"Εξομολόγηση"
Είμαι ενα ζαρκάδι. Είμαι το αισθητήριο της θλίψης μέσα στο σύμπαν. Πριν από πολύ πολύ καιρό Κάποιος εξόρισε στη γη ό,τι θλιβερό υπάρχει σε όλους τους κόσμους και αυτό επιβλήθηκε στην καρδιά μου. Και από τότε είμαι το αισθητήριο της θλίψης. Ζω με το να τρυγώ τη θλίψη από όλα τα όντα και τα κτίσματα. Μόλις που σιμώσω ένα ον, μου σταλάζει στην καρδιά και από μια μαύρη σταγόνα θλίψης. Και η μαύρη πάχνη της θλίψης, ωσάν μικρό ρυάκι, διατρέχει τις φλέβες μου. Και εκεί, στην καρδιά μου, τούτη η μαύρη πάχνη της θλίψης γίνεται ωχρή και μπλάβα.
Σε όλο μου το είναι έχει εκχυθεί κάποια μαγνητική δύναμη θλίψης, που, ακαταμάχητα, μαγνητίζει και σφηνώνει στην καρδιά μου ό,τι το θλιβερό στον κόσμο. Γι’ αυτό και είμαι το πιό μελαγχολικό απ’ όλα τα κτίσματα. Το δάκρυ μου περίσσεψε για τον πόνο του καθενός… Μη γελάτε μαζί μου, εσείς οι γελαστοί! Σκιάζομαι, επειδή ξέρω ότι σε τούτον το θλιβερό κόσμο υπάρχουν όντα που γελούν. Ω, καταραμένο, τρισκατάρατο χάρισμα, το να γελάς σε έναν κόσμο που κοχλάζει η θλίψη, πυρώνει ο πόνος, αφανίζει ο θάνατος! Τι καταδικαστικό χάρισμα!… Εγώ από τη θλίψη δεν γελώ ποτέ. Πως θα μπορούσα να γελάσω όταν είστε τόσο βάναυσοι και άσπλαχνοι, εσείς οι γελαστοί! Όταν είστε τόσο κακοί και άσχημοι! Και είστε άσχημοι απ’ το κακό. Γιατί μόνον το κακό ασχημαίνει την ομορφιά των γήινων και ουράνιων δημιουργημάτων… Θυμάμαι, νοσταλγώ: τούτη η γη ήταν κάποτε παράδεισος, και εγώ ζαρκάδι παραδείσιο. Ω, θύμηση, να τρεκλίζω, εκστατικό από τη μια χαρά στην άλλη, από τη μία αθανασία στην άλλη, από τη μία αιωνιότητα στην άλλη!…
Ενώ τώρα; Σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μου. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, βρίσκω πηχτό σκοτάδι. Οι λογισμοί μου στάζουν δάκρυ. Και τα αισθήματα μου βρίθουν από θλίψεις. Όλο μου το είναι το έχει κυριέψει μια άσβεστη πυρκαγιά θλίψης. Τα πάντα μέσα μου φλέγονται απ’ τον πόνο, όμως με τίποτα να αποκαούν. Κι εγώ, το δόλιο, ένα πράμα είμαι μονάχα: αιώνιο ολοκαύτωμα στον κοσμικό βωμό της θλίψης. Και ο κοσμικός βωμός της θλίψης είναι η γη, ο τεφρός και σκυθρωπός, ο χλωμός και θολερός πλανήτης…
Η καρδιά μου είναι νησί απρόσιτο στον απέραντο ωκεανό της θλίψης. Απρόσιτο στη χαρά. Άραγε, κάθε καρδιά είναι ένα απρόσιτο νησί; Πείτε μου εσείς, που έχετε καρδιά! Τι περιβάλλει τις καρδιές σας; Τη δική μου την περιβάλλουν τα ίδια τα βάραθρα και η άβυσσος του ωκεανού. Και, διαρκώς, ποντίζεται μέσα τους. Τίποτε δεν μπορεί να την ανασύρει, να την κάνει να βγει από εκεί μέσα. Ό,τι κι αν βρει να πιαστεί, αυτό είναι αρύ σαν το νερό. Γι’ αυτό και τα μάτια μου είναι θαμπά από το δάκρυ και η καρδιά μου αφανισμένη απ’ το στεναγμό. Οι κόρες των ματιών μου είναι αποσταμένες απ’ τις πολλές νυχτιές που αντίκρισαν. Εψές, ο ήλιος βασίλεψε στα μάτια μου και ταχιά δεν πρόβαλε. Πνίγηκε στα σκοτάδια της θλίψης μου. Κάτι τρομερό και μακάβριο διαπερνά το είναι μου. Με σκιάζει ό,τι υπάρχει γύρω και πάνω από μένα. Αχ, να δραπέτευα από τον τρόμο του κόσμου τούτου! Υπάρχει όμως τάχα κάποιος κόσμος χωρίς τρόμο; Είμαι κυκλωμένο απ’ το τείχος των βασάνων, πιωμένο με αψιθιά, πλέριο από πίκρα. Λαχταρώ να ξυπνήσω την καρδιά μου απ’ το λήθαργο της θλίψης, όμως αυτή όλο και περισσότερο βουλιάζει μέσα του. Φωνάζω στη σκιαγμένη και κατατρεγμένη από τους φόβους του κόσμου τούτου ψυχή μου να επιστρέψει σ’ εμένα, όμως εκείνη όλο και πιο αδιάφορη απομακρύνεται από εμένα, το θλιμμένο και μελαγχολικό.
