(συνέχεια της προηγ.ανάρτησης )Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής, ο απόστολος μας, όπως ψάλλει κι ο ιερός υμνογράφος, αφού «διεπέτασε το ιστίον του Πνεύματος, ως κύμα γαληνόν πραέω πνεύματι κινούμενον, πάσαν επλούτισε την γήν του ενθέου κηρύγματος». Ο Ανδρέας υπήρξε ο κατ' εξοχήν απόστολος των Ελλήνων. Η Σκυθία, δηλαδή η σημερινή νότιος Ρωσία, η Ελληνική Βιθυνία, ο Πόντος, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος κι η Αχαΐα ποτίστηκαν πλούσια με τον τίμιο ιδρώτα του Πρωτοκλήτου. Αλλά κι η Εκκλησία του Βυζαντίου, που απετέλεσε κι αποτελεί το κέντρο της Ορθοδοξίας, από τον απόστολο μας ιδρύθηκε. Εδώ ο Ανδρέας εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Σε μια του περιοδεία, αναφέρεται από την παράδοση, πως ο άγιος μας πήγε και στην Κύπρο . Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού.
Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα ποτήρι γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ώ του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το χρόνιο σκοτάδι άρχισε να διαλύεται. Κι ένα φώς, ιλαρό φώς, άρχισε να λούζει τα γύρω πράγματα...
— Πατέρα, πατέρα, άρχισε να φωνάζει το παίδι πότε ψαχουλεύοντας και πότε τρέχοντας να βρει τον πατέρα. Κι ο καπετάνιος που τρόμαξε απ' τις φωνές του παιδιού τρέχει κι αυτός προς το μέρος που ακουόταν η φωνή. Στο αντίκρυσμα του παιδιού του σταμάτησε, έσκυψε κι άνοιξε την αγκαλιά του.
— «Παιδί μου, τι σου συμβαίνει»; ρώτησε με τρόμο ο πατέρας.
— «Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Για κοίτα με, βλέπω τη θάλασσα, τους ανθρώπους, τα πανιά του καραβιού μας που φουσκώνουν. Πατέρα, το ευλογημένο νερό που μου έδωκε εκείνος ο παππούλης, για να πιώ και να πλυθώ, αυτό μου χάρισε ό,τι ποθούσαμε. Το φως μου, πατέρα...»
Ύστερα από μικρή διακοπή που πέρασε μέσα σε δάκρυα κι αναφυλλητά ευγνωμοσύνης ο καπετάνιος σηκώθηκε κι είπε:
— «Παιδί μου, πάμε να βρούμε τον παππούλη που λες, για να τον ευχαριστήσουμε για ό,τι μας χάρισε!».
— «Όχι εμένα, είπε ο απόστολος που πλησίασε. Τον Χριστό να ευχαριστήσουμε όλοι. Αυτός μας έδωκε το νερό. Αυτός γιάτρεψε και το παιδί. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, που έγινε άνθρωπος κι ήρθε στον κόσμο για να μας σώσει!»
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στό μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε. Έτσι στο ευλογημένο νησί οργανώθηκε ακόμη μια ομάδα, μια εκκλησία πιστών στον ένα αληθινό Θεό.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα πλούσια δώρα τους σε χρήμα ή σε είδη, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο.
Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Σε όλους τους ναούς του μαρτυρικού νησιού θα βρούμε την αγία εικόνα Του και το όνομά Του είναι το πιο συνηθισμένο μεταξύ των κατοίκων (Ανδρέας ή Αδρεανή - Ανδρούλα) και το πιο διαδεδομένο. Για λόγους που μόνο ο Κύριος γνωρίζει, εδώ και μερικά χρόνια - από το 1974 — το άγιο μοναστήρι μαζί με όλη την Καρπασία, τη Μεσαορία και τη Βόρειο Κύπρο έχει περιέλθει στην κυριαρχία του πιο βάρβαρου εισβολέα, του Τούρκου. Οι ευλογημένες εκκλησίες που βρίσκονται στα μέρη αυτά μένουν κανονικά αλειτούργητες. Κι οι καμπάνες σώπασαν από τότες να κτυπούν και να καλούν τους πιστούς σε συναγερμό ψυχής... Το αγίασμα όμως που βγήκε απ' τη γη ύστερα από την προσευχή του μεγάλου αποστόλου Ανδρέου μένει και συνεχίζει το κελάρυσμά του. Συνεχίζει το κελάρυσμά του και περιμένει την άγια ώρα, που οι πιστοί του νησιού, πλυμένοι καί καθαρισμένοι μέσα στα δάκρυα μιας ειλικρινούς μετάνοιας, θα αξιωθούν ελεύθεροι και πάλι να επισκεφθούν το όμορφο μοναστήρι για να ψάλουν τα ευχαριστήρια στον Κύριο για τη λύτρωση τους από τα δεινά της πικρής δοκιμασίας και να πιουν και να δροσίσουν τα χείλη από το γλυκό νερό. Ο Θεός να δώσει, με τη βοήθεια των πρεσβειών του αγίου αποστόλου Ανδρέου, μα καί των άλλων αγίων της Κύπρου , η μέρα αυτή να έρθει το γρηγορώτερο.
