, πετούσε έξω ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν συνήλθε μετά από έξι μήνες, απέδωσε την ασθένεια στην αμαρτωλότητά του. Εν συνεχεία παρόμοιες κρίσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και προς το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο. Τελικά έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Δεν στερήθηκε ωστόσο τα χαρίσματα της προορατικότητος και παραμυθίας των ψυχών, ενώ ο λαός δεν έχασε επ’ ουδενί την αγάπη και την αφοσίωση του σ’ αυτόν. Απεναντίας, όλοι όσοι υπέφεραν από τα βάσανα και τις θλίψεις της ζωής ή βρίσκονταν σε δυσκολίες γνώριζαν πως η πόρτα του δωματίου του ήταν πάντα ανοικτή και ο άγιος ιερέας δεν έπαυσε να είναι ο πόλος έλξης και το κέντρο του εκκλησιαστικού βίου της Κεφαλληνίας. Είχε αποκτήσει τόσο κύρος, ώστε συχνά παρενέβαινε δραστήρια για να διορθώσει τις αδικίες ή να επιτιμήσει τους υπεύθυνους για ανήθικες πράξεις και πάντα εισακουόταν ως η φωνή Θεού.
Αφού σήκωσε με υπομονή και ευχαριστίες στον Θεό τον σταυρό της μακράς και ταπεινωτικής του ασθένειας —την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ένα είδος «δια Χριστόν σαλότητος»— ο άγιος Παναγής εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Ιουνίου 1888. Για δύο ημέρες και δύο νύχτες οι πιστοί προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμα του και η τιμή του δεν έπαυσε να αυξάνει αυθόρμητα, όχι μόνο στην Κεφαλληνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μετά την ανακομιδή των λειψάνων του το 1976 .
Πηγή του εξαιρετικού κειμένου που ακολουθεί : http://varalis.blogspot.com/
Πώς να μιλήσεις για ήρωες στην εποχή της δόξας του τίποτα;
Πριν λίγες μέρες θυμηθήκαμε τον παπά Παναγή τον Μπασιά, τον άγιο Παϊσιο τον Κεφαλλονίτη. Ήταν στα 1801 που γεννήθηκε από ευγενή οικογένεια, ενώ από μικρό παιδί φανέρωσε ζωηρή ευφυΐα και μεγάλη αγάπη για την ανάγνωση Όταν πέθανε ο πατέρας του υποχρεώθηκε να αναλάβει την προστασία της μητέρας του και της αδελφής του και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου. Σύντομα όμως παραιτήθηκε για να αποφύγει συμβιβασμούς υπό την πίεση των Αρχών της αγγλικής κατοχής , ως προς την πίστη του και τα πατριωτικά του αισθήματα, και άσκησε το επάγγελμά του ιδιωτικά, μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο εγκαταλείποντας την οικογένειά του και την σταδιοδρομία του και γινόμενος μοναχός στην Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στην νήσο Δίο. Μετά από τις επίμονες παρακλήσεις της μητέρας του επέστρεψε στο Ληξούρι, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί τον δρόμο της άσκησης που διήγε σε όλη του την ζωή, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία τριάντα πέντε ετών και έκτοτε αφιερώθηκε ολόκληρος στην υπηρεσία της Εκκλησίας, με την καθημερινή σχεδόν τέλεση της θείας Λειτουργίας, . Στεκόταν στην εκκλησία ως στύλος προσευχής, και όταν έβγαινε το έκανε για να μοιράσει ελεημοσύνες, να επισκεφθεί αυτούς που είχαν ανάγκη . Αρνήθηκε πάντα να διορισθεί σε κάποια ενορία, προκειμένου να αποφύγει τους περισπασμούς που θα γεννούσε μια τέτοια θέση αλλά και τις πιέσεις των κατακτητών. Εγκαταστάθηκε στο μονύδριο του Αγίου Σπυρίδωνος, απ’ όπου για πενήντα χρόνια μοίραζε σε όλο τον λαό της Κεφαλληνίας τους θησαυρούς που έκρυβε στην καρδιά του. Πήγαινε επίσης να λειτουργήσει σε όλα τα εξωκκλήσια που ήσαν διεσπαρμένα γύρω από το Ληξούρι, όπου μόλις γινόταν γνωστή η έλευσή του συναζόταν πλήθος πιστών.
Είχε πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειάς του και μοίραζε όλους τους πόρους του στους πτωχούς που θεωρούσε παιδιά του. Όταν ερχόταν στην πόλη, τον ακολουθούσε πάντα ένα σμάρι φτωχών γυναικών στις όποιες έδινε ό,τι είχε και δεν είχε, σε σημείο που να στερείται ο ίδιος τροφής. Γνώριζε ποιά οικογένεια είχε ιδιαίτερη ανάγκη και παρενέβαινε για να την στηρίξει ή να στερεώσει την πίστη της στον Θεό. Η αγάπη του για τον πλησίον ήταν ανάμεικτη μάλιστα με τόλμη και συχνά έμπαινε σε ένα μαγαζί, άνοιγε το ταμείο και έπαιρνε ό,τι έκρινε αναγκαίο για τις ελεημοσύνες του.
