main menu

Επιλέξτε ετικέτα για εμφάνιση των αντιστοιχων αναρτήσεων. Αρχική Σελίδα

Απενεργοποιημένη Λειτουργία

24 Απρ 2009

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ...ΝΑ ΛΕΙΠΕΙ



Σήμερα η Ανοιξη ευωδιάζει, και η καινούργια Κτιση χορεύει, - χαίρει πνευματικά. Σήμερα σηκώνονται και εξαφανίζονται τα κλειδιά των θυρών αλλά και της απιστίας. Ο Θωμάς, ο φίλος και απόστολος του Χριστού, φωνάζει δυνατά: Εσύ είσαι ο Κύριος και Θεός μου. Η Καλή …. απιστία του Αποστόλου Θωμά «Και ευλόγησε ο Θεός την εβδόμη μέρα, και την αγίασε» Πως λοιπόν ευλόγησε κι’ αγίασε αυτή την ημέρα, στην οποία δεν έπραξε τίποτα? Πως δεν ευλόγησε την «μία» την πρώτη που είναι υπερεξαίρετη, κατά την οποία παρήγαγε το σύμπαν από το μη ον. Πώς και δεν ευλόγησε κάποια άλλη επόμενη μέρα, είτε αυτή που στερέωσε τον ουρανό, είτε αυτή που συστάθηκε η γη? Γιατί δεν ευλόγησε μάλλον την έκτη που ανέδειξε τον άνθρωπο γνωστικό ζώο κατ’ εικόνα και ομοίωση Του? Και όμως ευλόγησε την έβδομη μέρα, που είναι μέρα απραξίας. Μερικοί εκθειάζουν τον αριθμό επτά (Ιώσηπος, Φίλων), γιατί λέγουν ότι είναι αγέννητος, αλλά και παρθένος αφού δεν γεννά. Όμως και η μονάδα είναι εντελώς αγέννητη, αλλά και γεννητική κάθε αριθμού. Μιλάνε για τις επτά μέρες της εβδομάδος, επτά πλανήτες, σ’ επτά μέρες διχοτομείται η σελήνη, και σε άλλες επτά γίνεται πανσέληνος κ.ο.κ. Κάθε αριθμό αν τον εξετάσουμε, θα βρούμε κάτι καλό, και θαυμαστά ταιριαστό. Λόγου χάρη ο αριθμός έξη είναι πρώτος μεταξύ των τελείων αφού εξισώνεται πριν από τους άλλους στα μέρη του, γι’ αυτό και το σύμπαν ολοκληρώθηκε σ’ αυτόν. Όμως ο Μωυσής κατά κανένα τρόπο δεν εμφάνισε το Θεό ως επαινέτη του αριθμού. Λαμβάνοντας αφορμή από τα ίδια τα λόγια του Μωυσή, λέμε για πιο λόγο ευλόγησε την εβδόμη μέρα. Λέγει ότι: «κατέπαυσε ο Θεός την έβδομη μέρα από όλα τα έργα του τα οποία άρχισε να εκτελεί». Επομένως υπάρχουν έργα του Θεού, που ούτε άρχισε να εκτελεί, ούτε έπαυσε να εκτελεί. Ευλόγησε λοιπόν και αγίασε την έβδομη μέρα κατά την οποία έπαυσε να πράττει τα αισθητά, σαν είδος επανόδου στο ύψος του θεοπρεπώς, που βέβαια ποτέ δεν εγκατέλειψε, διδάσκοντας εμάς να βρεθούμε κατά δύναμην, σ’ εκείνην την κατάπαυση που είναι η κατά το νου μας θεωρία και ανύψωση προς το Θεό. Γι’ αυτό και ο Κύριος εμφανίσθηκε την Κυριακή, τη μέρα της αναστάσεώς του, στους μαθητές του, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς. Και πάλι στην όγδοη μέρα, δηλαδή την Κυριακή, (πού τιμάμε σήμερα). Στο ίδιο σπίτι με κλειστές τις πόρτες εμφανίζεται στο διστακτικό Θωμά, για να τον οδηγήσει στην πίστη. Από τότε διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού επιτελεί τις συνάξεις, κυρίως τις Κυριακές. Και γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς να απουσιάζει από τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις, και εγκαταλειφθεί δίκαια από το Θεό και πάθη κάτι παρόμοιο με το Θωμά, που δεν ήλθε στην ώρα του. Ο Θωμάς όταν ήταν απών από τη σύναξη, έγινε άπιστος, όταν δε επανήλθε με τους πιστεύοντας, τότε δεν αστόχησε στη πίστη του. Επομένως να επισκεπτόμαστε συχνά την Εκκλησία τις Κυριακές, σχολάζοντας από τα επίγεια έργα μας, χωρίς απουσίες για να λαβαίνουμε την ειρήνη και να αυξάνουμε τη πίστη μας. (Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.) Ο Θωμάς ήταν όπως είναι γνωστό ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, που μετά την Ανάληψη σκορπίσθηκαν σ' όλη την οικουμένη, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Όλοι οι απόστολοι με κόπους και δυσκολίες έφεραν το φώς της αλήθειας στους σκλάβους της αμαρτίας ανθρώπους. Ο Θωμάς είναι εκείνος, που με τον δισταγμό του ολοκλήρωσε την πίστη των άλλων Αποστόλων και την έκανε βεβαιώτερη. Από τότε κανένας Ιουδαίος ή ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να πεί οτι ο Κύριος δεν αναστήθηκε. Διότι ο Θωμάς ήταν ο ακριβέστερος μάρτυρας της Αναστάσεως αφού τόλμησε να ψηλαφήσει το Αναστάντα Χριστό. Ο Θωμάς ήταν Ιουδαίος, γιός φτωχών γονέων, πιστός στο Μωσαϊκό Νόμο, με αγνό βίο. Ήταν ψαράς στο επάγγελμα. Όταν τον κάλεσε ο Χριστός δεν ανέβαλε, αλλά τον ακολούθησε με χαρά. Ήταν μαθητής πρόθυμος, υπηρέτης πιστός. Αγάπησε πολύ τον Κύριο, κι όταν οι Ιουδαίοι ήθελαν να θανατώσουν το Σωτήρα, ο Θωμάς έλεγε στους άλλους μαθητές: " Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του. Είναι καλύτερα να σταυρωθούμε με το Δεσπότη, παρά να ζούμε χωρίς Αυτόν". Όταν μετά την Ανάσταση του, ο Κύριος παρουσιάσθηκε στους μαθητές στο ανώγειο χωρίς να ανοίξει τις πόρτες, ο Θωμάς δεν ήταν εκεί. Όταν ήλθε και του είπαν οι άλλοι, οτι είδαν τον Κύριο εκείνος δεν πίστεψε. Έλεγε, οτι θα πιστέψει μόνο αν ψηλαφήσει τον Αναστάντα. - Τι λές Θωμά; Αν απιστεί ο μαθητής πως να πιστέψει ο Ιουδαίος; Αν δεν παραδέχεται την Ανάσταση ο Απόστολος, πως να την παραδεχτούν οι Έλληνες; Δεν θυμάσαι τα θαύματα; λεπροί καθαρίζονται, παράλυτοι σηκώνονται, τυφλοί βλέπουν, νεκροί αναστένονται και σε μένεις στην απιστία; Ας απιστεί ο Καϊάφας, ας συκοφαντεί ο Ιουδαίος· αλλά ο ένας από τους δώδεκα Αποστόλους να δυσπιστεί για την Ανάσταση; Αυτά και άλλα τέτοια θα έλεγαν οι Αποστόλοι στο Θωμά. " Και μετά από οκτώ ημέρες ήσαν εντός οι Μαθητές αυτού, και ο Θωμάς μαζί τους· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήταν κλειστές, και στάθηκε στο μέσο τους και είπε: - Ειρήνη σ' εσας. Έπειτα λέγει στον Θωμά: - Φέρε το δάκτυλο σου εδώ, και δες τα χέρια μου και την πλευρά μου και μην γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός. Και απεκρίθηκε ο Θωμάς και είπεν σ' Αυτόν: - Εσύ είσαι ο Κύριος μου και Θεός μου. Λέγει σ' αυτόν ο Ιησούς: - Επειδή με είδες και πίστευσες; Μακάριοι αυτοί που δεν θα με δουν και θα πιστεύσουν. (Ιωάν. 20,26) Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου, την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε κι αυτός μαζί με τους άλλους την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και το πρόσταγμα: - Αφού πορευθείτε σε όλο τον κόσμο κηρύξτε το Ευαγγέλιο σ' όλη τη Κτίση. (Μαρκ. 16,15) Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, κατά την Κοίμηση της Παναγίας μας με θεία οικονομία , ο Θωμάς και πάλι δεν παραβρισκόταν στη σύναξη των άλλων Αποστόλων. ¨Εφτασε όμως και αυτός μετά τρεις μέρες και παρεκάλεσε του άλλους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν ως τον τάφο, για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο, μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμός τους κυρίευσε όλους. Το σώμα έλειπε και στο μνήμα κείτονταν μόνο το σεντόνι που είχαν τυλίξει το σώμα της Παναγίας. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από την γη στους ουρανούς χαρίζοντας θαυμαστή δύναμη στους Αποστόλους για το δύσκολο και τεράστιο έργο που είχαν ήδη ξεκινήσει . Κάθε απόστολος κληρώθηκε να πάει σε ορισμένη χώρα της Οικουμένης. Ο Θωμάς κληρώθηκε να πάει στους Πάρθους, Πέρσες, Μήδους και Ινδούς. Οι Ινδοί ήταν οι πιό ωμοί και βάρβαροι τότε άνθρωποι. Βλέποντας ο Θωμάς οτι έπρεπε να πάει σε τέτοιο άγριο έθνος στεναχωρήθηκε. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, εμφανίζεται σ' αυτόν μιά νύχτα ο Κύριος και του λέει: - Μη φοβάσαι Θωμά, αλλά πήγαινε στις Ινδίες, κήρυξε το Ευαγγέλιο κι η χάρις μου θα είναι μαζί σου. Εκείνες τις μέρες έτυχε να είναι στα Ιεροσόλυμα κάποιος έμπορος από μιά πόλη της Ινδίας, Αμβανής στο όνομα. Αυτόν είχε στείλει ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος για να βρει κτίστη επιδέξιο επειδή ήθελε να οικοδομήσει ανάκτορο. Ο Κύριος γνωρίζοντας, τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία, φάνηκε σαν άνθρωπος μιά μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη: - Θέλεις ν' αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη, που έχω; - Ναι, του αποκρίθηκε ο Αμβανής. Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου. Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί: " Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ, του τέκτονος, επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη, τον δούλο μου Θωμά". Ο αγωραστής ρώτησε τον Θωμά αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού. Ο Θωμάς απάντησε: - Ναι, αυτός είναι ο Κύριος μου, που μ' αγόρασε με μεγάλη τιμή. Ακολούθησε λοιπόν, ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας: - Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου. Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία. Μετά από πολυήμερο ταξίδι έφθασε στην Ανδράπολη που είχε μεγάλο πανηγύρι εκείνη την μέρα, γιατί ο ηγέμονας πάντρευε την κόρη του. Οι κήρυκες καλούσαν όλους στους γάμους. Πήγαν κι ο Αμβάνης με το Θωμά. Ενώ όλοι έτρωγαν από τα φαγητά, μόνο ο Θωμάς δεν έτρωγε, αλλά καθόταν σκεφτικός προσέχοντας τον εαυτό του. Βλέποντας τον Θωμά ένας από τους υπηρέτες, τον κτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας: - Αφού είσαι καλεσμένος σε γάμο πρέπει να χαίρεσαι και να γιορτάζεις. Ο Απόστολος του αποκρίθηκε: - Το σφάλμα σου μακάρι να στο συγχωρήσει ο Κύριος στον μέλλοντα αιώνα. Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία στον παρόντα αιώνα, για να σωφρονισθούν και να παραδειγματισθούν κι άλλοι. Πράγματικά, καθώς εκείνος ο υπηρέτης πήγε να φέρει νερό, τον καταξέσχισε ένα θηρίο, που παραμόνευε ( ήταν κοντά ) στο πηγάδι και έτσι ο υπηρέτης πέθανε. Το χέρι του το πήρε ένας σκύλλος και το έφερε στο συμπόσιο. Οι καλεσμένοι που το είδαν απορούσαν ποιού ήταν το χέρι. Τότε μιά Εβραία, που έπαιζε στον γάμο, είπε: - Φοβερό μυστήριο έγινε σήμερα ανάμεσα μας. Ακούστε όλοι, διότι σήμερα ο Θεός ή Απόστολος του Θεού καταδέχτηκε να καθίσει μαζί μας. Γιατί εγώ ενώ έπαιζα, άκουσα ένα άνθρωπο πατριώτη μου να λέει στα εβραϊκά σ' ένα υπηρέτη που τον κτύπησε: " Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία για να σωφρονισθούν οι άλλοι". Και να ο λόγος του έγινε πραγματικότητα. Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ο ηγέμονας της πόλεως. Κάλεσε, λοιπόν τον Απόστολο και του είπε: - Αν εσύ με την κατάρα σου μπορείς να προκαλέσεις θάνατο, δειξε και τη δύναμη, που έχει η ευχή σου στην κόρη μου που παντρεύθηκε σήμερα. Ο Θωμάς με χαρά πήγε στο δωμάτιο των νεόνυμφων και τους στήριξε στη σωφροσύνη. Τους έπεισε δε να φυλάξουν παρθενία και αφού τους αφιέρωσε στο Θεό, έφυγε. Μετά από λίγη ώρα βλέπει ο γαμπρός κάποιον άνθρωπο, που έμοιαζε με το Θωμά, να συνομιλεί με τη νύφη. Επειδή νόμισε οτι είναι ο Θωμάς του είπε: - Εσύ δεν έφυγες; Πως ήλθες πάλι εδώ ξαφνικά; Τότε ο άλλος αποκρίθηκε: - Δεν είμαι ο Θωμάς, αλλά αδελφός του Θωμά κατά χάρη. Όποιος με ακολουθήσει και αρνηθεί τον κόσμο, όπως ο Θωμάς, θα γίνει όχι μόνο αδελφός μου, αλλά και κληρονόμος της βασιλείας του Πατέρα μου. Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε. Οι νεόνυμφοι έκλεισαν στην καρδιά τους αυτά τα λόγια κι όλη τη νύχτα προσεύχονταν στον Κύριο. Το πρωί πήγε ο πατέρας της κόρης στο δωμάτιο και βλέποντας τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο ταράχθηκε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνοι αποκρίθηκαν: - Εμείς ευχόμαστε αυτός ο χωρισμός να φυλαχθεί, μεταξύ μας μέχρι το τέλος, για να μείνουμε αχώριστοι στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας έδωσε ο ξένος. Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας στεναχωρήθηκε και υποσχέθηκε οτι θα δώσει πολλά δώρα, αν βρεθεί αυτός που τους είπε τέτοια λόγια. Έψαχναν λοιπόν και ζητούσαν τον ξένο, αλλά "σταμάτησαν ερευνόντας τις έρευνες" ( Ψαλμ. 63,7). Ο Απόστολος σ' εκείνους, που τον ζητούσαν με κακό σκοπό δεν φανερωνόταν, αλλά παρουσιαζόταν στους νέους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, και τους στήριζε. Οι νεόνυμφοι παρακαλούσαν τον Κύριο, να καταπραΰνη την οργή του πατέρα τους και να τον αξιώσει να μάθει την αλήθεια. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει χριστιανός. Διδάχθηκε δηλαδή από τους νέους την πίστη και πίστεψε ολόψυχα στο Χριστό. Ο Θωμάς τους βάπτισε κι έγιναν κι αυτοί κήρυκες του Ευαγγελίου. Στη συνέχεια ήλθε ο Θωμάς στο βασιλιά της Ινδίας Γουανδιαφόρον , που τον ρώτησε τι ξέρει να κατασκευάζει από ξύλα και τι από λίθους. Ο Απόστολος απάντησε οτι από ξύλα ξέρει να κατασκευάζει αλέτρια, κουπιά και ζυγούς για βόδια. Από λίθους δε κολώνες, ναούς και βασιλικά ανάκτορα. Τότε του λέει ο βασιλιάς: - Μπορείς, λοιπόν, να μου κατασκευάσεις ένα ανάκτορο στον τόπο, που αγαπώ; Ο Θωμάς υποσχέθηκε, οτι μπορεί. Τον οδήγησε ο βασιλιάς σ' ένα πραγματικά ωραίο τόπο με βρύσες και δέντρα, και του είπε: - Σχεδίασε μου σε πάπυρο το σχήμα της οικοδομής για να δω αν μου αρέσει, διότι θα απουσιάσω τρία χρόνια σ' άλλη χώρα για κάποια υπηρεσία. Θέλω δε, όταν θα επιστρέψω να είναι έτοιμο το ανάκτορο. Ο Απόστολος έκαμε ένα ωραιότατο σχέδιο. Έβαλε ανατολικά τα παράθυρα, για να μπαίνει το φως, δυτικά τις πόρτες για τον αέρα. Τον κλίβανο τον έβαλε στο νότιο μέρος και στο βορρά τους αγωγούς του νερού, για να είναι δροσερό το καλοκαίρι. Ο βασιλιάς χάρηκε για το ωραίο σχέδιο και είπε: - Αληθινά, είσαι άριστος τεχνίτης και πρέπει να υπηρετείς το βασιλιά αφού είσαι έμπειρος. Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δώσουν στον Απόστολο χρυσάφι, για να αγωράσει τα απαραίτητα για την οικοδομή. Παρακαλούσε εν το μεταξύ τον Απόστολο να βάλει αμέσως τα θεμέλια. Εκείνος του αποκρίθηκε: - Δεν γίνεται να κτίσουμε παλάτι αυτό το μήνα, αλλά τον ερχόμενο, τον Οκτώβριο. Λέγοντας αυτά εννοούσε τη μέλλουσα ζωή. Σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή έδωσαν στο Θωμά οτι χρειαζόταν και αυτός έφυγε για τον τόπο της κατασκευής. Εκεί όμως άρχισε να ετοιμάζει ουράνιο παλάτι για το βασιλιά. Κάθε μέρα δίδασκε και βάπτιζε τους ειδωλολάτρες και μοίραζε τα πλούτοι στους φτωχούς. Μετά από καιρό ζήτησε ο βασιλιάς πληροφορίες αν τελείωσε το οικοδόμημα. Ο Θωμάς του απάντησε οτι χρειάζεται κι άλλα ακόμη έξοδα για να κατασκευάσει τη στέγη. Ο βασιλιάς έστειλε πολύ χρυσάφι κι ένα γράμμα, που έλεγε: " Να την κατασκευάσεις το γρηγορότερο τη στέγη των ανακτόρων, όσο πιό ωραία γίνεται για να το δεις τελειωμένο και να σε δοξάσω με επαίνους και εγκώμια". Ο Απόστολος μόλις πήρε τα χρήματα, ευχαριστώντας το Θεό είπε: - Σ' ευχαριστώ φιλάνθρωπε Κύριε, διότι γνωρίζεις με πολλούς και ποικίλους τρόπους να ετοιμάζεις τη σωτηρία κάθε ανθρώπου. Και μοίρασε πάλι τα χρήματα στους φτωχούς. Μετά από λίγο καιρό έτυχε να πάνε στο