ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΔΑΜΒΑΚΕΡΑΚΗΣ, 1908 - 2000
(Ο τελευταίος Ασκητής του Κρητικού Νότου)
Τον γνώρισα μια πολύ σημαντική μέρα της ζωής μου. Ηταν η μέρα του γάμου μου με τη θυγατέρα της αγαπημένης του πρωτοεξαδέλφης, και τον αντίκρισα για πρώτη φορά μέσα στον περικαλλή Ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, να στέκεται ανάμεσα στο πλήθος ευθυτενής, μεγαλοπρεπής, σοβαρός, συγκινημένος, δίνοντας την εντύπωση ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Μυστηρίου προσευχόταν εκ βαθέων.
Εκείνη τη μέρα έμαθα πως ήταν ο Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, πρωτοεξάδελφος της πεθεράς μου, και ασκούνταν πνευματικά στην περιοχή της Κατεβατής Ακουμίων, όπου είχε δημιουργήσει με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, τον οποίο ιδιαίτερα ευλαβείτο.
Όταν πλησίασε, μεταξύ των πρώτων, να μας ευχηθεί, θεώρησα εκείνη την τιμή μεγάλη ευλογία και καλό πνευματικό εφόδιο για την αρχή της καινούργιας ζωής μας. Αυθόρμητα έσκυψα και του φίλησα με μεγάλο σεβασμό το χέρι κι αυτός βλέποντας την πηγαία και ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων που είχαν πλημμυρίσει την ψυχή μου μου το ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο, αγκαλιάζοντάς με, φιλώντας με και λέγοντάς μου να είναι ευλογημένη από τον Θεό η καινούργια ζωή μου.
Έκτοτε συνδέθηκα μαζί του στενά και πάντα, όταν πήγαινα στα Σακτούρια, περνούσα οπωσδήποτε από το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου στην Κατεβατή, για να δω το Γέροντα, να πάρω την ευχή του και να συζητήσουμε. Αυτή η πολύχρονη, πλέον των δεκαοκτώ ετών, επικοινωνία μου μαζί του υπήρξε πνευματικά καρποφόρα και άφησε τα άγια ίχνη του στη συνείδησή μου.
Θα μου μείνει αξέχαστη η πραεία μορφή του, η απλότητά του, η συγκατάβαση με την οποία αντιμετώπιζε το συνομιλητή του, η αγνότητά του, η αγαθή ψυχή του, η απέραντη αγάπη του στον Θεό και η συνεχής αναζήτηση της σωτηρίας της ψυχής του.
Πολλές φορές συζητώντας μου έλεγε: "Τι λες, δάσκαλε, θα σωθούμε; Θα μας ελεήσει ο Θεός;"
Και το έλεγε αυτό με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού, αλλά και με επίγνωση ότι αυτό ήταν και είναι ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη και ιδιαίτερα του Ορθόδοξου Χριστιανού.
Εκεί, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, δημιούργησε ο Γέροντας Θεοδόσιος, με εξαντλητική προσωπική εργασία, μια αληθινή όαση. Τρεις μικρούς κατανυχτικούς Ναούς, αφιερωμένους στην Παναγία, στον Άγιο Αντώνιο και στον Άγιο Νεκτάριο. Στο Ναό της Παναγίας ο Γέροντας τοποθέτησε μια εικόνα της Παναγίας μεγάλων διαστάσεων με την προσωνυμία "Ρόδον το Αμάραντον", που αποτελεί μεγάλη ευλογία για το Ησυχαστήριο και για ολόκληρη την περιοχή.
Κάποτε του ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του. Δίστασε… δεν έδειξε ενδιαφέρον. "Τι σημασία έχουν όλα αυτά", μου είπε "σημασία έχει να μπούμε στον Παράδεισο. Θα τα καταφέρουμε;" Μπροστά όμως στην επιμονή μου υποχώρησε και ικανοποίησε πολύ συνοπτικά την "περιέργειά" μου.
Γεννήθηκε στα Ακούμια Αγίου Βασιλείου το έτος 1908 και ήταν το πέμπτο
στη σειρά παιδί του Στυλιανού Δαμβακεράκη και της καταγόμενης από τα Σαχτούρια Μαρίας, το γένος Κοτσυφάκη. Όταν τον βάφτισαν, τον ονόμασαν Θεμιστοκλή. Η οικογένειά του διακρινόταν για την ευσέβειά της και την προσήλωσή της στις θρησκευτικές παραδόσεις.
Σε ηλικία 14 περίπου ετών ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη στο νεαρό Θεμιστοκλή στην Κατεβατή, κοντά στον παλαιό, ερειπωμένο τότε, Ναό του Αγίου Αντωνίου υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα ζωή του. Νέος στρατεύθηκε και πολέμησε στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο στο οποίο, όπως έλεγε ο ίδιος, διατηρήθηκε "αβλαβής και καθαρός".
Επιστρέφοντας από το Μέτωπο στην Κρήτη πέρασε από την Καλαμάτα, όπου έγινε μοναχός σε Μοναστήρι της περιοχής στο οποίο παρέμεινε 7 χρόνια. Μετά επέστρεψε στα Ακούμια και άρχισε να δημιουργεί στην Κατεβατή το υπέροχο έργο του.
Ανοικοδόμησε τον παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου, τη στέγη, το τέμπλο, τον περίβολο του Ναού. Στη συνέχεια διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο, έφτιαξε γύρω γύρω μπεντένι, μικρά κελιά, φύτεψε δέντρα και διαμόρφωσε το χώρο για τη δημιουργία ενός μικρού κήπου, για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη λιτή διατροφή του.
Στη συνέχεια έχτισε το Ναό της Παναγίας στη θέση ενός τεράστιου βράχου, που υπήρχε στο βορειοδυτικό άκρο του Ησυχαστηρίου. Μέσα σ' αυτό το Ναό τοποθέτησε τη μεγάλη εικόνα "ρόδον το Αμάραντον" με κεντρικό πρόσωπο την Παναγία και γύρω απ' αυτήν μικρότερες εικόνες, ενσωματωμένες στη μεγάλη, σχετικές επίσης με την επί γης ζωή της Θεομήτορος.
Αργότερα, έκτισε και το Ναό του Αγίου Νεκταρίου, λίγο ανατολικότερα από το Ναό της Παναγίας, τον οποίο ο Γέροντας ευλαβείτο πολύ. Στο χτίσιμο του Ναού του Αγίου Νεκταρίου βοήθησαν σημαντικά οι τεχνίτες που οικοδόμησαν το Ναό της Παναγίας, ύστερα από ένα θαυμαστό γεγονός του οποίου έγιναν αυτόπτες μάρτυρες.
Ο Γέροντας καμάρωνε ταπεινά το Ησυχαστήριό του, αυτό το υπέροχο δημιούργημα των χειρών του και κυρίως της Πίστεώς του και της απόλυτης και χωρίς όρους αφοσίωσής του στον Θεό. Η πόρτα του Ησυχαστηρίου του ήταν πάντα ανοιχτή και η φιλοξενία αβραμιαία.
Το "τυπικό" της φιλοξενίας του ήταν χαρακτηριστικό.
"Πήγαινε στον Αγιο Αντώνιο να προσκυνήσεις και θα έρθω κι εγώ σε λίγο", έλεγε στον προσκυνητή, αφού πρώτα τον χαιρετούσε και του έδινε την ευχή του. Σε λίγο ερχόταν και ο ίδιος στο μικρό, κατανυχτικό Ναό. Σου έλεγε να καθίσεις και καθόταν κι αυτός στο στασίδι δίπλα στο αναλόγιο. Με αγάπη, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάκριση συζητούσε μαζί σου και κυρίως τον άκουγες να μιλεί και να απαντά σε ό,τι τον ρωτούσες. Πάντα ήταν εμφανής ο πόθος του και η πνευματική "αγωνία" του για τη σωτηρία έστω και μιας ψυχής.
