Πάνω στην έμψυχο
κιβωτό του Θεού ας μην αγγίζει ολότελα χέρι αμαρτωλό. Αλλά χείλια πιστά ας ψέλνουνε με αγαλλίαση, χωρίς να σωπάσουνε, σαν νά ναι η φωνή του Αγγέλου κι ας φωνάζουνε: Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου...
(Φ.Κόντογλου )
Μυστική Παράκληση
Μυστική Παράκληση
η μοναξιά μου είναι σαν τ’ άδειο, σαν τ’ αλόγιστοχυμένο προτού νάρθη η πλάση,
η αρρώστια μου βογγάει σαν τα μεγάλα δάσηκαθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,κι από δροσιά, κι από κελάϊδισμαστάλα του αιθέρα,ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,μονάχα Εσένα πίστεψακαι λάτρεψα μονάχα Εσένααπό τα πρωτινά γλυκοχαράματακι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχταμιας ωργισμένης δύσης.
Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσης.Δέσποινα,βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,με γονατίζει το στοιχειό της θλίψης.
Υψώσου ποιος μου λέει; δε δύναμαι,δύνασαι κάτου
Εσύ ως εμέ να σκύψης;Ρίξε από πάνου σου,στους αθανάτους τη θεόπρεπηπαράτησε αλουργίδα του Ολύμπου,έλα, κατέβα ολόγυμνη, βαφτίσου στον Ιορδάνη του δακρύου,κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαροστη σκέπη τη γαλάζια της Αειπάρθενης, που ειν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν εισ’ Εσύ των εθνικών ηδονολάστρα η Μούσα,της πλαστικής και της σκληρής χαράς δεν είσαι η Πιερίδα,του σπλάχνους του τρανού βαθιογάλανηφορείς . Εσύ πορφύρακι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! δείξου στο μικρό και τον ανήμπορο, και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,και φτάσε καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους η Αγιά Λεούσα.
Άκου, ένα σκούσμα τον αέρα σπάραξε·
Ποιος κλαίει ;Κοίτα, βροχή από λάβα βρέχει ένας θειφότοπος·τι κλαίει ;
Έλα κοντά, ένας ήσκιος αργοσάλεψε,και λέει :
Του τραγουδιού σου δε γυρεύω πια το θρίαμβο,μηδέ τον κόσμο τον ολάκριβο, τη Λύρα,μηδέ τη μοίρατου δοξασμένου διαλεχτού σου, Δέσποινα!Λυπήσου,και πλάσε μου,και στείλε μου έναν ύπνο ήσυχο ήσυχο,με του παιδιού το γλυκανάσασμα,μαζί μου.
(Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ)


Και συνέχισε το δρόμο του. Οι Γερμανοί έμειναν ακίνητοι και τον κοίταζαν με απορία και θαυμασμό. Κάποια φορά, πού ήταν άρρωστος, τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, ακόμη και το νερό. Δε δεχόταν να κοιμηθεί σε κρεβάτι, διπλωνόταν με ένα σακί, έβγαινε έξω από το σπίτι και κοιμόταν στην αυλή. Κάποιες φορές με κοίταζε και μου έλεγε: -
Ήμουν στη Μακεδονία και δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ούτε με λεωφορείο, ούτε με ζώο, ούτε με τα πόδια, βρέθηκα στην Ομόνοια στην Αθήνα.
Όλοι οι θεοφοβούμενοι άνθρωποι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν λίγοι ασεβείς τον κορόιδευαν και τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης
Απ` οπού και αν περνούσε κήρυττε την Ορθοδοξία και
έλεγε δυνατά:
-Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή με το Παλαιό, μετανοείτε, γυρίστε στην Ορθοδοξία. Κάποια εποχή είχα πάει με την οικογένεια μου στην Αθήνα και εκεί δούλευα. Όταν ήρθα για κάποιο λόγο στην Καλαμάτα, έμαθα ότι ο Χαραλάμπης είναι πολύ άρρωστος στο σπίτι του Ηλιόπουλου. Ξεκίνησα και πήγα να τον δω. Μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε:
-Σήμερα σε περίμενα, ήξερα ότι θα έρθεις. Για μένα ο Χαραλάμπης ήταν ο σωτήρας μου, αυτός μου ανάστησε τα παιδιά μου με τα τρόφιμα πού μου έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας της Ορθοδοξίας και πολύ ελεήμων, αιωνία του ή μνήμη!
ΠΟΙΟΙ ΚΟΛΑΖΟΝΤΑΙ ;
Πληθωρική ή διήγηση του Ιωάννη Ανδριόπουλου, γεμάτη θαυμαστά και παράδοξα:
Κατάγομαι από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας και κατοικώ στο Ασπρόχωμα Καλαμάτας.
Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από παιδάκι, γιατί ερχόταν στο χωριό μου και άναβε τα καντήλια στα εξωκλήσια. Στα χωριά πού περνούσε, σε γνωστούς και σε αγνώστους έλεγε:
-Γυρίστε με το Παλαιό. Σήμερα είναι αυτή ή γιορτή με το Παλαιό. Το Παλαιό Εορτολόγιο είναι το σωστό και αυτό να ακολουθήσετε.
Εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και στον Άγιο Ισίδωρο. Θυμάμαι κάποια φορά, πού ήμουν στο καφενείο του Ανδρόνικου Καραμπάγια, ήρθε εκεί και ο Χαραλάμπης. Τον φώναξα στο τραπέζι μου, τον κέρασα και του είπα: -Παπουλάκη, λέω να πάω αύριο στον Άγιο Γεώργιο στους Χρόνους.
-Να πάς, αλλά να μην αφήσεις φράγκο στην εκκλησία, γιατί τα παίρνει αυτός ο μπεκρής και μας ξεφτιλίζει.
-Παπουλάκη, δεν μπορώ να πάω και να μην αφήσω κάτι στην εκκλησία.
-Εκείνο πού σου λέω εγώ να κάνεις, γιατί θα διατάξω και θα σε κόψει το τραίνο, αλλά δεν θέλω να σε κόψει, να σε σούρει όμως να γελάσει ο κόσμος. Έφυγα από το καφενείο, πήγα σε μια εξαδέλφη μου στο Νέο Κόσμο και μετά πήγα στη στάση, για να πάρω το τραίνο να πάω στο σπίτι μου. Εκεί πού περίμενα, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα κοντά στις ράγες. Πέρασε το τραίνο με έσουρε, μου έσκισε το παντελόνι και, όπως είπε ο Χαραλάμπης, γέλασε ο κόσμος! Πριν πάει στο σπίτι του Ηλιόπουλου, έμενε στην καλύβα των Καραχαλαίων στο Ασπρόχωμα. Τα βράδια πήγαινα συχνά, άναβα τη φωτιά και του έκανα παρέα. Κάποια ήμερα πήγα γύρω στα μεσάνυχτα, τον είδα να κοιτάζει προς τα επάνω, δεν ανέπνεε όμως καθόλου, ήταν σαν νεκρός. Επειδή πίστευα και πιστεύω ότι ο Χαραλάμπης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά ένας μεγάλος ασκητής της εποχής μας, κάθισα και περίμενα να δω το αποτέλεσμα. Μετά από αρκετή ώρα άκουσα ένα «χράκ» από το στόμα του και αμέσως μου λέει: -τι υπέροχα ήταν εκεί! -τι είδες παπουλάκη; του είπα. -Είδα χιλιάδες Αγγέλους, Αγίους, Αγίες και την Παναγία μας να υμνούν το Χριστό. Ό Χριστός δεν βλέπεται, γιατί λάμπει· και ή Παναγία μας λάμπει, αλλά βλέπεται.
Έλεγε και άλλα σε μια ξένη γλώσσα, πού εγώ δεν καταλάβαινα· τον ρώτησα τι σημαίνουν αυτά και μου είπε: -Είναι οι επτά λέξεις πού μου έδωσε ο Χριστός! Είπε τις λέξεις, αλλά ήταν ξενικές και δεν τις συγκράτησα.
Ένα βράδυ του άναψα τη φωτιά και κάθισα να του κάνω παρέα. Αποκοιμήθηκε όμως ο Χαραλάμπης, και μετά από λίγο τον άκουσα πού έλεγε:
-Χρήν χρέν μη χρέν ναί χρέν.
-Τις ει;
-Αρχιστράτηγος!
-τι ζητάς;
-Να ανοίξει ή κόλαση!
-Δεν ανοίγει.
-Ποιοι είναι αυτοί πού κολάζονται;
-Μάγοι, μάγισσες και αυτοί πού δεν ελεούν.
-Ποιόν να ελεήσουν;
~Το ζητιάνο.
-Ποιος είναι ο ζητιάνος; Πετάγομαι εγώ και του λέω:
-Παπουλάκη, είναι ο Χριστός! Αμέσως ξύπνησε και μου λέει:
-Λύθηκε το πρόβλημα.