Είμαι ζαρκάδι. Άλλά πώς; Δεν ξέρω. Βλέπω, αλλά πως, κι αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ζω, όμως τι είναι η ζωή, δεν κατανοώ. Αγαπώ, όμως τι είναι η αγάπη, δεν νογάω. Υποφέρω, όμως πως θεριεύει, αυξάνει και μεστώνει μέσα μου ο πόνος, αυτό με τίποτα δεν το καταλαβαίνω. Γενικά καταλαβαίνω πολύ λίγα απ’ αυτά που είναι μέσα μου και γύρω μου. Η ζωή, ή αγάπη, τό πάθημα, όλα τούτα είναι ευρύτερα, βαθύτερα και απειρότερα απ’ τη γνώση, την αντίληψη και τη διάνοια μου. Κάποιος μ’ έβαλε σε τούτον τον κόσμο και έδωσε στό είναι μου λίγο νου, γι’ αυτό και λίγα καταλαβαίνω απ’ τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου. Πάντα κάτι το απερινόητο, το παράξενο με παρακολουθεί μέσα απ’ όλα τα πράγματα, γι’ αυτό και φοβάμαι. Και τα μεγάλα μάτια μου, μην είναι άραγε γι’ αυτό μεγάλα, για να χωρέσουν το αχώρητο, να περιλάβουν το απερίληπτο, να ιδούν το ανείδωτο;
Πλάι στη θλίψη μου, Κάποιος διέχυσε μέσα μου και αθανάτισε, και διαιώνισε κάτι, που είναι μεγαλύτερο κι από τα αισθήματα, ισχυρότερο κι από τις σκέψεις, κάτι τόσο διαρκές όσο και η αθανασία, και τόσο πελώριο όσο και η αιωνιότητα. Το ένστικτο της αγάπης. Μέσα του έχει κάτι το παντοδύναμο, το ακατανίκητο. Τούτο είναι που διαχέεται σε όλους τους λογισμούς μου και διαφεντεύει όλο μου το είναι, που σαν μικρή, μικροσκοπική νησίδα, έχει ολόγυρα του, άπειρα, να εκτείνεται, να διαχέεται και να απλώνεται αυτή, το αίνιγμα της ψυχής μου, η αγάπη. Σε όποια γωνιά του είναι μου κι αν στραφώ, αυτήν βρίσκω. Είναι κάτι το πανταχού παρόν μέσα μου, το πιο οικείο. Μέσα μου το είμαι, είναι το ίδιο με το αγαπώ. Μέσ’ από την αγάπη είμαι εκείνο που είμαι. Το να είμαι, το να υπάρχω για μένα, είναι το ίδιο με το να αγαπώ, να στέργω. Και μήπως μπορεί τάχα να υπάρχει ον χωρίς αγάπη; Τέτοιο ον δεν το ξέρει η ζαρκαδίσια καρδιά μου.
Μην πληγώνετε την αγάπη μέσα μου. Επειδή πληγώνετε τη μοναδική μου αθανασία, τη μοναδική μου αιωνιότητα. Και συνάμα τη μοναδική αθάνατη και αιώνια αξία μου. Γιατί τι άλλο είναι η αξία αν δεν είναι κάτι το αθάνατο και το αιώνιο; Κι εγώ είμαι αιώνιο και αθάνατο μόνο με την αγάπη. Είναι ό,τι έχω και δεν έχω. Μ’ αυτήν και νιώθω και σκέφτομαι και βλέπω κι ακούω και ξέρω και ζω και αθανατίζομαι. Όταν λέω «αγαπώ» με τούτο περιλαμβάνω όλους τους αθάνατους λογισμούς μου, όλα τα αθάνατα αισθήματα μου, όλους τους αθάνατους πόθους μου, όλες τις αθάνατες ζωές μου. Με αυτήν, με την αγάπη, είμαι πέρα από κάθε θάνατο, πέρα από κάθε μη είναι· εγώ το ασημόχρωμο ζαρκάδι, το στοργικό ζαρκάδι, το ζωηρό ζαρκάδι.