Το τέλος του αποστόλου υπήρξε ανάλογο της ιστορίας του. Μαρτύρησε στις Πάτρες, όπου είχε φτάσει, για να μεταδώσει κι εδώ το μήνυμα της λυτρώσεως και να σκορπίσει το φως του Χριστού. Η επίσκεψη του από την πλευρά αυτή έφερε πολλούς καρπούς. Σε λίγες μέρες το κήρυγμα του μαζί με τα πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικά τα θεμέλια της ειδωλολατρίας στην Αχαΐα. Ανάμεσα στους πρώτους, που πίστεψαν, ήταν αυτός ο ίδιος ο ανθύπατος1 της πόλεως, ο Λέσβιος όπως λεγόταν, που είχε αρρωστήσει άξαφνα βαριά και τον είχε γιατρέψει ο απόστολος μας. Το παράδειγμα του ανθύπατου έσπευσαν ν' ακολουθήσουν κι άλλοι ειδωλολάτρες. Μα το πράγμα έγινε γνωστό στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Νέρων λύσσαξε απ' το κακό του κι έδωσε εντολή να αντικατασταθεί αμέσως ο Λέσβιος από κάποιο Αιγεάτη, πολύ φανατικό ειδωλολάτρη και πολύ σκληρό.
Ο Πρωτόκλητος έχοντας συνοδό τον Λέσβιο συνεχίζει καθημερινά τα κηρύγματα του και τις θαυματουργικές του θεραπείες. Πλήθη λαού απ' όλη την Αχαΐα τα παρακολουθούν με ενδιαφέρον και πολλοί κάθε μέρα πυκνώνουν τις τάξεις των πιστών. Μέσα σ' αυτούς προστίθενται τώρα κι η σύζυγος του Αιγεάτη, η Μαξιμίλλα, ο αδελφός του Στρατοκλής, σοφός μαθηματικός, κι άλλοι πολλοί από τους συγγενείς του και τη συνοδεία του.
Έτσι λεγόντουσαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οι Ρωμαίοι άρχοντες, που διοικού σαν μια από τις επαρχίες του κράτους.
Ο ανθύπατος Αιγεάτης, αν και είδε τη γυναίκα του Μαξιμίλλα να σώζεται από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Πρωτοκλήτου, αν και είδε τον αδελφό του Στρατοκλή, που τον εκτιμούσε τόσο, να προσχωρεί στη νέα πίστη, εν τούτοις ο ίδιος έμεινε ασυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε με τη γυναίκα του κι αξίωσε απ' αυτή να αρνηθεί τον Χριστό. Η Μαξιμίλλα όμως δεν δέχτηκε ν' ακούσει.
- Προτιμώ, του είπε, να χωριστώ από σένα παρά από τον Χριστό μου.
Κι αυτός, τυφλωμένος απ' το πάθος του, διατάσσει να συλλάβουν τον Πρωτόκλητο και να τον ρίξουν στη φυλακή. Για να εκβιάσει δε περισ σότερο την αφοσιωμένη στον Χριστό γυναίκα, την απειλεί πως, αν δεν επιστρέψει στη θρησκεία των πατέρων της, την ειδωλολατρία, θα βασα νίσει τρομερά τον γέροντα απόστολο και στο τέλος θα τον σταυρώσει. Ανήσυχη η Μαξιμίλλα τρέχει στη φυλακή, για να μεταφέρει στον απόστολο τις απειλές του συζύγου της. Τρέμει η καλή γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακό ο ευεργέτης και σωτήρας της.
— Μη φοβάσαι, κόρη μου, για τη ζωή μου, της είπε ο Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερά την πίστη σου. Θα 'ναι τιμή και εύνοια του Θεού σε μένα ν' αξιωθώ να φύγω απ' τον κόσμο αυτό κατά τον ίδιο τρόπο, που έφυγε ο Λυτρωτής μας. Άς κάμει, ό,τι θέλει ο Αιγεάτης. Άς με κάψει στη φωτιά. Άς με κατακάψει με τα μαχαίρια. Άς με καρφώσει στον Σταυρό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». Ο Στρατοκλής, που βρισκόταν εκεί, λούστηκε στο κλάμα.
- Μην κλαις, του είπε ο απόστολος. Κάποια μέρα θα φύγουμε από τον κόσμο αυτό. «Ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τον σπόρο του Ευαγγελίου, που έσπειρα στην καρδιά σου. Κράτησε τον προσεκτικά και σπείρε τον κι εσύ παρακάτω.