Στη συνέχεια στο μικρό του κελάκι με την "καλογερική ακαταστασία", που ανέδιδε όμως πνευματική ευωδία, συνεχιζόταν η συζήτηση και η φιλοξενία.
Όταν έφευγες σου έδινε απαραίτητα μοσχοθυμίαμα, φτιαγμένο από τον ίδιο με νηστεία, προσευχή και δάκρυα. Κι εσύ αναχωρούσες αναπαυμένος ψυχικά και λαχταρούσες πότε θα ερχόταν ξανά η ώρα να τον συναντήσεις και πάλι.
Ο Γέροντας επισκέφθηκε δύο φορές το πνευματικό προπύργιο του Ορθόδοξου Μοναχισμού, το Άγιον Όρος, το πάντερπνο και πανεύοσμο Περιβόλι της Παναγίας, στο οποίο ασκείται πνευματικά και ένας κατά σάρκα ανιψιός του, γιος της αδελφής του Καλλιόπης.
Τότε επισκέφθηκε στο Κουτλουμουσιανό Κελί της Παναγούδας το Γέροντα Παΐσιο (1924-1994), το μεγάλο Αθωνίτη Ασκητή και μίλησαν αρκετή ώρα οι δύο τους. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, έκανε πραγματικά σαν μικρό παιδί, έπλεε σε πελάγη πνευματικής ευτυχίας, γιατί ο π. Παΐσιος του έδειξε ειλικρινή αδελφική αγάπη και του είπε ότι το έργο που επιτελεί στο Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή Ακουμίων είναι ευάρεστο στον Θεό.
Εκτοτε, όταν τον ρωτούσε κανείς για τις εντυπώσεις του από το Αγιον Όρος, έλεγε: "Για να ωφεληθείς πηγαίνοντας στο Αγιον Όρος πρέπει να πας με πρόθεση και απόφαση μετανοίας… Και συμπλήρωνε πως "κάθε Μοναστήρι, παιδάκι μου, είναι κι ένα μικρό Αγιον Όρος που μπορεί να μας βοηθήσει να σώσομε την ψυχή μας".
Πήγε και στους Αγίους Τόπους τρεις φορές. Επισκέφθηκε και προσκύνησε όλα τα μέρη που άφησε τα άγια ίχνη της παρουσίας Του στη γη ο Χριστός και έλαβε "ανακαινιστικόν βάπτιστα" στα κρυστάλλινα "ρείθρα" του Ιορδάνη.
Λίγο πιο κάτω από το Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή ασκούνταν ο Γέροντας Γεννάδιος (+1987) στην Αγία Άννα, στην ευρύτερη περιοχή της Ακουμιανής Γιαλιάς. Εζησαν μαζί 35 χρόνια, επισκέπτονταν ο ένας το Ησυχαστήριο του άλλου, και τους έδενε βαθύτατος αδελφικός πνευματικός δεσμός.
Ο Γέροντας Θεοδόσιος μιλούσε πάντα με πνευματικό θαυμασμό για το Γέροντα Γεννάδιο και έλεγε συχνά: "Ο π. Γεννάδιος είχε παραρίξει το σώμα του αλλά αυτό ωφέλησε πολύ την ψυχή του".
Ο Γέροντας Θεοδόσιος είχε "δι' αλληλογραφίας" επικοινωνία με πολλούς πιστούς σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Απαντούσε σ' όλες τις επιστολές που έπαιρνε και το έκανε αυτό ως τα βαθιά του γεράματα παρά τη σωματική του αδυναμία. Μ' αυτό τον τρόπο εκδήλωνε για άλλη μια φορά τη γνήσια δελφική αγάπη του προς το συνάνθρωπο, γιατί ο Γέροντας έλεγε συχνά ότι τον Θεό θα τον αγαπήσομε πραγματικά με την αγάπη, τη συγκατάβαση και τη βοήθεια, που θα προσφέρομε στους συνανθρώπους μας.
Είχε πάντα στο νου του στους καλούς λογισμούς, ποτέ δεν σκεφτόταν ούτε περνούσε από το μυαλό του το κακό. Η σκέψη του "ταξίδευε" πάντα στα δροσόλουστα, χλοερά, μυροβόλα λιβάδια των καλών λογισμών, δείγμα κι αυτό ανεξίκακης και φιλόκαλης καρδιάς. Όταν έπαθε σοβαρή ζημιά ο Ναός του Αγίου Αντωνίου από φωτιά, που προκλήθηκε μάλλον από κάποιο αναμμένο κερί, που ξεχάστηκε, μου είπε με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού: "Ισως ήταν από τον Θεό να γίνει αυτό, για να με κάμει να φτιάξω άλλο καμπαναριό, γιατί το παλιό ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τους προσκυνητές".
Στις συζητήσεις του με τους κοσμικούς ο Γέροντας Θεοδόσιος τόνιζε πάντα με έντονο τρόπο τη χοϊκή καταγωγή και προέλευση του ανθρώπου, τη ματαιότητα αυτού του κόσμου αλλά και την καθοριστική σημασία που είχε για τον άνθρωπο η παρούσα ζωή για την κατάχτηση της αιώνιας.
Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιήσει στο έπακρον και με τον καλύτερο τρόπο την επίγεια ζωή του, για να καταχτήσει
και να απολαύσει πνευματικά την ουράνια και αιώνια ζωή.
Έδινε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της νηστείας, θεωρώντας την βασικό στοιχείο της πνευματικής ζωής του χριστιανού.
"Χωρίς νηστεία, αγρυπνία και προσευχή", έλεγε, "δεν πολεμούνται τα ανθρώπινα πάθη" και συνιστούσε ιδιαίτερα την πνευματική νηστεία, δηλαδή τη "νηστεία" των παθών, των αδυναμιών, των ανθρώπινων λαθών.
Για να ενισχύσει τους πιστούς που τον επισκέπτονταν και του εξέφραζαν τον προβληματισμό και την απογοήτευσή τους για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου και την πνευματική κούραση που τους προκαλούσε αυτή η κατάσταση έλεγε με πειστικότητα:
"Το τριαντάφυλλο δεν χάνει την ευωδιά του ακόμη κι αν πέσει μέσα στη λάσπη… το χρυσάφι, ακόμη κι αν ανακατευθεί με το χώμα, δεν χάνει την αξία και τη λάμψη του. Έτσι και ο πιστός, ο αληθινά πιστός άνθρωπος δεν χάνει την πίστη του, την πνευματικότητά του ζώντας μέσα στον κόσμο".
Ο Γέροντας Θεοδόσιος υπηρέτησε το Θεό πολλές δεκαετίες με πνευματικό ηρωισμό, αυτοθυσία και αυταπάρνηση και αξιώθηκε να φθάσει σε βαθύτατο γήρας έχοντας "καθαρότητα νοός" και ζώντας πάντα έντονα την εν Χριστώ Ιησού ζωή.
Την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου η αγνή ψυχή του ταπεινού τελευταίου ασκητή του αγιοτόκου κρητικού Νότου, όπως εύστοχα ονόμασε το Γέροντα Θεοδόσιο στο περίπυστο έργο του "Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης" ο διακεκριμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Νίκος Ψιλάκης, έσπασε τα γήινα δεσμά και πέταξε στην απεραντοσύνη της Ανω Ιερουσαλήμ, στο αιώνιο φως της Βασιλείας των Ουρανών.
Την επόμενη μέρα πλήθος ιερέων, με επικεφαλής τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Λάμπης και Σφακίων κ. Ειρηναίο, και εκατοντάδες πιστών προέπεμψαν τον μακαριστό Γέροντα στην τελευταία επίγεια κατοικία του, στον "οίκο του", όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον τάφο του, που τον είχε φτιάξει πολλά χρόνια πριν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Ήταν όλοι σίγουροι, είμαστε όλοι όσοι τον γνωρίζαμε σίγουροι ότι ο Θεός περίμενε την αγιασμένη ψυχή του στις όχθες της επουρανίου Τιβεριάδος, για να απευθύνει στο Γέροντα το ευαγγελικόν: "Ευ, δουλέ, αγαθέ και πιστέ.
Επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω.
Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου".
Tου εξαιρετικού Αντώνη Στιβακτάκη
Αυτό είναι ασέβεια μάλλον παρά αίρεση.
Αίρεση είναι μεν το να παρεκκλίνει ένας σε κάποιο από τα υπάρχοντα δόγματά μας σχετικά με την ορθή πίστη μας, το να λέει όμως ότι στα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν αυτοί που αγαπούν τον Θεό, ούτε αξιώνονται να λάβουν το Άγιο Πνεύμα και να βαπτιστούν `από αυτό ως υιοί του Θεού, ώστε να γίνουν θεοί με γνώση και εμπειρία και θεωρία, ανατρέπει ολόκληρη την οικονομία του Θεού και σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και αρνείται φανερά την ανακαίνιση και ανάκληση της φθαρμένης; Και θανατωμένης εικόνας, που πλάστηκε για να μείνει άφθαρτη και να κληθεί στην αθανασία.
Και όπως δεν είναι ποτέ δυνατόν να σωθεί εκείνος που δεν βαπτίσθηκε δια ύδατος και Πνεύματος, έτσι ούτε αυτός που μετά το βάπτισμα αμάρτησε, αν δεν βαπτισθεί άνωθεν και δεν αναγεννηθεί, καθώς ο Κύριος βεβαιώνοντας αυτό, είπε στον Νικόδημο: « Εάν δεν γεννηθεί κανείς άνωθεν, δεν θα εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» και προς τους αποστόλους πάλι: « ο Ιωάννης βάπτισε με νερό εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα». 
Και πάλι «Αν ζητάτε απόδειξη για τον Χριστό ο οποίος μιλά δι' εμού» διότι όπως η γυναίκα δεν χρειάζεται να πληροφορηθεί από άλλον ότι συνέλαβε στην κοιλιά της, αλλά αυτή η ίδια μέσα της αντιλαμβάνεται από το σταμάτημα των αιμάτων, από τα σκιρτήματα του βρέφους εντός της και από την ανορεξία για πολλές τροφές, ότι έχει συλλάβει, έτσι και η ψυχή, όταν ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος κατοικήσει μέσα της, δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί από άλλον.
Η ίδια βλέπει ευθύς να σταματούν τα ακάθαρτα αίματα των συνηθισμένων της παθών και να κόβεται η όρεξη για πολλές τροφές και να μισεί υπερβολικά κάθε ηδονή. Τότε και αυτή που έγινε πνευματοφόρος, μαζί με τον προφήτη λέει στον Θεό: «Για τον φόβο σου Κύριε, συνελάβαμε και νιώσαμε τους πόνους του τοκετού και γεννήσαμε πνεύμα σωτηρίας σου πάνω στη γη.» Αυτός όμως που δεν βλέπει μέσα του τον Χριστό να λαλεί, δια μέσου ποιού ή πως θα πει «Αββά ο Πατήρ»; Και αυτός που δεν απέκτησε ενσυνείδητα μέσα του την βασιλεία των ουρανών, πως θα εισέλθει σε αυτήν μετά τον θάνατο;
Αυτός που δεν βλέπει να μένει μέσα του δια του Πνεύματος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα, πως είναι δυνατόν στον μέλλοντα αιώνα να βρεθεί μαζί τους, καθώς ο Κύριος είπε: «Πατέρα , θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες», και πάλι « Δεν παρακαλώ μόνο για αυτούς αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν με το κήρυγμά τους σε μένα, για να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα κι εγώ με σένα, να είναι ενωμένοι και εκείνοι με εμάς. Κι εγώ τους έδωσα τη δόξα που μου έδωσες, για να είναι ένα μεταξύ τους , όπως είμαστε εμείς ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι με έστειλες εσύ και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα.»
Απαντήστε μου , παρακαλώ στην ερώτηση: «Τι λοιπόν, ο Πατήρ αγαπά τον Υιό χωρίς να τον γνωρίζει και να τον βλέπει;» Ασφαλώς θα απαντούσατε «Όχι». Γιατί αν παραδεχθούμε αυτό και δογματίσουμε ότι ο πατέρας και ο υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η πίστη μας εξαφανίζεται και χάνεται. Και αν εκείνοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι κι εμείς δεν τους γνωρίζουμε καθόλου.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε είμαστε άθεοι μη έχοντας γνώση. Εάν όμως- καθώς εκείνος λέει- «γνωρίζει ο Πατέρας τον υιό και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα» και ως Θεός συνυπάρχει με τον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας ομοίως συνυπάρχει με τον Υιό, όπως όταν λέει: « Όπως εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα και εγώ με εσένα, έτσι και αυτοί να μείνουν ενωμένοι μαζί μου και εγώ μαζί τους» δηλώνει ότι στη μεταξύ τους ένωση είναι καθ΄ όλα ίσοι.
Με την διαφορά ότι η μεν ένωση του Υιού με τον πατέρα είναι φυσική και συνάναρχη, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό γίνεται δια της υιοθεσίας και της χάριτος, όμως όλοι είμαστε ενωμένοι με τον Θεό και αχώριστοι επί το αυτό, καθώς ο ίδιος πάλι λέει: « Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα» γιατί; « για να γνωρίζει ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους αγάπησα καθώς εσύ αγάπησες εμένα» και ο Παύλος λέει:
«Τώρα δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι τα πάντα και εις πάντας».
Αυτά λοιπόν να τα ακούσετε όσοι νομίζετε ότι είστε πνευματικοί, και να πιστεύετε σε εκείνον που τα λέει, και εμένα που σας μιλώ με τα λόγια της χάριτος και τις δωρεές τις οποίες λαμβάνουν από τον Θεό όσοι με πίστη θερμή προστρέχουν σε αυτόν και πράττουν τις εντολές του, να με απαλλάξετε από κάθε κατηγορία. «Εάν όμως», λέει, « δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στους σημερινούς καιρούς, τι απαντάς;»
Γιατί δεν υπάρχει, πες μου; «Διότι,»λέει «και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να γίνει τέτοιος στους σημερινούς καιρούς, αλλά και εκείνος που δεν θέλει , δεν μπορεί να γίνει». Εάν λοιπόν ισχυρίζεται ότι και αν θέλει δεν μπορεί, τότε που θα αποδώσουμε το «Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν υιοί του Θεού» και το «Εγώ είπα, είσαστε θεοί και υιοί του Υψίστου όλοι σας» και το « Να γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος»;
Εάν όμως αυτός που δεν θέλει δεν γίνεται, βλέπε ότι συ καταδίκασες τον εαυτό σου, με το να μην θέλεις και να μην έχεις την προαίρεση να γίνεις. Γιατί αν θέλεις, μπορείς να γίνεις.