Αυτή ή συζήτηση πού είχε ο Χαραλάμπης στον ύπνο του και, κατ' οικονομία Θεού, πήρα μέρος κι' εγώ, πού ήμουν ξύπνιος, με συγκλόνισε και αναλύθηκα σε πολλά δάκρυα. Ένα άλλο βράδυ κοιμόμουν στο σπίτι μου. Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησα και είχα μεγάλη ανησυχία. Ό λογισμός μου μου έλεγε να πάω γρήγορα στο Χαραλάμπη. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην καλύβα του, τον βρίσκω πεσμένο από το κρεβάτι και ταλαιπωρημένο. Προσπαθούσε πολλή ώρα ν' ανέβει στο κρεβάτι και δεν μπορούσε· τον σήκωσα, τον έβαλα να ξαπλώσει και θυμάμαι
μου είπε:
-Η Παναγία σε έφερε!
Κάποια μέρα μου είπε:
-Στείλε μου το παιδί σου τον Αντώνη, να του δώσω να διαβάσει μια παράκληση για τον παππού του το Σωτήρη, πού είναι άρρωστος στο νοσοκομείο. Έστειλα τον Αντώνη, το γιο μου, στο Χαραλάμπη, του έδωσε την παράκληση και του είπε να πάει στον Άγιο Μόδεστο να τη διαβάσει. Εγώ πήγα στο σπίτι και, όταν επέστρεψα, ο Χαραλάμπης μου είπε:
-Την ώρα πού διάβαζε το παιδί την παράκληση, έλαβα μήνυμα από τα Ουράνια ότι ο πάππους του θα γίνει καλά.
Όπως το είπε, έτσι και έγινε. Ό παππούς βγήκε πολύ σύντομα από το νοσοκομείο και γιατρεύτηκε από την αρρώστια πού τον ταλαιπωρούσε. Πολλές φορές του έλεγα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αρνιόταν όμως επίμονα και μου έλεγε:
-Άλλη φορά.
Ένα βράδυ, πού του ξαναζήτησα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αφού αρνήθηκε πρώτα, μου είπε:
-Θα 'έρθει άλλος από την Αθήνα και θα μου τα πλύνει.
Άλλη μέρα πού πήγα στην καλύβα του Χαραλάμπη, ήρθε ένας κύριος, του έκοψε τα νύχια και του έπλυνε τα πόδια. Όταν τελείωσε, ζήτησε να κρατήσει τα νύχια του για ευλογία. Ό Χαραλάμπης γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:
-τι λες, να του τα δώσουμε;
-Παπουλάκη, του λέω, αφού σου έπλυνε τα πόδια, να τον τα δώσεις.
Μετά έμαθα ότι αυτός ο κύριος ήταν καθηγητής από την Αθήνα, είχε μεγάλη αγάπη στο Χαραλάμπη και πίστευε ότι ο παπουλάκης ήταν άγιος άνθρωπος. Κάποια ήμερα με ρώτησε:
-Αχ, θα γίνω άραγε καλά;
Είχε φοβερούς πόνους στα πόδια του και το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε από τις πολλές μετάνοιες και οδοιπορίες πού έκανε.
-Παπουλάκη, του λέω, την Κυριακή θα φάμε στο σπίτι μου και μετά, ότι πει ο Θεός ας γίνει. Την Κυριακή τον πήγα κρατώντας τον στο σπίτι μου και, αφού φάγαμε, τον άφησα κάτω από μια συκιά, για να πάω σε κάποια δουλίτσα μου. Όταν γύρισα μου φωνάζει:
-Έλα εδώ, έλα εδώ γρήγορα. Πήγα αμέσως, για να δω τι με θέλει.
-Κάθισε να σου πω· αυτή τη στιγμή μόλις έφυγε ή Παναγία· μου είπε να μην ξαναπάω στην καλύβα πού μένω, γιατί θα με σκοτώσουν με το τσεκούρι και θα ενοχοποιήσουν εσένα, πού μ' ανάβεις τη φωτιά. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Ηλιόπουλο να με πάρει στο σπίτι του.
Εγώ, για να μην πάθω ότι έπαθα με το τραίνο, πήγα τρέχοντας, ειδοποίησα τον Ηλιόπουλο και τον πήρε στο σπίτι του. Στο σπίτι του Ηλιόπουλου, πού έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κάποια μέρα είχαν πάει πολλές γυναίκες να τον δουν, ο παπουλάκης όμως δεν μιλούσε μαζί τους και αυτές, όταν με είδαν, μου παραπονέθηκαν. Ρώτησα τον παπουλάκη γιατί δεν μιλάει στις γυναίκες, πού ήλθαν να τον δουν και μιλάει μόνο σε μένα. Με κοίταξε και μου είπε:
-Εσύ έρχεσαι μαζί με την Παναγία. Άλλη φορά, πού είχα πάει να τον δω, μου είπε:
-Ήρθε άγγελος και μου είπε: Έκανες μεγάλο αγώνα και σε ένα μήνα θα αναπαυθείς.