Ο άγιος Παναγής είχε αποκτήσει το χάρισμα της προορατικότητος και της προφητείας, το οποίο χρησιμοποιούσε για να διορθώνει ψυχές.
Δέκα περίπου χρόνια μετά την χειροτονία του προσβλήθηκε από νευρασθένεια η οποία τον έκανε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του: έβγαζε κραυγές, ξύριζε τα γένια και τα μαλλιά του, πετούσε έξω ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν συνήλθε μετά από έξι μήνες, απέδωσε την ασθένεια στις αμαρτίες του. Εν συνεχεία παρόμοιες κρίσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο ή τρία χρόνια και προς το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο. Τελικά έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Δεν στερήθηκε ωστόσο τα χαρίσματα της προορατικότητος και ανακούφισης των ψυχών, ενώ ο λαός δεν έχασε επ’ ουδενί την αγάπη και την αφοσίωση του σ’ αυτόν. Απεναντίας, όλοι όσοι υπέφεραν από τα βάσανα και τις θλίψεις της ζωής ή βρίσκονταν σε δυσκολίες γνώριζαν πως η πόρτα του δωματίου του ήταν πάντα ανοικτή και ο άγιος ιερέας δεν έπαυσε να είναι ο πόλος έλξης και το κέντρο του εκκλησιαστικού βίου της Κεφαλληνίας. Είχε αποκτήσει τόσο κύρος, ώστε συχνά παρενέβαινε δραστήρια για να διορθώσει τις αδικίες ή να επιτιμήσει τους υπεύθυνους για ανήθικες πράξεις και πάντα εισακουόταν ως η φωνή Θεού.
Αφού σήκωσε με υπομονή και ευχαριστίες στον Θεό τον σταυρό της μακράς και ταπεινωτικής του ασθένειας —την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ένα είδος «δια Χριστόν σαλότητος»— ο άγιος Παναγής ¨κοιμήθηκε" στις 7 Ιουνίου 1888. Για δύο ημέρες και δύο νύχτες οι πιστοί προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμα του και η τιμή του δεν έπαυσε να αυξάνει αυθόρμητα, όχι μόνο στην Κεφαλληνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μετά την ανακομιδή των λειψάνων του το 1976.
Γιατί είναι πολύτιμος ο π. Παναγής, ο άγιος; Γιατί ακόμα και τα κόκαλά του μιλάνε για την συνάντηση που είχε, για την χάρη, την ζωή για αυτό που φεύγει μέσα από τα χέρια μας και συμβαίνει όταν εμείς δεν είμαστε… Μας κάνει και σκεφτόμαστε τους λάθους στόχους μας και κυρίως μας έμαθε ότι η πίστη είναι ένας χορός που τον μαθαίνει κανείς χορεύοντας… Αλλοιώς μπορεί να τα συζητά για χρόνια πολλά στις τηλεοράσεις και στα πάνεl την ώρα που η ζωή του χάνεται, ανεπιστρεπτί για πάντα.

Μετά την στρατιωτική του θητεία με συγκατάθεση και των γονέων του μένει για εννιά ολόκληρα χρόνια στην Αδελφότητα του Σταυρού σαν μέλος της. Όλα αυτά τα χρόνια εργάζεται Ιεραποστολικά ως υπεύθυνος του τυπογραφείου της Αδελφότητας. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στο επτατάξιο Νυκτερινό Γυμνάσιο Πειραιώς και αποφοιτεί το 1970. 'Όταν ο π. Αυγουστίνος γίνεται Μητροπολίτης Φλωρίνης ανεβαίνει μαζί του στην Φλώρινα. Νέοι αγώνες τον περιμένουν. Οργανώνει, από εθελοντές φοιτητές, συνεργεία, για την ανοικοδόμηση ευαγών ιδρυμάτων της Ιεράς Μητροπόλεως. Πρωτοστατεί στο κτίσιμο τού συνοικισμού των νεοφώτιστων Αθίγγανων, πού κατηχήθηκαν και βαπτίσθηκαν ομαδικά από τον π. Αυγουστίνο. Σαν εργοδηγός βοήθησε στην ανέγερση Ιερών Ναών, ενοριακών κέντρων, γηροκομείου, ορφανοτροφείου, τον Οίκο Μακεδονικής χειροτεχνίας, όλα στην επαρχία της Ι. Μ. Φλωρίνης. Με τα εθελοντικά συνεργεία, ανύψωσε τεράστιους Σταυρούς, όπως αυτός πού υψώνεται στην πόλη της Φλώρινας, στο ύψωμα 1020. Έργα του επίσης είναι το Πνευματικό Κέντρο στις Λεύκες της Πάρου και άλλα δύο ιδρύματα στην Αθήνα.