Μέσα από τρομακτικές χαράδρες και φρικτές αβύσσους περνάει η αγάπη μου για σένα, αγαθέ άνθρωπε, για σένα ολάνθιστο δάσος, για σένα μοσχομύριστο χορτάρι, για σένα, Πανάγαθε και Πάνστοργε! Μέσα από αναρίθμητους θανάτους πορεύεται η αγάπη μου για σένα, γλυκιά μου Αθανασία! Γι’ αυτό και η θλίψη είναι ο μόνιμος συνταξιδιώτης μου. Κάθε βαναυσότητα είναι ολόκληρος θάνατος για μένα. Την περισσότερη βαναυσότητα σε τούτον τον κόσμο την έζησα απ’ το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος. Ω, κάποιες φορές αυτός, ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος όλης μου της χαράς. Μάτια μου, δείτε μέσα και πέρα από τον άνθρωπο, τον Πανάγαθο καί Πάνστοργο! Η αγαθότητα και η στοργή τούτα είναι η ζωή μου, αυτά και η αθανασία μου και η αιωνιότητα μου. Χωρίς την αγαθότητα και τη στοργή, η ζωή είναι κόλαση. Όταν νιώθω την αγαθότητα του Πανάγαθου και τη στοργή του Πάνστοργου, βρίσκομαι με όλο μου το είναι στον παράδεισο. Όταν όμως σωρεύεται πάνω μου η ανθρώπινη σκληρότητα, αχ, τότε όλοι οι φόβοι μου γίνονται η κόλαση. Γι’ αυτό και σκιάζομαι τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, έκτος απ’ τον καλό και στοργικό.
Μέσα στη βλασφημία του ο άνθρωπος ούτε που μπορεί να φανταστεί τα μεγαλειώδη και θαυμαστά αισθήματα, που φέρουμε μέσα μας εμείς, τα ζαρκάδια. Ανάμεσα σ' εμάς και σ' εσάς, άνθρωποι, εκτείνεται η άβυσσος, έτσι, που ούτε εμείς μπορούμε να κινήσουμε προς εσάς, αλλά ούτε κι εσείς προς εμάς.
Δεν έχετε την αίσθηση του κόσμου μας. Αν εμείς, τα ζαρκάδια, αν η καρδιά μας περνούσε στην πλευρά σας, τότε θα είχαμε περάσει στην κόλαση. Κάποτε ήμασταν στον παράδεισο. Εσείς όμως, άνθρωποι, μας τον μετατρέψατε σε κόλαση. Ό,τι είναι οι διάβολοι για εσάς, είστε εσείς, άνθρωποι, για εμάς.
Μας αφηγούνται τα δάση: «Είδαμε τον Σατανά να πέφτει απ' τον ουρανό στην γη, έπεσε ανάμεσα στους ανθρώπους κι έμεινε. Αυτός, ο έκπτωτος του ουρανού, είπε: «νιώθω ευχάριστα ανάμεσα στους ανθρώπους, έχω κι εγώ τον παράδεισο μου και δεν είναι άλλος από τούτους εδώ, τους ανθρώπους» ...
Το ξέρω και το προαισθάνομαι ... με περιμένει μια καλύτερη αθανασία από την ανθρώπινη. Για εσάς, άνθρωποι, σ' εκείνον τον κόσμο, υπάρχει και η κόλαση. Για εμάς όμως, τα ζαρκάδια, υπάρχει μόνον παράδεισος.
Γιατί εσείς, άνθρωποι, συνειδητά και εκούσια επινοήσατε την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο, παρασύροντας κι εμάς σ' αυτά με την μοχθηρία και την κακία σας, χωρίς τη συγκατάβαση μας, επειδή είχατε εξουσία επάνω μας. Γι' αυτό και θα δώσετε λόγο για εμάς, για όλα τα βάσανα, για όλες τις δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους μας. Θα τιμωρηθείτε για εμάς και εξαιτίας μας ...