Ό πεθερός μου Αθανάσιος Δημητρακόπουλος, κάποιο βράδυ φιλοξένησε τον παπουλάκη στο σπίτι του. Ό Χαραλάμπης του είχε πει να τον ξυπνήσει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ό πεθερός μου έβαλε και το ρολόι, για να μην αποκοιμηθεί. Μόλις χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε για να πάει να ξυπνήσει το Χαραλάμπη. Τον είδε όμως να φεύγει περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Αυτό τον συγκλόνισε και το έλεγε παντού. Στην κηδεία του Χαραλάμπη ο πεθερός μου φώναζε:
-Είναι Άγιος, Άγιος! Τον είδα να περπατάει πάνω από το έδαφος!
Θυμάμαι μια βραδιά, είχε έρθει ο Χαραλάμπης στο πεθερού μου το σπίτι, για να πυρωθεί. Ό κουνιάδος μου ο Γιάννης έριχνε στη φωτιά μπαρούτι με τις χούφτες. Οι φλόγες της φωτιάς ήταν πολύ ισχυρές, ο Χαραλάμπης καθόταν πολύ κοντά, ο κουνιάδος μου συνέχιζε να ρίχνει μπαρούτι, για να γελάει με το Χαραλάμπη. Εγώ τον μάλωνα να σταματήσει, για να μην καούμε. Ό Χαραλάμπης γυρίζει και μου λέει:
-Άφησε τους, να καούνε μια ώρα αρχύτερα. Άκουσα από άλλους ότι πέρασε από μια στάνη και δυο τσοπαναρέον του έδωσαν σε πιάτο μυτζήθρα να φάει. Ό Χαραλάμπης, αφού έφαγε, ευλόγησε τα πρόβατα και οι δυο τσοπαναραίοι είδαν ότι από τότε τα πρόβατα είχαν πολύ γάλα. Είπαν στο Χαραλάμπη να περνάει τακτικά, για να του δίνουν γάλα, τυρί, μυτζήθρα και ότι άλλο ήθελε.
Κάποια μέρα τον είδαν να περνάει έξω από τη στάνη περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Οι τσοπαναραίοι τον θαύμασαν και του φώναζαν να τους πλησιάσει, αλλά ο Χαραλάμπης εξακολουθούσε να φεύγει χωρίς να πατάει στο έδαφος. 

Κάποια στιγμή κοιτάζοντας στον καθρέφτη, αναγνώρισα στο είδωλό μου τον Ιησού. Μου φάνηκε ότι είδα την εικόνα που έχει ο καθένας από εμάς γι΄ Αυτόν, όταν προσπαθούμε να τον φανταστούμε. Την εικόνα που έχω συγκρατήσει από παιδί.
Πραγματικά ελπίζω στο μνημόσυνό μου, να με θυμούνται και να με αποκαλούν όλοι ως «τον άνθρωπο που υποδύθηκε τον Ιησού».





Χρησιμοποιούσε ένα πολύ μεγάλο δισκάριο, και για δύο-τρεις ώρες έβγαζε μερίδες και μνημόνευε ακατάπαυστα. Άγιε πνευματικέ, πολύ κουράζεσαι με τόσα ονόματα, του έλεγαν από αγάπη μερικοί πατέρες. δεν κουράζομαι, απαντούσε εκείνος. 'Αντίθετα, αισθάνομαι μεγάλη χαρά. Ωφελούνται πολύ οι μνημονευόμενοι. Η ωφέλεια τους είναι χαρά μου. Νέος ακόμα ιερέας ο παπα-Σάββας δέχτηκε κάποια αποκάλυψη, με την όποία ο Θεός του φανέρωσε τη μεγάλη ωφέλεια που αποκομίζουν οι ψυχές από τη μνημόνευση. την κατέγραψε, λίγο πριν την κοίμησή του, σαν απάντηση σε εκείνους που τον ρωτούσαν για ποίο λόγο μνημόνευε καθημερινά τόσα ονόματα.
Το 1843, έγραφε, μου έδωσαν αρκετά ονόματα, για να κάνω σαρανταλείτουργο. τη μέρα που θα τελούσα την τελευταία λειτουργία, περιμένοντας το γέροντά μου να πάρω καιρό, αποκοιμήθηκα ακουμπώντας στο αναλόγιο και είδα το έξης αποκαλυπτικό όνειρο: 