Το 1974 παίρνει το πτυχίο τού Καλού Σαμαρείτου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και συγχρόνως εγγράφεται στη Ριζάρειο Ανωτέρα Ιερατική Σχολή Αθηνών με σκοπό να προετοιμαστεί για το Ιερατικό στάδιο.Ένα χρόνο μετά διακόπτει τις σπουδές του και σε ηλικία 33 ετών έφυγε για το Ζαΐρ, μαζί με τον Ιεραπόστολο π. Αμφιλόχιο Τσούκο, υπεύθυνο τότε τού Ιεραποστολικού Κλιμακίου Κολουέζι. Κατά την δεκατετράμηνη παραμονή του στο Ζαΐρ έκτισε με υποτυπώδη μέσα και με ανειδίκευτους ιθαγενείς εργάτες δέκα Ιερούς Ναούς, στην επαρχία Σάμπα.Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τελειώνει τις σπουδές του στη Ριζάρειο και παίρνει το πτυχίο της Σχολής το 1977.
Μετά ετήσια περίπου δοκιμασία, κατά την όποία έδωσε δείγματα αυστηράς ασκήσεως και αγάπης προς τον μοναχικόν αγώνα, εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Κοσμάς, για νά έχει τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό προστάτη και οδηγό στην ζωή του.» (εδώ αξίζει να αναφερθεί πως ονομάστηκε Κοσμάς θαυμαστώ τω τρόπω ,χωρίς ο ίδιος να το ζητήσει αν και το επιθυμούσε τόσο ...Αναζητώντας διάφορα ονόματα στο Ωρολόγιο, ο Γέροντας Γεώργιος κατέληξε στο όνομα Κοσμάς διαπιστώνοντας μετά την Μοναχική Κουρά την ιδιαίτερη ευλάβεια που έτρεφε ο π.Κοσμάς στον Άγιο ,τον οποίο είχε πάνω απο το κρεβάτι του στο κελλί του ...)
Εν συνεχεία χειροτονήθηκε, από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομο, διάκονος και πρεσβύτερος και αναχώρησε για το Ζαΐρ. Μεγάλοι αγώνες τον ανέμεναν εκεί: Η ανέγερση Ι. Ναών, η Κατήχηση και το Κήρυγμα προς τούς Αφρικανούς Αδελφούς και οι βαπτίσεις πολλών εξ αυτών (βάπτισε περί τούς 15.000 Αφρικανούς), η οργάνωση μεγάλου αγροκτήματος (3.000 στρεμμάτων) και ζωοτροφείου, για την προσφορά τροφής στους ιερείς, στους πτωχούς Ορθοδόξους, αλλά και στους μη Ορθοδόξους, λεπρούς και φυλακισμένους. Ποιός μπορεί να διηγηθεί τούς αμέτρητους κόπους και αγώνες του, για την επιτέλεση τού ευρύτατου αποστολικού, ποιμαντικού και κοινωνικού του έργου;
Δίδασκε στους Αφρικανούς την ευχή του Ιησού, πού θεωρούσε αποτελεσματικό όπλο, κατά της δαιμονοκρατίας των μάγων της Αφρικής. Θεωρούσε επίσης πρωταρχικό του καθήκον, να μυήσει τούς νεοφώτιστους Αφρικανούς στην Ορθόδοξη Λειτουργική ζωή, με την τέλεση συχνών Ιερών Ακολουθιών και Αγρυπνιών και τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής κατά το Αγιορείτικο τυπικό, όσο ήταν δυνατόν να μεταφυτευθούν στην Αφρική. Η εκ μέρους του, επίσης, καλή γνώση της γλώσσας Σουαχίλι, των Αφρικανών, τον διευκόλυνε στο έργο του. Ας λεχθεί και τούτο, προς Δόξα Θεού: Διαχειρίστηκε πολλά εκατομμύρια, άλλά πέθανε πτωχός και ακτήμων, ως αληθής μοναχός. Κατά την τελευταία του έλευση στο Άγιο Όρος, συνέγραψε μελέτη, στην οποία εκθέτει τα συμπεράσματα της μέχρι τούδε ιεραποστολικής του πείρας. Πρόκειται για εργασία πρωτότυπη, αυθεντική και πολύ χρήσιμη, για την περαιτέρω πορεία της Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Την εργασία αύτή, που έχει τίτλο: "ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ", θα δημοσιεύσει ο Ι. Σύνδεσμός μας προσεχώς. Επίσης με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κοίμησή του θα εκδοθεί το προσωπικό ιεραποστολικό του ημερολόγιο. Σε σύναξη της Αδελφότητας της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, προφητικά είπε, ότι κανείς δεν μπορεί να προσφέρει γνήσιο ιεραποστολικό έργο στην Αφρική, αν δεν αποφασίσει, να αφήσει εκεί τα κόκαλά του εκεί.