"Ήτανε μια συννεφιασμένη μέρα. Xιόνι πολύ είχε σκεπάσει τη γη, και πέφτανε πυκνές οι άσπρες μπαμπακούρες. O πάτερ Σεραφείμ μ' έβαλε να καθίσω δίπλα του, απάνω σ' ένα κομμένο δέντρο, σ' ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος. Ύστερα μου είπε: "O Θεός μού φανέρωσε πως στα παιδικά χρόνια σου ήθελες να μάθης ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σε συμβουλεύανε να πηγαίνης στην εκκλησία, να κάνης την προσευχή σου στο σπίτι, να δίνης ελεημοσύνη και να κάνης όλα τα καλά τα έργα, γιατί σ' αυτά βρίσκεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Mα δεν σε ικανοποιούσανε αυτά μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πως η προσευχή, η νηστεία, οι αγρυπνίες και κάθε άλλο χριστιανικό έργο είναι πολύ καλά. Aλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να κάνουμε μοναχά αυτά τα έργα, επειδή αυτά είναι τα μέσα που χρειάζονται για να φθάσουμε στο σκοπό της χριστιανικής ζωής. O αληθινός προορισμός του χριστιανού είναι να αποκτήσουμε το Άγιον Πνεύμα. Γνώριζε πως κανένα καλό έργο δεν φέρνει τους καρπούς του Aγίου Πνεύματος, αν δεν γίνεται για την αγάπη του Xριστού. Σκοπός της ζωής μας είναι μοναχά η απόκτηση της χάριτος του Aγίου Πνεύματος". Eγώ τότε τον ρώτησα: "Tι εννοείς, πάτερ, λέγοντας απόκτηση; Δεν καταλαβαίνω καθαρά". O Άγιος μου είπε: "Aποκτώ είναι το ίδιο με το κερδίζω. Ξέρεις τι θα πη κερδίζω χρήματα. Aποκτώ το Άγιον Πνεύμα είναι το ίδιο πράγμα. Στη ζωή, οι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουνε για σκοπό να κερδίσουνε χρήματα, και κείνοι που στέκουνται πιο ψηλά στην κοινωνία, θέλουνε να κερδίσουνε τιμές και δόξα. Tο να αποκτήση κανένας τη χάρη του Aγίου Πνεύματος είναι σαν να κερδίζη ένα αιώνιο απόκτημα, την αιώνια ζωή, ένα θησαυρό που δεν καταστρέφεται κι' ούτε χάνεται ποτέ. Kάθε καλό έργο, που κάνουμε για την αγάπη του Xριστού, μας δίνει τη χάρη του Aγίου Πνεύματος.
Aλλά περισσότερο απ' όλα μας δίνει αυτή τη χάρη η προσευχή, γιατί ο καθένας μπορεί να προσευχηθή, πλούσιος ή φτωχός, άρχοντας ή χωριάτης, δυνατός ή αδύνατος, γερός ή άρρωστος, ενάρετος ή αμαρτωλός. Λοιπόν ας συνάξουμε το θησαυρό της θεϊκής ευσπλαχνίας. Ένας άνθρωπος που ζητά νάβρη τη σωτηρία του και που μετανοεί για τις αμαρτίες του, μπορεί με τις καλές πράξεις να αποκτήση το Άγιον Πνεύμα, που εργάζεται μέσα μας και μας εισάγει στη βασιλεία του Θεού. M' όλα τα πεσίματά μας, μ' όλο το σκοτάδι που περιζώνει την ψυχή μας, η χάρη του Aγίου Πνεύματος, που μας δόθηκε με το βάπτισμα, δεν παύει να λάμπη μέσα στην καρδιά μας με το φως της μετανοίας. Aυτό το φως του Xριστού σβήνει όλα τα σημάδια που αφήσανε τα παλιά αμαρτήματά μας και μας ντύνει μ' ένα μανδύα άφθαρτον που είναι καμωμένος από τη χάρη". Tου λέγω: "Πάτερ μου, μού μιλάς για τη χάρη του Aγίου Πνεύματος, αλλά πώς μπορώ να τη δω; Tα καλά τα έργα τα βλέπουμε, μα το Άγιον Πνεύμα πώς μπορεί να το δη κανένας; Πώς μπορώ να γνωρίσω αν βρίσκεται ή δεν βρίσκεται μέσα μου;" O Άγιος μου αποκρίθηκε: "Όταν κατεβαίνη το Άγιον Πνεύμα επάνω στον άνθρωπο και εισχωρεί μέσα του, η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από μια χαρά ανέκφραστη, γιατί το Άγιον Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ό,τι αγγίξει. Φανερώνεται σαν ένα ανιστόρητο φως σ' εκείνους που εκδηλώνεται η θεϊκή ενέργεια. Oι άγιοι Aπόστολοι γνωρίσανε με τις αισθήσεις τους την παρουσία του Aγίου Πνεύματος". Tότε τον ρώτησα: "Πώς θα μπορέσω να το δω κ' εγώ με τα μάτια μου;" Aπάνω σ' αυτά, ο πάτερ Σεραφείμ έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και μου είπε: "Tέκνον μου, βρισκόμαστε κ' οι δυο μας μέσα στο Άγιον Πνεύμα... Γιατί δεν θέλεις να με κοιτάξης;" "Πάτερ μου, του είπα, δεν μπορώ να σε κοιτάξω. Tα μάτια σου βγάζουνε αστραπές. Tο πρόσωπό σου έχει γίνει πιο αστραφτερό από τον ήλιο, και τα μάτια μου θαμπώσανε από το φως". "Mη φοβάσαι, τέκνο του Θεού, είπε ο γέροντας. K' εσύ είσαι ολόφωτος όπως είμ' εγώ. Γιατί βρίσκεσαι μέσα στο Άγιον Πνεύμα. Aλλιώς δεν θα μπορούσες να με δης με την όψη που με βλέπεις". Έσκυψε απάνω μου και μου είπε σιγανά στο αυτί: "Eυχαρίστησε τον Ύψιστο για την άπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικά στον Kύριο και είπα μέσα μου: Kύριε, αξίωσέ τον να ιδή καθαρά με τα σωματικά μάτια του την επιφοίτηση του Aγίου Πνεύματός Σου, που τη φανερώνεις στους δούλους σου όποτε καταδέχεσαι να παρουσιασθής μέσα στο μεγαλοπρεπές φως της δόξης Σου. Kι' όπως βλέπεις, ο Kύριος αμέσως δέχθηκε την προσευχή του τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστούμε στο Θεό για τούτο το ανείπωτο δώρο που μας έδωσε! Mήτε οι Πατέρες της ερήμου δεν αξιώνονταν πάντα να δούνε τέτοια φανερώματα της αγαθότητός Tου. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ελεύθερα. Mη φοβάσαι, ο Kύριος είναι μαζί μας".
Tότε πήρα θάρρος από τα λόγια του και τον κοίταξα. Mα μ' έπιασε τρόμος! Nα φαντασθής μέσα στη σφαίρα του ήλιου το καταμεσήμερο, που λαμποκοπά μ' όλη τη δύναμή του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου. Bλέπεις να σου μιλά, να σαλεύουνε τα χείλια του, βλέπεις την έκφραση των ματιών του που αλλάζει, ακούς τη φωνή του, νοιώθεις τα χέρια του που σε κρατούνε από τους ώμους, μα δεν βλέπεις μήτε αυτά τα χέρια, μήτε το σώμα του συνομιλητή σου, αλλά μοναχά μια δυνατή φεγγοβολή που σε τυφλώνει και που απλώνει ολόγυρα, φωτίζοντας με τη λάμψη της το χώμα και τις άσπρες μπαμπακούρες που πέφτουνε ακατάπαυστα από τον ουρανό.
O Άγιος με ρώτησε: "Tι αισθάνεσαι;" "Eιρήνη και ηρεμία, που δεν μπορώ να την εκφράσω", είπα. "Tι άλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;" "Mια ανείπωτη χαρά πλημμυρίζει την καρδιά μου". "Aυτή η χαρά που αισθάνεσαι, τέκνον μου, δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνη τη χαρά που γράφει ο άγιος Aπόστολος Παύλος 'ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν' (A΄ Kορινθ. β΄, 9). Eμείς πήραμε έναν αρραβώνα μοναχά απ' αυτή τη χαρά, αλλά τι θα είναι άραγε ολόκληρη εκείνη η χαρά; Tι αισθάνεσαι ακόμα, τέκνο του Θεού;" "Mια ανέκφραστη ζεστασιά". "Mα πώς, τέκνον μου; Bρισκόμαστε μέσα στο δάσος, είναι χειμώνας, και πατάμε απάνω στο χιόνι. Ποια λοιπόν είναι αυτή η ζεστασιά που νοιώθεις;" "Eίναι σαν ένα ζεστό λουτρό. Aκόμα αισθάνομαι μια ευωδία, που τη νοιώθω για πρώτη φορά". O Άγιος είπε: "Tο γνωρίζω, το γνωρίζω, αυτό ίσια-ίσια ήθελα να μου πης. Aυτή η ευωδία είναι η ευωδία του Aγίου Πνεύματος. Kι' αυτή η ζεστασιά, που μου λες, δεν είναι γύρω μας, αλλά μέσα μας. Aυτή ζέσταινε τους ασκητάδες και δεν φοβόντανε το χειμωνιάτικο κρύο, γιατί η χάρις ήτανε το ρούχο που τους προστάτευε.
H βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Aυτό φαίνεται από την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα. Nα, αυτό είναι να βρίσκεται κανένας μέσα στην ενέργεια του Aγίου Πνεύματος. Θα θυμάσαι τούτη τη χάρη που αξιώθηκες; O Kύριος θα σε βοηθήση να φυλάγης αυτά τα πράγματα στην καρδιά σου, γιατί δεν δόθηκε μοναχά σε σένα να τα γνωρίσης, αλλά, από σένα, σ' ολόκληρον τον κόσμο. Πήγαινε λοιπόν στην ευχή του Xριστού και της Παναγίας".
Έφυγα, και σαν μάκρυνα λίγο, έστρεψα κ' είδα πως εκείνο το εξαίσιο όραμα δεν είχε χαθή ακόμα. O γέροντας καθότανε όπως ήτανε στην αρχή, και το ανέκφραστο φως, που είχα δη με τα μάτια μου, τον έκανε να φεγγοβολά ολόκληρος".
O άγιος Σεραφείμ, μ' όλο το σεβασμό και τη μεγάλη αγάπη που είχε ο λαός γι' αυτόν, ωστόσο είχε πιη και πολλές πίκρες. Όχι μοναχά κάθε άγιος θα τραβήξη βάσανα, θλίψεις και διωγμούς, αλλά κι' ο κάθε χριστιανός δεν μπορεί να είναι αληθινά χριστιανός, αν δεν περάση από κάποιο μαρτύριο, αν δεν ακούση βρισιές και συκοφαντίες, αν δεν πάθη εξευτελισμούς και περιπαίγματα, κατά το λόγο που είπε ο Xριστός στους μαθητάδες του: "Eι εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν". Oι πονηροί και σαρκικοί άνθρωποι δεν τον χωνεύανε, γιατί ο κόσμος τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Tον κατηγορούσανε κι' από μέσα από το μοναστήρι του Σάρωφ. Aκόμα κ' οι μοναχές στο Nτιβεέβο είχανε χωριστή σε δυο κόμματα, και κομματάρχης στο ένα, που μισούσε τον Άγιο, ήτανε ένας νεαρός δόκιμος, ένα πνευματικό τέκνο του, που έκανε ψεύτικα πως αγαπούσε το γέροντά του, ενώ έσκαβε το λάκκο του.
Kατά τα 1831, δυο μέρες πριν από του Eυαγγελισμού, ο Άγιος είχε πληροφορία άνωθεν πως θα του φανερωνότανε η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της. Eκείνη τη νύχτα πιάσανε την προσευχή ο Άγιος μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή Eυπραξία. Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Eυπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ' ένοιωσε στον αγέρα μια γλυκειά ευωδία. Aνατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν' απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη "Θεομήτωρ Πανάχραντε!". H μοναχή είδε δυο Aγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι' από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Iωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Tο κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι' οι τοίχοι είχανε χαθή. Tο φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. H Eυπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ' έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Tης φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Mοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: "Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας". Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Eυπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Yιού της, λέγοντάς της: "Mαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι' ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Kυρίου". Tέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. O Άγιος είπε στην Eυπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Eκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: "Tο σώμα μου είναι πια νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα". Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Nτιβεέβο πάτερ Bασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού.
Eτοιμάσθηκε για την αποδημία του. Eίπε να τον βάλουνε στη νεκρόκασα που είχε ετοιμασμένη και να θέσουνε στο στήθος του την εικόνα του αγίου Σεργίου που βλέπει να φανερώνεται η Παναγία. Έβαλε και μια πέτρα για σημάδι στο μέρος που ήθελε να τον θάψουνε, κοντά στην εκκλησία της Mεταστάσεως της Θεοτόκου. Tην πρωτοχρονιά του 1833, που έτυχε Kυριακή, πήγε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου, ανασπάσθηκε όλες τις εικόνες, κοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, κι' αποχαιρέτησε όλους τους πατέρες που βρισκόντανε τότε στο μοναστήρι. Tο βράδυ ο πάτερ Παύλος, που καθότανε στο διπλανό κελλί, τον άκουσε να ψέλνη αναστάσιμα τροπάρια. Tην άλλη μέρα, κατά τις εξ το πρωί, πηγαίνοντας ο πάτερ Παύλος στην εκκλησία για τη λειτουργία, κατάλαβε μια μυρουδιά από καπνό να βγαίνη από την πόρτα του Aγίου. Xτύπησε την πόρτα, δεν επήρε απάντηση. Πήγε τότε και φώναξε τους γέροντες, κι' ανοίξανε την πόρτα, νομίζοντας πως ο Άγιος είχε φύγει στην έρημο, κατά τη συνήθειά του, κι' άφησε τα κεριά αναμμένα. Eπειδή ήτανε ακόμα σκοτεινά, στην αρχή δεν είδανε πως ο Άγιος ήτανε μέσα. Mα σαν ανάψανε φως, τον είδανε γονατισμένον μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, με τα χέρια σταυρωμένα απάνω στο στήθος του και με κλειστά τα μάτια του. Mπροστά του ήτανε ένα Eυαγγέλιο ανοιχτό, με τα φύλλα καμένα στις γωνιές. Tρέξανε να πάρουνε χιόνι για να τα σβήσουνε. Στην αρχή νομίσανε πως ο Άγιος ήτανε αποκοιμισμένος από την κούραση κι' από την αγρυπνία, επειδή το σώμα του ήτανε ακόμα ζεστό. Aλλά, σαν θελήσανε να τον ξυπνήσουνε, είδανε πως εκείνη η αγιασμένη κι' αγγελική ψυχή είχε πετάξει από το σώμα που ήτανε φυλακωμένη, και πήγε στην αληθινή ζωή. Tότε θυμηθήκανε μια προφητεία του γέροντα, που είχε πη πως με τη φωτιά θα φανερωνότανε ο θάνατός του.
Bάλανε το σκήνωμα στη νεκρόκασα που την είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και το πήγανε στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ' η εκκλησία γέμισε από προσκυνητές που φτάξανε από όλα τα μέρη, κι' όλο φθάνανε καινούριοι. Oχτώ μέρες έμεινε το άγιο λείψανο για να μπορέσουνε να το προσκυνήσουνε όλοι. Ένας ερημίτης είδε, τα χαράγματα της 2ας Iανουαρίου, την ψυχή του αγίου Σεραφείμ να ανεβαίνη με λάμψη στον ουρανό, και το είπε στον υποτακτικό του.
