Το πρώτο κήρυγμα
-Ηλία , Λία
μου …που είσαι παιδί μου ; Έλα καμάρι μου που σε θέλω να πας στο μπακάλικο
να μου ψωνίσεις ..Λία , Λία …δεν με ακούς ; Πού είσαι γιέ μου ; Πάλι θα
ναι πουθενά με τα παιδάκια και θα τους
κάνει τα …παπαδίστικά του! Βρε το ευλογημένο …που το χάνεις που το βρίσκεις ,
όλο να φτιάχνει θυμιατά και άγιες τράπεζες και να παριστάνει τον παπά ! Ποιό τραπεζομάντιλο θα μου χει πάρει
πάλι σήμερα και ποιο σεντόνι ;
Σκεφτόταν η Όλγα και χαμογελούσε με τούτες τις σκέψεις …Και δεν λάθευε διόλου
! Όντως ο Ηλίας της , ο γιός της ο
μικρός, εκείνο το ζεστό πρωινό του
καλοκαιριού του 1951 , ξεμάκρυνε μαζί με
τα άλλα ξέγνοιαστα τσακωνάκια σε
μια σκιά κάτω από την μεγαλόκορμη
δασύσκιωτη γραία ελιά, στον
θαλασσόβρεχτο λόφο πάνω από την έρημη παραλία του Λιγεριά,
σιμά στους μύλους. Εκεί είχε φτιάξει πάνω σε μια μεγάλη πλατιά κοτρώνα
την σημερινή άγια τράπεζά του . Φόρεσε για φελόνιο το λαδί τραπεζομάντηλο της
μάνας του , έστρωσε ένα παλιό σεντόνι για κάλυμμα , έβαλε ένα κολονάτο ποτήρι-δώρο μιας θειάς του
- και ένα κουτάλι πάνω και άρχισε να
ψέλνει αργά το Κύριε ελέησον , λιβανίζοντας τους φίλους του με το δικό του
αυτοσχέδιο θυμιατό το φτιαγμένο από κονσερβοκούτια, με χαλικάκια
μέσα τους για να χτυπούν…-Σήμερα
θα σας στεφανώσω ! τους είπε
…Ε..ε..ε..σένα Δη…δη…μήτρη με την …δούλη του
Θε… ε… ε… ε.. ού Κα… κα… λλιόπη ! Στέφεται ο δούλος του Θεού
…Ησαϊα χόρευε… Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον …Άρχισαν να γυρίζουν οι «νεόνυμφοι»
έχοντας στα μαλλιά τους στεφάνια από λεπτά χρυσοπράσινα λιόκλαδα! Τα άλλα έκαναν πως τους πετάνε
ρύζια… Άντε να ζή…ζή… σετε παι… παι… διά μου και κα… κα… κα καλούς απογόνους! Αντιλάλησε η καταπράσινη
πλαγιά του Πάρνωνα από τις ψαλμουδιές του …μικρού Παπά –Λιά και από τα παιδικά
αθώα γέλια εκείνο το πρωινό του Ιούλη …
-Ποιος σου τα
χει μάθει όλα τούτα τα τροπάρια που ψέλνεις και όλα αυτά που κάνεις λες και
είσαι παπάς τον ρώτησε η
Καλλιοπίτσα …
-Δεν
…δεν μου τα μαθε κανένας ! Απλά βλέπω τους πα… πα…πάδες στο χωριό και μου
αρέσουν !
-
Μόλις ψέλνεις σταματάς να είσαι κεκές …του είπε ο Δημήτρης …τα λες όλα φαρσί !