Κάποιοι ιθαγενείς που αντιλήφθηκαν το τροχαίο έτρεξαν και εναπέθεσαν το σώμα του π. Κοσμά στην άκρη του δρόμου. Η ώρα ήταν 8.10 το βράδυ. Το ευλογημένο σώμα του, που δεν βρήκε ανάπαυση και ξεκούραση σ’ αυτή την ζωή, αναπαύεται πάνω στο γρασίδι. Το αίμα απ’ τις πληγές του συμπαρασύρεται απ’ την βροχή που πέφτει την ώρα εκείνη και ποτίζει την αφρικανική γη.

Μετά χαρά και λέγουν: «Ίδωμεν το φως το αληθινόν,ελάβομεν πνεύμα επουράνιον. Εύρομεν πίστην αληθήν, αδιαίρετον τριάδαν προσκυνούντες, αύτη γαρ ημάς έσωσεν». Αμήν γένοιτο εις πάντας ημάς αυτή η χάρη του αγίου πνεύματος, τω δε Θεώ δόξα ημοίς εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτά. Δι’ευχών...
Ο απόστολος Παύλος, είναι το στόμα του Χριστού μας. Οι πεφωτισμένες επιστολές του είναι κατάφορτες από πνευματική ωφέλεια από πνευματικό φώς και χαράζουν τον πιο φωτεινό δρόμο της σωτηρίας. Μέσα στις επιστολές του γράφει και την εξής φράση: «Οι δε τέκνα και κληρονόμοι. Κληρονόμοι δε Θεού, συγκλιρονόμοι δε Χριστού» Προς Ρωμαίους. Τι λοιπόν να πρωτοθαυμάσει κανείς. Το τί είναι κληρονομία Θεού, την οποία κληρονομούμεν; Το πως γινόμεθα παιδιά του Θεού, εμείς τα απόπαιδα της αμαρτία; και πως γινόμεθα όλοι κληρονόμοι του Θεού; Επίσης οχι το πως να θαυμάσουμε αλλά να συλλάβουμε, ει δυνατόν με τον ασθενικό μας και περιορισμένο νού, το πως άλλος πλήρωσε τον φόρο της κληρονομίας, ο Χριστός μας πάνω στον σταυρό κατέβασε τον φόρο της κληρονομίας, για να γίνουμε εμείς όχι κάτοχοι, αλλά μέτοχοι της αιωνίου ζωής. Μπορούμε να συλλάβουμε το νόημα, το τί είναι κληρονομία, συγκληρονομία μετά του Χριστού του Θεού; Γνωρίζουμε το τί κληρονομούμεν; Αυτό είναι το μεγάλο δίλημα εις την σύλληψην του νοήματος. Και πόσοι είναι οι κληρονόμοι του Θεού; Όσα είναι τα παιδιά του Θεού. Και πόσα είναι τα παιδιά του Θεού; Όσοι και οι άνθρωποι. Όλοι είναι, ή μάλλον όλοι μπορούν να γίνουν παιδιά του Θεού. Αν ο πατέρας σερβίρει στο τραπέζι μερίδα για όλα τα παιδιά του, φταίει ο πατέρας εάν ορισμένα παιδιά του δεν έχουν όρεξη και περιφρονούν την μερίδα τους; Ο Θεός πατέρας για όλους έστρωσε τραπέζι της σωτηρίας. Ο υιός του ήλθε για όλους.
Αν τώρα πολλοί περιφρονούν το τραπέζι της αγάπης του Θεού, ασφαλώς δεν φταίει ο Θεός. Φταίνε οι καταφρονητές. Όσοι πιστοί, οι λίγοι πιστοί, ευχαριστούν μαζί με τον απόστολο Παύλο τον Θεό, διότι έχουν μερίδα στον κλήρο των αγίων. Και ποιοί είναι αυτοί που έχουν μερίδα και κλήρο εις την κληρονομίαν του Θεού μετά του αποστόλου Παύλου; Εκείνοι που τηρούν, όχι μόνο το Ευαγγέλιο, αλλά και τις παραγγελίες αυτού του μεγάλου αποστόλου. Ο Θεός έστειλε στην γη τον μονογενή του ιυό. Τον κύριο ημών Ιησού Χριστό. Για να μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας του. Δεν ήταν εύκολο αυτό το πράγμα. Αυτό το κατόρθωμα, αυτό το μεγάλο και ασύλληπτο κατέβασμα, του υιού του Θεού από τους ουρανούς στην γη. Όχι βέβαια σαν άνθρωπος ότι ήταν στην γη. Σαν Θεός ήτανε και στον ουρανό και στην γή. Και εν θρόνο και εν πόλω. Ο Θεός έστειλε στην γη τον μονογενή του υιό, τον κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας του. Έστειλε τον υιό του στην γη για να μαζέψει στον ουρανό, τον άσωτο υιό του, το αλητόπαιδο της αμαρτίας, εμένα και σένα.
Κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη, ζήτησε ο Θεός από τον Αβραάμ, να υπογράψει την πίστη του, με το αίμα του μονάκριβου παιδιού του του Ισαάκ.Κι ήταν έτοιμος να το κάνει. Αλλά την τελευταία στιγμή δεν τον άφησε ο Θεός. Τον σταμάτησε. Γιατί τον σταμάτησε; Διότι είδε στην πράξη την πίστη του. Το χέρι Του κράτησε το μαχαίρι και αυτό που ζήτησε από τον Αβραάμ και δεν τον άφησε να το κάνει, το έκανε ο ίδιος στο δικό του παιδί. Στο μονάκριβο παιδί Του. Τον Ιησού Χριστό. Το θυσίασε πάνω στον σταυρό. Για να σφραγίζει τη επαγγελία, την αξιοπιστία του, την Διαθήκη Του. Μπορούμε να συλλάβουμε το μεγαλείο αυτό της αγάπης του Θεού σε μάς; Εάν δούμε το πως εμείς συμπεριφερόμεθα στον Θεό, απέναντι σ’αυτήν την άπειρη αγάπη Του, πρέπει να μας καταλάβει καταισχύνη και ντροπή.
Ο Θεός πατέρας θυσίασε τον μονογενή Του υιό, πάνω στον σταυρό και εμείς οι οποίοι απολαύσαμε αυτήν την θυσία και κερδίσαμε την συγκληρονομία μετά του υιού Του, φθάνουμε στο, φθάνουμε στο σημείο, να βλαστημούμε τον υιό του Θεού. Αυτόν που θυσιάστηκε επάνω στον σταυρό.
Εάν θα ρίξουμε μία ματιά – ας αφήσουμε του απίστους στους Ορθοδόξους θα έρθω – εάν ρίξουμε μία ματιά, μια έρευνα, μια εξακρίβωση και θα δούμε ότι εις του δέκα άνδρες Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι εννέα βλαστημούν το όνομα του Θεού. Είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει ο Ορθόδοξος Χριστιανός. Όταν το διαπράττει αυτό, απλώς νομίζει ότι κάνει μια κακή πράξη. Λέει ότι δεν το θέλω να το κάνω. Ξέρω ότι είναι κακό, μα το κάνω από συνήθεια, μα δεν το κάνω σοβαρά, δεν θέλω να βλαστημήσω. Ναί, αλλά, εσένα άνθρωπε αν σε βλαστημήσει μια φορά το παιδί σου, αμέσως θα σηκώσεις το χέρι σου να το κτυπήσεις, να διαμαρτυρηθείς και θα πείς χίλια δυο πράγματα. Εσύ βλασφημείς ολόκληρα χρόνια τον Θεό, τον Χριστό μας, την Παναγία και ο Χριστός δεν κατέβασε το χέρι Του να σε τιμωρήσει. Όταν όμως αποφασίσει και το κατεβάσει, δεν θα γυρίσει πίσω άδειο. Θα κτυπήσει σοβαρά προς δυμμόρφωση, όχι για εκδίκηση. Ο Θεός δεν εκδικείται, αλλά μόνο και μόνο από αγάπη για να συνέλθεις να το σταματήσεις αυτό το έγκλημα, διότι εάν σε’βρει ο θάνατος δίκαια και αληθινά από το κρεβάτι θα οδηγηθείς στην κόλαση.