Αφουγκράστηκα τον γαλάζιο ουρανό να ψιθυρίζει στην μαύρη γη τούτην την αιώνια αλήθεια: Οι άνθρωποι την ήμερα της Κρίσεως θα δώσουν λόγο για όλα τα βάσανα, για όλες τις δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους όλων των γήινων όντων και πλασμάτων.
Όλα τα ζώα, όλα τα πουλιά, όλα τα φυτά θα σταθούν και θα κατηγορήσουν το γένος των ανθρώπων για όλους τους πόνους, για όλες τις προσβολές, για όλα τα κακά, για όλους τους θανάτους που τους προξένησε μέσα στην αλαζονική φιλαμαρτία του. Γιατί μπρος και πλάϊ στο ανθρώπινο γένος συμπορεύονται η αμαρτία, ο θάνατος και η κόλαση.
Αν ήταν να διάλεγα ανάμεσα στα δημιουργήματα, θα διάλεγα τον τίγρη παρά τον άνθρωπο, γιατί ο τίγρης είναι λιγότερο αιμοβόρος απ' τον άνθρωπο, θα διάλεγα το λιοντάρι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αίμοχαρές απ' αυτόν, θα διάλεγα την ύαινα παρά τον
άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αποκρουστική απ' αυτόν, θα διάλεγα τον λύγκα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο επιθετικός απ' αυτόν, θα διάλεγα το φίδι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο πονηρό απ' αυτόν, θα διάλεγα οποιοδήποτε άλλο θηρίο παρά τον άνθρωπο, γιατί ακόμη και το φοβερότερο θηρίο είναι λιγότερο τρομερό από τον άνθρωπο ...; σας λέω αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μου σας μιλώ.
Γιατί ο άνθρωπος επινόησε και δημιούργησε την αμαρτία, τον θάνατο και την κόλαση. Και τούτο μέσα σ' όλους τους κόσμους μου είναι το χειρότερο από τα χειρότερα, το πιο τερατώδες απ' τα τερατωδέστερα, το φοβερότερο απ' τα φοβερότερα. Το ακούω, όταν βουίζει ο χείμαρος των δακρύων: οι άνθρωποι κομπάζουν για κάποια νοημοσύνη. Εγώ όμως, τους βλέπω μέσα από τα κυριότερα έργα τους, την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο.
Και συμπεραίνω πως, αν η νοημοσύνη τους έγκειται στο ότι επινόησαν και δημιούργησαν την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι χάρισμα, αλλά κατάρα. Η νοημοσύνη που ζει και εκφράζεται με την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο είναι θεία τιμωρία. Μεγάλη νοημοσύνη, μεγάλη και η τιμωρία.
Θα ήταν προσβολή για εμένα αν μου έλεγαν πως είμαι νοήμον, κατά τον τρόπο τον ανθρώπινο νοήμον. Αν μια τέτοια νοημοσύνη είναι το μοναδικό ίδιον των ανθρώπων, τότε, όχι μόνον την απαρνούμαι αλλά και την καταριέμαι. Αν απ' αυτήν εξαρτιόταν ακόμη και ο παράδεισός μου και η αθανασία μου, τότε θα ειχα για πάντα απαρνηθεί και τον παράδεισο και την αθανασία.
Μέ την νοημοσύνη καί χωρίς την αγαθότητα και τη στοργή, ο άνθρωπος είναι ίδιος ο διάβολος. Άκουσα τους αγγέλους του ουρανού, όταν έπλεναν τα φτερά τους στα δάκρυα μου, να λένε: ο διάβολος είναι η μεγάλη νοημοσύνη χωρίς ίχνος αγαθότητας και αγάπης. Όμως, κι ο άνθρωπος το ίδιο είναι, όταν δεν έχει καλοσύνη και αγάπη.
Ο νοήμων άνθρωπος χωρίς καλοσύνη και συμπόνια είναι κόλαση για τη στοργική ψυχή μου, κόλαση για την πικραμένη καρδιά μου, κόλαση για τα άκακα μάτια μου, κόλαση για το ταπεινό είναι μου. Απ' τη ψυχη μου μία μόνον επιθυμία αναβλύζει: να μην ζήσω ούτε σε τούτον, ούτε και σ' εκείνον τον κόσμο πλάϊ σε άνθρωπο, που είναι νοήμων ενώ δεν έχει καλοσύνη και σπλαχνική στοργή. Μόνον τότε αποδέχομαι την αθανασία και την αιωνιότητα. Αν δεν γίνεται αλλιώς, τότε Θεέ μου, αφάνισε με, μετάβαλε με σε μη είναι.