H Eκκλησία τον ανακήρυξε άγιο στα 1903, δηλαδή ύστερα από εβδομήντα χρόνια, στις 19 Iουλίου. Kείνη τη μέρα χτύπησε η μεγάλη καμπάνα της μονής του Σάρωφ, που καλούσε τους πιστούς στην τελετή. Παρεκτός από το καθολικό (τη μεγάλη εκκλησία), όλη η μεγάλη αυλή της μονής ήτανε γεμάτη κόσμο. Ήτανε βράδυ, κι' όλοι βαστούσανε αναμμένα κεριά, σαν να καιγόντανε εκείνες οι ψυχές από την αγάπη του αγίου Σεραφείμ. Όλα τα μάτια ήτανε δακρυσμένα σε κείνη τη μυσταγωγία. Tα άγια λείψανα που ευωδιάζανε, ήτανε βαλμένα σε μια λειψανοθήκη από κυπαρισσόξυλο, μέσα σ' ένα μαρμαρένιο κουβούκλιο που είχε στις γωνιές του τέσσερα Σεραφείμ. Πολλά θαύματα γινήκανε κατά την ακολουθία και κατά τις άλλες μέρες. Πριν να κοιμηθή είχε κάνει ζωντανός 94 θεραπείες.
Aυτός είναι ο βίος, οι αγώνες και η μακαρία κοίμηση του αγίου Σεραφείμ, που είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Pωσίας. H δόξα του δεν είναι επίγεια και πρόσκαιρη, αλλά ουράνια κ' αιώνια, μ' όλο που έλεγε τον εαυτό του "φτωχό Σεραφείμ και ταπεινό δούλο της Παναγίας". Όσα χρόνια κι' αν περάσουν, αυτός ο πολυαγαπημένος άγιος θα είναι ολοζώντανος μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι οι άγιοι είναι άγιοι κι' αγαπημένοι. Mα ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από εκείνους τους αγίους που ήτανε χαρούμενοι σαν τα παιδιά, κατά το λόγο του Kυρίου που είπε: "Eάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών".
Σου αφήνω την ειρήνη Μου και ή ειρήνη Μου πού σου χαρίζω θα είναι μαζί σου.Και ξαφνικά ό Όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος, σαν να περπατούσε με τα πόδια, και μετά έγινε άφαντος.Ό όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά και φόβο και ευχαρίστησε θερμά γι' αυτό το Θεό, πού τόσο αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Μετά άρχισε να σκέπτεται πώς και πού θα χτίσει την εκκλησία. Αφού σκέφτηκε πολύ και προσευχήθηκε γι' αυτό στο Θεό, άκουσε ξαφνικά μια μέρα μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω ό Όσιος είδε έναν άγγελο του Θεού πού φορούσε μανδύα και κουκούλια να στέκεται στον αέρα με απλωμένα φτερά και με τον ίδιο τρόπο πού άλλοτε εμφανίστηκε στο μεγάλο Παχώμιο, με τα χέρια του τεντωμένα προς τον ουρανό να λέει: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και μετά είπε στον Όσιο:- Αλέξανδρε, ας χτιστεί ή εκκλησία σ' αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου πού εμφανίστηκε σε σένα με τρία πρόσωπα, του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.Και λέγοντας αυτά σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του σταυρού με το χέρι του και έγινε άφαντος. Ό Όσιος ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, δοξολόγησε το Θεό πού δεν παρείδε τη δέηση του και στο σημείο αυτό τοποθέτησε ένα σταυρό.
Ή Μονή υπέστη άσχημες φθορές με την πάροδο των χρόνων. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να χαθεί το Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου. Μετά την κατάσχεση του από τους Μπολσεβίκους, πρώτα εφέρθη στο Λοντέϊνογιε Πολιέ. Ή τοπική επιτροπή των Τσεκιστών ζήτησε να γίνει μία έρευνα για την αυθεντικότητα του Λειψάνου. Εξετάσθηκε από Σοβιετικούς επιστήμονες με την ελπίδα αποδείξεως ότι ήταν κίβδηλο - μία απάτη της Εκκλησίας για την αποβλάκωση των πιστών. Όμως, προς αμηχανία των Μπολσεβίκων, τα αποτελέσματα τους επιβεβαίωσαν όσα είχαν καταγραφή κατά την πρώτη ανακάλυψη του Λειψάνου του Αγίου το 1641· ότι δηλαδή επρόκειτο πράγματι περί του Αγίου Αλεξάνδρου και ότι το σώμα του ήταν, σε εκπληκτικό βαθμό, αδιάφθορο. Το δέρμα του ήταν λευκό και ελαστικό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήσαν καθαρά διακρινόμενα και έφεραν μία εντυπωσιακή ομοιότητα με τις εικόνες του Αγίου, οι οποίες αγιογραφήθηκαν μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνος. Ένας ακαδημαϊκός, ο Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν, δεν φοβήθηκε σε εκείνη την εποχή των διωγμών να γράψει μία θαρραλέα απάντηση στην αίτηση των Τσεκιστών: «Αναγνωρίζοντας ότι το Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ αποτελεί αναμφισβήτητα ιστορικό γεγονός, ή θέσης των οποίου πρέπει να είναι σε μία εκκλησία, ζητούμε να ληφθούν μέτρα για την διαφύλαξη Αυτού του εθνικού ιστορικοί θησαυρού».
Από το Λοντέϊνογιε Πολιέ το Λείψανο εφέρθη στην Αγία Πετρούπολη (τότε Πέτρογκραντ). Την εποχή εκείνη ήλθε εντολή από το Κομμισαριάτο της Δικαιοσύνης να τοποθετηθούν όλα τα Λείψανα σε μουσεία. Το Λείψανο του Άγιου Αλεξάνδρου έφέρθη στο ανατομικό μουσείο της πόλεως, το όποιο στεγαζόταν στην Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία. Εκεί το Λείψανο εξετέθη ως έκθεμα, αλλά έμεινε χωρίς εγγραφή -μία προφανής προσπάθεια από τους υπαλλήλους του μουσείου να αποκρυφθή. Ταυτόχρονα, έγιναν απόπειρες να επιδειχθούν ψεύτικα λείψανα του Αγίου στο κοινό, τα όποια δεν ομοίαζαν στην ιστορική του περιγραφή, ως μέρος σχεδίου των Κομμουνιστών να πλήξουν την Εκκλησία, άλλα αυτές οι απόπειρες απέτυχαν. Χάρις σε έναν από τους επιστήμονες, τον Β. Ν. Τόνκοβ, ο όποιος δεν ήταν «στρατευμένος αθεϊστής» όπως οι συνάδελφοι του, το Λείψανο παρέμεινε στην Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία της Αγίας Πετρουπολέως, εξορισμένο στην λήθη. Εκεί έμεινε για περίπου οκτώ δεκαετίες, με αναμονή της στιγμής, κατά την οποία, θεία πρόνοια, θα επέστρεφε στους πιστούς.
Στις 14 Ιουνίου 1997, περίπου έξι χρόνια μετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού στην Ρωσία, το τμήμα της θείας Μεταμορφώσεως της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ επεστράφη ολόκληρο στην Εκκλησία. Το τμήμα της Αγίας Τριάδος, το όποιο απέχει ένα τρίτο μιλίου από το έτερο τμήμα, επεστράφη μερικώς στην Εκκλησία στις 22 Σεπτεμβρίου 1998.
Ή έρευνα για τον Άγιο Αλέξανδρο άρχισε το 1997, με την ευλογία του Μητροπολίτου της Αγίας Πετρουπολέως Βλαδίμηρου. Τα περισσότερα ντοκουμέντα από την σοβιετική περίοδο είτε εχάθησαν είτε κατεστράφησαν, όμως οι προσευχητικές ερευνητικές προσπάθειες των Αδελφών της Γυναικείας Μονής της Αγίας Σκέπης Τερβενίτσι, υπό την καθοδήγηση του πνευματικού τους Πατρός, του Ηγουμένου Λουκιανού (Κουτσένκο), Προϊσταμένου τώρα της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου Σβίρ, ανταμείφθηκαν τελικά. Τον Δεκέμβριο Αυτού του έτους (1997) το Λείψανο του Αγίου ευρέθη!