Άνθρωπε, όταν έχεις ένα σπυράκι και σε πονάει και λές σπυράκι είναι, με πονάει λίγο δεν είναι τίποτε. Δεν παίρνεις σοβαρή θέση στην θεραπεία του. Όταν όμως περάσεις από τις ακτίνες και σου πεί ο γιατρός ότι είναι καρκίνος, αμέσως θα λάβεις όλα τα μέτρα να ξεκινήσεις θεραπεία και σωτηρία. Όταν σου πεί ο πνευματικός ότι δεν είναι απλή ύβρις το όνομα του Θεού και της Παναγίας, αλλά είναι έγκλημα Θείο, τότε πρέπει να αναλάβεις τον αγώνα το να σταματήσεις αυτό το έγκλημα. Και ερχόμεθα πάλι στην αγάπη του Θεού και στην ανάλυση της συκληρονομία μετά του Χριστού μας. Τί άλλο θέλουμε για να πιστέψουμε στην αγάπη Του Θεού; Μας κάνει κληρονόμους. Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφει με το αίμα του υιού Του. Ο αρραβών της κληρονομίας ημών. Τί προσφέρουμε εμείς για την Διαθήκη αυτή; Την πίστη μας, που και αυτή δεν είναι δική μας. Είναι δωρεάν του Θεού. Ε τότε, γιατί δεν γίνονται όλοι κληρονόμοι του Θεού; Διότι δεν θέλουν. Δηλαδή ποιός θέλει; Εκείνος που έχει τις προϋποθέσεις για να γίνει κληρονόμος. Η επίγνωσις του Χριστού είναι προυπόθεσις. Να εξετάζουμε, να ξέρουμε τι είναι ο Χριστός. Τί ζητεί ο Χριστός από μας. Μας ζητεί να αγαπούμε του αδελφούς μας. Να τους αγαπώμεν μέχρι θυσίας. Με ταπείνωση και να μήν κατακρίνωμεν ο ένας τον άλλο. Πότε δύο αδελφοί λέγονται αδελφοί. Όταν έχουν το ίδιο αίμα. Μέσα στις φλέβες τρέχει αίμα αδελφικό. Κάτι τέτοιο και απείρως σπουδαιότερο έκανε ο Ιησούς Χριστός.
Άνοιξε τις φλέβες του και μετάγγισε το αίμα του σε μας. Και το αίμα αυτό υπάρχει πάντοτε κατά μετάγγιση μέσα στην εκκλησία, την Ορθόδοξη εκκλησία. Αδελφοί μου, την ειδοποίηση αυτή ακούμε σε κάθε θεία λειτουργία. «ποίετε εξ’αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπερ ημών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιο». Ελάτε όλοι όσοι πάσχετε από μεσογειακή αναιμία που λέγεται αμαρτία από την αμαρτία που μεταδίδει στο αίμα μας στο είναι μας στο μικρόβιο του θανάτου. Βεβαίως. Η αμαρτία γεννά τα μικρόβια όχι μόνο τα ψυχικά τα οποία μετδίδουν ψυχική αρρώστια, αλλά και σωματικά. Η αμαρτία δημιουργεί ασθένειες οι οποίες επιφέρουν βέβαιο θάναντο. Ελάτε και δεχθείτε την μετάνοια. Είναι το αίμα του Χριστού που μεταγγίζεται το πεντακάθαρο. Αυτό σας κάνει αδελφούς του Ιησού Χριστού. Αυτό σας χαρίζει την αιώνιο ζωή και δόξα. Σας κάνει κληρονόμους μεν Θεού, συγκληρονόμους δε Χριστού. Να γιατί μετά την θεία κοινωνία γινόμεθα αδελφοί του Χριστού και κληρονόμοι του. Γιατί το αίμα του Χριστού παίρνοντας το με την θεία κοινωνία γινόμεθα αδελφοί του Χριστού και επομένως συγκληρονόμοι του Θεού πατέρα.
Να γιατί μέσα στην εκκλησία την Ορθόδοξη νοιώθομε ως μέλη του Χριστού. Όταν έρθει η χάρις του Θεού, η χάρις του αγίου πνεύματος και ιδιαίτερα στην θεία λειτουργία, ίσως να το έχετε γνωρίσει εν πράξη, όταν έρχεται η ευλογημένη χάρις του Θεού, νοιώθουμε να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους και σε κατάσταση εί δυνατόν να αγκαλιάζουμε όλους τους ανθρώπους και να τους δώσουμε αυτό που εμείς νοιώθουμε μέσα μας. Αυτό φανερώνει και χαρακτηρίζει την αδελφοσύνη η οποία γεννάται μέσα στην εκκλησία και ιδιαίτερα μετά την θεία κοινωνία. Ο Χριστός μας είναι η κεφαλή. Η εκκλησία εμείς όλοι. Όλοι εμείς ήμεθα το σώμα του Χριστού. Αφού αναστήθηκε η κεφαλή, θα αναστηθούμε και τα μέλη, όλοι εμείς. Γι’αυτό ο απόστολος Παύλος δεν ονομάζει τον Χριστό μας μόνο πρωτότοκο υιόν του Θεού, τον ονομάζει και πρωτότοκο εκ των νεκρών. Δόξα ο Χριστός, δοξασμένοι και εμείς. Κληρονόμος εκείνος κληρονόμοι και εμείς.
Ο Χριστός μας στην λίστα της αγάπης του μας έχει βάλει στην πρώτη θέση, βαθιά μες την καρδιά του. Γι’αυτό μας ανέχεται και μακροθυμοί στα τόσα που του κάνουμε. Εμείς οι πιστοί στην λίστα της αγάπης μας, έχουμε τον Ιησούν Χριστό μας πρώτο; Ίνα γένοιτε εν πολλοίς πρωτεύων; Πρώτος στην καρδιά μας που σημαίνει το κέντρο της αγάπης μας. Ο πρώτος έρωτας μας να είναι ο Χριστός. Πρώτος στο σπίτι μας, που σημαίνει στο σαλόνι του σπιτιού μας να δεσπόζει η εικόνα του Χριστού. Τη ζωή του σπιτιού μας να την κυβερνάει ο Χριστός. Εάν το τιμόνι της οικογένειας το δώσουμε στον μεγάλο κυβερνήτη τον Χριστό μας, το σπίτι το καράβι του σπιτιού μας θα πάει ίσια. Και στις φουρτούνες που συναντάει το καράβι και η οικογένεια στην ζωή, θα τύχει καλής οδηγήσεως με αποτέλεσμα να φτάσει στο λιμάνι της σωτηρίας. Συνεχίζω. Πρώτος στην εκλογή μας, που σημαίνει ψηφίζουμε για αρχηγό μας τον Χριστό μας. Πρώτος στην σκέψη μας που σημαίνει να σκεφτόμεθα να κάνουμε ότι θέλει ο Χριστός. Εάν σε κάθε πράξη μας σκεφτόμεθα, αυτό που θα κάνω, αυτό που θα πω, αυτή την πράξη που θα εκτελέσω, την θέλει ο Χριστός, τότε να την κάνω. Όταν όμως η συνείδηση μου πεί ότι αυτή η πράξη δεν του αρέσει του Χριστού, δεν πρέπει να την κάνω. Κι όμως εγώ την κάνω. Πρώτος ο Χριστός μας στον προυπολογισμό μας, που σημαίνει το μεγαλύτερο κονδύλιο στην ελεημοσύνη, στα έργα του Χριστού. Πρώτος παντού. Και γιατί να μην είναι πρώτος; Το αξίζει. Όχι μόνο γιατί είναι Θεός μας, αλλά και για το ότι μας κάνει κληρονόμους του. Πως το γνωρίζουμε ; Μας δίνει στην ζωή αυτή την προκαταβολή της κληρονομίας. Και ποιά είναι η προκαταβολή της κληρονομίας; Η άφεσις των αμαρτιών μας, η απολύτρωση. Η τελεία απαλλαγή από την κόλαση και η είσοδος εις την βασιλεία των ουρανών. Ήδη μας έχει κάνει την σπουδαία μετάθεση. Μας πήρε από το σκοτάδι και μας μετέθεσε στο φως. Αυτός που μας λυτρώνει από την αμαρτία μας σώζει και από τον θάνατο και μας κάνει κληρονόμους της αιωνίας ζωής και βασιλείας. Μας λυτρώνει από τον θάνατο, τον ψυχικό θάνατο, που σημαίνει τελεία αλλωτρίωσις από του Θεού. Αιώνιος χωρισμός από του Θεού. Τελεία αποξένωσις με ότι έχει σχέση με τον Θεό. Αυτό λέγεται ψυχικός θάνατος. Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε συλλάβει και πρώτος εγώ, δεν έχουμε συλλάβει το νόημα, τί θα πεί ψυχικός θάνατος και σε πόσο καιρό μπορεί να μας συμβεί. Όπως είπαμε ο ψυχικός θάνατος είναι ο χωρισμός, ο αιώνιος από τον Θεό και μπορεί να συμβεί μέσα στις στιγμές του χρόνου, να μας έβρει ο θάνατος ο σωματικός, ανεξομολόγητους και αδιόθρωτους. Παρ’ ότι είμεθα αδιόρθωτοι ον πρώτος είμαι εγώ και πιστεύουμε ότι ο θάνατος μπορεί να μας έρθει μετά από στιγμές, παρά ταύτα το σκοτάδι της άγνοιας, δεν θα πω άγνοια, αλλά μάλλον από αδιαφορία και από το ότι δεν έχουμε συλλάβει σοβαρά το θέμα της σωτηρίας, μας κάνει να βρισκόμεθα ανά πάσα στιγμή, στην επικίνδυνο θέση να χάσουμε την ψυχή μας συγχρόνως.
Μεταθέτουμε την εξομολόγηση, την διόρθωση, του καλού έργου για αργότερα. Και λέει η γραφή ότι : Κάτι που έχεις να κάνεις αύριο, μην το αφήσεις για την αύριο. Δεν ξέρεις αν θα την συναντήσεις την αύριο για να κάνεις αυτό το έργο. Σήμερα κάντο το καλό έργο. Αυτή την στιγμή εί δυνατόν. Και έχοντας αυτό το σοβαρότατον πρόβλημα ο καθένας μας, το θέμα της σωτηρίας, πρέπει να το κρατήσουμε με όλη την δύναμη του πιστεύω μας και να φροντίζουμε ανά πάσα στιγμή να είμεθα έτοιμοι. Να εξομολογούμεθα, η οποία εξομολόγηση είναι λουτρό, είναι αυτό που μας δίνει την δυνατότητα, μας δίνει το κλειδί με το οποίο ανοίγουμε την πόρτα της βασιλείας των ουρανών. Χωρίς αυτό το κλειδί δεν ανοίγει η πόρτα. Όσα καλά έργα κι αν κάνουμε, όσες θείες κοινωνίες και αν πάρουμε, εάν δεν θα οδηγηθεί το κλειδί αυτό να ανοίξει την θύρα της μετάνοιας της επιστροφής, σωτηρία δεν τυχάνουμε, δεν παίρνουμε. Γι’αυτό ακριβώς και ο Χριστός μας εις το άγιον Ευαγγέλιο μας φωνάζει, μας κράζει και μας λέγει «γρηγορείτε, ουκ είδατε την ημέρα, ουδέ την ώρα εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχετε να σου κτυπήσει την θύρα της ζωής.
Να ευχηθώ με όλη μου την καρδιά, να μας χαρίσει ο καλός Χριστός μας, ο μεγάλος μας αδελφός, ο συκληρονόμος της βασιλείας του Θεού και πατρός, να μας δώσει αυτή την αγιασμένη συναίσθηση, να καταλάβουμε το πόσο πρέπει να ετοιμαστούμε και να μας καταστήσει ετοίμους και μας πάρει σε μια στιγμή μετάνοιας και σωτηρίας. Αμήν.

Γι΄ αυτό επέμενα να το τραγουδώ στα παιδιά μου, παρά τις αντιδράσεις τους. Γι΄ αυτό και το χαμηλοτραγουδούσα σε κείνο το ταλαιπωρημένο ζευγάρι που έχοντας στις καρδιές τους τόση αγάπη, σφίγγονταν μεταξύ τους, παραμόρφωναν από το σφίξιμο την προσωπικότητα του πλαϊνού τους. Και έμεναν μόνοι. Ακριβώς σαν εκείνο το δυστυχισμένο αρκουδάκι!

Νιώθω σαν ελεγκτής του ΔΝΤ αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Θέλω άλλωστε να βεβαιωθώ ότι τα πράγματα είναι τόσο δραματικά όσο μου τα είπε μια γνωστή μου δημοσιογράφος που τυχαία κάποια στιγμή γνώρισε την οικογένεια Σκέντζα. Οταν τα μάτια μου συνηθίζουν το λίγο φως διακρίνω το ψυγείο (δίπλα από τη στρωματσάδα). Δυο ανοιχτές κονσέρβες, γάλατα μακράς διαρκείας, μια κόκκινη σάλτσα σε ένα πλαστικό μπολ, ένα χόρτο που μπορεί να ήταν και μαρούλι. Η κατάψυξη έχει μία από αυτές τις σακούλες με τα μαυρισμένα κρέατα που κάποτε μοίραζαν στους πολύτεκνους. «Μας δίνουν καμιά φορά στις γιορτές». Μια πόρτα οδηγεί στο κουζινάκι. Πετρογκάζ με δύο εστίες, ντουλάπια άδεια και μια άλλη μικρή πόρτα που οδηγεί στο μπάνιο (!). Στα αυθαίρετα δεν υπάρχουν διάδρομοι. Ενα λάστιχο και μια τρύπα στη γωνία, σαν τα ντους που έχουν μερικές παραλιακές ταβέρνες για να ξεπλένονται οι πελάτες τους μετά τη βουτιά και πριν από το φαγητό. Μόνο που εδώ είναι σπίτι.
Η Μαρία απαντάει γρήγορα και καθαρά στις ερωτήσεις μου. Δεν ζητιανεύει. Μετά τα πρώτα λεπτά καταλαβαίνω ότι δεν είναι από τους επαγγελματίες που απλώνουν το χέρι γιατί βαριούνται να δουλέψουν. Γι΄ αυτό άλλωστε ήρθα ξαφνικά και μέσα στη νύχτα. Να δω το αληθινό σκηνικό και αυτό που στήνουν πολλές φορές οι επιτήδειοι για να συγκινήσουν άμαθους δημοσιογρά φους. «Αυτός είναι ο άντρας μου» αλλά αντί να ξεσκεπάσει το πρόσωπό του μου δείχνει τα πόδια του. Πρησμένα και με μεγάλες πληγές. Τραβάει μια καρέκλα, κάθεται, μου προσφέρει και εμένα μία, κάνει θόρυβο αλλά κανένας άλλος στα δυο δωμάτια δεν σαλεύει. Είναι όλοι τους τόσο κουρασμένοι....