(συνέχεια απο προηγ.ανάρτηση )
Η πρώτη αποστολική περιοδεία
Τα γεγονότα της πρώτης αποστολικής περιοδείας που αποτελεί την πρώτη μεγάλη εξόρμηση του χριστιανισμού έξω από τα όρια της Παλαιστίνης, περιλαμβάνονται στα κεφ. 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων και περιγράφουν πώς ο Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας, συνοδευόμενοι από τον ανεψιό του Βαρνάβα, Ιωάννη-Μάρκο (ο συγγραφέας του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου), ξεκινούν για την δύσκολη αποστολή. Στην Πέργη, ο Ιωάννης Μάρκος, για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε την περιοδεία.
Το ταξίδι αυτό αρχίζει από την Αντιόχεια και περιλαμβάνει την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντιόχεια της Πισιδίας και πόλεις της Λυκαονίας (ή Νότιας Γαλατίας), όπως το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη. Μάλιστα στην περιοχή της Γαλατίας, οι κοινότητες που ιδρύονται περιλαμβάνουν χριστιανούς εξ Ιουδαίων και εξ εθνικών, οι οποίοι αρχικά συνυπάρχουν και συζούν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.Η μέθοδος που ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανώτατη θρησκευτική ηγεσία των Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία των ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από τους Ιουδαίους.Μετά από την εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των Ιουδαίων, στράφηκαν προς τους εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσύλητοι στον Ιουδαϊσμό. Σε όλη την πορεία του ο Παύλος είχε αρκετούς συνεργάτες που προέρχονταν από Ελληνικές πόλεις ή ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι:
• ο Τιμόθεος, από μητέρα "Ιουδαία πιστή" και Έλληνα πατέρα (Πράξ. 16:1)
• ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. 2:3)
• ο Τρόφιμος (Πράξ. 21:29)
• ο Φιλήμων (Φιλήμ. 1)
• ο Σώπατρος (Πράξ. 20:4) ή Σωσίπατρος (Ρωμ. 16:20)
• ο Γάιος (Πράξ. 19:29)
• ο Αρίσταρχος (Πράξ. 19:29)
• ο Σεκούνδος (Πράξ. 20:4)
• ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10)
• ο Στεφανάς (Α' Κορ. 1:16)
• ο Επαφρόδιτος, (Φιλ. 2:25)
και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Κολ. 4:24).Αν και δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν Ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς. Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες οργανώθηκαν (Πράξ. 14:23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς κινδύνους των Αποστόλων (Β' Τιμ. 3:11).Ασφαλώς, η δημιουργία Εκκλησιών με τη συμμετοχή πολλών εθνικών αποτελεί σπουδαία επιτυχία της αποστολής του Παύλου, αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων ιουδαϊζόντων, οι οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν ενταχθούν στην Εκκλησία.Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο.
Η Αποστολική Σύνοδος
Μετά την αποστολή του Βαρνάβα και του Παύλου από την εκκλησία της Αντιόχειας στην πρώτη αποστολική περιοδεία, επέστρεψαν και πάλι στο Ιεραποστολικό τους κέντρο την Αντιόχεια και αφού συγκέντρωσαν την εκκλησία, τους διηγήθηκαν όσα έκανε ο Θεός μ' αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως.Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν στην Αντιόχεια για αρκετό καιρό με τους άλλους χριστιανούς (Πράξ. 13:1 - 14,28). Αυτή την περίοδο ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν να ανέβουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν το ζήτημα που δημιουργήθηκε με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους:"γενομένης δε στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρναβάν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου" (Πράξ. 15:2). Αναχώρησαν έτσι από την εκκλησία της Αντιόχειας και όταν έφθασαν στην Ιερουσαλήμ "παρεδέχθησαν από της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων" (Πράξ. 15:4), και μετά την υποδοχή, συγκροτήθηκε η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η γνωστή ως Αποστολική Σύνοδος.Σημαντικά πρόσωπα στη συζήτηση της Συνόδου ήταν οι Πέτρος, Βαρνάβας, Παύλος και Ιάκωβος. Στην προς Γαλατάς επιστολή (2:1-14), ο Παύλος μάλιστα αναφέρεται στις κατ' ιδίαν διαβουλεύσεις που είχε με τους αποστόλους, όπου τόνισε την απ' ευθείας κλήση του στο αποστολικό αξίωμα από τον Χριστό και τόνισε ότι "ουδέ Τίτος ο σύν εμοί, Έλλην ών, ηναγκάσθη περιτμηθήναι".Ο πρόδεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος (ο Αδελφόθεος), συμφωνώντας με τους Πέτρο, Βαρνάβα και Παύλο, και βασισμένος στην προφητεία Αμώς 9:11-12, πρότεινε "μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν" (Πράξ. 15:19) και τη λήψη σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση της Συνόδου συνιστά να μην επιβληθεί κανένα άλλο βάρος στους εξ εθνών χριστιανούς παρά:"απέχεσθαι ειδωλοθύτων καί αίματος καί πνικτού καί πορνείας" (Πράξ. 15:28-29) Αποφασίστηκε να διαβιβάσουν την απόφαση με επιστολή στους εξ εθνών χριστιανούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας, και η μεταφορά της ανατέθηκε "τώ Παύλω καί Βαρνάβα, Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν καί Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς" (Πράξ. 15:22), από τους οποίους οι δύο τελευταίοι είχαν εντολή να μεταφέρουν όσα συζητήθηκαν και "διά λόγου" (Πράξ. 15:27).
Η δεύτερη αποστολική περιοδεία
H δεύτερη περιοδεία του Παύλου, πραγματοποιείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και συμπίπτει με τη νέα εποχή που αρχίζει στις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αρχίζει από την Αντιόχεια με τη συνοδεία του Σίλα και όχι του Βαρνάβα τη φορά αυτή, ο οποίος με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο.Μετά από επίσκεψη στις Εκκλησίες της Λυκαονίας με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμοθέου, που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία:"Και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία, και βοήθησέ μας." (Πράξ. 16:9) Στο σημείο αυτό προστίθεται στη συνοδεία και ο Λουκάς, ο οποίος στη διήγηση των Πράξεων περιγράφει από το σημείο αυτό και εξής τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού (τα λεγόμενα ημείς εδάφια των Πράξεων).Καθώς ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως "από το Άγιο Πνεύμα". Έτσι κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας στον Βορρά. Πιθανώς οι εξ εθνών Εκκλησίες της βόρειας Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε την Προς Γαλατάς Επιστολή, να ιδρύθηκαν καθ' οδών. Τα σχέδια του εμποδίστηκαν άλλη μία φορά και κατευθύνθηκε βορειοανατολικά προς την Τρωάδα, από την οποία, έπειτα από ένα όραμα, πέρασε διά θαλάσσης στην Μακεδονία.Ο Παύλος φτάνει δια μέσου της Αμφιπόλεως και της Απολλωνίας στη Θεσσαλονίκη, την οποία αναγκάζεται λόγω των διωγμών να εγκαταλείψει γρήγορα, για να μεταβεί στη Βέροια (όπου μένει για μικρό χρονικό διάστημα, πάλι για τους ίδιους λόγους). Ίδρυσε όμως τις Εκκλησίες των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας και έτσι, στους Φιλίππους της Μακεδονίας ιδρύεται η πρώτη επί ευρωπαϊκού εδάφους Εκκλησία που, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Παύλου, του είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Κατόπιν, από τη Βέροια αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Ο συγγραφέας των Πράξεων παραθέτει ομιλία του Παύλου στην Πνύκα και αναφέρει δύο ονόματα, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι μεταξύ των πενιχρών καρπών της επισκέψεως αυτής. H ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Ο Λουκάς έχει συνείδηση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν εκεί και των δυσχερειών που περικλείει το θέμα Ευαγγέλιο - Ελληνισμός. Γενικά παρατηρεί, ότι οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τον Παύλο με σκεπτικισμό και με τη φράση "ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου". Το κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών φαίνεται να υπήρξε, κατά τον Λουκά, η κύρια πέτρα του σκανδάλου για τους Αθηναίους φιλοσόφους. Στην ομιλία του όπως παραδίδεται στις Πράξεις, ο Παύλος προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ακροατηρίου με φιλοσοφική παιδεία, τελικά όμως, στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε Εκκλησία.Ο επόμενος σταθμός της περιοδείας είναι η εμπορική πόλη της Κορίνθου όπου γνώρισε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, ένα ανδρόγυνο Εβραίων, οι οποίοι ήταν επίσης σκηνοποιοί. Είχαν φθάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν οι Εβραίοι από την πρωτεύουσα. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα και έγραψε τις δύο επιστολές προς Θεσσαλονικείς.Στις Πράξεις αναφέρεται ένα επεισόδιο, κατά το οποίο ο Παύλος παρουσιάστηκε στον ανθύπατο Γαλλίωνα. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.Από την Κόρινθο μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα φεύγουν για την Έφεσο, από την οποία επισκέπτεται την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ίσως για λίγο και τα Ιεροσόλυμα, για να ξαναγυρίσει στην Αντιόχεια, όπου δεν μένει πολύ και ούτε επανέρχεται.
Η τρίτη αποστολική περιοδεία
Ο Παύλος την εποχή αυτή είχε πλέον ιδρύσει Εκκλησίες στην Μικρά Ασία και στην Ελλάδα με ένα σημαντικό κέντρο στην Κόρινθο και είχε αρχίσει να εργάζεται στην επίσης σημαντική Έφεσο. Ακολούθησε μια περίοδος σταθεροποίησης.Μετά την επιστροφή του στην Αντιόχεια και αφού παρέμεινε εκεί ένα διάστημα, ο Παύλος έφυγε για τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία για να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει κατά την προηγούμενη περιοδεία του. Κατόπιν, περιόδευσε στη δυτική περιοχή της Βιθυνίας και κατέληξε στην Έφεσο, το ορμητήριο της τρίτης περιοδείας του, στην οποία έφτασε διά ξηράς μέσω της περιοχής της Φρυγίας. Την εποχή αυτή πρέπει να ίδρυσε Εκκλησίες στις Κολοσσές, στην Ιεράπολη και στην Λαοδίκεια.Από την Έφεσο, ο Παύλος επισκέπτεται τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Κατά το διάστημα αυτό γράφονται πιθανώτατα στην Έφεσο, όπου φυλακίζεται ο Παύλος, όλες ή μερικές από τις λεγόμενες "επιστολές της αιχμαλωσίας" (προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εφεσίους), αν και η παράδοση τις τοποθετεί στο χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του Παύλου στη Ρώμη μετά μια πενταετία.