Τα λευκά ζαρκάδια τον παλιό καιρό έλεγαν: πέρασε απ' τη γη Εκείνος, ο Πανάγαθος και Πάνστοργος, κι έκανε τη γη παράδεισο. Όλα τα όντα, όλα τα πλάσματα δέχτηκαν την άπειρη αγαθότητα, την αγάπη, τη στοργή, το έλεος, την ευγένεια και τη σοφία, που ανέβλυζε απ' Αυτόν. Πάνω στη γη περπάτησε και την έκανε ουρανό.
Τον έλεγαν Ιησού. Ω, σ' Αυτόν είδαμε το πόσο μπορεί ο άνθρωπος να είναι υπέροχος και υπέρκαλος, μόνον όταν είναι αναμάρτητος. Θλιβόταν με τη θλίψη μας και έκλαιγε μαζί μας για τα δεινά, που οι άνθρωποι μας έφεραν. Ήταν μαζί μας και ενάντια στα ανθρώπινα δημιουργήματα, ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και τον θάνατο.
Αγαπούσε με τρόπο φιλόστοργο και πονόψυχο ολα τα πλάσματα, τα χάιδευε με μια θεϊκή μελαγχολία και τα προφύλασσε από την ανθρώπινη αμαρτία, από το ανθρώπινο κακό, από τον ανθρώπινο θάνατο. Ήταν, και παντοτινά παρέμεινε, ο Θεός μας, ο Θεός των θλιμένων και κατατρεγμένων κτισμάτων, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.
Μόνον οι άνθρωποι, που του μοιάζουν, μας αναπαύουν. Είναι γένος μας, είναι η αθανασία μας και η αγάπη μας. Η ψυχή τους έχει συνυφανθεί με την καλοσύνη Του, την ευσπλαχνία Του, την αγάπη Του, τη στοργή Του, την ευγένεια Του, τη δικαιοσύνη Του και τη σοφία Του. Η νοημοσύνη τους είναι θεϊκά σοφή, θεϊκά αγαθή, θεϊκά ταπεινή, θεϊκά σπλαχνική. Μοιάζουν με τους φωτεινούς και αγίους αγγέλους. Γιατί η μεγάλη νοημοσύνη και η μεγάλη αγαθότητα, όταν γίνονται ένα, τότε αυτό λέγεται άγγελος.
Γι' αυτό και η αγάπη μας σπεύδει ολάκερη στον Ιησού, τον Πανάγαθο, τον Πολυέλεο, τον Πάνστοργο. Αυτός είναι ο Θεός μας. Αυτός και η Αθανασία μας και η Αιωνιότητα μας. Το Ευαγγέλιο Του είναι περισσότερο δικό μας, παρά των ανθρώπων, γιατί μέσα μας υπάρχει περισσότερη η αγαθότητα Του, η αγάπη Του, η στοργή Του ...Εκείνος. Ω! Ας είναι ευλογητός σ' όλες τις καρδιές και σ' όλους τους κόσμους μας! Εκείνος, ο Κύριος και Θεός μας! Εκείνος, η γλυκιά παρηγοριά μας σε τούτον τον πικρό κόσμο, που παρέρχεται, η αιώνια ευφροσύνη μας σε εκείνον, τον αθάνατο κόσμο, που επέρχεται ...
Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ Απρ.2008
Ο όσιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1884 στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Εκοιμήθη οσιακά στις 25 Μαρτίου το 1979. Σπούδασε θεολογία στη Σερβία, Ρωσσία και Αγγλία και ανεκηρύχθη το 1926 διδάκτωρ της θεολογίας υπό της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1935, εξελέγη υφηγητής και μετά καθηγητής της Δογματικής της θεολογικής Στολής του Βελιγραδίου. Το 1945, επικρατήσαντος του κομμουνιστικού καθεστώτος, υπεχρεώθη να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο και έζησε στην Ιερά Μονή των αρχαγγέλων Τσέλιε, κοντά στο Βάλιεβο ως πνευματικός, συνετίζοντας εκεί, κάτω από δυσχερείς συνθήκες, το πνευματικό και συγγραφικό του έργο.
Συνέγραψε το τρίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της αληθείας», την γνωστή Δογματική του, επτά τόμους ερμηνεία της Καινής Διαθήκης και Δώδεκα τόμους βίους Αγίων και πολλά άλλα θεολογικά και Φιλοσοφικά. Πέρυσι συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την οσιακή κοίμησή του. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνος, ακολούθησε κατά πάντα την θεολογική εμπειρία και την άσκηση των μεγάλων Πατέρων της εκκλησίας, είναι η κρυφή συνείδηση της Σερβικής εκκλησίας. Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά..