-->
Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο.
Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!
Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη.
Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του.
Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του.
Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία.
Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ








Στις αρχές του ΙΘ αιώνος, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, το Ρωσικό, που την εποχή αυτή είχε Έλληνες μοναχούς, ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένη.
Η Ιερά Κοινότης, λοιπόν, το έτος 1803, αποφάσισε να διαγράψει το μοναστήρι από τον αριθμό των αγιορειτικών μονών, και απευθύνθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο με ανάλογη αίτηση.
Ο πατριάρχης απέρριψε αποφασιστικά τέτοια πρόταση και έδωσε εντολή να φροντίσουν αμέσως για την εξεύρεση εμπείρου και πνευματικού ηγουμένου, στου οποίου τα χέρια θα παρέδιδαν όσο το δυνατόν γρηγορώτερα το κοινόβιο για να το ανασυγκροτήση.
Μόλις η Ιερά Κοινότης έλαβε γνώση της Πατριαρχικής αποφάσεως, επέλεξε και πρότεινε τον Έλληνα π. Σάββα, ηλικιωμένο ιερομόναχο της Σκήτης Ξενοφώντος, ο οποίος κατά τη γνώμη τους ήταν ικανός να αντεπεξέλθη στο έργο που επρόκειτο να του ανατεθή.
(Ο π. Σάββας τελικά με εντολή του Πατριάρχη πάει στην Κωσταντινούπολη και το κείμενο συνεχίζει ως ακολούθως) :
Μεταξύ των πιστών της Κωνσταντινουπόλεως, από τους οποίους πολλοί εγνώριζαν τκαι προσωπικώς το Γέροντα, γρήγορα διαδόθηκε η είδησις για τον ερχομό του…
Ο π. Σάββας έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών και γνωρίστηκε με πολλές ευλαβείς ελληνικές οικογένειες.
Ο μαθητής του, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος(1848+) διηγήθηκε ως αυτόπτης μάρτυς το εξής γεγονός:Σε κάποια από τις ελληνικές οικογένειες, του ανέφεραν για ένα συγγενή τους νεαρό έμπορο, ο οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα.
Πέραν τούτου όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις φυλακισμένες, τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινώς.
Οι συγγενείς του, μιλώντας περί αυτού στον π.Σάββα, είπαν ότι θα τιμωρηθή αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση που αυτό γίνη γνωστό.
Ετσι, τον παρεκάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβησή του, το νεαρό από τέτοιο κίνδυνο.
Ο π. Σάββας, με πίστι στη βοήθεια της Χάριτος του Θεού και τη συνεργία της Θείας Κοινωνίας, άρχισε το έργο.
Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να εγκαταλείψη τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει ευκολώτερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήση πλέον για να τον αποτρέψη από την αμαρτία.
Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάη στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά της να νηστεύση, μετά να του αναγνωσθή η συγχωρητική ευχή, να κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνη ό,τι θέλει!
Ο δυστυχής….ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη δυσκολεύτηκε αλλά δέχθηκε τη συμβουλή.
Ίσως εξ αιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντος και των συγγενών του, περισσότερο όμως επειδή ο σοφός Γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την αμαρτία, αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα.
Ενήστευσε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία Κοινωνία και μετά τη θεία Λειτουργία γευμάτισε με τον π.Σάββα και με τους συγγενείς.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαίως, ο Γέροντας πρότεινε να προσπαθήση εκείνη την ημέρα να μην πάη στο χαρέμι και να κοινωνήση πάλιν την επόμενη.
Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδρασι, άρχισε εγκαρδίως να τον παρακαλή, υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη Θεία Κοινωνία θα τον αφήση ελεύθερο να πράξη κατά την επιθυμία του.
Αφού έλαβε την συγκατάθεσι τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα.
Πρότεινε να τον ξανακοινωνήση με τους ίδιους όρους,δηλαδή και εκείνη την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι, και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα.
Τότε φάνηκε πώς ενήργησε σωτηριωδώς η χάρις του Θεού, κατά την ζώσαν πίστιν του Γέροντος και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε σιγά σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωσι των φλογισμένων παθών.
Ο π. Σάββας συνέχισε να τον κοινωνή επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά του είπε:
- Πήγαινε τώρα όπου επιθυμείς, ακόμη και στο χαρέμι δεν σε εμποδίζω!
Αλλά στην ψυχή του νέου είχε ήδη συντελεσθή η μεταστροφή.
- Ας κάνουν μαζί μου, ό,τι θέλουν , είπε. Μπορούν και να με κατακόψουν. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα έτρεχα!
Με αυτόν τον τρόπο ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος….έσωσε το…πρόβατό Του.
Όταν ο π. Σάββας συγκέντρωσε αρκετές δωρεές, επέστρεψε στο Αγιο Όρος και στην ακτή της θάλασσας άρχισε να κτίζει το μοναστήρι...
πηγή : 