Για όλη την περιοδο αυτή οι Πράξεις δίνουν ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες τελικά αντλούμε από τις επιστολές του Παύλου. Για παράδειγμα, δεν αναφέρονται στις Πράξεις οι κίνδυνοι που πέρασε ο Παύλος και μαρτυρούνται στα Α' Κορ. 15:32 ή Β' Κορ. 1:8-10 και η σωτηρία του από βέβαιο θάνατο με την αυτοθυσία των Ακύλα και Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16:3-4). Τα περιστατικά που περιγράφονται ("εθηριομάχησα", "το απάκριμα του θανάτου", "τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν") ίσως σημαίνουν σημαίνουν, μία ή και δύο φυλακίσεις του Παύλου στην Έφεσο.Αναφέρονται πάντως κάποια σημαντικά γεγονότα όπως η ύπαρξη κάποιων αιρέσεων στην Έφεσο, όπως οι αγνοούντες το Άγιο Πνεύμα πρώην οπαδοί του Ιωάννη του Βαπτιστή (Πράξ. 19:2), οι Ιουδαίοι που έκαναν εξορκισμούς στο όνομα του Ιησού (19:13), όπως και μια αναταραχή που προκλήθηκε από κάποιον αργυροχόο που λεγόταν Δημήτριος, επειδή πολλοί μεταστρέφονταν από τα κυρήγματα του Παύλου και έτσι υπήρχε κίνδυνος να μείνουν χωρίς δουλειά οι τεχνίτες που ζούσαν από τις πωλήσεις ομοιωμάτων του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο (Πράξ. 19:23-41).Από τη δραστηριότητα του Παύλου κατά το διάστημα της περιοδείας αυτής ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και την αλληλογραφία (Α και Β επιστολές προς Κορινθίους).Η αλληλογραφία του με την Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν. Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η επιστολή είχε θετικά αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β' επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης. Ένα άλλο θέμα της Β' προς Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο τής ενότητας μεταξύ των εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι εξ εθνών χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτιμηθούν και να τηρούν τον Νόμο. Το πρόβλημα αυτό προβάλλεται στην Προς Γαλατάς Επιστολή.Από τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο των επιστολών προς Κορινθίους, διαφαίνεται η φύση των προβλημάτων που προκάλεσε στον εκεί Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η ατομοκρατία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες στην ιστορική τους ζωή δημιουργεί προβλήματα στην ενότητα της Εκκλησίας της Κορίνθου με τις διαιρέσεις πού παρουσιάζονται εκεί. Η ροπή προς τη "γνώση" και τη "σοφία" συνδυασμένη με την ατομοκρατία υποχρεώνει τον Παύλο να τονίσει τη "μωρία του σταυρού", να αντιπαρατάξει στην ανθρωποκεντρική ελληνική σοφία τη "σοφία του Θεού" και να θέσει την αγάπη που "οικοδομεί" παραπάνω από τη γνώση που "φυσιοί".
Όλα αυτά μαζί με μια ηθική εμπνευσμένη από την ιδέα του "σώματος", στην εκκλησιολογική του σημασία, και της αναστάσεως των νεκρών απηχούν την πρώτη προσπάθεια του Χριστιανισμού να προσαρμόσει τον Ελληνισμό σε μια θρησκεία ιουδαϊκής προελεύσεως και τις δυσκολίες πού είχε η προσπάθεια αυτή.Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους επιστολή, ένα βαθύτατα θεολογικό κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρεισμα που θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς δυσμάς.Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του Παύλου, από τους Ιουδαίους και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ "διά Μακεδονίας" (Πράξ. 20:3). Πριν φτάσει στην Ιερουσαλήμ έμεινε μερικές ημέρες στην Καισάρεια όπου κάποιος προφήτης που λεγόταν Άγαβος, προέβλεψε τη σύλληψη του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, όπου τελικά πήγε ο Παύλος συνοδευόμενος από χριστιανούς της Καισάρειας και έτσι έληξε η τρίτη αποστολική περιοδεία.
Η τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα
και η πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη
Ο λόγος για τον οποίο ο Παύλος επέμεινε να πάει στην Ιερουσαλήμ εκθέτοντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο δεν είναι γνωστός. Σίγουρα όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλης σπουδαιότητας, για να κάνει αυτό το ταξίδι την εποχή που κατάστρωνε μεγαλόπνοο σχέδιο για επίσκεψη στη Ισπανία (Ρωμ. 15:24) και ενώ γνώριζε τις διαστάσεις που είχε λάβει η επιθετικότητα των Ιουδαίων (Πράξ. 20:3).Τελικά, αυτό που φοβόταν και άφηνε να εννοηθεί στο τέλος της Προς Ρωμαίους Επιστολής συνέβη και η περιπέτειά του κατέληξε στη σύλληψη και φυλάκισή του στην Καισάρεια και κατόπιν στη μεταφορά του στη Ρώμη.Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των Ιουδαίων (Πράξ. 21:27 εξ.) οι οποίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν κατηγορώντας τον ότι δίδασκε ενάντια στον ιουδαϊκό λαό και τον μωσαϊκό Νόμο.
Τελικά, και ενώ κινδύνευε σοβαρά η ζωή του, συνελήφθη (εν μέρει για να σωθεί η ζωή του από τον όχλο καθώς ήταν Ρωμαίος πολίτης) και τελικά διασώθηκε με τον τρόπο αυτό από τη ρωμαϊκή φρουρά της πόλης. Πριν την είσοδό τους στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος. Το αίτημά του έγινε δεκτό οπότε ο απόστολος αναφέρθηκε στην καταγωγή του, στον Γαμαλιήλ, στην αφοσίωσή του προς την πατρώα θρησκεία, τη μεταστροφή του και την εντολή του Χριστού να κηρύξει το ευαγγέλιο (Πράξ. 21:37 εξ.). Όμως οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και ζητούσαν τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο όπου ήταν ασφαλής ώστε την επόμενη ημέρα να μεταφερθεί προ του Μεγάλου Συνεδρίου για να απολογηθεί.Μπροστά στο Συνέδριο, ο Παύλος επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα αλλά τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή και ο Παύλος επέστρεψε και πάλι στο στρατόπεδο.Στο μεταξύ, ο ανεψιός του Παύλου έμαθε πως υπήρχε σχέδιο εξόντωσης του αποστόλου. Έτσι οργανώθηκε η μεταφορά του και με συνοδεία ισχυρής φρουράς οδηγήθηκε στην Καισάρεια, στην έδρα του ρωμαίου Επιτρόπου της Ιουδαίας, Φήλικα (Πράξ. 23:12-35). Εκεί κρατήθηκε ο Παύλος με την εντολή όμως να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους.Τελικά έμεινε φυλακισμένος στην Καισαρεία επί 2 χρόνια, οπότε τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Επίτροπος Φήστος (Πράξ. 24:27). Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Φήστο να στείλει τον Παύλο στα Ιεροσόλυμα, με την κρυφή σκέψη να τους είναι πιο εύκολο να τον εξοντώσουν. Ο Φήστος διέταξε νέα δίκη του Παύλου, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της ιουδαϊκής ηγεσίας. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους, επικαλέστηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε ρωμαίος πολίτης ώστε να δικασθεί στη Ρώμη.Αναχώρησε τελικά για τη Ρώμη στα τέλη του φθινοπώρου. Ένα ναυάγιο όμως ανάγκασε τους επιβάτες να παραμείνουν επί τρεις μήνες στην Μάλτα, με αποτέλεσμα να φθάσουν στη Ρώμη την άνοιξη. Τις λεπτομέρειες του ταξιδιού προς τη Ρώμη, μας δίνουν οι Πράξεις στα κεφ. 27-28. Στη Ρώμη, έμεινε με ελαφρά δεσμά επί δύο χρόνια σε κατοικία "εν ιδίω μισθώματι", με φύλαξη στρατιώτη, περιμένοντας την εκδίκαση της υποθέσεώς του. Εξακολουθούσε όμως να κυρήττει στους επισκέπτες του για τη βασιλεία του θεού "μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως" (Πράξ. 28:30-31).Σε αυτό το σημείο τελειώνει και η διήγηση των Πράξεων, χωρίς ο Λουκάς να μας πληροφορεί για την έκβαση της φυλακίσεως του αποστόλου. Μένουν έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται στις Ποιμαντικές επιστολές ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα για το βίο του Παύλου από το τέλος των Πράξεων και μετά.
Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το
μαρτύριο του Παύλου
Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα της ζωής του Παύλου μετά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη, είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστούν, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τα μέχρι τότε συμβάντα. Για τους περισσότερους ερευνητές πάντως, οι ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης του υπόδικου Παύλου στη Ρώμη, προδικάζουν και την έκβαση της φυλάκισής του η οποία, το πιθανότερο, έληξε με την αθώωση και την αποφυλάκισή του, όπως άλλωστε δέχεται και η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.Έτσι, η επιθυμία του Παύλου να επισκεφθεί και να κηρύξει στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24-28) ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι, ο Παύλος και οι συνεργάτες του περιόδευσαν στο νότιο τμήμα της, καθώς και στο νότιο τμήμα της Γαλατίας και μετά επέστρεψαν στη Ρώμη.Η αισιοδοξία που εκφράζεται στις επιστολές προς Φιλιππησίους, Φιλήμονα και Εβραίους καθώς και οι υποσχέσεις που δίδονται προς τους παραλήπτες τους ότι σύντομα θα τους επισκεφθεί (Φιλιπ. 2:19-24, Φιλήμ. 22, Εβρ. 13:23), δηλώνουν ότι ο Παύλος επιθυμούσε να μεταβεί και πάλι στην Ανατολή για να συναντήσει αγαπημένα του πρόσωπα, να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει και να επιλύσει τα προβλήματά τους. Μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, ο Παύλος δεν παρέμεινε για πολύ στη Ρώμη αλλά αναχώρησε με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Φθάνοντας όμως στην Κρήτη, ο ίδιος και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν ότι η κατάσταση στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή, αλλά επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επιτρόπου Φήστου. Πράγματι, ο ιστορικός Ιώσηπος μας πληροφορεί γι αυτό το γεγονός, το οποίο δημιούργησε κενό ρωμαϊκής εξουσίας για πολλούς μήνες. Έτσι, γράφει ο Ιώσηπος, ο νέος επίτροπος, Αλβίνος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του βρήκε την Ιουδαία σε κατάσταση αταξίας. Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, ο Παύλος έκρινε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια επίσκεψη στην περιοχή. Βέβαια η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τέτοια που δεν θα κατάφερνε ποτέ πια να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ.Σύμφωνα με τις Ποιμαντικές Επιστολές (Α' και Β' Τιμ. και Τίτ.) ο Παύλος έκανε ένα ακόμη ταξίδι στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Μ. Ασία, την Κρήτη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού, ενώ κατά τη Β' Τιμ. καταλήγει και πάλι στη Ρώμη όπου φ
υλακίζεται για δεύτερη φορά. Οι συνθήκες όμως αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικές αφού ο Παύλος μπήκε στη φυλακή (Β'Τιμ. 2:9). Πάντως του επιτράπηκε να δέχεται επισκέψεις φίλων και συνεργατών, όπως π.χ. του Ονησιφόρου (Β' Τιμ. 1:16-18), του Ευβούλου, του Λίνου, του Πούδη, της Κλαυδίας και άλλων (4:21), αλλά και του Λουκά καί του Τυχικού (4:11-12).Από τη φυλακή αυτή έγραψε τη Β' προς Τιμόθεον επιστολή (Β'Τιμ. 4:21), η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού η δεύτερη αυτή φυλάκιση κατέληξε στο μαρτυρικό του θάνατο. Η αγωνιώδης έκκληση του Παύλου προς τον Τιμόθεο, που βρισκόταν στην Έφεσο (Β'Τιμ. 4:9-21), ώστε να πάει στη Ρώμη και να τον συναντήσει, δείχνει πως ο απόστολος δεν μαρτύρησε αμέσως μετά τη μεταφορά του στη Ρώμη, αλλά αφού πρώτα πέρασε μερικούς μήνες στη φυλακή, και μετά από κανονική δίκη ως ρωμαίος πολίτης.Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους ρωμαίους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας κατά γενική ομολογία, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της Εκκλησίας. (συνεχίζεται... )
http://www.agpaulou.gr/
Το ταξίδι αυτό αρχίζει από την Αντιόχεια και περιλαμβάνει την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντιόχεια της Πισιδίας και πόλεις της Λυκαονίας (ή Νότιας Γαλατίας), όπως το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη. Μάλιστα στην περιοχή της Γαλατίας, οι κοινότητες που ιδρύονται περιλαμβάνουν χριστιανούς εξ Ιουδαίων και εξ εθνικών, οι οποίοι αρχικά συνυπάρχουν και συζούν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.Η μέθοδος που ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανώτατη θρησκευτική ηγεσία των Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία των ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από τους Ιουδαίους.Μετά από την εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των Ιουδαίων, στράφηκαν προς τους εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσύλητοι στον Ιουδαϊσμό. Σε όλη την πορεία του ο Παύλος είχε αρκετούς συνεργάτες που προέρχονταν από Ελληνικές πόλεις ή ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι:
• ο Τιμόθεος, από μητέρα "Ιουδαία πιστή" και Έλληνα πατέρα (Πράξ. 16:1)
• ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. 2:3)
• ο Τρόφιμος (Πράξ. 21:29)
• ο Φιλήμων (Φιλήμ. 1)
• ο Σώπατρος (Πράξ. 20:4) ή Σωσίπατρος (Ρωμ. 16:20)
• ο Γάιος (Πράξ. 19:29)
• ο Αρίσταρχος (Πράξ. 19:29)
• ο Σεκούνδος (Πράξ. 20:4)
• ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10)
• ο Στεφανάς (Α' Κορ. 1:16)
• ο Επαφρόδιτος, (Φιλ. 2:25)
και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Κολ. 4:24).Αν και δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν Ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς. Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες οργανώθηκαν (Πράξ. 14:23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς κινδύνους των Αποστόλων (Β' Τιμ. 3:11).Ασφαλώς, η δημιουργία Εκκλησιών με τη συμμετοχή πολλών εθνικών αποτελεί σπουδαία επιτυχία της αποστολής του Παύλου, αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων ιουδαϊζόντων, οι οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν ενταχθούν στην Εκκλησία.Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο.
Η Αποστολική Σύνοδος
Μετά την αποστολή του Βαρνάβα και του Παύλου από την εκκλησία της Αντιόχειας στην πρώτη αποστολική περιοδεία, επέστρεψαν και πάλι στο Ιεραποστολικό τους κέντρο την Αντιόχεια και αφού συγκέντρωσαν την εκκλησία, τους διηγήθηκαν όσα έκανε ο Θεός μ' αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως.Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν στην Αντιόχεια για αρκετό καιρό με τους άλλους χριστιανούς (Πράξ. 13:1 - 14,28). Αυτή την περίοδο ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν να ανέβουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν το ζήτημα που δημιουργήθηκε με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους:"γενομένης δε στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρναβάν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου" (Πράξ. 15:2). Αναχώρησαν έτσι από την εκκλησία της Αντιόχειας και όταν έφθασαν στην Ιερουσαλήμ "παρεδέχθησαν από της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων" (Πράξ. 15:4), και μετά την υποδοχή, συγκροτήθηκε η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η γνωστή ως Αποστολική Σύνοδος.Σημαντικά πρόσωπα στη συζήτηση της Συνόδου ήταν οι Πέτρος, Βαρνάβας, Παύλος και Ιάκωβος. Στην προς Γαλατάς επιστολή (2:1-14), ο Παύλος μάλιστα αναφέρεται στις κατ' ιδίαν διαβουλεύσεις που είχε με τους αποστόλους, όπου τόνισε την απ' ευθείας κλήση του στο αποστολικό αξίωμα από τον Χριστό και τόνισε ότι "ουδέ Τίτος ο σύν εμοί, Έλλην ών, ηναγκάσθη περιτμηθήναι".Ο πρόδεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος (ο Αδελφόθεος), συμφωνώντας με τους Πέτρο, Βαρνάβα και Παύλο, και βασισμένος στην προφητεία Αμώς 9:11-12, πρότεινε "μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν" (Πράξ. 15:19) και τη λήψη σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση της Συνόδου συνιστά να μην επιβληθεί κανένα άλλο βάρος στους εξ εθνών χριστιανούς παρά:"απέχεσθαι ειδωλοθύτων καί αίματος καί πνικτού καί πορνείας" (Πράξ. 15:28-29) Αποφασίστηκε να διαβιβάσουν την απόφαση με επιστολή στους εξ εθνών χριστιανούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας, και η μεταφορά της ανατέθηκε "τώ Παύλω καί Βαρνάβα, Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν καί Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς" (Πράξ. 15:22), από τους οποίους οι δύο τελευταίοι είχαν εντολή να μεταφέρουν όσα συζητήθηκαν και "διά λόγου" (Πράξ. 15:27).
Η δεύτερη αποστολική περιοδεία
H δεύτερη περιοδεία του Παύλου, πραγματοποιείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και συμπίπτει με τη νέα εποχή που αρχίζει στις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αρχίζει από την Αντιόχεια με τη συνοδεία του Σίλα και όχι του Βαρνάβα τη φορά αυτή, ο οποίος με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο.Μετά από επίσκεψη στις Εκκλησίες της Λυκαονίας με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμοθέου, που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία:"Και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία, και βοήθησέ μας." (Πράξ. 16:9) Στο σημείο αυτό προστίθεται στη συνοδεία και ο Λουκάς, ο οποίος στη διήγηση των Πράξεων περιγράφει από το σημείο αυτό και εξής τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού (τα λεγόμενα ημείς εδάφια των Πράξεων).Καθώς ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως "από το Άγιο Πνεύμα". Έτσι κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας στον Βορρά. Πιθανώς οι εξ εθνών Εκκλησίες της βόρειας Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε την Προς Γαλατάς Επιστολή, να ιδρύθηκαν καθ' οδών. Τα σχέδια του εμποδίστηκαν άλλη μία φορά και κατευθύνθηκε βορειοανατολικά προς την Τρωάδα, από την οποία, έπειτα από ένα όραμα, πέρασε διά θαλάσσης στην Μακεδονία.Ο Παύλος φτάνει δια μέσου της Αμφιπόλεως και της Απολλωνίας στη Θεσσαλονίκη, την οποία αναγκάζεται λόγω των διωγμών να εγκαταλείψει γρήγορα, για να μεταβεί στη Βέροια (όπου μένει για μικρό χρονικό διάστημα, πάλι για τους ίδιους λόγους). Ίδρυσε όμως τις Εκκλησίες των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας και έτσι, στους Φιλίππους της Μακεδονίας ιδρύεται η πρώτη επί ευρωπαϊκού εδάφους Εκκλησία που, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Παύλου, του είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Κατόπιν, από τη Βέροια αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Ο συγγραφέας των Πράξεων παραθέτει ομιλία του Παύλου στην Πνύκα και αναφέρει δύο ονόματα, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι μεταξύ των πενιχρών καρπών της επισκέψεως αυτής. H ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Ο Λουκάς έχει συνείδηση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν εκεί και των δυσχερειών που περικλείει το θέμα Ευαγγέλιο - Ελληνισμός. Γενικά παρατηρεί, ότι οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τον Παύλο με σκεπτικισμό και με τη φράση "ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου". Το κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών φαίνεται να υπήρξε, κατά τον Λουκά, η κύρια πέτρα του σκανδάλου για τους Αθηναίους φιλοσόφους. Στην ομιλία του όπως παραδίδεται στις Πράξεις, ο Παύλος προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ακροατηρίου με φιλοσοφική παιδεία, τελικά όμως, στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε Εκκλησία.Ο επόμενος σταθμός της περιοδείας είναι η εμπορική πόλη της Κορίνθου όπου γνώρισε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, ένα ανδρόγυνο Εβραίων, οι οποίοι ήταν επίσης σκηνοποιοί. Είχαν φθάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν οι Εβραίοι από την πρωτεύουσα. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα και έγραψε τις δύο επιστολές προς Θεσσαλονικείς.Στις Πράξεις αναφέρεται ένα επεισόδιο, κατά το οποίο ο Παύλος παρουσιάστηκε στον ανθύπατο Γαλλίωνα. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.Από την Κόρινθο μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα φεύγουν για την Έφεσο, από την οποία επισκέπτεται την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ίσως για λίγο και τα Ιεροσόλυμα, για να ξαναγυρίσει στην Αντιόχεια, όπου δεν μένει πολύ και ούτε επανέρχεται.