Τα λόγια του αποστόλου τόνωσαν το θάρρος της Μαξιμίλλας και του Στρατοκλή κι ατσάλωσαν τη θέληση τους ν' αγωνιστούν ως το τέλος. Ο Αιγεάτης ξαναφώναξε τη γυναίκα του και προσπάθησε με λόγια γλυκά και κολακευτικά να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού.
— Είμαι έτοιμος να κάμω το καθετί για την αγάπη σου, της είπε. Άν πεισθείς να αφήσεις τον Χριστό, θα σ' έχω βασίλισσα στο σπίτι μου. Αλλιώς θα καρφώσω σ' ένα σταυρό τον γέρο, που σου πήρε τα μυαλά, και θα σκοτώσω κι εσένα.
Η απάντηση της Μαξιμίλλας υπήρξε αληθινά ηρωϊκή.
— Προτιμώ χίλιες φορές τον θάνατο παρά τη ζωή μ' ένα ειδωλολάτρη σαν και σένα.
Τα λόγια της ηρωίδας χριστιανής άναψαν τον θυμό του συζύγου της, που έδωκε εντολή να βασανίσουν σκληρά τον άγιο και στο τέλος να τον υψώσουν πάνω σ' ένα σταυρό, που είχε το σχήμα του γράμματος Χ και που είχε στηθεί στο «χείλος της θαλάσσιας αμμουδιάς». Πάνω στον Σταυρό αυτό, που ήταν φτιαγμένος από ξύλα ελιάς, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του αποστόλου, χωρίς να τον καρφώσουν. Κι αυτό έγινε, γιατί ο Ανθύπατος ήθελε να κρατήσει πολύν καιρό τον άγιο στη ζωή, για να τον βασανίσει.
Από μια θάλασσα, την όμορφη θάλασσα της Γαλιλαίας, κάλεσε ο Κύριος τον μεγάλο Ψαρά να τον ακολουθήσει για να γίνει μαθητής του και να ψαρεύει ανθρώπους. Από μια άλλη θάλασσα κοντά, τη θάλασσα της ιστορικής πόλεως των Πατρών, κάλεσε και πάλι ο Χριστός τον μαθητή κι απόστολο του Ανδρέα, ύστερα από σκληρή εργασία σποράς του λόγου του, να μεταπηδήσει στην ουράνια πατρίδα μας, για να λάβει τον άφθαρτο στέφανο της δικαιοσύνης. Ο απόστολος έφυγε από τον κόσμο αυτό σε ηλικία 80 περίπου χρόνων.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελλάθηκε κι αυτοκτόνησε. «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές. Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μ. Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στις Πάτρες. Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460, τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης, όπου έμεινε μέχρι του 1964. Την 26η του Σεπτέμβρη του έτους αυτού αντιπροσωπεία του πάπα Παύλου μετέφερε από τη Ρώμη τον πολύτιμο θησαυρό και τον παρέδωσε στον νόμιμο κάτοχο, την Εκκλησία των Πατρέων.
Στή μνήμη του μεγάλου αποστόλου ας κλίνει τακτικά με ευλάβεια το γόνυ της ψυχής κάθε Ελληνική καρδιά. Είναι ένας απ' τους αποστόλους που αγάπησαν την πατρίδα μας κι αγωνίστηκαν να της μεταδώσουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Το μήνυμα του δε «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» ας γίνει και για μας σύνθημα ζωής.
«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» φωνάζει και σ' εμάς ο Πρωτόκλητος μαθητής. Ο Χριστός ήταν και είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Έτσι θα τον γνωρίσετε κι εσείς, αν τον αναγνωρίσετε Αρχηγό και Κύριο σας κι αν βάλετε το θέλημα και τον νόμο του οδηγό στη ζωή σας. Ναί! αν βάλετε το άγιο θέλημα και τον νόμο του οδηγό και σύντροφο στη ζωή σας. Γιατί ο Χριστός ήταν κι είναι «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας». Το σωστικό αυτό μήνυμα ας αγκαλιάσουμε με πίστη φλογερή όλοι ανεξαίρετα όσοι ποθούμε να δούμε στον μαρτυρικό αυτό τόπο καλύτερες μέρες. Ό,τι γκρεμίζει η αμαρτία ανορθώνει και ξαναφτιάχνει μόνο μια ειλικρινής μετάνοια. Με μια γνήσια μετάνοια και συντριβή ψυχής ας καταφύγουμε και πάλι όλοι στον Σωτήρα Χριστό κι ας του ζητήσουμε να συγχωρήσει κι εμάς όπως κάποτε τους Νινευίτες και να μας ξαναδώσει τη λευτεριά μας. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Οπωσδήποτε θα μας ακούσει. Μας το βεβαιώνει με τα άγια λόγια Του: «Επικάλεσαί με, μας λέγει, εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με». Παιδί μου, όπου και να 'σαι, φώναξε με στον πόνο σου. Και εγώ θα σε ακούσω ....
πηγή :www.orthodox-answers.gr