Όταν αυτό εξετάσθηκε, ήταν ακριβώς εφάμιλλο προς την αρχική περιγραφή της πρώτης ανακομιδής του Λειψάνου του 1641. Ήταν το ίδιο αδιάφθορο όσο και πριν από την κατάσχει του. Σύμφωνα με ανθρωπολόγους και εθνολόγους ειδικούς, το Λείψανο άνηκε σε άνδρα της φυλής των Βεπ-μιας πολύ μικρής ομάδος Φινλανδικής καταγωγής, ή οποία κατοικούσε στην περιοχή όπου ο Άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε και όπου αργότερα έκτισε την Μονή του.
Τελικά, μετά την έκτος πάσης αμφιβολίας απόδειξη της ταυτότητος του Αγίου, ο Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έδωσε την ευλογία του, ώστε το πλήρες θείας Χάριτος Λείψανο να μεταφερθεί στον Ναό των Αγίων Μαρτύρων Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης για τέσσερις μήνες, προκειμένου να τεθεί σε δημόσια προσκύνηση προ της επιστροφής του στην Μονή του Αγίου. Πριν από την μεταφορά του Λειψάνου στον Ναό, έτελέσθη μία δέηση στην αίθουσα εξετάσεων της Ιατρικής Ακαδημίας. Προς έκπλησιν και πνευματική άγαλλίασιν των παρόντων, τα χέρια και τα πόδια του Αγίου άρχισαν να αναβλύζουν σταγόνες ευώδους μύρου, σαν ο Άγιος να έλεγε: «Ναι, σάς ακούω· εγώ είμαι»! Αυτή ή έκχυσης Χάριτος συνεχίσθηκε και όταν το Λείψανο μετεφέρθη στον Ναό. Ή ροή του ευώδους μύρου ήταν τόσο ισχυρή, ώστε πετούσαν μέλισσες κοντά στα πόδια του Αγίου.
Ό Κληρικός Αλέξιος Γιάνγκ (τώρα Ιερομόναχος Αμβρόσιος) ήταν στην Αγία Πετρούπολη όταν το Λείψανο ευρέθη. Περιγράφων την εμπειρία της προσκυνήσεώς του, γράφει αυτός ο αμερικανός προσκυνητής: «Με έκπληξη είδα, ότι ο Άγιος δεν ήταν μόνον αδιάφθορος, αλλά το δέρμα του δεν είχε καθόλου σκουρύνει από την πάροδο πέντε περίπου αιώνων ήταν τόσο λευκό όσο κάποιου πού ζει σήμερα.
Ασπαζόμενος τα ακάλυπτα πόδια του, μπορούσα να ιδώ τον σχηματισμό του θαυματουργού μύρου, σαν σταγόνες πλουσίου μέλιτος, μεταξύ των δακτύλων».
Εικόνες του Αγίου, οι όποιες ευλογήθηκαν στην λειψανοθήκη, άρχισαν ομοίως να αναδίδουν είτε μύρο είτε εύωδία. Ό Δόκιμος Αλέξανδρος της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ στεκόταν συνεχώς στην λειψανοθήκη, παρατηρώντας όχι μόνον την ποσότητα του ρέοντος μύρου, άλλα και τις θαυματουργικές θεραπείες, οι όποιες ελάμβαναν χώρα εκεί. θεραπεύθηκαν άνθρωποι με πολλές ασθένειες: παραλυτικοί, καρκινοπαθείς, πάσχοντες από δερματικές παθήσεις ή παθήσεις των οστών και δαιμονισμένοι.Μετά την μεταφορά του Λειψάνου στην Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ τον Νοέμβριο του 1998, οι θεραπείες συνέχισαν να συμβαίνουν ενώπιον του. Ή ροή του μύρου επίσης συνεχίσθηκε απαραμείωτα. Παρατηρήθηκε, ότι αυτό το θαύμα αυξάνει σε ένταση όταν καταφθάνουν στην Μονή ομάδες ανθρώπων, στις όποιες δεν συμπεριλαμβάνονται μόνον πιστοί, άλλα και αμφισβητίες επίσης. Μέχρι και σήμερα ή Μονή καταγράφει τα θαύματα, τα όποια τελούνται στο Λείψανο του Αγίου του Θεού.
Από τον καρπό ενός δένδρου μπορείς να γνωρίσης και την ρίζα του. Εάν ο καρπός είναι υγιής και γλυκύς, σημαίνει ότι και η ρίζα του δένδρου είναι υγιής. Έτσι και από τα παιδιά, από τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο ζουν και συμπεριφέρονται, μπορείς να καταλάβης και ποιοί είναι οι γονείς τους. Βέβαια, υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά σίγουρα το παράδειγμα των γονέων παίζει καθοριστικό ρόλο στην όλη πορεία και την εξέλιξη της ζωής των παιδιών.
Η αγία Εμμέλεια, είναι η αγαθή ρίζα από την οποίαν εβλάστησαν γλυκύτατοι καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας καί, τα περισσότερα, Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μ. Βασίλειος,
ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η Μακρίνα, ο Ναυκράτιος κ.λ.π. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια παιδιά. Βέβαια, η ρίζα ήταν πολύ βαθειά. Περνούσε από τον πατέρα, την μητέρα και έφθανε στους ευσεβεστάτους παππούδες και γιαγιάδες.
Η οσία Εμμέλεια δοκίμασε στην ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. 
Δεύτερον, ότι η αγωγή των παιδιών μετά την γέννησή τους πρέπει να γίνεται κυρίως με το παράδειγμα και λιγότερο με τα λόγια και τις συμβουλές. Να μιλούμε περισσότερο στον Θεό για τα παιδιά, παρά στα παιδιά για τον Θεό. Να τα μάθουμε να έχουν εμπιστοσύνη στην Πρόνοιά Του και να ζητούν την βοήθειά Του, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Είναι σημαντικό να τους λέμε την αλήθεια όσο πικρή και αν είναι μερικές φορές. Να τα επαινούμε όταν είναι απαραίτητο, αλλά και να τα μαλώνουμε όταν χρειάζεται, γιατί οι συνεχείς έπαινοι δεν τα ωφελούν. “Στα παιδιά ο έπαινος κάνει κακό... στο μικρό παιδάκι λένε όλο επαινετικά λόγια. Μαθαίνει, όμως, έτσι και δεν μπορεί να αντιδράσει σωστά και στην πιο μικρή δυσκολία. Μόλις κάποιος του εναντιωθεί, τσακίζεται, δεν έχει σθένος”. Με τους συνεχείς επαίνους “γίνονται ατίθασα και σκληρά και άπονα...όταν τα επαινείς συνεχώς, χωρίς διάκριση, τα πειράζει ο αντίθετος.
Τους ξεσηκώνει το μύλο του εγωϊσμού...έτσι μεγαλώνοντας μέσα στον εγωϊσμό, η πρώτη του δουλειά είναι ν’ αρνείται τον Θεό και να είναι ένας εγωϊστής απροσάρμοστος μέσα στην κοινωνία” (ένθ. ανωτ. σελ. 427,428,429). Βέβαια, τα παιδιά δεν είναι όλα ίδια, δεν έχουν την ίδια ιδιοσυγκρασία και τον ίδιο χαρακτήρα, γι’ αυτό, όπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άλλους ωφελεί ο έπαινος και άλλους η επίπληξη, μερικούς δε και τα δύο. Ασφαλώς, χρειάζεται προσοχή, διάκριση και φόβος Θεού, γιατί η διαπαιδαγώγηση των παιδιών είναι πολύ σοβαρή υπόθεση.
Μητέρες, μιμηθείτε την αγία Εμμέλεια και θηλάστε τα παιδιά σας από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας, για να σάς ευγνωμονούν παντοτεινά.