Η τρίτη αποστολική περιοδεία
Ο Παύλος την εποχή αυτή είχε πλέον ιδρύσει Εκκλησίες στην Μικρά Ασία και στην Ελλάδα με ένα σημαντικό κέντρο στην Κόρινθο και είχε αρχίσει να εργάζεται στην επίσης σημαντική Έφεσο. Ακολούθησε μια περίοδος σταθεροποίησης.Μετά την επιστροφή του στην Αντιόχεια και αφού παρέμεινε εκεί ένα διάστημα, ο Παύλος έφυγε για τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία για να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει κατά την προηγούμενη περιοδεία του. Κατόπιν, περιόδευσε στη δυτική περιοχή της Βιθυνίας και κατέληξε στην Έφεσο, το ορμητήριο της τρίτης περιοδείας του, στην οποία έφτασε διά ξηράς μέσω της περιοχής της Φρυγίας. Την εποχή αυτή πρέπει να ίδρυσε Εκκλησίες στις Κολοσσές, στην Ιεράπολη και στην Λαοδίκεια.Από την Έφεσο, ο Παύλος επισκέπτεται τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Κατά το διάστημα αυτό γράφονται πιθανώτατα στην Έφεσο, όπου φυλακίζεται ο Παύλος, όλες ή μερικές από τις λεγόμενες "επιστολές της αιχμαλωσίας" (προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εφεσίους), αν και η παράδοση τις τοποθετεί στο χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του Παύλου στη Ρώμη μετά μια πενταετία.
Για όλη την περιοδο αυτή οι Πράξεις δίνουν ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες τελικά αντλούμε από τις επιστολές του Παύλου. Για παράδειγμα, δεν αναφέρονται στις Πράξεις οι κίνδυνοι που πέρασε ο Παύλος και μαρτυρούνται στα Α' Κορ. 15:32 ή Β' Κορ. 1:8-10 και η σωτηρία του από βέβαιο θάνατο με την αυτοθυσία των Ακύλα και Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16:3-4). Τα περιστατικά που περιγράφονται ("εθηριομάχησα", "το απάκριμα του θανάτου", "τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν") ίσως σημαίνουν σημαίνουν, μία ή και δύο φυλακίσεις του Παύλου στην Έφεσο.Αναφέρονται πάντως κάποια σημαντικά γεγονότα όπως η ύπαρξη κάποιων αιρέσεων στην Έφεσο, όπως οι αγνοούντες το Άγιο Πνεύμα πρώην οπαδοί του Ιωάννη του Βαπτιστή (Πράξ. 19:2), οι Ιουδαίοι που έκαναν εξορκισμούς στο όνομα του Ιησού (19:13), όπως και μια αναταραχή που προκλήθηκε από κάποιον αργυροχόο που λεγόταν Δημήτριος, επειδή πολλοί μεταστρέφονταν από τα κυρήγματα του Παύλου και έτσι υπήρχε κίνδυνος να μείνουν χωρίς δουλειά οι τεχνίτες που ζούσαν από τις πωλήσεις ομοιωμάτων του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο (Πράξ. 19:23-41).Από τη δραστηριότητα του Παύλου κατά το διάστημα της περιοδείας αυτής ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και την αλληλογραφία (Α και Β επιστολές προς Κορινθίους).Η αλληλογραφία του με την Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν. Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η επιστολή είχε θετικά αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β' επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης. Ένα άλλο θέμα της Β' προς Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο τής ενότητας μεταξύ των εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι εξ εθνών χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτιμηθούν και να τηρούν τον Νόμο. Το πρόβλημα αυτό προβάλλεται στην Προς Γαλατάς Επιστολή.Από τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο των επιστολών προς Κορινθίους, διαφαίνεται η φύση των προβλημάτων που προκάλεσε στον εκεί Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η ατομοκρατία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες στην ιστορική τους ζωή δημιουργεί προβλήματα στην ενότητα της Εκκλησίας της Κορίνθου με τις διαιρέσεις πού παρουσιάζονται εκεί. Η ροπή προς τη "γνώση" και τη "σοφία" συνδυασμένη με την ατομοκρατία υποχρεώνει τον Παύλο να τονίσει τη "μωρία του σταυρού", να αντιπαρατάξει στην ανθρωποκεντρική ελληνική σοφία τη "σοφία του Θεού" και να θέσει την αγάπη που "οικοδομεί" παραπάνω από τη γνώση που "φυσιοί".
Όλα αυτά μαζί με μια ηθική εμπνευσμένη από την ιδέα του "σώματος", στην εκκλησιολογική του σημασία, και της αναστάσεως των νεκρών απηχούν την πρώτη προσπάθεια του Χριστιανισμού να προσαρμόσει τον Ελληνισμό σε μια θρησκεία ιουδαϊκής προελεύσεως και τις δυσκολίες πού είχε η προσπάθεια αυτή.Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους επιστολή, ένα βαθύτατα θεολογικό κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρεισμα που θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς δυσμάς.Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του Παύλου, από τους Ιουδαίους και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ "διά Μακεδονίας" (Πράξ. 20:3). Πριν φτάσει στην Ιερουσαλήμ έμεινε μερικές ημέρες στην Καισάρεια όπου κάποιος προφήτης που λεγόταν Άγαβος, προέβλεψε τη σύλληψη του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, όπου τελικά πήγε ο Παύλος συνοδευόμενος από χριστιανούς της Καισάρειας και έτσι έληξε η τρίτη αποστολική περιοδεία.
Η τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα
και η πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη
Ο λόγος για τον οποίο ο Παύλος επέμεινε να πάει στην Ιερουσαλήμ εκθέτοντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο δεν είναι γνωστός. Σίγουρα όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλης σπουδαιότητας, για να κάνει αυτό το ταξίδι την εποχή που κατάστρωνε μεγαλόπνοο σχέδιο για επίσκεψη στη Ισπανία (Ρωμ. 15:24) και ενώ γνώριζε τις διαστάσεις που είχε λάβει η επιθετικότητα των Ιουδαίων (Πράξ. 20:3).Τελικά, αυτό που φοβόταν και άφηνε να εννοηθεί στο τέλος της Προς Ρωμαίους Επιστολής συνέβη και η περιπέτειά του κατέληξε στη σύλληψη και φυλάκισή του στην Καισάρεια και κατόπιν στη μεταφορά του στη Ρώμη.Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των Ιουδαίων (Πράξ. 21:27 εξ.) οι οποίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν κατηγορώντας τον ότι δίδασκε ενάντια στον ιουδαϊκό λαό και τον μωσαϊκό Νόμο.
Τελικά, και ενώ κινδύνευε σοβαρά η ζωή του, συνελήφθη (εν μέρει για να σωθεί η ζωή του από τον όχλο καθώς ήταν Ρωμαίος πολίτης) και τελικά διασώθηκε με τον τρόπο αυτό από τη ρωμαϊκή φρουρά της πόλης. Πριν την είσοδό τους στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος. Το αίτημά του έγινε δεκτό οπότε ο απόστολος αναφέρθηκε στην καταγωγή του, στον Γαμαλιήλ, στην αφοσίωσή του προς την πατρώα θρησκεία, τη μεταστροφή του και την εντολή του Χριστού να κηρύξει το ευαγγέλιο (Πράξ. 21:37 εξ.). Όμως οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και ζητούσαν τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο όπου ήταν ασφαλής ώστε την επόμενη ημέρα να μεταφερθεί προ του Μεγάλου Συνεδρίου για να απολογηθεί.Μπροστά στο Συνέδριο, ο Παύλος επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα αλλά τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή και ο Παύλος επέστρεψε και πάλι στο στρατόπεδο.Στο μεταξύ, ο ανεψιός του Παύλου έμαθε πως υπήρχε σχέδιο εξόντωσης του αποστόλου. Έτσι οργανώθηκε η μεταφορά του και με συνοδεία ισχυρής φρουράς οδηγήθηκε στην Καισάρεια, στην έδρα του ρωμαίου Επιτρόπου της Ιουδαίας, Φήλικα (Πράξ. 23:12-35). Εκεί κρατήθηκε ο Παύλος με την εντολή όμως να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους.Τελικά έμεινε φυλακισμένος στην Καισαρεία επί 2 χρόνια, οπότε τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Επίτροπος Φήστος (Πράξ. 24:27). Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Φήστο να στείλει τον Παύλο στα Ιεροσόλυμα, με την κρυφή σκέψη να τους είναι πιο εύκολο να τον εξοντώσουν. Ο Φήστος διέταξε νέα δίκη του Παύλου, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της ιουδαϊκής ηγεσίας. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους, επικαλέστηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε ρωμαίος πολίτης ώστε να δικασθεί στη Ρώμη.Αναχώρησε τελικά για τη Ρώμη στα τέλη του φθινοπώρου. Ένα ναυάγιο όμως ανάγκασε τους επιβάτες να παραμείνουν επί τρεις μήνες στην Μάλτα, με αποτέλεσμα να φθάσουν στη Ρώμη την άνοιξη. Τις λεπτομέρειες του ταξιδιού προς τη Ρώμη, μας δίνουν οι Πράξεις στα κεφ. 27-28. Στη Ρώμη, έμεινε με ελαφρά δεσμά επί δύο χρόνια σε κατοικία "εν ιδίω μισθώματι", με φύλαξη στρατιώτη, περιμένοντας την εκδίκαση της υποθέσεώς του. Εξακολουθούσε όμως να κυρήττει στους επισκέπτες του για τη βασιλεία του θεού "μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως" (Πράξ. 28:30-31).Σε αυτό το σημείο τελειώνει και η διήγηση των Πράξεων, χωρίς ο Λουκάς να μας πληροφορεί για την έκβαση της φυλακίσεως του αποστόλου. Μένουν έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται στις Ποιμαντικές επιστολές ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα για το βίο του Παύλου από το τέλος των Πράξεων και μετά.
Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το
μαρτύριο του Παύλου
Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα της ζωής του Παύλου μετά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη, είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστούν, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τα μέχρι τότε συμβάντα. Για τους περισσότερους ερευνητές πάντως, οι ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης του υπόδικου Παύλου στη Ρώμη, προδικάζουν και την έκβαση της φυλάκισής του η οποία, το πιθανότερο, έληξε με την αθώωση και την αποφυλάκισή του, όπως άλλωστε δέχεται και η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.Έτσι, η επιθυμία του Παύλου να επισκεφθεί και να κηρύξει στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24-28) ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι, ο Παύλος και οι συνεργάτες του περιόδευσαν στο νότιο τμήμα της, καθώς και στο νότιο τμήμα της Γαλατίας και μετά επέστρεψαν στη Ρώμη.Η αισιοδοξία που εκφράζεται στις επιστολές προς Φιλιππησίους, Φιλήμονα και Εβραίους καθώς και οι υποσχέσεις που δίδονται προς τους παραλήπτες τους ότι σύντομα θα τους επισκεφθεί (Φιλιπ. 2:19-24, Φιλήμ. 22, Εβρ. 13:23), δηλώνουν ότι ο Παύλος επιθυμούσε να μεταβεί και πάλι στην Ανατολή για να συναντήσει αγαπημένα του πρόσωπα, να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει και να επιλύσει τα προβλήματά τους. Μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, ο Παύλος δεν παρέμεινε για πολύ στη Ρώμη αλλά αναχώρησε με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Φθάνοντας όμως στην Κρήτη, ο ίδιος και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν ότι η κατάσταση στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή, αλλά επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επιτρόπου Φήστου. Πράγματι, ο ιστορικός Ιώσηπος μας πληροφορεί γι αυτό το γεγονός, το οποίο δημιούργησε κενό ρωμαϊκής εξουσίας για πολλούς μήνες. Έτσι, γράφει ο Ιώσηπος, ο νέος επίτροπος, Αλβίνος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του βρήκε την Ιουδαία σε κατάσταση αταξίας. Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, ο Παύλος έκρινε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια επίσκεψη στην περιοχή. Βέβαια η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τέτοια που δεν θα κατάφερνε ποτέ πια να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ.Σύμφωνα με τις Ποιμαντικές Επιστολές (Α' και Β' Τιμ. και Τίτ.) ο Παύλος έκανε ένα ακόμη ταξίδι στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Μ. Ασία, την Κρήτη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού, ενώ κατά τη Β' Τιμ. καταλήγει και πάλι στη Ρώμη όπου φ
υλακίζεται για δεύτερη φορά. Οι συνθήκες όμως αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικές αφού ο Παύλος μπήκε στη φυλακή (Β'Τιμ. 2:9). Πάντως του επιτράπηκε να δέχεται επισκέψεις φίλων και συνεργατών, όπως π.χ. του Ονησιφόρου (Β' Τιμ. 1:16-18), του Ευβούλου, του Λίνου, του Πούδη, της Κλαυδίας και άλλων (4:21), αλλά και του Λουκά καί του Τυχικού (4:11-12).Από τη φυλακή αυτή έγραψε τη Β' προς Τιμόθεον επιστολή (Β'Τιμ. 4:21), η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού η δεύτερη αυτή φυλάκιση κατέληξε στο μαρτυρικό του θάνατο. Η αγωνιώδης έκκληση του Παύλου προς τον Τιμόθεο, που βρισκόταν στην Έφεσο (Β'Τιμ. 4:9-21), ώστε να πάει στη Ρώμη και να τον συναντήσει, δείχνει πως ο απόστολος δεν μαρτύρησε αμέσως μετά τη μεταφορά του στη Ρώμη, αλλά αφού πρώτα πέρασε μερικούς μήνες στη φυλακή, και μετά από κανονική δίκη ως ρωμαίος πολίτης.Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους ρωμαίους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας κατά γενική ομολογία, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της Εκκλησίας. (συνεχίζεται... )
http://www.agpaulou.gr/
Όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει ο Χριστός μας την δημόσια δράση Του διάλεξε τους μαθητές και συνεργάτες Του, διάλεξε τους Αποστόλους Του, που θα έστελνε στα έθνη για να κηρύξουν το Ιερό Ευαγγέλιο και να βαπτίσουν τους πιστούς στο όνομα του Πατρός και του Υιού και τυ Αγίου Πνεύματος..
Δεν διάλεξε σοφούς, ούτε πλούσιους και ισχυρούς, για να επιβάλλουν τη Θεία Διδασκαλία Του στους Λαούς της γης. Διάλεξε απλούς, άσημους, αγράμματους και ανίσχυρους συνεργάτες και σε αυτούς ανάθεσε το σπουδαίο αυτό έργο. Και αυτό γιατί η Διδασκαλία του Κυρίου, το Ιερό Ευαγγέλιο δηλαδή, είναι Θεού Σοφία και δύναμη και δεν χρειάζεται την δύναμη και τη σοφία την ανθρώπινη.
Από τους ψαράδες της Γαλιλαίας διάλεξε ο Χριστός, τους πρώτους μαθητές Του, τα αδέρφια Ανδρέα και Πέτρο, παιδιά του Ιωνά και τα επίσης αδέρφια Ιάκωβο και Ιωάννη, παιδιά του Ζεβεδαίου.
Ελάτε, ακολουθήστε με και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων, τους είπε.
Και αυτοί αμέσως άφησαν πλοιάρια, δίκτυα και άλλα σύνεργα της ψαρικής, και τον πατέρα τους ο Ιάκωβος με τον Ιωάννη και τον ακολούθησαν για να γίνουν ψαράδες που θα ψαρεύουν μέσα στο τρικυμισμένο πέλαγος του κόσμου, ανθρώπινες ψυχές, με τα πνευματικά δίχτυα που θα τους έδινε ο Χριστός, για να τις οδηγούν στο ακύμαντο και ασφαλές λιμάνι της Βασιλείας του Θεού.
Και τους τέσσερις αυτούς πρώτους μαθητές Του, τους βρήκε την ώρα που εργάζονταν και τους κάλεσε. Εργατικούς ανθρώπους διάλεξε ο Κύριος για μαθητές του, γιατί ο Θεός ευλογεί την τίμια εργασία. Και ο ίδιος εργάζεται συνεχώς και ο Χριστός εργάζονταν σαν μαραγκός στο εργαστήρι του Ιωσήφ, οι Αγιοι Απόστολοι εργάζονταν. Εργατικούς μας θέλει και μας ο Θεός και όχι οκνηρούς , γιατί η όποια τίμια εργασία δεν είναι ντροπή, αλλά αρετή, ενώ ντροπή και αμαρτία είναι η τεμπελιά.
Εντύπωση μας κάνει η υπακοή και η αποφασιστικότητα των τεσσάρων ψαράδων της θάλασσας της Γαλιλαίας στην πρόσκληση του Κυρίου, να τον ακολουθήσουν και να γίνουν ψαράδες ανθρώπινων ψυχών. 
Από την στιγμή της βάπτισής μας είμαστε καλεσμένοι από τον Χριστό να τον ακολουθήσουμε, να τηρήσουμε τις εντολές Του, να εφαρμόσουμε αυτά που μας διδάσκει η Εκκλησία στην καθημερινή μας ζωή. Γιατί όταν μας μιλάει ο Ιερέας και μας συμβουλεύει, όταν κηρύττει τον λόγο του Θεού και μας γνωρίζει ποιος είναι ο δρόμος της Σωτηρίας ή όταν μελετούμε τον Θείο Λόγο, είναι σαν να μας μιλάει ο ίδιος ο Χριστός, που μας καλεί να τον ακολουθήσουμε, να μιμηθούμε την άγια ζωή Του.
Ποια στάση παίρνουμε στο κάλεσμα αυτό του Κυρίου;
Θα ανταποκριθούμε θετικά σαν χριστιανοί στην κλήση του Χριστού ή θα την αγνοήσουμε λέγοντάς Του έχε με παρατημένον;

Σε μια του περιοδεία, αναφέρεται από την παράδοση, πως ο άγιος μας πήγε και στην Κύπρο . Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού.
Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα ποτήρι γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ώ του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το χρόνιο σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Κι ένα φώς, ιλαρό φώς, άρχισε να λούζει τα γύρω πράγματα...
— Πατέρα, πατέρα, άρχισε να φωνάζει το παίδι πότε ψαχουλεύοντας και πότε τρέχοντας να βρει τον πατέρα. Κι ο καπετάνιος που τρόμαξε απ' τις φωνές του παιδιού τρέχει κι αυτός προς το μέρος που ακουόταν η φωνή. Στο αντίκρυσμα του παιδιού του σταμάτησε, έσκυψε κι άνοιξε την αγκαλιά του.
— «Παιδί μου, τι σου συμβαίνει»; ρώτησε με τρόμο ο πατέρας.
— «Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Για κοίτα με, βλέπω τη θάλασσα, τους ανθρώπους, τα πανιά του καραβιού μας που φουσκώνουν. Πατέρα, το ευλογημένο νερό που μου έδωκε εκείνος ο παππούλης, για να πιώ και να πλυθώ, αυτό μου χάρισε ό,τι ποθούσαμε. Το φως μου, πατέρα...»
Ύστερα από μικρή διακοπή που πέρασε μέσα σε δάκρυα κι αναφυλλητά ευγνωμοσύνης ο καπετάνιος σηκώθηκε κι είπε:
— «Παιδί μου, πάμε να βρούμε τον παππούλη που λες, για να τον ευχαριστήσουμε για ό,τι μας χάρισε!».
— «Όχι εμένα, είπε ο απόστολος που πλησίασε. Τον Χριστό να ευχαριστήσουμε όλοι. Αυτός μας έδωκε το νερό. Αυτός γιάτρεψε και το παιδί. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, που έγινε άνθρωπος κι ήρθε στον κόσμο για να μας σώσει!»




Στή μνήμη του μεγάλου αποστόλου ας κλίνει τακτικά με ευλάβεια το γόνυ της ψυχής κάθε Ελληνική καρδιά. Είναι ένας απ' τους αποστόλους που αγάπησαν την πατρίδα μας κι αγωνίστηκαν να της μεταδώσουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Το μήνυμα του δε «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» ας γίνει και για μας σύνθημα ζωής.
«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» φωνάζει και σ' εμάς ο Πρωτόκλητος μαθητής. Ο Χριστός ήταν και είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Έτσι θα τον γνωρίσετε κι εσείς, αν τον αναγνωρίσετε Αρχηγό και Κύριο σας κι αν βάλετε το θέλημα και τον νόμο του οδηγό στη ζωή σας. Ναί! αν βάλετε το άγιο θέλημα και τον νόμο του οδηγό και σύντροφο στη ζωή σας. Γιατί ο Χριστός ήταν κι είναι «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας». Το σωστικό αυτό μήνυμα ας αγκαλιάσουμε με πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει και ξαναφτιάχνει μόνο μια ειλικρινής μετάνοια. Με μια γνήσια μετάνοια και συντριβή ψυχής ας καταφύγουμε και πάλι όλοι στον Σωτήρα Χριστό κι ας του ζητήσουμε να συγχωρήσει κι εμάς όπως κάποτε τους Νινευίτες και να μας ξαναδώσει τη λευτεριά μας. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Οπωσδήποτε θα μας ακούσει. Μας το βεβαιώνει με τα άγια λόγια Του: «Επικάλεσαί με, μας λέγει, εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με». Παιδί μου, όπου και να 'σαι, φώναξε με στον πόνο σου. Και εγώ θα σε ακούσω ....
Ο Ανδρέας καταγόταν απο την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας κι ήταν γιος του Ιωνά κι αδελφός του πρωτοκορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Το επάγγελμα του ήταν ψαράς. Ήταν όμως απο τις ευγενικές εκείνες ψυχές, που μελετούσαν τους προφήτες και περίμεναν με λαχτάρα την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την άμαρτίαν του κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού. Τον ακολούθησαν με προθυμία και ζήλο κι έμειναν κοντά του εκείνη την ήμερα. Τί είδαν και τί άκουσαν όλες εκείνες τις αξέχαστες ώρες; Χωρίς άλλο λόγια άγια και θεία. Ρήματα ζωής αιωνίου. Λόγια, που τους συνεπήραν την ψυχή και τους έκαμαν να πιστέψουν πως στ' αλήθεια ο Ιησούς ήταν Εκείνος που περίμεναν. Ο Μεσσίας. Ο Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων.
Τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση τους από την επικοινωνία κι επαφή τους με τον Κύριο την βλέπουμε απο την ενέργεια του Ανδρέα. Μόλις χωρίστηκαν απο τον Ιησού, έτρεξε να συναντήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Πέτρο και να του πει με χαρά: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν (ο εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός)• και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν». Πόση καλωσύνη. Πόση ευγένεια ψυχής! Πόση αγάπη! Δεν κράτησε μόνος τη χαρά του. Έσπευσε να τη μοιραστεί με τον αδελφό του. Κι είχε δίκαιο! Κείνος που γεύτηκε το μέλι του Ευαγγελίου δεν μπορεί να το τρώει μόνος του. Η πραγματική χάρη, όταν φωτίσει την ψυχή, βάνει τέρμα στο πνευματικό μονοπώλιο, λέει κι ένας μεγάλος ιεραπόστολος του περασμένου αιώνα.
Η περίπτωση αυτή είναι ένα έξοχο παράδειγμα αδελφικής αλληλεγγύης και πνευματικότητας. Τα αδέλφια μας, οι γονείς μας, οι συγγενείς μας, οι οικείοι μας πρέπει να 'ναι για μας πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, με τα οποία να' μαστε έτοιμοι να μοιραστούμε κάθε στιγμή και τη χαρά και τη λύπη μας. Σ' αυτούς θα πούμε τον καλό τον λόγο. Θα δώσουμε το χριστιανικό έντυπο. Θα τους καλέσουμε σε μια χριστιανική συγκέντρωση. Θα τους πούμε σε μιαν επίσκεψη: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Αδελφοί μας! Ελάτε στον Χριστό. Αυτός είναι η χαρά. Αυτός η ζωή και το φως. Αυτός η ειρήνη του κόσμου. Μη σας σκανδαλίζουν μερικά έκτροπα, που βλέπετε γύρω σας. Μη σας σκανδαλίζει η ζωή μερικών, που αυτοκαλούνται χριστιανοί και θέλουν τάχατες να δείχνουν και τον δρόμο στους άλλους. Εσείς κοιτάτε μόνο τον Χριστό. Αυτός και μόνο αυτός στον κόσμο τούτο δίνει τη χαρά και την ειρήνη. Το μαρτυρεί η ζωή όλων των απλών, των αληθινών χριστιανών. Το βεβαιώνει η ζωή και το παράδειγμα του μεγάλου αποστόλου μας.
Ύστερα απο το επεισόδιο, που αναφέραμε, τόσο ο Ανδρέας, όσο κι ο Πέτρος κι ο Ιωάννης ξαναγύρισαν στα πλοία τους κι έπιασαν πάλι τη δουλειά τους. Δεν είχε έρθει ακόμη η ευλογημένη ώρα να αρχίσει ο Κύριος το έργο του. Αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα. Εκεί στη λίμνη της Γεννησαρέτ οι δύο αδελφοί καταγίνονταν να ρίψουν τα δίκτυα τους στη θάλασσα, όταν τους ξαναβρήκε ο Ιησούς και τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν. «Δεύτε οπίσω μου», τους είπε, «και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Κι αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». «Ευθέως», χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς καμιά αναβολή τον ακολούθη σαν. Στήν περίσταση αυτή έμοιασαν με τον σοφό και συνετό εκείνο έμπορο της ευαγγελικής περικοπής, που ζητούσε να βρει και ν' αγοράσει μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε κάποτε ένα σπουδαίο και «πολύτιμον μαργαρίτην», έσπευσε να πωλήσει όλα όσα είχε και να τον αγοράσει. Αυτό έκαμαν κι οι δύο αδελφοί.
Ο Ανδρέας ακολούθησε τον Κύριο πιστά και πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατά το διάστημα αυτό της μαθητείας του δύο απο τα πολλά επεισόδια καταδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση, που είχε ανάμεσα στούς άλλους μαθητές και κοντά στον Ιησού. Το πρώτο συνέβηκε στην έρημο. Τα πλή θη, που είχαν πληροφορηθεί πως ο Κύριος βρισκόταν εκεί, μαζεύτηκαν απ' όλα τα μέρη γύρω, για να ζητήσουν τις ευεργεσίες του και ν' ακούσουν τη διδασκαλία του. Κόντευε να δύσει ο ήλιος και κανένας δεν έλεγε να φύγει. Κάποια στιγμή ο Ιησούς φώναξε κοντά του τον Φίλιππο και τον ρώτησε: «Απο πού και με τι χρήματα θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Κύριος φυσικά γνώριζε τι θα έκαμνε. Το είπε όμως αυτό, για να δοκιμάσει τον Φίλιππο και τους άλλους μαθητές. Κι αυτός από μέρους και των άλλων μαθητών γεμάτος αμηχανία απήντησε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν φτάνουν, όχι για να χορτάσουν, αλλά για να πάρει ο καθένας μια μπουκιά. Τη στιγμή εκείνη πετάχτηκε ο Ανδρέας κι είπε. «Κύριε, είναι εδώ ένα παιδάκι, που έχει πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια» (Ιωάν. ς', 9). Φυσικά πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο ψαράκια δεν είναι τίποτα για τόσο κόσμο. Μα εσύ. Κύριε, μπορείς να τα ευλογήσεις και τότε, ω, ναί! Τότε μπορούν να φάνε όλοι οι άνθρωποι και να περισσέψουν. Πρόσωπο με παρρησία και με μια λανθάνουσα πίστη στον Χριστό μας παρουσιάζει το επεισόδιο αυτό τον Ανδρέα.
Πρόσωπο με πλατιά καί μεγάλη καρδιά μας τον παρουσιάζει το δεύτερο επεισόδιο. Συγχρόνως όμως και άνθρωπο με τόλμη, που δεν διστάζει να πάρει μια μεγάλη απόφαση και ν' αναλάβει συνάμα και τις ευθύνες του. Αφορμή γι' αυτό το επεισόδιο έδωκαν μερικοί συμπατριώτες μας Έλληνες. Ήταν οι μέρες του Πάσχα, του τελευταίου Πάσχα του Κυρίου μας. Μέσα στα πλήθη, που μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα από τα διάφορα μέρη του κόσμου, ήταν κι αυτοί. Ασφαλώς ήταν άνθρωποι που είχαν προσηλυτισθεί στον ιουδαϊσμό. Η πνευματική θρησκεία του Ισραήλ τους είχε τραβήξει μέσα στήν καρδιά τους βαθύ τον πόθο να τον γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπόν τον Φίλιππο - ίσως το ελληνικό του όνομα τους έδωκε το θάρρος- και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στον Χριστό. Ο Φίλιππος όμως έσπευσε να ζητήσει τη γνώμη του Ανδρέα. Γιατί του Ανδρέα; Γιατί ήταν συμπατριώτης του κι ήξερε την παρρησία του. Αλλά και γιατί ο Ανδρέας ήταν γνωστός σαν ο άνθρωπος με τη μεγάλη καρδιά και το θέμα θα το αντίκρυζε όχι με τη στενή ιουδαϊκή αντίληψη, πως ο Χριστός ήλθε κι ανήκε μόνο στους Ιουδαίους, αλλά καί στους άλλους ανθρώπους. Και πραγματικά η στάση του δικαίωσε τη φήμη του.
Ο Ανδρέας, σαν έμαθε από τον Φίλιππο το περιστατικό, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε τους Έλληνες και μαζί μ' αυτόν τους έφερε στον Χριστό (Ιωάν. ιβ', 20-22). Τι φανερώνει και το επεισόδιο αυτό; Τη μεγάλη, την πλατιά του καρδιά, μα και την οικειότητα του προς τον Χριστό. Ευτυχείς όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Πρωτόκλητο και βοηθούν κι άλλες ψυχές να πλησιάσουν και να γνωρίσουν τον Κύριο.
Η ζωή του Πρωτοκλήτου κατά τα τρία χρόνια της μαθητείας είναι η ίδια με τη ζωή των άλλων μαθητών. Αχόρταγα κι αυτός μαζί με τους άλλους αποστόλους ρουφούσε από το στόμα του θείου Διδασκάλου τα «ρήματα της αιωνίου ζωής». Μαζί του περιέτρεχε την Άγια Γη κι έβλεπε τις ευεργεσίες και τα θαύματα του. Βαθιά ήταν η συγκίνηση του για την υποδοχή, που ο περιούσιος λαός επεφύλαξε στον Κύριο μας «πρό εξ ημερών του Πάσχα». Πιο βαθιά η θλίψη του για τη σύλληψη του Διδασκάλου του και για όσα ακολούθησαν αυτή. Η επίσκεψη του Κυρίου όμως κατ' αυτή την ήμερα της Αναστάσεως Του κι ενώ πια είχε βραδυάσει κι οι πόρτες του σπιτιού ήταν κλειστές «δια τον φόβον των Ιουδαίων» ξανάφερε στην ψυχή του τη χαρά και την ελπίδα. Ο Ανδρέας παρευρέθηκε στην Ανάληψη κι έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία.
Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος».




Απολαύουν δε τη χάρη του Θεού, όχι όλοι γενικά, αλλά όσοι έχουν αγαθή προαίρεση και επιδεικνύουν με έργα την προς το Θεό αγάπη και πίστη. Αυτό φανερώνεται στο ευαγγέλιο που λέγει: <<όποιος ομολογήσει σ' εμένα εμπρός στους ανθρώπους, θα ομολογήσω και εγώ σ' αυτόν εμπρός στο Πατέρα μου στους ουρανούς>> (Ματθ. 10,32).
Δεν είπε ''όποιος με ομολογήσει εμπρός στους ανθρώπους", αλλά ''όποιος ομολογήσει μέσα σ' εμένα'' με την έννοια ότι μπορεί να προβάλει με παρρησία την ευσέβεια, δι' εκείνου και δια της βοηθείας εκείνου. Έτσι πάλι ''θα ομολογήσω κι' εγώ'' και δεν είπε ''αυτόν'' αλλά ''μέσα σ' αυτόν'', δηλαδή δια της αγαθής αντιστάσεως και υπομονής.
Αυτό δηλώνει την αδιάσπαστη συνάφεια του Θεού πρός τους ομολογούντας, αν και είναι δούλοι Θεού.
Αντίθετα <<όποιος με αρνηθεί εμπρός στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ εμπρός στο Πατέρα μου στους ουρανούς>>.
Δεν είπε εδώ ''όποιος αρνηθεί μέσα σε μένα'', γιατί;
Διότι ο αρνούμενος αρνείται το Θεό αν στερηθεί τη Θεϊκή βοήθεια. Γιατί δε εγκαταλείφθηκε και έμεινε έρημος του Θεού; Επειδή αυτός πρώτα πρόλαβε και τον εγκατέλειψε, αφού αγάπησε τα πρόσκαιρα και γήϊνα πράγματα περισσότερο, παρά τα επαγγελμένα από το Θεό ουράνια και αιώνια αγαθά.
Έτσι οι θείες αντιδόσεις έχουν μαζί τους τη θεία δικαιοσύνη και επιφέρουν από τη ομοίωση τα ανάλογα αποτελέσματα. Και ενώ οι ομολογήσαντες το Θεό στο πρόσκαιρο αυτό βίο το έκαναν παρουσία λίγων ανθρώπων, ο Χριστός Θεός και Κύριος του ουρανού και γης θα τους υποστηρίξει ενώπιον του Πατρός, των αγγέλων, όλων των ουρανίων δυνάμεων και με παρουσία όλων των ανθρώπων από Αδάμ μέχρι της συντέλειας. Και θα στεφανώσει και θα δοξάσει όλους εκείνους που επέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σ' αυτόν.
Αλλά και τώρα δοξάζονται κάποιοι άγιοι με τα ιερά λείψανά τους που ευωδιάζουν, που χαρίζουν ιάσεις και διάφορα ενεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους και γονατίζοντας στις εικόνες τους βασιλείς, άρχοντες και ο λαός του Κυρίου.
Άλλωστε το είπε ο ίδιος ο Κύριος προς τους πιστούς ότι: <<όποιος αφήσει οικία, συγγενείς ή αγρούς για το όνομά μου, θα τα λάβει εκατονταπλάσια και θα κληρονομήσει αιώνια ζωή>>. (Ματθ.10,37).
Και την ίδια του ζωή είναι δίκαιο και αναγκαίο να τη αφήσει ο πιστός, αν το καλέσει ο καιρός σε περιόδους διωγμών, για να πετύχει την αιώνια ζωή, αφού και ο ίδιος ο Υιός του Θεού έδωσε τη ζωή του για χάρη μας. Αλλά και σε ειρηνικούς καιρούς ο πιστός λαμβάνει το σταυρό του, σταυρώνοντας τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας.
Διότι λέγει: <<όποιος βρήκε τη ψυχή του θα την χάσει, και όποιος έχασε τη ψυχή του για χάρη μου, θα τη βρεί>>. (Ματθ. 10,39).
Ο άνθρωπος είναι διπλός, ο εκτός, δηλαδή το σώμα και ο μέσα μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του σε θάνατο κατά τον εκτός άνθρωπο, χάνει τη ψυχή του που χωρίζεται από το σώμα, αλλά τη βρίσκει στο Χριστό κατά την ανάσταση και γίνεται ουράνιος και αιώνιος.
Η εκκλησία του Χριστού, τιμά λοιπόν και μετά θάνατο αυτούς που έζησαν αληθινά κατά Θεό, κάθε μέρα του έτους τελεί τη μνήμη των αγίων που μετέστησαν και απεδήμησαν από τη πρόσκαιρη αυτή ζωή.
Συγχρόνως δε προβάλλει το βίο καθενός χάρη της ωφελείας μας και υποδεικνύει το τέλος τους, είτε ειρηνικό είτε μαρτυρικό.
Τώρα δε μετά τη Πεντηκοστή, η Εκκλησία αφού συγκέντρωσε όλους τους αγίους γνωστούς και αγνώστους μαζί, αναπέμπει κοινό σε όλους αυτούς ύμνο, όχι μόνο διότι όλοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους και με τον Πατέρα, όπως το ζήτησε ο Κύριος: <<να είναι όλοι ένα, όπως εγώ, Πάτερ, με σένα και συ με μένα, να είναι και αυτοί με εμάς ένα στην αλήθεια>>, (Ιω. 17,20), αλλά και γιατί φροντίζει να φανερώνει και να ανυμνεί όλα τα έργα του Θεού ως αποτέλεσμα της αποστολής, φωτισμού και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Ας τιμήσουμε λοιπόν όλους τους αγίους του Θεού.
Πως; Αν κατά μίμησή τους καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος και έτσι απομακρυνόμενοι από τα κακά δια της μετανοίας και εξομολογήσεως, θα φερόμεθα προς την αγιοσύνη παρουσιάζοντας τα σώματα και τις ψυχές μας ευάρεστες στο Θεό, με τις πρεσβείες των αγίων πάντων ώστε να γίνουμε και εμείς μέτοχοι της απέραντης εκείνης πανηγύρεως και ευφροσύνης με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο πρέπει κάθε δόξα μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.Αμήν.
Υπάρχει μια λαθεμένη αντίληψη πολλών περί της αγιότητος. Ο μυροβόλος συναξαριστής έχει πάμπολλα ξεχωριστά, ωραία παραδείγματα, από τη Δύση την Ανατολή, ανδρών και γυναικών, νέων και γέρων, μορφωμένων και αγραμμάτων, εγγάμων και αγάμων, κληρικών και λαϊκών, κλειστών και ανοιχτών τύπων και χαρακτήρων.