Χαμήλωσε το βλέμμα ο Ηλίας …Πόσο τον στενοχωρούσε
αυτή του η αδυναμία …Δεν μπορούσε να μιλήσει και αυτός σαν τα άλλα παιδιά, κανονικά , ελεύθερα χωρίς να κομπιάζει , ήταν
τραυλός …είχε του Μωυσή την νόσο , που εκείνα τα χρόνια τα αναγκεμένα και πεινασμένα , δύσκολα θεραπευόταν ή
βελτιωνόταν … Μόνο όταν έψελνε, ένιωθε να απελευθερώνεται η λαλιά του …Κι
έτσι λάτρευε να παριστάνει τον παπά …Όχι
μόνο γι αυτόν το λόγο βέβαια …Ήταν ο
χώρος του Ιερού του Σωτήρα στο χωριό τους τον Τυρό και όλων των Εκκλησιών της Τσακωνιάς , όπου
δεν έχανε ευκαιρία να διακονεί σαν παπαδάκι από μωρό παιδί …Ήταν οι ιερείς του
Υψίστου στο χωριό τους ολοένα που τον
συνέπαιρναν , όποτε τους συναντούσε ! Πρώτα ο παπά Παναγιώτης που ήταν και
δάσκαλος και μορφωμένος και ο παπά Τριαντάφυλλος , ο καλοσυνάτος και
απλούστατος και ο θειός του ο καλόγερος ο πάτερ Παντελεήμων ο Αλευράς…
Αγιασμένες μορφές , υποταγμένες στο θείο θέλημα , αιώνια ζωσμένοι με του Φωτός και
της Δικαιοσύνης τα όπλα, στου Ουρανού
την αγγελική στρατιά ! Αυτά ήταν τα
πρότυπά του , τα ζωντανά παραδείγματα , που συντάρασσαν την παιδική του ψυχούλα
και έσπερναν συνεχώς μέσα της , τον
σπόρο του Θεού , την επιθυμία της αφιέρωσης …κάποτε …μόλις και αυτός ο
κόμπος στο λαιμό και στην γλώσσα του θα έφευγε μια για πάντα …Οι γονείς του ο
Σπύρος και η Όλγα , αγράμματοι άνθρωποι του μόχθου , της βιοπάλης μα και της
καθαρής πρωτόπλαστης ψυχής, της
ανόθευτης δεν του έλεγαν τίποτα για όλα τούτα …Στενοχωριόνταν μόνο , μόλις
έβλεπαν τον μικρότερο από τους δυο τους γιούς να πασχίζει για να μιλήσει καθαρά
, να διώξει αυτό το βάσανο , το
σκόλοπα της βραδύτητας από την παιδικότητά του, που φτεράκιζε συνέχεια μα όχι ανεμπόδιστα ,
στο όνειρο του Ιερού θυσιαστηρίου …
-Γύ…γύρισα
μάνα !
-Καλώς
τον ! Πάλι μου …έκλεψες τραπεζομάντιλο ! Χαλάλι σου ! 4 με τούτο ! Εντάξει
…εντάξει μην κατσουφιάζεις ! Δικό σου
και αυτό , χάρισμά σου ! Πήγαινε τώρα να μου ψωνίσεις από τον κυρ Στέλιο στο
μπακάλικο …Θέλω αρκετά πράγματα …μισή οκά ρύζι και πελτέ και διακόσια δράμια
σαρδέλες και …
Την κοίταξε ο Ηλίας επίμονα στα μάτια…Έτοιμα να
κλάψουν τα δικά του …Δεν ήθελε να κρυφογελούν μαζί του οι άλλοι στα κομπιάσματά
του και σίγουρα με τόσα που είχε να πει , δεν θα τα κατάφερνε ξανά … Κατάλαβε εκείνη αμέσως …
-Καλά γιέ μου ..Είναι πολλά και θα τα ξεχάσεις …Έχεις δίκιο καμάρι μου !Κάτσε να σου δώσω χαρτί και μολύβι , να τα γράψεις να δώσεις έτοιμη την παραγγελία στον κυρ Στέλιο!
Έτσι κύλησαν τα παιδικά
του χρόνια στην παραλία του Τυρού τους . Προόδευε συνέχεια ο Ηλίας και στο
Γυμνάσιο πήγε στο Λεωνίδιο μέχρι τα 15 του χρόνια …Όλοι οι καθηγητές του εκεί ,
έμαθαν τον πόθο του , μα και την φυσική
του αδυναμία …Γνώριζε και εκείνος, πως
μόνο με ένα θαύμα θα τα κατάφερνε να φορέσει το αγαπημένο ράσο… Υπήρχε αυτό το εμπόδιο το μεγάλο πάντα
να ορθώνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη της ιερής του φαντασίας …Του το πε με
αγάπη και ένας σεβάσμιος καθηγητής του:
- Ηλία μου ,
είσαι ένα πολύ καλό παιδί …ίσως το καλύτερο που γνώρισα ποτέ μου …Μα ψυχή μου , δεν κάνεις για Ιερέας …συγχώρεσέ με που
στο λέω , μα είναι αυτό …με την λαλιά σου …Όμως μπορείς να γίνεις ό,τι άλλο θες
! Είσαι πανέξυπνος , σπουδαίος μαθητής …Ό,τι άλλο θες το μπορείς …μα παπάς…
καταλαβαίνεις…
Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από το βιβλίο: "Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν" ( εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας)
όπου συμπεριλαμβάνεται η αφηγηματική βιογραφία του μακαριστού π.Ηλία Αλευρά + 28.7.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε τα σχόλιά σας εδώ...