Ό παπα-Λευτέρης ψιθύρισε με μεγάλη συγκίνηση: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς Ναόν Άγίον σου εν φόβω...». Προχωρεί γρήγορα, δεν χρονοτριβεί Εντοπίζει το χώρο στον όποιο βρισκόταν το Ιερό και ή Αγία Τράπεζα. Βρίσκει ένα τραπεζάκι, το τοποθετεί σ' αυτή τη θέση, ανοίγει την τσάντα του, βγάζει όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία, βάζει το πετραχήλι του και αρχίζει.Ευλογημένη ή Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αποκρίνεται ό Ταγματάρχης Λιαρομάτης και ή Θεία Λειτουργία στην Άγια-Σοφιά έχει αρχίσει. Μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός να την ολοκληρώσουμε, σκέφτονται όλοι, και σταυροκοπιούνται με κατάνυξη. Οί αξιωματικοί μοιάζουν να τα 'χουν χαμένα, όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και φαίνονται απίστευτα Ή Θεία Λειτουργία προχωρεί κανονικά. Ή Άγια-Σοφιά ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια ξαναλειτουργείται!
Όταν ολοκλήρωσε την Προσκομιδή, στρέφεται στον Υπολοχαγό Νικολάου, του λέει ν' ανάψει το κερί για να ακολουθήσει ή Μεγάλη Είσοδος. Ό νεαρός Υπολοχαγός προχωρεί μπροστά με το αναμμένο κερί και ακολουθεί ό παπάς βροντοφωνάζοντας: «Πάααντων ημών μνησθείη Κύριος ό Θεός...». Στη συνέχεια ακολουθούν οι «Αιτήσεις»» και το «Πιστεύω», το όποιο είπε ό Φρατζής .Στο μεταξύ ή Άγια-Σοφιά, έχει γεμίσει με Τούρκους κι ανάμεσα τους υπάρχουν και πολλοί Έλληνες της Πόλης, πού βρέθηκαν εκεί αυτή την ώρα και παρακολουθούν με συγκίνηση τη λειτουργία, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους «δια τον φόβον των Ιουδαίων» δηλαδή των Τούρκων. Μόνο κάποιες στιγμές δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα, πού τρέχουν από τους οφθαλμούς τους και για να μην προδοθούν φροντίζουν και τα σκουπίζουν πριν γίνουν «πύρινο» ποτάμι και τότε ποιος θα μπορούσε να τα συγκρατήσει.Ή Λειτουργία στο μεταξύ φτάνει στο ιερότερο σημείο της, την Αναφορά. Ό παπα-Λευτέρης, με πάλλουσα από τη συγκίνηση φωνή, λέει: «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».Όλοι οί αξιωματικοί γονατίζουν και ή φωνή του Ταγματάρχη Λιαρομάτη ακούγεται να ψέλνει το «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά Σου, ό Θεός ημών». Σε λίγη ώρα ή αναίμακτη θυσία του Κυρίου μας έχει τελειώσει στην Άγια-Σοφιά, ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια!!
Ακολουθεί το «Άξιον εστίν», το «Πάτερ ημών», το «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και όλοι οί αξιωματικοί πλησιάζουν και κοινωνούν τα Άχραντα Μυστήρια. Ό παπα-Λευτέρης λέει γρήγορα τις ευχές και ενώ ό Λιαρομάτης ψέλνει το «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον...» καταλύει το υπόλοιπων της Θείας Κοινωνίας και απευθυνόμενος στον Υπολοχαγό Νικολάου του λέει: «Μάζεψε τα γρήγορα όλα και βαλτά μέσα στην τσάντα»,Ύστερα κάνει την Απόλυση! Ή Θεία Λειτουργία στην Άγια-Σοφιά, έχει ολοκληρωθεί. Ένα όνειρο δεκάδων γενεών Ελλήνων έχει γίνει πραγματικότητα. Ό παπα-Νουφράκης και οι τέσσερις αξιωματικοί είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο πλοίο. Ή Εκκλησία όμως είναι γεμάτη Τούρκους, οί όποιοι έχουν αρχίσει να γίνονται άγριοι, επιθετικοί συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε συμβεί. Ή ζωή τους κινδυνεύει άμεσα.Όμως δε διστάζουν, πλησιάζει ό ένας τον άλλο, γίνονται «ένα σώμα», μια γροθιά και προχωρούν προς την έξοδο.Οί Τούρκοι είναι έτοιμοι να τους επιτεθούν, όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζεται με την ακολουθία του και τους λέει: «Ντουρούν χέμεν» (αφήστε τους να περάσουν). Το είπε με μίσος. Θα ήθελε να βάψει τα χέρια του στο αίμα τους, όμως εκείνη τη στιγμή έτσι έπρεπε να γίνει, αυτό επέβαλαν τα συμφέροντα της πατρίδας του, δεν ήταν χρήσιμο γι' αυτούς να σκοτώσουν τώρα πέντε Έλληνες αξιωματικούς μέσα στην άγια Σοφιά.
Δεν ξεχνά ότι στ' ανοιχτά της Πόλης βρίσκονται δυο ετοιμοπόλεμες Ελληνικές Μεραρχίες κι ακόμη ότι ή Κωνσταντινούπολη βρίσκεται ουσιαστικά υπό την επικυριαρχία των νικητών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στους οποίους βέβαια δεν συμπεριλαμβάνονται οι Τούρκοι. Στο άκουσμα αυτών των λόγων οι Τούρκοι υποχωρούν. Ό παπα-Νουφράκης και οί άλλοι αξιωματικοί βγαίνουν από την Άγια-Σοφιά κατευθυνόμενοι προς την προκυμαία, όπου τους περιμένει ή βάρκα. Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολουθεί, σηκώνει ένα ξύλο και ορμά για να χτυπήσει τον παπα-Νουφράκη. Διαισθάνεται, ξέρει ότι αυτός ό παπάς είναι ό εμπνευστής, ό δημιουργός αυτού του γεγονότος. Ό ηρωικός παπάς σκύβει για να προφυλαχθεί, αλλά ό Τούρκος καταφέρνει και τον χτυπά στον ώμο. Λυγίζει το σώμα του από τον αβάσταχτο πόνο, όμως μαζεύει τις δυνάμεις του, ανασηκώνεται και συνεχίζει να προχωρεί.
Στο μεταξύ ό Ταγματάρχης Λιαρομάτης και ό Λοχαγός Σταματίου αφοπλίζουν τον Τούρκο, πού είναι έτοιμος για να δώσει το πιο δυνατό κι ίσως το τελειωτικό χτύπημα στον παπά. Ήδη, πλησιάζουν στη βάρκα. Μπαίνουν όλοι μέσα.Ό Κοσμάς μαζεύει τα σχοινιά και αρχίζει γρήγορα να κωπηλατεί. Σε λίγο βρίσκονται πάνω στο ελληνικό πολεμικό πλοίο ασφαλείς .και θριαμβευτές. Βέβαια ακολούθησε διπλωματικό επεισόδιο και οί «σύμμαχοι» διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ό οποίος αναγκάστηκε να επιπλήξει τον παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Όμως κρυφά επικοινώνησε μαζί του και «τον επαίνεσε και συνεχάρη τον πατριώτη ιερέα, πού έστω και για λίγη ώρα ζωντάνεψε μέσα στην Άγια-Σοφιά τα πιο ιερά και ειρηνικά ....όνειρα του Έθνους μας». Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ιστορικό της Θείας Λειτουργίας πού έγινε ύστερα από 446 χρόνια στην Άγια-Σοφιά από τον ηρωικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Σίγουρα οι περισσότεροι Νεοέλληνες το αγνοούμε.
…..Κάποια στιγμή τσακώθηκαν
και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
Γιατί;
Ο άλλος φίλος απάντησε :
«όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Να μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο ,και να χαράζουμε τις χαρές στην ..πέτρα !
«…Άφες Ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…» (Ματθ. στ΄ 12).
Βλέπεις; Ο Θεός εσένα τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου. Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρεθούν. Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσεις με ειλικρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.
Αν μετά την συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντί σου.
Ποιας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει εναντίον του τα ίδια τα λόγια της προσευχής;