Η αγιότητα ως κάτι το θείο και ιερό προκαλεί γενικά ένα δέος και σεβασμό, θαυμασμό και γοητεία, αλλά πρέπει να πούμε πως μερικές φορές είναι συνυφασμένη με μύθο, υπερβολή κι εξωπραγματικότητα. Ο άγιος θεωρείται εντελώς ξεκομμένος από κάθε τι το κοσμικό. Η πηγή της αγιότητος, η αυτοαγιότητα και αυτοαγαθότητα είναι ο Θεός. Η μετοχή σε Αυτόν την προσφέρει. Οι πρώτοι χριστιανοί ονομάζονταν άγιοι, για να υπενθυμίζεται ο σκοπός της ζωής τους. Η αγιότητα σήμερα θεωρείται απόμακρη, απόκοσμη, ακατόρθωτη. Δωρεά για την επίλεκτη αριστοκρατία του πνεύματος. Στην αγιότητα δόθηκε μία καθαρά ηθικιστική διάσταση που δεν την χαρακτήριζε την ιδιότητα της ουσίας του χριστιανού.
Η αγιότητα δεν είναι πρωτάθλημα, πρωταγωνιτισμός, υπερφυσικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα φοβερό και κατάκτηση ρεκόρ. Η αγιότητα δεν έχει φωτεινή επιγραφή, αστραποβόλο φωτοστέφανο, φαντασμαγορική επίδειξη σημείων και ανάγκη διαφήμισης, διάχυσης και χειροκροτήματος. Αγαπά να ζει στην αφάνεια, την αδοξία, την ασημότητα, τη σιωπή, τη μετάνοια και την ταπείνωση. Η αγιότητα είναι κοινωνία με τον Πανάγιο Θεό, δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα. Η αγιότητα είναι η αληθινή ισορροπία, η πραγματική υγεία, η ουσιαστική σχέση με τον Θεό. Η υπακοή στην εντολή του να γίνουμε άγιοι όπως είναι Αυτός. Το θέλημα του Θεού είναι ο αγιασμός μας.
Αγιότητα σημαίνει ν’ ακολουθείς τον Χριστό και στη Γεσθημανή και στον Γολγοθά. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται, δεν κερδίζεται με μόνο αναγνώσεις βιβλίων και μακρών συζητήσεων στα σαλόνια. Καλείται κανείς να δώσει αίμα, για να λάβει πνεύμα.
Να παλέψει επίμονα και υπομονετικά για να νικήσει το άγριο θηρίο της πολυκέφαλης υπερηφάνειας. Ο άγιος νικά τη φιλαυτία, τη φιλοσαρκία, τη φιλοδοξία και τη φιλοχρηματία με τη φιλοθεΐα, τη φιλανθρωπία, τη φιλαδελφία, τη φιλοτεκνία και τη φιλάρετη ζωή.
Οι άγιοι, κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι το πραγματούμενο ανά τους αιώνες ευαγγέλιο, ο επεκτεινόμενος Χριστός. Μας απέδειξαν έμπρακτα πως οι ευαγγελικές αρετές είναι πραγματοποιήσιμες. Πολλοί προσκυνητές σήμερα του Αγίου Όρους ζητούν μεγάλους αγίους, για να λύσουν τα προβλήματά τους. Τους αγίους δηλαδή και τον Χριστό και την εκκλησία τους έχουμε και τους θέλουμε από καθαρό συμφέρον, για να περνάμε ανενόχλητα, καλά. Υπάρχει μία μαγική αντίληψη για την αγιότητα, τα ιερά μυστήρια και την Εκκλησία. Αυτό αποτελεί τη θρησκειοποίηση της Ορθοδοξίας. Οι άγιοι, μας έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, θ’ αγαπούν τον Χριστό ακόμη και αν δεν υπήρχε ο παράδεισος!…
Η αληθινή αγιότητα, γιατί δυστυχώς υπάρχει και η ψευδοαγιότητα, δεν είναι με τους δυνατούς προβολείς, τα μεγάφωνα, τα φώτα, τον κρότο, τους κράχτες και την προβολή. Υπάρχει κρυμμένη και στον Άθωνα και στην πόλη και στο χωριό. Θάλλει στη μυστικότητα, την ταπεινότητα και την αγαθότητα του τίμιου, του ειλικρινούς, που υπομένει ασθένεια, απόρριψη, αποτυχία, πένθος, κατηγορία, ειρωνεία και λοιπά. Η αγιότητα μπορεί ν’ αποτελεί μειοψηφία κι εξαίρεση, όμως υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και αποτελεί μεγάλη ελπίδα.
Αναρίθμητες οι θαυματουργικές εικόνες της Γερόντισσας του Αγίου Όρους ,του περιβολιού της Παναγιάς μας ...της Κυρίας Θεοτόκου . Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει η Παναγία του Ναού του Πρωτάτου, γνωστή με την ονομασία «Άξιον Εστί». Ακριβώς 1027 χρόνια πριν μια νύχτα σαν την αποψινή , αντήχησε για πρώτη φορά σε ένα φτωχικό κελάκι ο πιο γλυκός ύμνος αφιερωμένος σε Αυτήν, την … όντως Θεοτόκον … Σήμερα νοερώς είμαστε όλοι εκεί στις Καρυές ...στο Πρωτάτο ..στην πιο υπέροχη αγιορείτικη αγρυπνία σε ανάμνηση ενός μεγάλου θαύματος :
Ήταν βράδυ καλοκαιριού , 11 Ιουνίου του 982 μ.Χ, ημέρα Κυριακή όταν χτύπησε η πόρτα του Παντοκρατορινού Κελιού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κοντά στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στις Καρυές. Ο Γέροντας του Κελιού βρισκόταν στην αγρυπνία στο Πρωτάτο, όπως έκανε εξάλλου κάθε Σάββατο βράδυ. Ο υποτακτικός άνοιξε και μπροστά του στεκόταν ένας ξένος μοναχός (ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με σχήμα Μοναχού) που ζητούσε τη φιλοξενία του.
Με ευχαρίστηση τον δέχτηκε και του προσέφερε ό,τι διέθετε το φτωχικό κελλί τους.
Τη νύχτα σηκώθηκαν για να διαβάσουν την πρωινή ακολουθία. Την ώρα του Όρθρου και όταν έφθασαν στην ενάτη ωδή, ο φιλοξενούμενος πριν να ψάλλει «την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ», πρόσθεσε το άγνωστο μέχρι τότε προοίμιο «Άξιον εστί ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον». Τον ύμνο αυτό τον έψαλε ολοκληρωμένο πολλές φορές ο άγνωστος Μοναχός μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μέχρι να τον μάθει ο υποτακτικός. Ο νεαρός υποτακτικός απόρησε και είπε στον ξένο: «Ποτέ δεν ακούσαμε αυτά τα λόγια, ούτε εμείς, ούτε και οι πριν από μας Γέροντες».Τον παρακάλεσε μάλιστα να του γράψει τον ύμνο για να τον ψάλλει κι αυτός. Μέσα στο φτωχό όμως κελάκι δεν υπήρχε ούτε χαρτί, ούτε μελάνη κι έτσι ο επισκέπτης χάραξε τη φράση με το δάχτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα. Τα γράμματα χαράκτηκαν θαυματουργικά ωσάν να κινούσε το δάκτυλό του πάνω σε πηλό. «Από τώρα και στο εξής έτσι θα ψάλλετε τον ύμνο όλοι οι Ορθόδοξοι» είπε και έγινε άφαντος.Ο ξένος αυτός ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Τον είχε στείλει ο Θεός ν’ αποκαλύψει τον αγγελικό ύμνο, για να ψάλλεται μ’ έναν τρόπο που να ταιριάζει καλύτερα στη Μητέρα του Θεού.
Ο υποτακτικός, που τον τίμησε ο Θεός για την υπακοή και τον οσιακό του βίο, έψαλλε μέχρι το πρωί αυτόν τον ύμνο, ο οποίος τόσο πολύ εύφραινε την καρδιά του και του έφερνε ψυχική αγαλλίαση!
Όταν ο Γέροντας έμαθε γυρίζοντας στο κελί το θαυμαστό αυτό γεγονός, ενημέρωσε τον πρώτο του Αγίου Όρους και την Κοινή Σύναξη, δείχνοντας την πλάκα με τα χαραγμένα λόγια του ύμνου. Αφού εδόξασαν όλοι το Θεό και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο, έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Βασιλέα με όλη τη διήγηση του θαύματος γραπτώς.
Από τότε ο αγγελικός αυτός ύμνος έγινε γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Η εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στο Ναό του κελίου, όπου έγινε το θαύμα μεταφέρθηκε στο ναό του Πρωτάτου.Το κελί εκείνο, όπου ο Αρχάγγελος εδίδαξε τον ύμνο, ονομάζεται μέχρι και σήμερα «Άξιον Εστί» και η βαθειά κοιλάδα όπου βρίσκεται, λέγεται από τότε «Άδειν»,διότι εκεί εψάλη για πρώτη φορά ο ύμνος.
Από τα τέλη του 10ου αιώνα,ο ύμνος πέρασε σε λειτουργική χρήση και ψάλλεται στη Θεία Λειτουργία μετά την εκφώνηση «Εξαιρέτως της Παναγίας…» στον ίδιο ήχο με το Χερουβικό.Πλήρη Ακολουθία για την εικόνα «Άξιον εστί» έγραψε το 1838 ο λόγιος ιεροδιάκονος του Ρωσικού Κοινοβίου Βενέδικτος. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνεται στο Ναό του Πρωτάτου πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ακολουθεί μεγαλοπρεπής λειτανεία της θαυματουργής εικόνας. Κατά τη λιτανεία έχουν γίνει πάρα πολλά θαύματα.
Λόγω του χρόνου που πέρασε,η μορφή της Θεοτόκου στην εικόνα ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά την πρόσφατη ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου,έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Στις 3 Οκτωμβρίου 1913, μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές ,οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.Μπροστά στην εφέστια εικόνα του Άθωνα, «εγένετο ο συναγερμός του αγιορειτικού κόσμου και γονυπετώς υπέγραψαν οι σεβαστοί Καθηγούμενοι και Προιστάμενοι των ιερών Μονών το ψήφισμα της αιωνίου ενώσεως του Αγίου Όρους μετά της Μητρός Ελλάδος».