βασιλιά κάποιοι ανθρώποι από τον τόπο, όπου έμενε ο Θωμάς. Τους ρώτησε λοιπόν, ο βασιλιάς, για να πληροφορηθεί την ομορφιά και το μεγαλείο των ανακτόρων. Εκείνοι του είπαν: - Μην περιμένεις, βασιλιά, απ' εκείνον οικοδομές, γιατί αυτός μοίρασε στους φτωχούς, όλο το χρυσάφι. Όχι δε μόνο αυτό, αλλά και κηρύττει ένα Θεό άγνωστο και κάνει θαύματα. Ο βασιλιάς ταράχθηκε και διέταξε να φέρουν μπροστά του το Θωμά. Παρουσιάστηκε ο Θωμάς κι ο βασιλιάς με θυμό τον ρώτησε αν έκτισε το παλάτι. Ο Απόστολος αποκρίθηκε: - Το παλάτι εκείνο, που έμαθα να κτίζω από τον μόνο αρχιτέκτονα Χριστό, το έκτισα πολύ ωραίο. - Αυτή την ώρα να πάμε να το δούμε. Του είπε ο βασιλιάς. - Νομίζω οτι δεν χρειάζεται για τον παρόντα κόσμο. Όταν φύγεις από τον κόσμο αυτό, τότε θα σου χρησιμεύσει. Ο βασιλιάς νόμισε, οτι τον κοροΐδευε και σαν θηρίο θυμωμένος είπε: - Αυτόν τον απατεώνα να τον κλείσετε σε σκοτεινό λάκκο μαζί με τον έμπορο, που τον έφερε εδώ. Ενώ ο Απόστολος ήταν στη φυλακή, ο αδελφός του βασιλιά, κυριευμένος από λύπη για την ζημιά, αρρώστησε βαριά. Κάλεσε λοιπόν, τον αδελφό του και του είπε: - Εγώ λυπήθηκα για τη ζημιά, που πάθαμε από εκείνο τον απατεώνα, αρρώστησα και φεύγω από αυτή τη ζωή. Ύστερα από λίγη ώρα έμεινε νεκρός. Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και την έφερε στις σκηνές των Δικαίων και τον ρωτούσε σε ποιά θέλει να κατοικήσει. Βλέποντας η ψυχή μιά ωραιότατη παρακαλούσε να μείνη σ' αυτή. Τότε ο Άγγελος του είπε: - Σ' αυτή δεν μπορείς να κατοικήσεις, επειδή είναι του αδελφού σου, που του την έκτισε ο Θωμάς. Η ψυχή τότε αποκρίθηκε: - Σε παρακαλώ άφησε με να γυρίσω πίσω στον αδελφό μου για να την αγοράσω και μετά επιστρέφω πάλι εδώ. Ο Άγγελος έδωσε τη ψυχή στο νεκρό σώμα. Αμέσως ο νεκρός αναστήθηκε και ζήτησε τον αδελφό του. Ο βασιλιάς ήλθε κοντά του κι εκείνος τότε του είπε: - Αδελφέ μου πιστεύω, οτι προτιμάς να δώσεις το μισό της βασιλείας σου, για να με δεις ζωντανό. Τώρα μια μικρή χάρη σου ζητώ. - Πες το και θα κάνω οτι μπορώ. - Δώσε μου το παλάτι, που έχεις στους ουρανούς και πάρε, όσα χρήματα θέλεις. - Εγώ έχω παλάτι στον ουρανό; Από που; - Ναι, έχεις, αν και συ δεν το γνωρίζεις. Σου το έκτισε ο ξένος, που είναι στη φυλακή. Είναι ωραιότατο, το είδα, όταν μ' άρπαξε Άγγελος Κυρίου. Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε και απέφυγε να εκπληρώσει την υπόσχεση του λέγοντας: - Αν το θέμα, αδελφέ μου, ήταν στη βασιλεία μου και στην εξουσία μου θα τηρούσα την υπόσχεση μου. Τώρα όμως αυτό βρίσκεται στον ουρανό. Πάρε όμως εσύ τον ίδιο το Θωμά για να σου κατασκευάσει καλύτερο. Μετά απ' αυτά ελευθέρωσε το Θωμά και τον Αμβάνη και τους ζήτησε συγνώμη για το σφάλμα του. Ο Θωμάς ευχαρίστησε τον Κύριο και βάπτισε αυτούς και όλους τους άρχοντες. Ο λαός βλέποντας τους αρχηγούς του να προσέρχονται στην πίστη προσερχόταν κι αυτός στην ευλάβεια. Απ' αυτή την πόλη αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έφυγε ο Απόστολος και πήγε σ' άλλη μεγάλη πόλη των Ινδιών. Εκεί συνάντησε στους βαρβάρους ριζωμένη βαθιά την ασέβεια και την ειδωλολατρία. Σιγά-σιγά χωρίς ν' αρχίσει αυστηρούς ελέγχους με αγάπη και υπομονή τους έφερε στο φως της μόνης αλήθειας. Εκείνοι άρχισαν να του αποδίδουν τιμές για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους. Ο Απόστολος τους εξηγούσε το αποστολικό έργο λέγοντας: - Ένας από τους δώδεκα υπηρέτες του Λόγου, που είδαμε τα τόσα θαύματα, είμαι κι εγώ. Ήλθα ως εδώ για να σας κηρύξω αυτού του Θεού την φιλανθρωπία και το άπειρο έλεος. Σ' αυτό τον τόπο βάπτισε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τη γυναίκα του βασιλιά Μισδίου, Μιγδονία και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου, Τερτιανή. Αυτές οι δύο μάλιστα συμφώνησαν να ζήσουν ασκητικά στ' ανάκτορα τους. Ο βασιλιάς και ο Χαράσιος θύμωσαν επειδή δε ζούσαν οι γυναίκες τους, όπως αυτοί ήθελαν και γνωρίζοντας, οτι ο Θωμάς είναι ο αίτιος διέταξαν να τον φέρουν μπροστά τους. - Δεν φτάνει, Θωμά που ξεσήκωσες όλη τη χώρα με τα μάγια σου και πίστεψαν τόσοι στο Χριστό; Τώρα διδάσκεις και τις γυναίκες μας ν' απομακρυνθούν από τους άνδρες τους; Έπειτα έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή, που ο Απόστολος, την άνοιξε με την προσευχή κι έμειναν κοντά του, για να τους στηρίζει στην πίστη. Αυτή τη νύχτα βγήκε ο Θωμάς σ' ένα σπίτι, όπου είχαν ετοιμάσει όλα για τη Θεία Ευχαριστία και για το Άγιο Βάπτισμα. Εκεί βάπτισε τον Ουαζάνη, γιο του βασιλιά Μισδίου και την κόρη του Τέρτια. Τους κοινώνησε όλους λέγοντας: - Αυτό το Σώμα το Πανάγιο, που έγινε θυσία και το πολύτιμο και πανάχραντο Αίμα που χύθηκε στο Σταυρό για τις αμαρτίες μας, ας δώσει σε μας υγεία ψυχής και ας γίνει αρραβώνας της Ουρανίας Βασιλείας. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανό λέγοντας: - Αλήθεια σας λέω, μη φοβάστε, αλλά πιστεύετε. Μετά από αυτά ο Θωμάς γύρισε πάλι στη φυλακή και κλείσθηκε, όπως πρώτα. Τον ακολούθησαν οι αρχόντισσες Τερτία, Μιγδονία και Μαρκία θέλοντας να μείνουν μαζί του. Ο Απόστολος τότε τους είπε: - Θυγατέρες μου, και συνδούλες του Κυρίου Ιησού Χριστού, ακούστε τον τελευταίο μου λόγο. Αύριο θα πάω στο Δεσπότη μου, για να απολαύσω το μισθό του κόπου μου. Χαίρομαι γι' αυτό και ευφραίνομαι, γιατί ήλθε ο καιρός της ανταποδόσεως. Εσείς να μείνετε ατάραχοι στην πίστη, όταν με δείτε νεκρό. Αν φυλάξετε την πίστη θα συναντηθούμε στον ουρανό. Έπειτα κλείσθηκε στο δεσμωτήριο για να προσευχηθεί. Οι γυναίκες έκλαιγαν, γιατί ήξεραν οτι θα τον θανατώσει ο Μισδίος, στον οποίον πήγαν οι φύλακες και του είπαν τα εξής: - Βασιλιά, ελευθέρωσε εκείνο τον μάγο, γιατί όσες φορές θέλει, ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλλά κι η γυναίκα σου και τα παιδιά σου έρχονται και συνομιλούν μαζί του. Πήγε ο ίδιος ο βασιλιάς τότε στις φυλακές και βλέποντας τις πόρτες κλειστές, όπως τις άφησε, θαύμασε κι αφού εξέτασε τον Θωμά, τον ρώτησε αν είναι δούλος κανενός ή ελεύθερος. Εκείνος λοιπόν αποκρίθηκε: - Είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού που είναι Θεός αληθινός και κατοικεί στους ουρανούς και μ' έστειλε εδώ για να σώσω πολλούς από εσάς. - Βαρέθηκα εγώ τις μαντείες σου, απάντησε ο Μισδίος, και θα σου δώσω το θάνατο που σου πρέπει για να γλυτώσω το γένος μου από τις μαγείες και κακουργίες σου. Αυτά είπε, αλλά επειδή φοβόταν τον όχλο γιατί είχαν πιστέψει πολλοί, και για να μη γίνει εκεί μέσα σύγχυση, τον οδήγησε έξω απ' την πόλη με λίγους στρατιώτες σε κάποια απόσταση τον παρέδωσε σε πέντε στρατιώτες να τον ανεβάσουν πάνω στο βουνό και να τον φονεύσουν. Έτσι ο βασιλιάς γύρισε στην πόλη, ενώ ο λαός έτρεχε με προθυμία ν' αρπάξει τον Απόστολο από τα χέρια των στρατιωτών. Αυτός όμως τους εμπόδιζε και όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο προσευχήθηκε ως εξής: - Κύριε Θεέ μου, που είσαι η ελπίδα και η λύτρωση όλων των πιστών, οδήγησε με σήμερα που έρχομαι κοντά σου να μην εμποδιστεί η ψυχή μου από τα πονηρά δαιμόνια. Τελείωσα το έργο μου και ξεπλήρωσα την εντολή σου, αφού πωλήθηκα σαν δούλος. Δώσε μου, λοιπόν, σήμερα την ελευθερία. Αφού είπε αυτά ο Θείος Απόστολος, ευλόγησε και ευχήθηκε στους πιστούς και κατόπιν είπε στους στρατιώτες: - Εκτελέστε τώρα την διαταγή του Βασιλιά. Εκείνοι αμέσως τον ελόγχισαν και τον κτύπησαν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και έτσι τελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Απόστολος Θωμάς στην πόλη Μαλιαπούρ, που λέγεται και Άγιος Θωμάς, στην ανατολική πλευρά της Ινδικής χερσονήσου. Οι πιστοί αφού τον έκλαψαν πικρά, τον τύλιξαν σε σεντόνια και πολύτιμα υφάσματα που έφερε η Τερτία και τον έθαψαν σε μέρος που έθαβαν τους βασιλιάδες. Η βασίλισσα και ο Ουζάνης με τους υπόλοιπους έμειναν στον τάφο όλη την ημέρα και τη νύχτα και έκαναν αγρυπνία. Κατά την νύχτα φάνηκε ο Θείος Απόστολος και τους είπε: - Τι κάθεστε στον τάφο μου; Δεν είμαι σ' αυτόν όπως νομίζεται, αλλά ανέβηκα στους ουρανούς. Εσείς, Τερτία και Μιγδονία, μη ξεχάσετε όσα σας είπα, αλλά να φυλάξετε την ευσέβεια και ο Χριστός θα σας βοηθήσει. Ο Ουζάνης που ήταν διάκονος και ο Ονησίφορος ο πρεσβύτερος, που τους χειροτόνησε ο Θωμάς όταν πήγαινε στο μαρτύριο, δίδασκαν με παρρησία το Ευαγγέλιο και πίστευαν καθημερινά αμέτρητο πλήθος. Έπειτα από καιρό δαιμονίσθηκε ένας γιός του Μισδίου και μη μπορώντας να βρεί τη γιατρειά του, πήγε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου να πάρει ένα κομμάτι απ' το άγιο λείψανο για να το βάλει στο γιό του να θεραπευθεί. Όταν άνοιξε τον τάφο δεν βρήκε το λείψανο, γιατί κάποιος χριστιανός το πήρε κρυφά και το πήγε στη Δύση ( Έδεσσα της Συρίας μετά από τον Κωνστάντιο στην Κων/πολη και από την άλωση στη Ρώμη). Ο Θωμάς φάνηκε στον βασιλιά και του είπε: - Όταν ζούσα απίστησες και τώρα πιστεύεις; Αλλά για να δεις τη φιλανθρωπία του Δεσπότου μου, πάρε χώμα απ' τον τάφο μου και βάλε το στο γιό σου για να βρει αμέσως την υγεία του, γιατί εγώ δεν είμαι μνησίκακος. Έφερε λοιπόν ο βασιλιάς εκεί τον γιό του και παίρνοντας λίγο χώμα απ' τον τάφο με πολλή πίστη το έβαλε στον δαιμονιζόμενο λέγοντας: - Πιστεύω στον Κύριο Ιησού Χριστόν, τον αληθινό Θεό. Αμέσως θεραπεύθηκε ο γιός του. Βαπτίσθηκε και ο ίδιος και όλο του το παλάτι και οι λοιποί απ' την πόλη και έγινε μελάλο πανηγύρι παντού σ' εκείνα τα μέρη. Ο βασιλιάς παρακαλούσε με δάκρυα τη γυναίκα του Τερτία και Μιγδονία να παρακαλέσουν το Δεσπότη Χριστό να συγχωρήσει τα προηγούμενα αμαρτήματα του καθώς και τα κακά που έπραξε εναντίον του Αγίου Του Αποστόλου. Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας Ο Απόστολος Θωμάς

16 Απρ 2009

ΛΑΜΠΡΟΤΡΙΤΗ ΝΟΕΡΑ ΣΤΗΝ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ...

ΠΙΣΤΕΨΕ ΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΚΑΛΑ !
Ο Δημήτρης Αντ. Βακαλόπουλος (Πολύκαστρο, 23430–22310) τό Φεβρουάριο τού 1995 σέ ποδοσφαιρικό παιχνίδι δέχθηκε κλωτσιά αντίπαλου καί έπαθε κάταγμα κνήμης καί περόνης στό δεξί πόδι. Στό Νοσοκομείο “'Αγιος Δημήτριος” τού έγινε ενδομυϊκή ήλωση. Βγήκε μέ ανάρρωση στό σπίτι. Σέ τρείς εβδομάδες άρχισε νά πρήζεται τό υγιές αριστερό του πόδι καί παρουσίαζε πυρετό 39–40 μέ σπασμούς. Τοπικός γιατρός χορήγησε φαρμακευτική αγωγή γιά πνευμονία, έπειτα όμως υπέδειξε τήν εισαγωγή σέ Νοσοκομείο. Στό Κιλκίς ο γιατρός υπέθεσε πώς είχε θλάση καί τούς έστειλε πίσω. 'Ομως είχε πόνους στό στήθος, δυσκολία αναπνοής, τό ένα πόδι ενηλωμένο, τό άλλο πρησμένο, καί υψηλό πυρετό. Ο γιατρός Παντ. Μαϊδάνογλου διέγνωσε κατά 99,5 % θρομβοφλεβίτιδα καί συνέστησε κατεπειγόντως Νοσοκομείο! Επί 10–15 μέρες στό Κιλκίς δέν έδιναν βάση στή διάγνωση Μαϊδάνογλου, ο άρρωστος είχε μείνει στά μισά του κιλά (42 κιλά)! Είχε χάσει τήν επαφή μέ τόν κόσμο! 'Εβλεπε Αγίους νά τόν φωνάζουν, δάση, λιβάδια, λουλούδια, Αγγέλους στά λευκά μέ φτερά, σέ κύμα γαλήνης, ρυάκια, ποταμάκια. 'Επαθε κρίση, δέν ανέπνεε, μελάνιασε! Ο αδελφός του Παγώνης Βακαλόπουλος (γνωστός ποδοσφαιριστής στήν “Εθνική” Ελλάδος καί τόν “Ηρακλή” ) έφερε τόν αγγειολόγο κ. Φιλίππου 3 τά χαράματα. Ο νέος γιατρός διέγνωσε θρόμβωση καί πνευμονική εμβολή! Μέ υπογραφή τού πατέρα του τόν μετέφεραν αμέσως στό Παπανικολάου. Τό σπινθηρογράφημα καί τό αγγειογράφημα έδειξαν 100% βουλωμένη αρτηρία στούς πνεύμονες! Ο καθηγητής κ. Σπύρου είπε στόν πατέρα: “Είναι ετοιμοθάνατος. Βάλτε υπογραφή. Εγώ θά τού κάνω τομή από πάνω μέχρι κάτω. Εκεί πού θά εντοπίσουμε τό θρόμβο ή τούς θρόμβους, θά τούς εκροφούμε· αλλά στά πρώτα 5΄ θά μείνει στό χειρουργείο. Πάτε νά τόν δείτε από ένα λεπτό στήν Εντατική, αλλά νά μήν κλάψει κανείς, καί μάς μείνει τό παιδί από τώρα”! Η μητέρα μέσα στό κλάμα της συνομιλώντας μέ συνοδούς άλλων ασθενών έμαθε γιά τή Μυτιλήνη καί τηλεφώνησε γιά Παράκληση· μιλούσε πολλή ώρα μέ τό καρτοτηλέφωνο, καί η κάρτα της δέν έγραψε ούτε μιά μονάδα (ένδειξη ότι κάτι εξαιρετικό άρχισε νά συμβαίνει, όπως κατανόησαν αργότερα). Εισερχόμενη στή ΜΕΘ τού έδωσε τό βιβλιαράκι τού Αγίου, τού είπε ότι είναι σοβαρά καί νά προσευχηθεί καί ο ίδιος στόν 'Αγιο νά τόν γιατρέψει. Μόλις έμεινε μόνος, προσευχήθηκε: “άγιε Ραφαήλ, άν υπάρχεις πραγματικά, έλα καί σέ μένα νά μέ κάνεις καλά”. Καί η μητέρα του παρακαλούσε συνεχώς μέ πίστη καί δάκρυα: “άγιε Ραφαήλ, εγώ είμαι αμαρτωλή. Σέ παρακαλώ, άς σέ δεί τό παιδί μου”! 'Υστερα από κάποια ώρα (5 λεπτά; 5 ώρες; δέ θυμάται) ο Δημήτρης ένιωσε νά τόν χτυπά στά μάτια ένα πολύ εκτυφλωτικό φώς σάν από 1000 προβολείς. Παρακαλούσε επίμονα τή νοσοκόμα νά τό σβήσει, καί εκείνη τόν διαβεβαίωνε ότι όλα ήταν σβηστά. Σιγά σιγά τό εκτυφλωτικό φώς απομακρυνόταν καί στή θέση του φάνησε ένας Ιερέας, όπως στό εξώφυλλο τού βιβλίου τής Παρακλήσεως, όρθιος στόν αέρα! Μέ τά μάτια του ανοικτά τόν ρώτησε: “Πώς εμφανίστηκες εδώ; Ποιός είσαι;” “Είμαι ο άγιος Ραφαήλ καί ήρθα νά σέ κάνω καλά”. “Πώς μπήκες μέσα; Καί πώς θά μέ κάνεις καλά;” “Πίστεψέ με, καί αύριο θά είσαι καλά”. Εξαφανίστηκε.Συλλογιζόταν, πώς θά τόν γιάτρευε, ποιός είναι… Εμφανίζεται ο Ιερωμένος πάλι, μέ αυστηρή όμως όψη, καί τόν επιτιμά: “Τολμάς νά αμφιβάλλεις ότι μπορώ νά σέ θεραπεύσω;”. 'Εμεινε κατάπληκτος ο άρρωστος μέ τήν ιδέα τού πώς μπορούσε νά γνωρίζει τή σκέψη του ο Κληρικός εκείνος. “Δέν αμφιβάλλω, αλλά πώς θά μέ γιατρέψεις;” “Πίστεψέ με, Δημήτρη, καί αύριο θά είσαι καλά. Πρέπει όμως νά πιστέψεις”. Σημειωτέον ότι, όση ώρα συνομιλούσε μέ τόν 'Αγιο, η νοσοκόμα προσπαθούσε νά τόν ηρεμήσει: “Δημήτρη, ηρέμησε. Γιατί παραμιλάς; Δέν είναι κανένας εδώ μέσα; Μόνο εγώ κι εσύ”. Τότε ο 'Αγιος τού λέει: “Αυτή δέ μέ βλέπει ούτε μέ ακούει. Μόνον εσύ”. Ωστόσο πάλι σκέψεις αμφιβολίας στό μυαλό τού αρρώστου: “Μάς δουλεύει ο πάτερ αυτός; Μήπως έχω τρελαθεί καί δέ βλέπω καλά; Τί μού συμβαίνει; Είναι δυνατόν;” Γιά τρίτη φορά εμφανίζεται ο 'Αγιος μαζί μέ ένα κοριτσάκι μέ πλεξούδες, βαδίζοντας όμως τώρα. Πλησιάζοντάς τον τού λέει" “Κακομοίρη μου, δέν μέ πιστεύεις καθόλου. Δυό φορές ήρθα γιά χάρη τής μάνας σου, πού κλαίει απέξω καί μέ παρακαλάει, καί μιά γιά χάρη σου. 'Αλλη φορά δέν θά σού ξαναπαρουσιαστώ. Τρίτη καί τελευταία. Πίστεψέ με καί αύριο θά είσαι καλά”. Καί γυρίζοντας πρός τό κοριτσάκι: “Ρηνούλα, φέρε τήν τσάντα μου” (όπως τών ιατρών). 'Εβγαλε μιά άσπρη ιατρική ποδιά καί, βγάζοντας τά μώβ ράσα του, τή φόρεσε. “Δημητράκη, αύριο θά είσαι καλά, άν μέ πιστέψεις μόνο. Τώρα φεύγω, γιατί μέ χρειάζονται στό Λονδίνο. Πάμε, Ρηνούλα, τό παλικάρι αυτό θά γίνει καλά. Καί τό πόδι του καί τά πνευμόνια του είναι γερά”. Ο ασθενής κάλεσε τή μητέρα του, τής τά διηγήθηκε, κι εκείνη σταυροκοπήθηκε κλαίγοντας από συγκίνηση. Τό πρωί ήρθαν, γιά νά τού κάνουν τή σοβαρή επέμβαση, αλλά διαπίστωσαν μέ τό σπινθηρογράφημα ότι οι θρόμβοι από πηχτό αίμα είχαν εξαφανιστεί από τά πνευμόνια καί τίς φλέβες του. Τού τοποθέτησαν μόνο φίλτρα στήν κάτω κοίλη φλέβα. Σέ 4 μέρες πήρε εξιτήριο. Ο κ. Σπύρου είπε στή μητέρα του: “'Η κάποιον άγιο είχατε στήν οικογένειά σας ή κάποιος ήταν τυχερός”. Καί ο κ. Φιλίππου είπε στόν αδελφό του: “Σάν επιστήμονας δέν μπορώ νά τό εξηγήσω. Κάποιον έχετε εκεί πάνω”. Οι γονείς του ήρθαν καί έκαναν Παράκληση στό Μοναστήρι μας. Αργότερα έφεραν καί τόν ίδιο. Αναγνώρισε τόν 'Αγιο Ραφαήλ τών τριών θαυμαστών εμφανίσεων στό μεγάλο προσκυνητάρι, μόνο πού τόν είχε δεί μέ μώβ (ηγουμενικό) μανδύα καί έλαμπε τό στήθος του.
( πηγή)

15 Απρ 2009

ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ !

Ότι συ ει η αλήθεια και η ζωή και η ανάστασις. Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Aς γιορτάζουμε όχι με κοσμικά πανηγύρια, αλλά κατά τρόπο που ταιριάζει στο Θεό. Όχι κατά τρόπο γήινο, αλλά κατά τρόπο υπερκόσμιο. Ας γιορτάζουμε επιδιώκοντας όχι τα δικά μας, αλλά εκείνα που ανήκουν στον Κύριο. Όχι εκείνα που οδηγούν στην ασθένεια αλλά εκείνα που οδηγούν στη θεραπεία. Όχι εκείνα που έχουν σχέση με τη δημιουργία, αλλά εκείνα που αφορούν την αναδημιουργία μας". (ΑΓ.Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες με το φως της χαράς συνναζωχτήτε.
Ανοίξτε, αγκαλιές ειρηνοφόρες μπροστά στους Άγιους και φιληθείτε φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι. Χριστός Ανέστη εκ νεκρών Θανάτω θάνατον πατήσας Και τοις εν τοις μνήμασι Ζωήν χαρισαμένος.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

13 Απρ 2009

ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ ...

Και λέει ο Ναζωραίος στους μαθητάδες: «Το αιώνιο είμαι το φως και σεις λαμπάδες Φως από φως, στα σκότη, εσείς πιστοί οδηγοί και οι πρώτοι καταλυτές των γήινων θρήνων, που θείο μήνυμα θα φέρετε παντού, κι ακόμα κι ως τη χώρα των Ελλήνων. Του δείπνου μας χαρείτε απόψε τη χαρά. Και την καρδιά στυλώσετε γερά με το ψωμί και το κρασί, που αίμα και σώμα είναι δικό μου, μην αποστάσετε χλωμοί μες την ανηφοριά του δρόμου».

Και λέει στον Ισκαριώτη: «Εσύ, τούτο το ξέχωρο ολοκόκκινο κρασί θα πάρης, τα φλογισμένα χείλη να δροσίσης, πριν στο Ραββί ένα φίλημα χαρίσης. Δικός μου εσύ και στέκεις τόσο χώρια!...» Ο Ιούδας σκύβει, πως τάχα το ψωμί θέλει να κόψη. Τα φρύδια κατεβάζει, έτσι που κρύβει με στενοχώρια το φόβο, ως καθρεφτίζεται στην όψη. Και λέγει του ξανά ο Χριστός: «Ας γίνη, ό,τι γραμμένο υπάρχει να γενή. Νύχτα είν' ακόμη σκοτεινή και -μη φοβάσαι- είναι γεμάτοι καλωσύνη της Ιουδαίας οι κρίκοι. Κι ειν' όλο αγάπη το τριφύλλι, κι ανθεί κατάσπρο στην πλαγιά του Γολγοθά το χαμομήλι. Σύρε και μην αργείς. Χτυπάει επίμονα η καρδιά της γης. Σύρε πιο γρήγορα, ακουμπώντας στο ραβδί, πριν βγη και το φεγγάρι και σε ιδή.» Κατάχλωμος ο Ιούδας σαν σουδάρι, απλώνει το ποτήρι του να πάρη. Μα το ποτήρι πέφτει από τη φούχτα του και πλέρια βάφει με τ' άλικο πιοτό, το δυνατό, του Ναζωραίου τα θεία χέρια. Χαμογελά ο Χριστός. Μα του Ισκαριώτη πόσο δονείται ακόμα το κορμί! Της προδοσίας βαρύ το κρίμα... Και με ορμή τον σπρώχνει να χαθή σκυφτός στα σκότη.

Ωραίος, καθώς του ήλιου ανατολή, ανάμεσα ο Χριστός στους μαθητάδες, ορθώνεται και πάλι αργομιλεί:
«Το αιώνιο είμαι το φως και σεις λαμπάδες... Στα χείλη η προσευχή πριν ανεβή, την πόρνη, ας συχωρέσουν, τον τελώνη. Με ανόμους θα περάση και ο Ραββί. Την πρώτη πέτρα ο αναμάρτητος σηκώνει. Αγάπη κόσμου ο νικητής. Κι εγώ η πηγή για όποιον διψά στοργή δικαιοσύνη. Ειρήνη... Αν αψηλώσω από τη γη, ένα με τ' άστρα κι η ψυχή σας θέλει γίνει» Είπε κι ανάβλεψε τα μάτια του ο Χριστός. «Πατέρα μου, κι η αγάπη Σου ας πληθαίνη. Σε με έθνη και λαοί και η οικουμένη. Το έργο μου ετελείωσε. Και να, τώρα ο δικός μου ο διαλεχτός στα σκοτεινά του ξεροπόταμου των Κέδρων περιμένει». Ξάφνου τα νέφη ως σκίζει το φεγγάρι, απ' τον ψηλό καγκελλωτό φεγγίτη, θεία χάρη, μια δέσμη κατεβαίνει μες στο σπίτι. Δέσμη από φως, σαν φίλημα ελαφρό, στα θεία μαλλιά του Ναζωραίου, φωτοστεφάνι. Μα κι ένας ήσκιος απ' τα κάγκελα, που κάνει πίσω απ' τους ώμους Του, στον τοίχο, ένα σταυρό. Με πόνο οι μαθητάδες του Κυρίου, που τρέμει στων ματιών τους το ακροκλώνι, το σύμβολο κοιτούν του μαρτυρίου, Κι εκείνος με χαμόγελο γλυκό στο δείπνο το στερνό, το μυστικό, σκορπάει το θάρρος κι εμψυχώνει. Κι έξω, στα σκότη της νυχτιάς, τρεμάμενος, καταραμένος, την ώρα αυτή την ίδια, τρικλίζει ακόμα ο Ιούδας παγωμένος. Κι αγκομαχώντας, ζώνεται τα φίδια, ξεσκίζοντας τ' αυτιά του, γιατί ο λόγος, ο λόγος του Άκακου στριφογυρίζει ακόμα μέσα σαν ξερόφυλλο που το σαρώνουν ξεροβόρια: «Δικός μου εσύ και στέκεις τόσο χώρια...».
ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ )

10 Απρ 2009

ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ...

«Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων, είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα πού του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. Γι’ αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι.
Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι, και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις, επειδή όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα, και η μετάνοια το φάρμακο. Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου… Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι’ αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι» Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Αποφυγή της απογνώσεως Το Τροπάριο της Κασσιανής
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810μ.Χ και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου». Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης: Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·

αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Απόδοση Κωστή Παλαμά :
Η Κασσιανή Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλάμέσ΄ στην καρδιά μου!Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γηαπό τη δροσαυγή λουλούδια πήρακι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγήΣου φέρνω μύρα.Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιάμε καίει, με λιώνει.Εσύ που από τα πέλαα τα νεράτα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,κυλάνε, είναι ποτάμια φλογεράτα δάκρυά μου.Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείρανάφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.και σάρκα επήραν.Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιάμου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,και με της κεφαλής μου τα μαλλιάθα στα σφουγγίσω.Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνότης παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,σώσε, έλεος κάνε.Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!'Αβυσσο η κρίση.

8 Απρ 2009

Πασχαλινό ..του Κυρ Αλέξανδρου


«ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρωνώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη»
"Χωρίς στεφάνι" Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν. Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός. Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του. Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της. Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα. Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της. Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν. Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις. Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους. Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους. Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της. Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών; Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν». Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας! Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της. Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!... Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον. Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον. Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ. Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς. Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους... και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της. Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή. Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν. Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις. Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν. Α.Π. (1896)

7 Απρ 2009

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ..ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ



1957…Βράδυ Ανάστασης στην Αμοργό .. ……Και σαν έρθει η στιγμή της θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αγ.Ιωάννης Χρυσόστομος




ένα μεγάλο θαύμα .
O κύριος Νικόλαος Θεολογίτης , Θεολόγος ,ιεροψάλτης και τ.διευθυντής του Αμερικανικού κολεγίου Αθηνών διηγείται το εξής θαυμαστό γεγονός : «Ήταν Πάσχα του 1957 και το βράδυ της Αναστάσεως ,στο αναλόγιο με πρωτοψάλτη τον πατέρα μου και βοηθό του εμένα φτάσαμε στην ώρα της Θ.Κοινωνίας . Βγήκε ο ιερέας ,ο τότε ηγούμενος της μονής Χοζοβιωτίσσης πατήρ Αρσένιος που έχει κοιμηθεί πλέον . ΤΟΤΕ στην προσωπική μου θεία μετάληψη ,αντιλήφθηκα ότι αντί να αισθανθώ την γεύση του άρτου και του οίνου ένιωσα την γεύση του αίματος μέσα στο στόμα μου (σαν να είχε ματώσει η γλώσσα μου ),και το τεμάχιο του άρτου του Σώματος του Χριστού ,έδινε την εντύπωση κρέατος και όχι άρτου !!!Δηλαδή η γεύση η γνωστή του άρτου και του οίνου είχαν τελείως αλλάξει !!!Δεν μπορούσα να εξηγήσω το φαινόμενο αυτό ,και δειλά –δειλά γύρισα στο αναλόγιο .Αλλά είδα ότι την ίδια εντύπωση μου έδωσε και ο αείμνηστος πατέρας μου ,όταν κι εκείνος με την σειρά του κοινώνησε και επέστρεψε στο αναλόγιο . Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλο το εκκλησίασμα ,όσοι τουλάχιστον πήραν μέρος σε αυτό το Θείο δείπνο ,ένιωθαν τα ίδια συναισθήματα και κοίταζαν ο ένας τον άλλο σιωπηρά .Δεν ξέραμε που να το αποδώσουμε ,μέχρις ότου ,αφού κοινώνησε ο κόσμος και ήρθε η ώρα να καταλύσει ο ιερέας τον Αμνό και το Αίμα του Χριστού ,βγήκε στην Ωραία Πύλη και μας είπε : --Απόψε αγαπητοί μου Χριστιανοί έγινε θαύμα θαυμάτων !Ο Άρτος ,ο Αμνός έγινε Σάρκα !Σάρκα !!Πραγματική Σάρκα!!!,ο δε οίνος έγινε Αίμα !...Προσευχηθείτε σας παρακαλώ ,για το μεγάλο αυτό θαύμα !!... Μετά από αρκετή ώρα και όταν βρισκόταν σχεδόν στην απόλυση ξαναβγήκε και μας είπε ότι μέσα στο άγιο Ποτήριο το σώμα του Χριστού είχε αρχίσει να παίρνει πάλι την εξωτερική εμφάνιση του άρτου ,αλλά το αίμα παρέμενε αίμα και επειδή δεν μπορούσε να το καταλύσει ,έβαλε μέσα στο άγιο Ποτήριο την αγία Μούσα ,δηλαδή τον σπόγγο ,που απορρόφησε αυτό το αίμα ,και το τοποθέτησε μέσα στο άγιο Αρτοφόριο . Εκεί βρίσκεται ακόμη και σήμερα ,μετά από τόσα χρόνια ,σαν ανάμνηση του θαύματος και σαν ιερό αντικείμενο … Για το γεγονός έγραψαν οι εφημερίδες τότε (καθημερινές και επαρχιακές )και πολλοί επισκέπτες που ησαν στην Αμοργό και το αντιλήφθηκαν, το διέδωσαν παντού … Εάν δεν είχα αυτήν την συνταρακτική προσωπική εμπειρία ,αμφιβάλλω εάν θα πίστευα τα όσα οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι θα μου έλεγαν …

(Απόσπασμα από το συνταρακτικό βιβλίο Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ του Π.Στεφάνου Αναγνωστοπούλου )

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...

Ας επιλέξουμε ...Το τίμημα ή το αντίτιμο ...
Βαπτίστηκες και αναγεννήθηκες ... Μετανόησες κάτω από πετραχήλι και ξαναβαπτίστηκες ... Μετέλαβες τα άχραντα μυστήρια και ένιωσες ξανά βαπτισμένος εις το όνομα του τρισυπόστατου Θεού ... Υπάρχει ακόμα ένα βάπτισμα το τέταρτο κατά σειρά .. το βάπτισμα της ομολογίας ...στο αίμα της Πίστης ... Άραγε πόσοι από εμάς θα το αγαπήσουμε ; Τον Αναστάντα Θεό ας ομολογήσουμε ...Και ας πληρώσουμε το τίμημα της Ομολογίας ...όχι το αντίτιμο της απωλείας ...! Καλό Παράδεισο ! ( Νώντας Σκοπετέας. 2009)

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας Νεκταρία Καραντζή

Απολυτίκιο Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου. Ακούστε το από την αδελφή μας  Νεκταρία Καραντζή
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν , Μηλεσίου το κλέος και των Γερόντων φωνή , την βοήθειαν ημών και διόρασιν ˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας ψυχάς των ασθενών , του πνεύματος συνεργεία . Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην ,επικαλέσωμεν άπαντες. // Nώντας Σκοπετέας 27-11-2013 Απολυτίκιο με την ευκαιρία της επισήμου Αγιοκατατάξεως του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου . Σημ: Το απολυτίκιο δεν περιέχεται σε αναγνωρισμένη ακολουθία , αλλά είναι προϊόν ευλαβείας και απέραντης ευγνωμοσύνης , προς τον Μεγάλο Άγιο του Θεού , στην μεγάλη η μέρα της Αγιοκατατάξεώς του .

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...

η προσευχή του Κυρ -Φώτη...
Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία. ~Φώτης Κόντογλου~